Το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου φημισμένο για την τέλεια ακουστική του, την απόλυτη αρμονία των μελών του και την πλήρη εναρμόνισή του με το φυσικό τοπίο έχει χαρακτηριστεί ως το μεγαλύτερο και ωραιότερο πέτρινο ηχείο του κόσμου. Χτίστηκε στη δυτική πλευρά του Κυνορτίου όρους τον 4ο αι. π.Χ. από τον Πολύκλειτο και το 2ο αι. π.Χ. η χωρητικότητά του αυξήθηκε. Κάθε καλοκαίρι στις 14.000 περίπου θέσεις του φιλοξενεί τους λάτρεις του αρχαίου δράματος που έρχονται να απολαύσουν τα απαράμιλλης αξίας έργα των μεγάλων τραγικών και κωμικών ποιητών.
Περνώντας την είσοδο του ιερού του Ασκληπιού και βαδίζοντας αργά-αργά στα χνάρια των μεγάλων τραγικών ποιητών συναντά κανείς, χτισμένο αμφιθεατρικά στη δυτική πλευρά του Κυνορτίου όρους το εξαιρετικό και περίτεχνο Θέατρο της Επιδαύρου, το καλύτερα σωζόμενο απ’ όλα τα υπόλοιπα της Αρχαίας Ελλάδος.
Το θέατρο αυτό κτίστηκε στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. από τον μεγάλο αρχιτέκτονα Πολύκλειτο και προοριζόταν αρχικά για αγώνες μουσικούς, ωδικούς και παραστάσεις αρχαίου δράματος μέσα στα πλαίσια της λατρείας του Ασκληπιού. Στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. το κυρίως θέατρο (κοίλον) επεκτάθηκε κι η χωρητικότητά του έφτασε περίπου τις 14.000 θέσεις. Στους μετέπειτα αιώνες η μορφή του (κοίλον, ορχήστρα, σκηνή) δεν άλλαξε εν αντιθέσει με άλλα που υπέστησαν ριζικές αλλαγές κατά τα Ρωμαϊκά χρόνια κι η λειτουργία του συνεχίστηκε κανονικά. Όμως το 395 μ.Χ. οι Γότθοι προκάλεσαν μεγάλες ζημιές στο χώρο ενώ το 426 μ.Χ. ο Μέγας Θεοδόσιος με διάταγμά του απαγόρευσε τη λειτουργία του Ασκληπιείου, οπότε όλο το ιερό έκλεισε οριστικά. Μετά όμως από 15 σχεδόν αιώνες το μεγάλο αυτό δημιούργημα βγήκε στο φως, από την αρχαιολογική σκαπάνη του αρχαιολόγου Παναγή Καββαδία και της Αρχαιολογικής Εταιρείας που ξεκίνησαν το 1881. Στη διάρκεια του 20ου αι. άρχισαν αναστηλώσεις προκειμένου να διατηρηθεί το υπέροχο αυτό μνημείο.
Σήμερα το θέατρο αυτό προκαλεί δέος στον επισκέπτη και σκορπά ρίγη συγκίνησης λόγω της αρχιτεκτονικής του αρτιότητας, της πλήρους εναρμόνισής του με το φυσικό τοπίο και της τέλειας ακουστικής του. Άλλωστε δεν θεωρείται τυχαία το τελειότερο και μεγαλύτερο πέτρινο ηχείο του κόσμου. Εδώ συναντά κανείς τη γνωστή τριμερή διάρθρωση του αρχαιοελληνικού θεάτρου στην τελειότερή της έκφραση. Το κυρίως θέατρο (κοίλον) αποτελείται από 55 σειρές εδωλίων χωρισμένες σε δύο διαζώματα. Η ορχήστρα διατηρεί το υπέροχο κυκλικό της σχήμα ενώ από τη σκηνή σώζονται μονάχα τα θεμέλια. Στα πλάγια ορθώνονται πυλώνες ιωνικού ρυθμού που συνδέουν τη σκηνή με το κοίλον.
Από το 1955 οπότε και καθιερώθηκε το Φεστιβάλ Επιδαύρου, κάθε καλοκαίρι μεγάλοι Έλληνες και ξένοι ηθοποιοί καταθέτουν την ψυχή τους στο μεγαλείο αυτού του σπουδαίου χώρου ερμηνεύοντας αρχαίο δράμα κι οδηγούν το θεατή στην «κάθαρση» του αριστοτελικού ορισμού της τραγωδίας.
Πηγή: www.mythicalpeloponnese.gr
Ο αρχαιολογικός χώρος Ηραίου βρίσκεται περίπου 15 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Αρχαίας Κορίνθου, στο τέρμα της χερσονήσου της Περαχώρας. Στην περιοχή έχουν αποκαλυφθεί εκτός του ιερού της Ήρας, τα σημαντικότερα λείψανα του πρώιμου κορινθιακού πολιτισμού, συμπεριλαμβανομένης μιας στοάς σε σχήμα Γ, μια μεγάλης υδροδεξαμενής, αίθουσες φαγητού και ένας δεύτερος μικρότερος ναός. Κέντρο ήταν το ιερό της Ήρας, στο λιμανάκι κάτω από το σημερινό φάρο Μελαγκάβι. Η περιοχή κατά τα προρωμαϊκά χρόνια, αποτελούσε ζωτικό τμήμα της κορινθιακής γης. Η κορινθιακή τέχνη, των γεωμετρικών και των αρχαϊκών χρόνων, θα ήταν ατελέστατα γνωστή, χωρίς τα ευρήματα της Περαχώρας. Οι ανασκαφές (1930-1933), εκτείνονται σε όλη την περιοχή του Ηραίου, και τα γειτονικά ιερά Ήρας Ακραίας και Λιμενίας. Η έρευνα επεκτάθηκε ως τη λίμνη της Βουλιαγμένης, όπου βεβαιώθηκαν κατάλοιπα νεολιθικής, πρώιμης ελλαδικής αλλά και μυκηναϊκής εποχής, ενώ εικάζεται ότι εδώ υπήρχε σημαντική πόλη με το όνομα Ηραίον. Τα ευρήματα της ευρύτερης περιοχής υποδεικνύουν ότι η πόλη Οινόη βρισκόταν στην περιοχή του σημερινού Σχοίνου, και ο συνοικισμός Θερμά, τοποθετείται μέσα στην πόλη του Λουτρακίου.
