Το γεφύρι βρίσκεται στην έξοδο του ποταμού Κομψάτου, που πηγάζει από τον ορεινό όγκο της Ροδόπης, διασχίζει τη θρακική πεδιάδα και χύνεται στη λίμνη Βιστωνίδα.
Στη γύρω περιοχή έχουν εντοπιστεί αρκετές θέσεις με προχριστιανικές και χριστιανικές αρχαιότητες με κύρια το βυζαντινό κάστρο του Πολυάνθου και μια τρίκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική ανάμεσα στο χωριό Πολύανθος και τη γέφυρα.
Το γεφύρι ήταν τρίτοξο με δυο μεσόβαθρα και δυο ακρόβαθρα και κατεύθυνση από Δύση προς Ανατολή. Σήμερα σώζεται το μεσαίο και ανατολικό τόξο και το ανατολικό ακρόβαθρο. Το μεσαίο τόξο ελαφρώς υπερυψωμένο ήταν το μεγαλύτερο. Έχει άνοιγμα 21,80 μ. και ύψος 12 μ. Το ανατολικό έχει άνοιγμα 17 μ. Στα δυο μεσόβαθρα υπάρχουν ανακουφιστικά ανοίγματα με επίπεδη βάση και τοξωτή οροφή. Θεωρείται έργο ηπειρωτών μαστόρων. Χρονολογείται στον 17ο – 18ο αι.
Πηγή: Περιφέρεια Αν. Μακεδονίας, Θράκης
Το Ζάππειο Μέγαρο, ή απλώς «Ζάππειο» όπως είναι ευρύτερα γνωστό, βρίσκεται δίπλα ακριβώς στον Εθνικό κήπο και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα και πιο ιστορικά κτίρια της Αθήνας. Οι πρώτες σκέψεις για τη δημιουργία του έγιναν από την ελληνική κυβέρνηση με αφορμή την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων (τις ανάγκες των οποίων θα εξυπηρετούσε), καθώς οι συζητήσεις για την αναβίωσή τους είχαν ξεκινήσει ήδη από το 1859.
Ο Ευάγγελος Ζάππας ανέλαβε να χρηματοδοτήσει την προσπάθεια και τα πρώτα σχέδια εκπονήθηκαν από τον Γάλλο αρχιτέκτονα Μπουλανζέ και τον Έλληνα Θεοφιλά, ωστόσο το σχέδιο ναυάγησε. Τελικά το ανέλαβε ο Δανός αρχιτέκτονας Χάνσεν και το κτίριο θεμελιώθηκε το 1874, ενώ το 1888 εγκαινιάστηκε το εντυπωσιακό νεοκλασικό κτίριο με τους μεγάλους κήπους που έγινε για πολλές δεκαετίες σύμβολο της σύγχρονης πόλης.
Το Ζάππειο χρησιμοποιήθηκε ποικιλότροπα κατά καιρούς: από χώρος εκθέσεων έως κτίριο για τις ανάγκες των πρώτων Ολυμπιακών αγώνων του 1896 και από χώρος διοργάνωσης επισήμων τελετών έως στέγη για τις εγκαταστάσεις της ελληνικής ραδιοφωνίας από το 1938. Σήμερα χρησιμοποιείται ως κέντρο τύπου για τις ανάγκες των πολιτικών κομμάτων, τόσο κατά τις εκλογές όσο και στον υπόλοιπο χρόνο.
Πηγή: www.athensattica.gr
Το επιβλητικό κτίριο του παλαιού Δημαρχείου στην οδό Αθηνάς αποφασίστηκε, σχεδιάστηκε και κτίστηκε την τετραετία 1871-1874 επί δημαρχίας Π. Κυριακού). Τα σχέδια και η μελέτη του κτιρίου έγιναν από τον αρχιτέκτονα Παναγιώτη Κάλκο. Αρχικά το κτίριο ήταν διώροφο με κεραμοσκεπή και πρόπυλο δωρικού ρυθμού και είχε αισθητική και αρχιτεκτονική συγγένεια με το νεοκλασικό κτίσμα της παρακείμενης Βαρβακείου σχολής που καταστράφηκε το 1944, επίσης έργο του Κάλκου.
Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα έγιναν αρκετές επεμβάσεις, τόσο επί δημαρχίας Σπύρου Μερκούρη (1901), όσο και επί δημαρχίας Κωνσταντίνου Κοτζιά αλλά και Αμβροσίου Πλυτά (1935-1937). Τότε ήταν που προστέθηκε και τρίτος όροφος, ενώ έγιναν εκτεταμένες επεμβάσεις στην εξωτερική διακόσμηση του κτιρίου. Στα τέλη του 20ου αιώνα κηρύχθηκε διατηρητέο κτίριο και αποκαταστάθηκαν κάποια διακοσμητικά στοιχεία του εξωτερικού του, σύμφωνα με τα δεδομένα του 19ου αιώνα.
Πηγή: www.athensattica.gr
Το εντυπωσιακό κτίριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης είναι το ανατολικότερο από τα τρία κτίρια της λεγόμενης «Αθηναϊκής τριλογίας» που κτίστηκαν τον 19ο αιώνα για να στεγάσουν την Εθνική βιβλιοθήκη, το Πανεπιστήμιο και την Ακαδημία. Η Βιβλιοθήκη έγινε σε σχέδια του περίφημου αρχιτέκτονα Θεόφιλου Χάνσεν μετά από δωρεά της οικογένειας των Ελλήνων επιχειρηματιών του εξωτερικού Βαλλιάνων. Το κτίριο είναι κατασκευασμένο από λευκό πεντελικό μάρμαρο και ακολουθεί τον αρχαίο δωρικό ρυθμό που συνδυάζεται με τις αναγεννησιακού ύφους σκάλες. Στην πρόσοψη και τον πρόδομο έχουν φιλοτεχνηθεί τα αγάλματα των εκπροσώπων της οικογένειας Βαλλιάνου.
Αξίζει να σημειωθεί πως η Εθνική Βιβλιοθήκη ως θεσμός ιδρύθηκε από τον Καποδίστρια το 1829 στην Αίγινα και μέχρι το 1902, που στεγάστηκε στο εν λόγω κτίριο, περιφερόταν από κτίριο σε κτίριο, ανάμεσα στα οποία βρίσκεται και ο Άγιος Ελευθέριος, το μικρό εκκλησάκι δίπλα στην Μητρόπολη. Αργότερα φιλοξενήθηκε στο Πανεπιστήμιο μαζί με την Πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη με την οποία και συγχωνεύτηκε το 1866.
Πηγή: www.athensattica.gr
Τα Αναφιώτικα, μια από τις παλαιότερες γειτονιές της παλιάς Αθήνας, δημιουργήθηκε στη βορινή πλαγιά του βράχου της Ακρόπολης από Κυκλαδίτες εργάτες και τεχνίτες, οι οποίοι είχαν έρθει, στη νέα, τότε, πρωτεύουσα του ανεξάρτητου κράτους, για να δουλέψουν στις πολλές ανεγειρόμενες οικοδομές και κυρίως στα Ανάκτορα του Όθωνα. Οι τοπικές παραδόσεις αναφέρουν ως πρώτους οικιστές τους Αναφιώτες Δαμίγο και Σιγάλα, τους οποίους σύντομα ακολούθησαν και άλλοι πολλοί.
Εκείνοι άρχισαν να κτίζουν, με την ανοχή των τότε αρχών, τα σπίτια τους κατά το νησιώτικο τρόπο, με τις επίπεδες στέγες τους ενωμένες και δημιουργώντας έναν λαβύρινθο από στενά ανηφορικά σοκάκια με λαξεμένα στο βράχο σκαλοπάτια. Έτσι, η εικόνα παρέπεμπε σε νησιώτικο κυκλαδίτικο οικισμό.
Από το 1862 μέχρι το 1922 η δημιουργημένη πλέον συνοικία κατοικήθηκε από Κυκλαδίτες και μόνο, αλλά μετά το 1922 εγκαταστάθηκαν σε αυτή και πρόσφυγες. Οι πρώτοι οικιστές αναστήλωσαν και επισκεύασαν τα σχεδόν ερειπωμένα εκκλησάκια της περιοχής, τον Άγιο Γεώργιο του Βράχου και τον Άγιο Συμεών και τους πρόσθεσαν νεόκτιστα καμπαναριά. Την δεκαετία του 1950 μέρος της συνοικίας γκρεμίστηκε για αρχαιολογικούς λόγους. Σήμερα απομένουν μερικές δεκάδες σπίτια που έχουν κηρυχθεί διατηρητέα.
