Οι Αθαμάνες
Η ονομασία » Αθαμάνες» σχετίζεται ενδεχομένως ετυμολογικά με τις λέξεις «Αθάμας » και «Ιθώμη». Οι Αθαμάνες ήταν ένα από τα ελληνικά φύλα όπως μαρτυρά ο Στράβων. Γενάρχης τους, σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, ήταν ο Βοιωτός βασιλιάς Αθάμας, ο οποίος κατέφυγε περιπλανώμενος στην Πίνδο και «φιλοξενήθηκε» από άγρια ζώα. Διώχθηκε από την πατρίδα του επειδή είχε σκοτώσει το γιο του Λέαρχο. Οι Αθαμάνες ήταν ορεισίβιοι κτηνοτρόφοι και φοβεροί πολεμιστές. Οι βαριοί χειμώνες, η αγριότητα του τόπου, η δύσκολη επικοινωνία και η λιτή τροφή, δημιούργησαν άντρες εύρωστους, τραχείς, με τολμηρούς χαρακτήρες και δυνατή ψυχή. Διακρίθηκαν σαν ακοντιστές και Πύρρος τους χρησιμοποιούσε ως ανιχνευτές αλλά και ως εφεδρεία. Μάλλον αυτοί εξουδετέρωσαν τα «αντι-ελεφαντικά» οχήματα των Ρωμαίων στο Ασκλο.
Η Διώνη λατρεύονταν από τους Αθαμάνες και εκπροσωπούσε για αυτούς το υγρή φύση, τη γονιμοποιό δύναμη που ήταν τότε παντοδύναμη στα βουνά της Αθαμανίας. Ο Όμηρος στην Ιλιάδα την παρουσιάζει σαν θεραπεύτρια μητρική θεά . Τα νομίσματα που σώζονται με την επιγραφή »Αθαμάνων» έχουν πάνω τους την θεά Αθηνά και την Διώνη.
Το νερόφιδο ένα κοινό φίδι που ζει σε έλη και λίμνες και συχνά βγαίνει στην ξηρά μετά τη βροχή θεωρείται σύμβολο της Διώνης. Είναι τελείως ακίνδυνο για τον άνθρωπο. Όταν απειλείται σφυρίζει και βγάζει μια δύσοσμη ουσία. Οι Αθαμάνες το έφεραν στις ασπίδες τους επικαλούμενοι την προστασία της θεάς στη μάχη.
Ο ορεινός και δυσπρόσιτος όγκος των Τζουμέρκων κατοικήθηκε από την αρχαιότητα, και μάλιστα ήδη από την Εποχή του Χαλκού. Οι ενδείξεις για κατοίκηση στην περιοχή πληθαίνουν κατά τους ιστορικούς χρόνους και αυξάνονται σημαντικά στους μεταγενέστερους χρόνους, κυρίως κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας. Αδιάψευστοι μάρτυρες της συνεχούς κατοίκησης και της μακραίωνης ιστορίας των Τζουμέρκων στέκουν τα μνημεία τους, που χρονολογούνται από τους κλασικούς έως τους μεταβυζαντινούς και νεότερους χρόνους.
Η ορεινή περιοχή των Τζουμέρκων βρίσκεται στη δυτική πλευρά του κεντρικού τμήματος της οροσειράς της Πίνδου, στην επονομαζόμενη Αθαμανική ή κεντρική Πίνδο, και μοιράζεται ανάμεσα στα γεωγραφικά διαμερίσματα της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. . Η εικόνα που σκιαγραφήθηκε δεν θα έχει μεταβληθεί ουσιαστικά από την αρχαιότητα ή τη μεσαιωνική περίοδο, σύμφωνα με τις γραπτές μαρτυρίες, τα νεότερα περιηγητικά κείμενα, επιστημονικές έρευνες αλλά και το γεγονός ότι το χρονικό διάστημα ακόμη και τεσσάρων χιλιετιών, από την εγκατάσταση στην περιοχή των Αθαμάνων, γεωλογικά δεν επαρκεί ώστε να προκληθούν ραγδαίες αλλαγές. Επομένως και η σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον, οι ποικίλες ανάγκες και οι δραστηριότητές του δεν έχουν μεταβληθεί καταλυτικά.
Οι πιο πρώιμες γνωστές έως σήμερα αρχαιολογικές μαρτυρίες για την κατοίκηση στην περιοχή των Τζουμέρκων ανάγονται στην Εποχή του Χαλκού και προέρχονται από την περιοχή των Πραμάντων και το Κάτω Γραικικό. Συγκεκριμένα, ο Hammond βρήκε κοντά στην εκκλησία της Παναγίας των Πραμάντων λίθινο πέλεκυ ορθογώνιας διατομής και λεπίδα μικρού λίθινου πέλεκυ ή σμίλης τετράγωνης διατομής. Από τους Χριστούς, στην περιφέρεια των Πραμάντων, προέρχεται χάλκινος αμφίστομος πέλεκυς, ένα αποτελεσματικό όπλο που διαδόθηκε στην Ηπειρωτική Ελλάδα από το Αιγαίο. Τέλος, στο Κάτω Γραικικό, στο λόφο του Προφήτη Ηλία, ο Δάκαρης βρήκε τμήμα λίθινης αξίνας με οπή από γρανιτόλιθο.