Video by fabdrone
Αν και υπάρχουν διάφορες εκδοχές για τον έλεγχο της περιοχής από το Άργος, τα Μέγαρα ή την Κόρινθο, πιθανότερη φαίνεται η εκδοχή να ήταν υπό τον έλεγχο της τελευταίας καθώς η είσοδος του ιερού ήταν προσανατολισμένη προς τα αρχαία λιμάνια της Κορίνθου. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο εδώ χτίστηκαν ιδιωτικές οικίες, δείγμα πως η περιοχή δεν ήταν πλέον ιερή.
Εδώ φέρεται να έθαψε τα δολοφονημένα παιδιά της η Μήδεια, εγκαταλείποντας την Κόρινθο. Ενώ τον 1ο αι. μ.Χ. ο Στράβωνας αναφέρει την ύπαρξη μάντη στο ιερό. Οι γνωστές σήμερα δομές του λατρευτικού χώρου αφορούν μια περιοχή 45 × 245 μέτρα, η οποία κάλυπτε ένα μικρό κολπίσκο και εκτεινόταν ανατολικά κατά μήκος της κορυφογραμμής.
Στο νοτιοδυτικό άκρο του, υπάρχει πολυγωνική έκταση, περίπου 25 × 25 μέτρα, λαξευμένη στο βράχο. Πολλοί την έχουν χαρακτηρίσει ως την Αγορά. Χρονολογείται από τον 6ο αιώνα π.Χ. και για αυτό θεωρείται σύγχρονη του ναού της Ήρας Ακραίας. Ο χαρακτηρισμός «Ακραία» αναφέρεται στην θέση του ιερού, στην άκρη της χερσονήσου. Φαίνεται να καταστράφηκε τον 4ο αι. π.Χ. και την χρήση της αντικατέστησε η Στοά. Στο κέντρο αυτής της έκτασης υπάρχουν και τα ερείπια ρωμαϊκής οικίας. Το παλαιότερο κτίσμα του χώρου είναι το ημικυκλικό, (τέλη 9ου αιώνα π.Χ.), το οποίο θεωρείται ότι κατασκευάστηκε για να παρομοιάζει τα γνωστά είδη οικίων-ναών του αργολικού Ηραίου.
Λίγο δυτικότερα της ημικυκλικής κατασκευής χτίστηκε (6ο αι. π.Χ.) τετράστυλος – πρόστυλος ναός. Ο σηκός του ήταν χωρισμένος σε 3 ιερά, ασυνήθιστη κατασκευή. Υπήρχε τοίχος που χώριζε το δυτικό άκρο του σηκού και η σκεπή ήταν μαρμάρινη, ενώ η χρήση συγκεκριμένων υλικών υποδηλώνει την ύπαρξη πρότερης κατασκευής τον 7ο αι. π.Χ..
Στην περιοχή νότια του ναού, υπήρχε ασβεστοκάμινος διαμέτρου 4,5 μέτρων. Ο τόπος μαρτυρά την ύπαρξη της με εμφανή ακόμα τα σημάδια καψίματος. Δεκαπέντε μέτρα ανατολικά του ναού υπήρχε άλλο ιερό διακοσμημένο με τρίγλυφα και μετώπες (αρχές 4ου αι. π.Χ.) και διαστάσεις 25 × 4 μέτρα. Στα τέλη του 4ου αιώνα προστέθηκαν ιονικοί κίονες στις γωνίες. Ακριβώς ανατολικά του ιερού υπήρχε διώροφη στοά σε σχήμα Γ, επίσης των τελών του 4ο αιώνα π.Χ. Το ανατολικό άκρος της στοάς ήταν 16,5×5,5 μέτρα, ενώ το βόρειο ήταν 17,5×5 μέτρα. Το ισόγειο έφερε δωρικούς κίονες, ενώ ο όροφος ιωνικούς, πρόκειται για το πρώτο δείγμα συνδυασμού των δύο ρυθμών. Περίπου 35 μέτρα ανατολικά της στοάς, υπήρχε υδροδεξαμενή με διαστάσεις 6 × 21 μέτρα και ημικυκλικό τελείωμα σε κάθε άκρη της. Την οροφή της στήριζαν εσωτερικοί πυλώνες. Στο ανατολικό άκρο υπήρχε λιμνοδεξαμενή διαστάσεων 3×5 μέτρων. Ενώ 10 μέτρα βορειανατολικά της, υπήρχε το σημείο εκβολής του νερού. Οι ανασκαφές χρονολογούν την υδροδεξαμενή μεταξύ 6ου και 4ου αιώνα π.Χ. Αμέσως νότιας της υδροδεξαμενής υπήρχε μια διπλή αίθουσα φαγητού. Αρχικά είχε αναγνωριστεί ως ελληνιστική οικία, όμως τα δείγματα χρήσης ανακλίντρων ενισχύει την θεωρία για χρήση ως αίθουσας φαγητού χρονολογίας 490 π.Χ. Περίπου 75 μέτρα ανατολικά της υδροδεξαμενής βρίσκονται τα ερείπια μιας κατασκευής που χρονολογείται από τον 6ο αι. π.Χ. Εκεί βρέθηκε μπρούτζινος ταύρος, με σικυώνια γραφή και χρονολογία στα τέλη του 6ου π.Χ αιώνα. Στο κέντρο του κτηρίου υπήρχε μια εστία γεγονός που υποδηλώνει ότι επρόκειτο για οικία-ναό. 750 μέτρα βορειανατολικά του ιερού, υπήρχε μια σειρά από υδροδεξαμενές, όπου η πρόσβαση γινόταν από σκάλα, 50 μέτρων, σκαλισμένη στο βράχο. Η κάθοδος είναι απότομη και τα σκαλιά κακοσυντηρημένα. 540 μέτρα βορειανατολικά του ιερού, υπήρχε εξάστηλη κρήνη ίδιας χρονολογίας με τη στοά. Πίσω από την πρόσοψη της υπήρχαν τρεις λεκάνες σκαλισμένες στο βράχο, παρόμοιες με αυτές της Πειρήνης στην Αρχαία Κόρινθο. Αυτή η κατασκευή αργότερα μετατράπηκε σε ρωμαϊκή βίλα. Υδραγωγοί ενώνουν τις υδροδεξαμενές με την κρήνη και την κρήνη με την υδροδεξαμενή του Ιερού και της Στοάς. Κατά μήκος των αγωγών αυτών υπήρχαν λιμνοδεξαμενές, συμπεριλαμβανομένης μια ακριβώς πάνω από την κρήνη.