Πηγή: www.athensattica.gr
Το επιβλητικό και αρχαιοπρεπές μέγαρο της Ακαδημίας Αθηνών οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 1859 έως 1885 με έξοδα της οικογένειας του μεγαλοεπιχειρηματία της Βιέννης βαρόνου Σίμωνος Σίνα, σε σχέδια του φημισμένου Δανού αρχιτέκτονα Θεόφιλου Χάνσεν κα με συμμετοχή στην επίβλεψη του Ερνέστου Τσίλερ. Η θέση της Ακαδημίας, από το 1842 κιόλας, ήταν προαποφασισμένη, καθώς το κτίριο θα αποτελούσε συστατικό στοιχείο της περίφημης «Αθηναϊκής τριλογίας» των κτισμάτων του νεοκλασικισμού.
Το κτίριο είναι ιωνικού ρυθμού με λευκό πεντελικό μάρμαρο και βάσεις από πειραϊκή πέτρα. Τόσο δεξιά όσο και αριστερά της μεγαλοπρεπούς εισόδου, σε δυο ψηλές κολόνες ιωνικού ρυθμού, στέκουν τα αγάλματα της Αθηνάς και του Απόλλωνα (έργα του Λεωνίδα Δρόση), δηλαδή των θεών των γραμμάτων και των τεχνών αντίστοιχα. Επίσης πάνω από την εξωτερική σκάλα εισόδου βρίσκονται δυο αγάλματα με καθήμενους τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη σε σχέδια του Δρόση, τα οποία ωστόσο κατασκευάστηκαν μετά τον θάνατό του. Αν και το κτίριο ήταν έτοιμο από χρόνια, η Ακαδημία ιδρύθηκε μόλις το 1926 και άρχισε να λειτουργεί ως το ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της χώρας.
Πηγή: www.athensattica.gr
Το 1839 τέθηκε ο θεμέλιος λίθος του κεντρικού κτιρίου του Πανεπιστημίου Αθηνών και άρχισε η οικοδόμησή του σε σχέδια του Δανού αρχιτέκτονα Χανς Κριστιάν Χάνσεν, ο οποίος κατάφερε να οικοδομήσει ένα κτίριο σύμφωνα με τις αρχές του κλασικισμού, συνταιριάζοντάς το με το τότε περιβάλλον της πόλης. Το κτίριο ολοκληρώθηκε τελικά το 1864 με τη συνδρομή πολλών ακόμα αρχιτεκτόνων (Καυταντζόγλου, Θεοφιλάς) και με την οικονομική βοήθεια πολλών Ελλήνων από το εσωτερικό και τη διασπορά. Οι τοιχογραφίες της ζωφόρου στη μπροστινή στοά σχεδιάστηκαν από τον Βαυαρό Ραχλ, αλλά εκτελέστηκαν από τον Πολωνό Λεμπιέντσκι μετά τον θάνατο του Ραχλ.
Την πρόσοψη του κτιρίου κοσμούν οι ανδριάντες του Ρήγα Φεραίου, του πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, του Αδαμάντιου Κοραή, του Γλάδστωνος και του Ιωάννη Καποδίστρια. Με την ανέγερση στη συνέχεια των κτιρίων της Βιβλιοθήκης και της Ακαδημίας, εκατέρωθεν του Πανεπιστημίου, δημιουργήθηκε η σύνθεση που είναι γνωστή στην ιστορία της πόλης ως η «Αθηναϊκή τριλογία» του νεοκλασικισμού.