Στην περιοχή των Τζουμέρκων ειδικότερα και στην ευρύτερη περιοχή του άνω ρου του Αχελώου μεταξύ της Θεσσαλίας και της Ακαρνανίας εγκαθίστανται, από τις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π.Χ., οι Αθαμάνες, ένα από τα κυριότερα ηπειρωτικά φύλα, σύμφωνα με τον Στράβωνα. Στα βόρεια των Αθαμάνων κατοικούσαν οι Αίθικες, στα δυτικά τους οι Μολοσσοί και στα νότια οι Αμφιλόχιοι. Οι Αθαμάνες, όπως και τα γειτονικά τους φύλα, διήγαν βίο ποιμενικό νομαδικό, μετακινούμενοι από τους χειμερινούς στους θερινούς βοσκοτόπους και αντίστροφα. Κατά συνέπεια, ο γεωγραφικός τους χώρος, για πολλούς αιώνες, δεν πρέπει να οριζόταν με σταθερά, συνεχή όρια, αλλά με καθαρά ποιμενικές διαιρέσεις. Μόλις κατά τον 5ο και τον 4ο αι. π.Χ. πέρασαν από την αγροτική κοινωνία στον αστικό τρόπο ζωής και τη διαβίωση σε οργανωμένους οικισμούς και πόλεις. Λόγω του τρόπου ζωής τους, οι Αθαμάνες πρέπει να φαίνονταν βάρβαροι στα μάτια των Ελλήνων των νοτιότερων περιοχών κατά τους ιστορικούς χρόνους. Έτσι ο Θουκυδίδης τους θεωρεί βαρβάρους, ενώ ο Στράβων αμφιβάλλει για το αν θα πρέπει να αποκαλούνται Έλληνες. Ωστόσο, η ελληνικότητά τους είναι καταφανής από τα οκτώ γνωστά τοπωνύμια της Αθαμανίας (Αθήναιον, Αιθοπία, Άκανθος, Αργιθέα, Ηράκλεια, Θεοδωρία, Κραννών, Τετραφυλλία), από τα ανθρωπωνύμια και τις επιγραφές των νομισμάτων της, που είναι όλα ελληνικά, καθώς και από τη θρησκευτική ζωή των κατοίκων, η οποία παράλληλα αντικατοπτρίζει και τις πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις.
Η πρώτη ιστορική αναφορά στους Αθαμάνες ανάγεται στο 395 π.Χ., όταν μνημονεύονται ως μέλη της Κορινθιακής και στη συνέχεια της Β’ Αθηναϊκής Συμμαχίας . Το 354 π.Χ., στον Ιερό πόλεμο, πολέμησαν εναντίον των Φωκέων και το 323 π.Χ., στο Λαμιακό πόλεμο, εναντίον των Μακεδόνων. Το 295 π.Χ. ο Πύρρος προσάρτησε στο βασίλειό του και τη χώρα των Αθαμάνων, επειδή απέβλεπε στην επίκαιρη γεωγραφική θέση και τον πληθυσμό της, ο οποίος έκτοτε ακολουθούσε το βασιλιά στις εκστρατείες του. Με την πτώση της βασιλείας το 232 π.Χ. και την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας, οι Αθαμάνες ανέκτησαν και πάλι την ανεξαρτησία τους. Κατά τα έτη 220-185 π.Χ. την περιοχή κυβερνούσαν οι βασιλείς Θεόδωρος και Αμύνανδρος. Ιδιαίτερα ο δεύτερος ανέπτυξε μεγάλη διπλωματική δραστηριότητα και ασκούσε ευρύτερη πολιτική, έξω από τα στενά όρια της χώρας του. Ενδεικτικό της ευρύτερης πολιτικής των βασιλέων των Αθαμάνων είναι η αναγραφή των ονομάτων τους στον κατάλογο των θεωροδόκων των Δελφών και οι σχέσεις τους με άλλα ιερά, όπως της Δήλου και της Κλάρου.
Η Αθαμανία δεν πρέπει να απέφυγε την κοινή μοίρα της Ηπείρου το 167 π.Χ., όταν οι λεγεώνες του Αιμιλίου Παύλου κατέστρεψαν 70 ηπειρωτικές πόλεις και υποδούλωσαν 150.000 Ηπειρώτες. Βεβαίως, η χώρα δεν καταστράφηκε ολοκληρωτικά, καθώς από την εποχή του Αμυνάνδρου ή λίγο μετά το 167 π.Χ. και τουλάχιστον έως το 88/87 π.Χ., στην Αθαμανία λειτούργησε το Κοινό των Αθαμάνων. Κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορικής εποχής, γίνεται απλή μνεία των Αθαμάνων, χωρίς ιδιαίτερη αναφορά στην πολιτική και οικονομική κατάσταση της χώρας τους.