Η σημασία του Ηραίου στην αρχαιολογία έγκειται στην μελέτη της αρχιτεκτονικής ναών αλλά και του τρόπου υπαίθριας λατρείας στην Κορινθία. Το ασυνήθιστο σχέδιο, η τοποθεσία αλλά και τα απομεινάρια της ημικυκλικής κατασκευής του 9ου αιώνα π.Χ., παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τη μελέτη της εξέλιξης της αρχιτεκτονικής των ναών στην αγροτική και λατρευτική μορφής της. Η αναφορά του Στράβωνα σε μάντη, και ο μύθος για τα παιδιά της Μήδειας, ενισχύουν και ίσως εξηγούν την ύπαρξη χθόνιων στοιχείων στη λατρεία της Ήρας Ακραίας, αν και από κάποιους αυτό δεν γίνεται αποδεκτό.
Πηγή: www.mythicalpeloponnese.gr
Το αρχαίο θέατρο της Μεγαλόπολης βρίσκεται εντός του αρχαιολογικού χώρου της Μεγάλης Πόλεως, μιας από τις λαμπρότερες, αλλά δυστυχώς και πιο βραχύβιες, πόλεις της Αρκαδίας. Ήταν το μεγαλύτερο θέατρο της εποχής του, χωρητικότητας 20.000 ατόμων περίπου, και εκτός από θεατρικές παραστάσεις φιλοξενούσε επίσης τις συγκεντρώσεις των αντιπροσώπων των 40 αρκαδικών πόλεων που ήταν συνοικισμένες στη Μεγαλόπολη. Το θέατρο κατασκευάστηκε από τον Αργείτη Πολύκλειτο περί το 370 π.Χ. Το κοίλο του είχε διάμετρο 145 μ. και περιλάμβανε δύο διαζώματα, με 17 σειρές εδωλίων στο ανώτερο τμήμα του και 20 σειρές στα δύο κατώτερα. Η ορχήστρα του είχε διάμετρο 30 μ. περίπου. Περί τα τέλη του 19ου αιώνα ήλθαν στο φως η ορχήστρα, το προσκήνιο, μέρος της προεδρίας, μέρος των λίθινων κερκίδων, τα αναλήμματα των παρόδων και τα θεμέλια της σκηνοθήκης. Εκτός από το μέγεθός του, το θέατρο αυτό μπορούσε να παινευτεί και για την εξαιρετική ακουστική του.
Τρία χιλιόμετρα έξω από τη σημερινή Μεγαλόπολη, κοντά στο δρόμο που οδηγεί από τη Μεγαλόπολη στην Καρύταινα, βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος της Μεγάλης Πόλεως, μίας από τις λαμπρότερες πόλεις της αρχαίας Αρκαδίας, που όμως δεν κατάφερε να επιβιώσει πλέον των δύο αιώνων. Ο αρχαιολογικός χώρος περιλαμβάνει λείψανα της αρχαίας Αγοράς, το Θερσίλειο Βουλευτήριο στη βόρεια πλευρά, με χωρητικότητα περίπου 16.000 ατόμων, καθώς και το μεγαλύτερο και παλαιότερο θέατρο της Αρχαίας Ελλάδας, που βρισκόταν απέναντι από την αγορά και συνδεόταν μαζί της με γέφυρα. Το θέατρο κατασκευάστηκε από τον Αργείτη Πολύκλειτο περί το 370 π.Χ., είχε χωρητικότητα περίπου 20.000 άτομων, καθώς και τέλεια ακουστική. Ο λόγος για τον οποίο κατασκευάστηκε τόσο μεγάλο ήταν διότι, εκτός από θεατρικές παραστάσεις, φιλοξενούσε επίσης συγκεντρώσεις πολιτικού χαρακτήρα ανάμεσα στις 40 αρκαδικές πόλεις που ήταν συνοικισμένες στη Μεγαλόπολη, στις οποίες μπορούσαν να παρευρεθούν και όσοι πολίτες επιθυμούσαν . Για τις θεατρικές παραστάσεις υπήρχε μία ξύλινη σκηνή με τροχούς, η οποία φυλασσόταν στη σκηνοθήκη και συρόταν στο θέατρο όποτε χρειαζόταν. Η μεγάλη ακμή του τοποθετείται περί τον 3ο αιώνα π.Χ., και ταυτίζεται με την περίοδο ακμής της Μεγάλης Πόλεως. Το θέατρο άρχισε να έρχεται σιγά σιγά στο φως στα τέλη του 19ου αιώνα. Κατά τα έτη 1890-1891 το Βρετανικό Ινστιτούτο ξεκίνησε ανασκαφές στην περιοχή, οι οποίες αποκάλυψαν το προσκήνιο, την ορχήστρα, μέρος της προεδρίας, τα αναλήμματα των παρόδων, τα θεμέλια της σκηνοθήκης και τα χαμηλότερα λίθινα εδώλια. Σήμερα εξακολουθούν να πραγματοποιούνται έρευνες στο χώρο του Θερσιλείου Βουλευτηρίου, και αναμένονται νεώτερα πορίσματα. Το αρχαίο θέατρο της Μεγαλόπολης είναι ενταγμένο σε ευρωπαϊκό πρόγραμμα χρηματοδοτούμενο από την UNESCO. Σκοπός είναι να πραγματοποιηθούν οι κατάλληλες αναστηλωτικές εργασίες, που θα αναδείξουν περεταίρω τη σπουδαιότητα του αρχαίου αυτού μνημείου.