Πηγή: www.athensattica.gr
Το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας, είναι ένα από τα σημαντικά μουσεία διεθνώς σε σχέση με την εποχή των βυζαντινών και μεταβυζαντινών χρόνων. Οι συλλογές του, τις οποίες απαρτίζουν περισσότερα από 25.000 αντικείμενα που χρονολογούνται από τον 2ο μ.Χ. αιώνα και φτάνουν ως τις μέρες μας, προέρχονται όχι μόνο από τον ελλαδικό χώρο, αλλά και από τον μικρασιατικό και τον ευρύτερο βαλκανικό χώρο. Το κτίριο στο οποίο στεγάζεται σήμερα το μουσείο, η βίλα Ιλίσια, είναι ένα πολύ ωραίο και ενδιαφέρον αρχιτεκτονικά κτίσμα του 19ου αιώνα και, ειδικότερα, των πρώτων χρόνων από την απελευθέρωση της πόλης.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για συγκρότημα κτιρίων που ξεκίνησε να κτίζει ο γνωστός Έλληνας αρχιτέκτονας Σταμάτιος Κλεάνθης για λογαριασμό της δουκίσσης της Πλακεντίας που έμενε πολλά χρόνια στην Αθήνα. Το κεντρικό κτίριο, η κατοικία της δούκισσας, έχει δυο ορόφους και υπόγειο και, μαζί με τα υπόλοιπα κτίσματα αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό της, περιήλθε στο ελληνικό δημόσιο. Το 1926 ο χώρος παραχωρήθηκε για τη στέγαση του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου και μετά τις απαραίτητες επεμβάσεις το 1930 ξεκίνησε η λειτουργία του καινούριου μουσείου της πόλης.
Ιστοσελίδα μουσείου: www.byzantinemuseum.gr
Πηγή: www.athensattica.gr
Η οικία Κλεάνθη-Schaubert ή Παλιό Πανεπιστήμιο, βρίσκεται ψηλά στην Πλάκα, στην οδό Θόλου και είναι πολύ παλιό κτίσμα (ίσως από τον 17ο αιώνα). Το κτίριο το αγόρασαν από την Οθωμανή ιδιοκτήτριά του οι φίλοι και συνεργάτες αρχιτέκτονες Κλεάνθης και Schaubert, όταν ήλθαν στην απελευθερωμένη πια Αθήνα. Το παλιό κτίριο με τα τεραστίων διαστάσεων τοιχώματα και τα θολοσκέπαστα υπόγεια επιδιορθώθηκε και συμπληρώθηκε με νέα κτίσματα από τους δύο αρχιτέκτονες που ενοποίησαν το παλιό κτίσμα με τα νεότερα. Το 1834 στεγάστηκε εδώ το Γυμνάσιο Θηλέων και λίγο αργότερα το Πανεπιστήμιο που μόλις είχε ιδρυθεί.
Τότε, το 1837, για τις ανάγκες του Πανεπιστημίου προστέθηκαν τρεις αίθουσες και ένα αμφιθέατρο Ανατομίας. Μετά το 1841 που το Πανεπιστήμιο απέκτησε δικιά του στέγη, στην οικία Κλεάνθη στεγάστηκαν το Διδασκαλείο και το Πειραματικό Αλληλοδιδακτικό Σχολείο, ενώ αργότερα έγινε στρατώνας. Μετά από πολλές ιδιοκτησιακές περιπέτειες και πολλές διαφορετικές χρήσεις, το 1963 ανακηρύχτηκε διατηρητέο κτίριο και το 1967 παραχωρήθηκε στο Πανεπιστήμιο που το συντήρησε, το ανακαίνισε και στέγασε εκεί το Μουσείο της Ιστορίας του Πανεπιστημίου.
Πηγή: www.athensattica.gr
H Σχολή Αργυροχρυσοχοΐας ιδρύθηκε τη δεκαετία του 1970 στη Στεμνίτσα, περιοχή με ιδιαίτερη παράδοση στη συγκεκριμένη τέχνη. Θεμελιώθηκε από δύο σπουδαίους τεχνίτες, τους αείμνηστους Μπαρμπα-Λάμπη Κατσούλη και Αριστείδη Βλαχογιάννη. Τη χρονιά 2007-2008 έγινε δημόσια Επαγγελματική Σχολή (ΕΠΑ.Σ.) και σήμερα αποτελεί δημόσιο Τεχνικό Επαγγελματικό Εκπαιδευτήριο (Τ.Ε.Ε.). Η Σχολή αυτή, μοναδική στην Ελλάδα, συγκεντρώνει στο μικρό, παραδοσιακό οικισμό της Στεμνίτσας μαθητές από όλη τη χώρα, οι οποίοι έρχονται για να διδαχθούν την τέχνη της αργυροχρυσοχοΐας στο πλεον κατάλληλο περιβάλλον και από τους πιο έμπειρους καθηγητές, απόφοιτοι και οι ίδιοι, στην πλειοψηφία τους, της Σχολής.