Η κίνηση της αστικοποίησης στην ενδοχώρα της Ηπείρου κατά τους κλασικούς χρόνους εντάθηκε λόγω της πολιτικοστρατιωτικής ανασφάλειας του 3ου και των αρχών του 2ου αι. π.Χ., όταν οι μακεδονικοί πόλεμοι και η ρωμαϊκή διείσδυση αναγκάζουν τους Ηπειρώτες, ακόμη και των πιο δυσπρόσιτων περιοχών, να συνοικίζονται σε οχυρωμένες πόλεις ή μικρότερα πολίσματα, εγκαταλείποντας την ύπαιθρο σε περίοδο κινδύνου. Τη συγκεκριμένη κίνηση ακολουθούν και οι Αθαμάνες, όπως μαρτυρούν οι τειχισμένοι οικισμοί, οι ακροπόλεις και οι μικρότεροι πύργοι-φυλακεία, που εντοπίζονται κυρίως κατά μήκος διαβάσεων που όριζαν και τις συνοριακές γραμμές. Έτσι, οι ακροπόλεις και οι πύργοι που εντοπίζονται στην περιοχή των βόρειων Τζουμέρκων (για παράδειγμα στους Καλαρρύτες, τους Χουλιαράδες, το Μιχαλίτσι, το Αμπελοχώρι) ελέγχουν τα βόρεια όρια της περιοχής των Αθαμάνων με την περιοχή των Μολοσσών. Αντίστοιχα, το ανατολικό όριο της περιοχής των Αθαμάνων αποτελούσε η χαράδρα του Αράχθου και το φύλασσαν οι ακροπόλεις στην ανατολική πλευρά της χαράδρας (στους Ραφταναίους, την Πλάκα, τα Κουκούλια, τα Γουριανά). Οι ακροπόλεις που βρίσκονται στη δυτική πλευρά της, στο σημερινό Ξηροβούνι (στη Ροδαυγή, τα Πιστιανά), ανήκαν στην περιοχή των Μολοσσών και φύλασσαν τα όρια από τη δική τους πλευρά.
Στις εντοπισμένες αρχαίες θέσεις στην περιοχή των Τζουμέρκων δεν έχουν γίνει μέχρι σήμερα έρευνες, με εξαίρεση ολιγοήμερη ανασκαφή του Σωτήρη Δάκαρη στο Κάτω Γραικικό τη δεκαετία του 1950, απ’ όπου προέρχονται κυρίως ευρήματα των μεταβυζαντινών, αλλά και των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων. Από άλλες θέσεις προέρχονται τυχαία μόνο ευρήματα, όπως για παράδειγμα σιδερένια όπλα που εντοπίστηκαν στην περιοχή των Αγνάντων κατά τη διάνοιξη αγροτικού δρόμου , ή ένας πήλινος λύχνος και πήλινες αγνύθες (υφαντικά βάρη) από τα Γουριανά .
Η σημασία της Αθαμανίας, πάντως, έγινε αντιληπτή πρώτα από τους ίδιους τους αρχαίους συγγραφείς, όπως αποδεικνύεται από τις ποικίλες αναφορές στα έργα τους. Οι όροι Αθαμανία και Αθαμάνες απαντούν σε κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας ήδη από τον 6ο αι. π.Χ. και συνεχίζουν αδιάκοπα έως και την περίοδο της ρωμαιοκρατίας, τον 2ο αι. μ.Χ. Εκτός από το μεγάλο χρονολογικό εύρος, αξιοσημείωτη είναι η ποικιλία των πηγών που περιλαμβάνουν σχετικές αναφορές και πληροφορίες. Πρόκειται για έργα ιστορικά, γεωγραφικά, περιηγητικά, φιλοσοφικά και φιλολογικά. Μεγάλης σημασίας είναι τα αντλούμενα στοιχεία για τη θέση της περιοχής, τη γειτνίασή της με άλλα ηπειρωτικά και θεσσαλικά φύλα και τις σχέσεις της με τις όμορες επικράτειες. Επιπλέον, η μελέτη των πηγών συντελεί στη σκιαγράφηση της ιστορικής της πορείας κατά την κλασική αρχαιότητα, προσφέρει πολύτιμα στοιχεία για τον πολιτισμό της, διασώζοντας επιπρόσθετα και ορισμένες παραδόσεις και τέλος αποδεικνύει τη σημασία της και τη στρατηγική της θέση στα περάσματα που ένωναν την Ήπειρο με τη Θεσσαλία. Καθώς τα περάσματα αυτά παρέμεναν αμετάβλητα στους επόμενους αιώνες η περιοχή διατήρησε τη σπουδαιότητά της και κατά τη βυζαντινή περίοδο, όπως αποδεικνύεται αφενός από το γεγονός ότι η Αθαμανία, παρά την εγκατάλειψη και την παρακμή της μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, δεν λησμονήθηκε ποτέ από τους συγγραφείς, και αφετέρου από τα σημαντικά μνημεία των βυζαντινών και μεταβυζαντινών χρόνων που σώζονται στα Τζουμέρκα.
Ανθή Αγγέλη – Αρχαιολόγος