Πηγή: www.mythicalpeloponnese.gr
Μόνο λίγα χιλιόμετρα από την σημερινή Κόρινθο, βρίσκουμε την Αρχαία Κόρινθο και τον αρχαιολογικό χώρο της, μοναδικό και αντιπροσωπευτικό της ιστορίας της. Η πρώτη εγκατάσταση ανθρώπων στην περιοχή γίνεται τη νεολιθική εποχή, στους ανατολικούς πρόποδες του Ακροκορίνθου. Η θέση εξασφαλίζει πλήρη έλεγχο της χερσαίας επικοινωνίας μεταξύ Πελοποννήσου και Στερεάς Ελλάδας, διέθετε πόσιμο νερό και στα «πόδια της» εκτεινόταν εύφορη πεδιάδα. Εξαιρετική επιλογή τοποθεσίας, απόδειξη, στο πέρασμα του χρόνου μέχρι και τα μεσαιωνικά χρόνια, ο οικισμός δεν άλλαξε ουσιαστικά τοποθεσία. Η μεγάλη ακμή της Κορίνθου ξεκινά με τις αποικίες, κυρίως στην Κέρκυρα και τις Συρακούσες. Εδώ εμφανίζονται πρώτη φορά και οι τριήρεις. Όλα συναινούν στο να γίνει η Κόρινθος ο σημαντικότερος εμπορικός προορισμός στον ελλαδικό χώρο. Στα ίχνη της ολβίας Κορίνθου λοιπόν, θα συναντήσουμε τον επιβλητικό ναό του Απόλλωνα, την Αγορά, το ναό της Οκταβίας, τα Καταστήματα της Οδού Λεχαίου, το «Βήμα του Αποστόλου Παύλου», το Θέατρο και το Ωδείο.
Οι πρώτες ανασκαφές στο χώρο έγιναν το 1892 και το 1906, από τον Ανδρέα Σκιά. Σημαντικότερη όμως υπήρξε η ανασκαφή που ξεκίνησε και συνεχίζει μέχρι σήμεραη Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών το 1896. Πρέπει να αναφέρουμε ότι ο αρχαιολογικός χώρος της Κορίνθου, αυτός που περιέγραψε ο Παυσανίας όταν έφτασε εδώ το 155 μ.Χ., είναι η ρωμαϊκή Colonia, όταν η πόλη, ως πρωτεύουσα της επαρχίας της Αχαϊας, ήταν ίσως η σημαντικότερη της Ελλάδας.
Μπαίνοντας στον αρχαιολογικό χώρο, πάνω από τον κεντρικό χώρο της αγοράς, δεσπόζει ο αρχαϊκός ναός του Απόλλωνα, χτισμένος στα 530 π.Χ. Οι δωρικοί μονολιθικοί κίονες με την αρχαϊκή αυστηρή γραμμή τους, ήταν 6 στις στενές πλευρές και 15 στις μακρές. Σήμερα μόνον εφτά από αυτούς παραμένουν περίοπτοι στη θέση τους. Η οροφή στηριζόταν σε εσωτερικές κιονοστοιχίες και ο ναός ήταν χωρισμός σε δύο δωμάτια, πρόναο και οπισθόδομο. Οι εφτά αυτοί κίονες ήταν το μόνο εμφανές κτίσμα πριν ξεκινήσουν οι ανασκαφές.
Video by fabdrone
Δυτικά του Απόλλωνα βρίσκεται η κρήνη Γλαύκη, ονομασμένη από την κόρη του βασιλιά Κρέοντα, η οποία πνίγηκε στα νερά της για να σωθεί από τις φλόγες δηλητηριασμένου πέπλου, δώρο της Μήδειας. Είναι σχεδόν εξ’ ολοκλήρου λαξευμένη στο βράχο, ενώ 4 επιμήκεις δεξαμενές στα νότια της τροφοδοτούσαν με νερό ισάριθμες λεκάνες. Στην πρόσοψη υπήρχε στοά με 4 τετράγωνες κολόνες μεταξύ παραστάδων, που στήριζαν τη βαριά λίθινη αψιδωτή οροφή. Το σχήμα της Γλαύκης, σε αντίθεση με άλλες κρήνες της Αρχαίας Κορίνθου, έμεινε σχεδόν αναλλοίωτο σ’ όλη τη διάρκεια της χρήσης της.