Η Σχολή στεγάζεται σε ένα διώροφο, παραδοσιακό κτίριο, το οποίο πρόσφατα ανακαινίσθηκε από το Δήμο Τρικολώνων και προσφέρει στους μαθητές τις πιο σύγχρονες υλικοτεχνικές υποδομές για την εκπαίδευσή τους: έχει τρία πλήρως εξοπλισμένα εργαστήρια, σχεδιαστήριο, καθώς και αίθουσα υπολογιστών. Στη Σχολή όλοι μπορούν να εγγραφούν, με την προϋπόθεση ότι έχουν ολοκληρώσει τη φοίτησή τους έως την Α’ Λυκείου, τουλάχιστον. Το πρόγραμμα της Σχολής δίνει μεγάλη έμφαση στην πρακτική εξάσκηση των σπουδαστών· παράλληλα όμως διδάσκονται και μαθήματα γενικής παιδείας, όπως ξένη γλώσσα, πληροφορική, φιλολογικά μαθήματα, θρησκευτικά, μαθηματικά κ.ά. Στους σπουδαστές παρέχονται σημαντικές διευκολύνσεις, όπως επίδομα ενοικίου, σίτιση, δυνατότητα για εκπαιδευτικές εκδρομές, αναβολή στράτευσης κ.ά.
Παρά το γεγονός ότι η Στεμνίτσα είναι μια ορεινή και απομακρυσμένη περιοχή, κάθε χρόνο είναι πλήρης φοιτητών, αρκετοί εκ των οποίων έχουν μάλιστα διακριθεί σε σημαντικούς διαγωνισμούς. Το 2012, για παράδειγμα, μαθήτριες της Σχολής κέρδισαν τρία πρώτα βραβεία, αλλά και έναν δεύτερο έπαινο, στον 23ο διαγωνισμό Φιλοτέχνησης Σχεδίου Κοσμήματος της διεθνούς έκθεσης KOSMIMA, στην HELEXPO Θεσσαλονίκης.
Η Σχολή θεμελιώθηκε από τους σπουδαίους τεχνίτες μπαρμπα-Λάμπη Κατσούλη και Αριστείδη Βλαχογιάννη. Σήμερα στεγάζεται σε ένα όμορφο, παραδοσιακό διώροφο κτίριο, πρόσφατα ανακαινισμένο, με πλήρη υλικοτεχνική υποδομή: διαθέτει σύγχρονα, εξοπλισμένα εργαστήρια, σχεδιαστήριο και αίθουσα ηλεκτρονικών υπολογιστών. Η φοίτηση στη Σχολή διαρκεί δύο χρόνια, με έμφαση στην πρακτική εξάσκηση. Η δημόσια αυτή Σχολή είναι ανοιχτή σε όλους, αρκεί να έχουν φοιτήσει τουλάχιστον έως την Α’ Λυκείου. Στους μαθητές παρέχονται σημαντικές διευκολύνσεις, όπως δωρεάν σίτιση, επίδομα ενοικίου και δωρεάν μετακίνηση από και προς τον τόπο μόνιμης διαμονής τους. Παρά το γεγονός ότι η Σχολή λειτουργεί σε μία περιοχή με δύσκολη πρόσβαση, κάθε χρόνο είναι πλήρης σε σπουδαστές. Έτσι η Στεμνίτσα, εκτός από οικισμός με ιδιαίτερη ομορφιά, γίνεται επίσης πόλος έλξης πολλών νέων και δημιουργικών ανθρώπων. Στο γραφικό, παραδοσιακό χωριό της Στεμνίτσας λειτουργεί από το 1976 μία σχολή μοναδική για τα ελληνικά δεδομένα, η Σχολή Αργυροχρυσοχοΐας Στεμνίτσας. Εδώ διδάσκεται η τέχνη της αργυροχρυσοχοΐας, η οποία γνώρισε ιδιαίτερη ακμή σε διάφορες περιοχές της χώρας μας, όπως ήταν η Ρόδος και τα Γιάννενα.
Πηγή: www.mythicalpeloponnese.gr
- 1
- 2