Νότια του ναού του Απόλλωνα βρίσκεται η Αγορά της Κορίνθου, ορθογώνια με διαστάσεις 160 μέτρα μήκος και 70 πλάτος, η οποία αποτελούνταν από τα Βορειοδυτικά, Δυτικά και Κεντρικά καταστήματα, μικρούς ναούς, βωμό αλλά και το περίφημο «Βήμα» απ’ όπου ο Ρωμαίος ανθύπατος απευθυνόταν στους συγκεντρωμένους πολίτες. Από αυτή τη θέση, το 52 μ.Χ. ο Απόστολος Παύλος κήρυξε τον Χριστιανισμό και έτσι έγινε ευρύτερα γνωστό ως «Βήμα του Αποστόλου Παύλου».
Νοτιότερα βρίσκεται η Νότια Στοά, αποτελείται από σειρά ομοιόμορφων καταστημάτων, καθένα από τα οποία ήταν χωρισμένο σε δύο δωμάτια. Μπροστά στα καταστήματα υπάρχει διπλή σειρά κιονοστοιχίας, εξωτερικά δωρική, και εσωτερικά ιωνική ενώ παρεμβάλλεται το Βουλευτήριο. Κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια των Προπυλαίων, προσεγγίζουμε την οδό Λεχαίου. Κοντά της βρίσκεται η κρήνη Πειρήνη με τα 6 ανοίγματα της. Με το όνομα αυτό ήταν γνωστές 2 κρήνες, μία στον Ακροκόρινθο και μια στην Αγορά. Η δεύτερη βρίσκεται στα αριστερά της οδού Λεχαίου, κοντά στα Προπύλαια, ενώ ο μύθος θέλει να σχηματίστηκε από τα δάκρυα της Πειρήνης, όταν η Άρτεμη σκότωσε κατά λάθος το γιο της, Κεγχρία. Τη σημερινή της μορφή πήρε στα ρωμαϊκά χρόνια και ιδιαίτερα στην εποχή του Ηρώδη του Αττικού. Ογκώδεις αψίδες με κόγχες για αγάλματα περικλείουν στις 3 πλευρές υπαίθριο χώρο με ανοιχτή δεξαμενή στο κέντρο. Στην τέταρτη πλευρά μια σειρά 6 λίθινων αψίδων χρησιμεύει σαν πρόσοψη σε 6 τετράγωνα δωμάτια. Πίσω από αυτά υπάρχουν 3 βαθιές λεκάνες και πιο πίσω 4 μακρόστενες δεξαμενές, λαξευμένες στο βράχο. Τον 6ο και 5ο αι. π.Χ. η άντληση του νερού γινόταν από τις λεκάνες. Αργότερα διαμορφώθηκαν δωμάτια που απομόνωσαν τις λεκάνες ενώ ο μπροστινός χώρος παρέμεινε μια ανοικτή αυλή. Στα ρωμαϊκά χρόνια χρονολογείται και η διακόσμηση της με επιχρίσματα, μαρμάρινες επενδύσεις και τοιχογραφίες. Η ρωμαϊκή Κρήνη στη Νότια Στοά είναι το πιο κομψό από τα ρωμαϊκά κτίρια και βρίσκεται δυτικά της εισόδου της Νότιας Βασιλικής. Είσοδος με 2 κίονες οδηγούσε στο δωμάτιο με την κρήνη στο κέντρο. Δεξιά κι αριστερά της δεξαμενής υπήρχαν μικρά δωμάτια με κτιστό θρανίο στο πίσω μέρος για την τοποθέτηση αγαλμάτων. Το μέγεθος, η θέση και η διακόσμηση της με μάρμαρο, πεσσίσκους, παραστάδες, δείχνουν ότι αποτελούσε μέρος λατρευτικού κτίσματος. Προχωρώντας έξω από τον κυρίως αρχαιολογικό χώρο βρίσκεται το Ωδείο, κατασκευασμένο στο τέλος του 1ου αιώνα μ.Χ., ανακαινίστηκε από τον Ηρώδη τον Αττικό, οπότε και δημιουργήθηκε η αυλή με τις στοές γύρω. Λίγο χαμηλότερα βρίσκεται το μεγάλο Θέατρο της Κορίνθου. Τα παλαιότερα ίχνη (τέλος 5ου π.Χ. αιώνα) αφορούν σε κατασκευή με ξύλινη σκηνή, ενώ σώζονται λείψανα χτιστής σκηνής του 3ου π.Χ. αιώνα. Οι κερκίδες αυτού του θεάτρου υπολογίζεται ότι περιελάμβαναν 18.000 θεατές. Στις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα η ορχήστρα μετατράπηκε σε ρωμαϊκή αρένα. Βορειότερα δίπλα στο τείχος της αρχαίας πόλης και κοντά στην πηγή Λέρνα σώζονται λείψανα του Γυμνασίου και του Ασκληπιείου. Η ανασκαφή έδειξε πως το Ασκληπιείο ήταν σκαλισμένο κατά μεγάλο μέρος στο βράχο. Ο ναός είχε διαστάσεις 14,93×8,32 μέτρα με σηκό και πρόναο με 4 δωρικούς κίονες μπροστά.
Πηγή: www.mythicalpeloponnese.gr
Η αρχαία πόλη της Στυμφαλίας ιδρύθηκε πιθανότατα κατά τα αρχαϊκά χρόνια και πήρε το όνομα της από τον πρώτο οικιστή της, τον Στύμφαλο, η πορεία του οποίου χάνεται στο βάθος των αιώνων. Από τα λίγα που γνωρίζουμε η περιοχή άνηκε στους Αρκάδες. Ήταν χτισμένη στο βόρειο τμήμα της λίμνης Στυμφαλίας, εκεί όπου σήμερα εντοπίζονται ο αρχαιολογικός χώρος, μεγάλο τμήμα του οποίου είναι μισοβυθισμένο στα νερά της. Το κομμάτι που έχει ανασκαφεί είναι της ύστερης κλασικής περιόδου και περιλαμβάνει παλαίστρες και θέατρο. Για να φτάσετε στον αρχαιολογικό χώρο ακολουθείτε το μονοπάτι που ξεκινά από την φράγκικη μονή Ζαρακά, λίγο έξω από την έδρα του πρώην Δήμου Στυμφαλίας, τους Καλλιάνους. Ο αρχαιολογικός χώρος Στυμφαλίας ανασκάφηκε στη διάρκεια των ετών 1924-1930 από το Αναστάσιο Ορλάνδο.
Τα τελευταία χρόνια, ανασκαφές πραγματοποίησε το Πανεπιστήμιο της British Columbia, οι οποίες έφεραν στο φως στοιχεία για τη δεινότητα των Στυμφάλιων στον πόλεμο, καθιστώντας τους περιζήτητους μισθοφόρους. Το γεγονός ενισχύει η ανεύρεση νομίσματος από την Καρχηδόνα και ένα αγγείο του 2ου π.Χ. αιώνα από την περιοχή της Ιερουσαλήμ. Στην ίδια περιοχή έχουν εντοπιστεί ερείπια αρχαία πόλης, σύμφωνα με το Ιπποδάμειο σύστημα – προσανατολισμός πόλης στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, μεγάλοι δρόμοι – και το τείχος που την περιέβαλε. Αν κρίνουμε από τη θέση του νότιου τείχους της πόλης αλλά και τα ευρήματα των κτιρίων, η λίμνη στην αρχαιότητα ήταν μικρότερη. Το νότιο τείχος της πόλης περιλαμβάνει και την Πύλη του Φλιούντα, άριστο παράδειγμα αμυντικής αρχιτεκτονικής.
Η οικιστική περιοχή της πόλης απλωνόταν στα ανατολικά και βόρεια της ακρόπολης της Στυμφαλίας. Τα κτίρια ακολουθούσαν την άριστη ρυμοτομία της πόλης με τους φαρδείς δρόμους της. Οι κατοικίες περιλάμβαναν εσωτερική αυλή με πηγάδι και χώρους αποθήκευσης. Η έρευνα αποκάλυψε θεμέλια δημοσίων κτιρίων, τον περίβολο της αγοράς, όπου βρέθηκαν τα θεμέλια ενός μεγάλου οικοδομήματος με κυκλικό τοίχο και ναό, του οποίου διατηρείται η θεμελίωση. Ανάμεσα σε αυτά ένα μεγάλο τετράγωνο κτίσμα με διαστάσεις 33,5 × 30,20 μέτρων το οποίο εκτιμάται ότι ήταν παλαίστρα, μία κρήνη, εξέδρες, βωμοί και θέατρο. Το θέατρο στη νότια πλευρά της ακρόπολης ήταν λαξευμένο στο βράχο, όμως λόγω της σαθρότητας του πετρώματος, δεν σώζονται πολλά καθίσματα. Η σκηνή του είναι από τις λίγες σωζόμενες όλης της Πελοποννήσου. Στην πρώτη φάση της η σκηνή περιλάμβανε σκηνή και προσκήνιο, ενώ στη δεύτερη προστέθηκαν παρασκήνια και νέο προσκήνιο.
Η αρχαία οδός προς την ακρόπολη είναι η βασική αμαξήλατη οδό που συνέδεε την ακρόπολη με την πόλη. Η ήπια κλίση της επέτρεπε στις άμαξες της εποχής να ανέβουν χωρίς μεγάλη δυσκολία, ενώ ακόμα υπάρχουν ίχνη από τους τροχούς των αμαξών.
Η Κρήνη της Στυμφαλίας ρέει αδιάλειπτα τα τελευταία 2.500 χρόνια. Στην αρχική της μορφή είχε 2 μέρη, τη δεξαμενή όπου συγκεντρωνόταν το νερό και ένα προστώο. Από την Στυμφαλία ξεκινούσε και το Αδριάνειο υδραγωγείο, ίχνη του υπάρχουν ακόμα στην περιοχή, το οποίο από τότε ακόμα μετέφερε τα νερά της περιοχής στην Κόρινθο. Στην ανατολική πλευρά της λίμνης Στυμφαλίας, διακρίνεται και το πέρασμα του Σιούρι. Πρόκειται για τον Ιταλό μηχανικό ο οποίος εργάστηκε για την διαπλάτυνση της Αδριάνειας σήραγγας, ώστε να αρδευτεί η Βόχα. Από το σημείο όπου βρισκόταν η ακρόπολη της Στυμφάλου, μπορείς να εποπτεύσεις πανοραμικά της περιοχή. Νοτιοδυτικά ορθώνεται ο Ολίγυρτος, φυσικό όριο του Στυμφάλου με τον Ορχομενό στην αρχαιότητα. Στα δυτικά το Γερόντειο όρος – σήμερα Μαυροβούνι – χώριζε τη Στυμφαλία από τον Φενεό. Στα βόρεια η Κυλλήνη, το δεύτερο ψηλότερο βουνό της Πελοποννήσου και τόπος γέννησης του Ερμή, χώριζε τη Στυμφαλία από τη Πελλήνη και τη Σικυώνα. Κατά την ανασκαφή του πύργου της ακρόπολης βρέθηκαν εκατοντάδες σιδερένιες αιχμές από βέλη, αναμφίβολα από την πολιορκία της Στυμφάλου, ίσως από τους Ρωμαίους, μέσα του 2ου αιώνα π.Χ.
Πηγή: www.mythicalpeloponnese.gr
Η Αρχαία Μεσσήνη βρίσκεται στους δυτικούς πρόποδες του όρους Ιθώμη, κοντά στο σημερινό χωριό Μαυρομάτι. Έχει έρθει στο φως ένα μεγάλο τμήμα της, που φανερώνει την έκταση, αλλά και τη σπουδαιότητα που είχε η πόλη αυτή κατά την αρχαιότητα. Η Αρχαία Μεσσήνη οικοδομήθηκε το 369 π.Χ. από τον Θηβαίο στρατηγό Επαμεινώνδα, ύστερα από τη μάχη των Λεύκτρων, όταν νίκησε τους Σπαρτιάτες, εισέβαλε στη Λακωνία και ελευθέρωσε τους Μεσσήνιους από τη σπαρτιατική κυριαρχία.
Ο περιηγητής Παυσανίας επισκέφτηκε την πόλη μεταξύ 155 και 160 μ.Χ. και κατέγραψε σημαντικές πληροφορίες για τη μορφή της αλλά και όλα τα δημόσια και ιερά οικοδομήματά της. Αρχικά το λίθινο τείχος που την περιέβαλλε, το οποίο εκτεινόταν στα 9 χιλιόμετρα περίπου και προστάτευε την πόλη από όλες τις κατευθύνσεις, εκτός από τα βορειοανατολικά, όπου στεκόταν σαν φυσικό οχυρό η Ιθώμη. Εκτός από μέρος του τείχους αυτού, οι αρχαιολογικές ανασκαφές έφεραν επίσης στο φως: το Θέατρο, το οποίο κυρίως φιλοξενούσε πολιτικές συγκεντρώσεις, την Κρήνη Αρσινόη, μεγάλη και εντυπωσιακή κατασκευή ανάμεσα στο Θέατρο και την Αγορά, τη δυτική πλευρά της Αγοράς, το ιερό του Διός Σωτήρος, το ιερό της Δήμητρας και των Διόσκουρων, το Ασκληπιείο, το οποίο φαίνεται ότι κατείχε σημαντική θέση στη δημόσια ζωή της πόλης, το ιερό ενός ήρωα, πιθανότατα του Αριστομένη, το Εκκλησιαστήριο, το Στάδιο, το Γυμνάσιο, καθώς και την Αρκαδική Πύλη, μνημειακών διαστάσεων, η οποία μνημονεύεται πολλάκις από τους περιηγητές, ως ένα από τα εντυπωσιακότερα κτίσματα του αρχαιολογικού χώρου.
Video by fabdrone
Στο νοτιοδυτικό τμήμα της Πελοποννήσου, δίπλα στο σημερινό χωριό Μαυρομάτι, κατά την αρχαιότητα βρισκόταν η πόλη της Μεσσήνης, από τις σημαντικότερες αρχαίες πόλεις της περιοχής με σημαντική ιστορική παρουσία. Η πόλη ιδρύθηκε το 369 π.Χ. από το Θηβαίο στρατηγό Επαμεινώνδα και τους Αργείους συμμάχους του, με στόχο να αποκλείσουν τους Σπαρτιάτες από την περιοχή της Μεσσηνίας.
Η συγκεκριμένη θέση για την ίδρυση της νέας πόλης λέγεται πως επιλέχθηκε ύστερα από τη θαυματουργή ανακάλυψη του σημείου όπου βρισκόταν η διαθήκη του Αριστομένη, Μεσσήνιου ήρωα, που έγινε με τη μεσολάβηση ιερέων και μάντεων. Σύμφωνα με τον Παυσανία, για τον εποικισμό της νέας πόλης κλήθηκαν πίσω οι Μεσσήνιοι μετανάστες στην Ιταλία, τη Σικελία, τις Ευεσπερίδες στη Λιβύη, καθώς και σε διάφορες άλλες πόλεις όπου είχαν αυτοί καταφύγει. Οι περισσότεροι ανταποκρίθηκαν θετικά στο κάλεσμα για τον εποικισμό της νέας πόλης και, μαζί με τους απελευθερωμένους είλωτες και τους περίοικους, απάρτισαν τον πρώτο πληθυσμιακό όγκο της Μεσσήνης. Η πόλη πήρε το όνομά της από τη μυθική, προδωρική βασίλισσα της χώρας, που ήταν κόρη του Αργείου βασιλιά Τρίοπα και σύζυγος του Λάκωνα Πολυκάονα. Σύμφωνα με τον Παυσανία, η Μεσσήνη θεοποιήθηκε περί τον 10ο αιώνα π.Χ. και σταδιακά ανακηρύχθηκε σε μία από τις κύριες θεότητες της πόλης.
Συστηματικές ανασκαφές ξεκίνησαν στην περιοχή το 1895 από το Θεμιστοκλή Σοφούλη και συνεχίστηκαν το 1909 και το 1925 από το Γεώργιο Οικονόμο. Έπειτα στην περιοχή δραστηριοποιήθηκε ο Αναστάσιος Ορλάνδος έως το 1974, ενώ από το 1986 έως σήμερα τη διεύθυνση τον ανασκαφών έχει αναλάβει ο Πέτρος Θέμελης. Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έχουν έρθει στο φως όλα τα δημόσια και ιερά οικοδομήματα που είδε και περιέγραψε ο Παυσανίας, ο οποίος επισκέφτηκε την πόλη κατά τα έτη 155-160 μ.Χ., όταν αυτοκράτορας ήταν ο Αντωνίνος Πίος (Σεβαστός).
Η αρχαία Μεσσήνη περιβαλλόταν από τείχος μήκους 9,5 χλμ. περίπου, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου στέκει μέχρι σήμερα. Περιλάμβανε δύο πύλες, την Αρκαδική (ή αλλιώς πύλη της Μεγαλόπολης) και τη Λακωνική. Η τελευταία αυτή καταστράφηκε τον 18ο αιώνα, η πρώτη όμως, η Αρκαδική, διατηρείται σε αρκετά καλή κατάσταση, και μάλιστα αποτελούσε το σήμα κατατεθέν της πόλης για τους πρώτους περιηγητές, οι οποίοι συνήθιζαν να την απεικονίζουν στις χαλκογραφίες τους. Είναι μία τεράστια, επιβλητική πύλη, κυκλική, με δύο εισόδους, μία εσωτερική και μία εξωτερική. Στην αρχαία Μεσσήνη ήλθαν επίσης στο φως το θέατρο, η Αγορά, ιερά της Δήμητρας και των Διόσκουρων, του Διός Σωτήρος και της Ίσιδος και του Σαράπιδος, το ιερό ενός ήρωα, η επιβλητική Κρήνη Αρσινόη, ένας μεγάλος δωρικός ναός, το Ασκληπιείο, που ήταν το λαμπρότερο δημόσιο οικοδόμημα, το εκκλησιαστήριο, που θυμίζει κατά κάποιον τρόπο μικρό θέατρο, το στάδιο, το γυμνάσιο και, από μεταγενέστερους χρόνους, μία βασιλική των πρωτοβυζαντινών χρόνων.
Η διάταξη της πόλης ακολουθούσε το λεγόμενο ιπποδάμειο σύστημα, όπου όλα τα οικοδομήματα έχουν τον ίδιο προσανατολισμό και ο χώρος διαιρείται σε οριζόντιους και κάθετους άξονες. Εμπνευστής του συστήματος αυτού ήταν ο Μιλήσιος Ιππόδαμος, αρχιτέκτονας, γεωμέτρης, πολεοδόμος και αστρονόμος που έζησε περί τον 5ο αιώνα π.Χ., ο οποίος στήριξε το σύστημά του στις αρχές της ισονομίας, της ισοπολιτείας και της ισομοιρίας, που αποτελούσαν τις αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η πόλη έπεσε θύμα επιδρομής των Γότθων το 395 μ.Χ. υπό τον Αλάριχο, οπότε και άρχισε σταδιακά να ερημώνεται. Δεν παύει βεβαίως να είναι μία από τις πιο καλοδιατηρημένες πόλεις του αρχαίου κόσμου και ένας από τους πιο ενδιαφέροντες αρχαιολογικούς προορισμούς.
Πηγή: www.mythicalpeloponnese.gr
Η Νεμέα είναι ένας τόπος δεμένος ποικιλοτρόπως με μύθους και παραδόσεις. Έγινε «διάσημη» από τους άθλους του Ηρακλή, όταν ο ημίθεος ήρωας, εξόντωσε εδώ το φοβερό λιοντάρι της Νεμέας. Το περίφημο λιοντάρι ήταν ένα τρομερό σε δύναμη, οργή και όγκο ζώο, το οποίο ζούσε σε μία σπηλιά στο όρος Τρητόν. Ο Ηρακλής εγκλώβισε το κτήνος και κατόπιν το σκότωσε χρησιμοποιώντας το ρόπαλό του και τα ίδια του τα χέρια.
Ο αρχαιολογικός χώρος βρίσκεται στους πρόποδες των αρκαδικών βουνών, σε υψόμετρο 333 μέτρων. Η θέση της και οι κλιματικές συνθήκες προφανώς αποτέλεσε το λόγο που εδώ διεξάγονταν οι πανελλήνιοι αγώνες των Νέμεων. Η περιοχή παρέμενε ακατοίκητη καθώς το χειμώνα μετατρεπόταν σε έλος, το καλοκαίρι όμως ήταν το ιδανικό τοπίο άθλησης. Αναμφίβολα το σημαντικότερο από τα αξιοθέατα της Νεμέας είναι ο ναός του Δία και το Στάδιο. Καθώς στη Νεμέα δεν υπήρχαν κάτοικοι, οι αγώνες διεξάγονταν υπό την επίβλεψη των κοντινών Κλεωνών, τελικά όμως το Άργος επιβλήθηκε όλων.
Στη Νεμέα αποφάσισαν να σταθμεύσουν και οι επτά Αργείοι στρατηγοί, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας τους προς τη Θήβα (Επτά επί Θήβας). Ο μύθος θέλει οι επτά στρατηγοί να ζητούν από μια παραμάνα νερό. Όμως εκείνη δεν φύλαγε κάποιο τυχαίο παιδί. Η νεαρή γυναίκα κρατούσε στα χέρια της το γιο του βασιλιά της πόλης, τον Οφέλτη. Άφησε τον μικρό σε λίκνο από άγριο σέλινο για να φέρει νερό τους στρατηγούς και τότε ένα φίδι δάγκωσε θανάσιμα το μικρό Οφέλτη. Οι στρατηγοί για να εξευμενίσουν τους Θεούς, ίδρυσαν τους αγώνες. Έτσι γεννήθηκαν τα Νέμεα, οι Αργείοι τιμούν με αγώνες νεκρικούς το βρέφος και δίνουν στους νικητές στεφάνι από αγριοσέληνο.
Αδιαφιλονίκητα ο ναός του Δία δεσπόζει στην εύφορη πεδιάδα. Κύριο χαρακτηριστικό του είναι η θέση του, στο κέντρο του τεμένους, όπως ακριβώς στην Ολυμπία και τους Δελφούς. Ο ναός έχει χτιστεί με πωρόλιθο τον 4ο π.Χ. αιώνα στη θέση πιθανόν αρχαϊκού ναού. Αποτελείται από επιμήκη σηκό με πρόναο και άδυτο Η θεμελίωη του ναού έχει μήκος περίπου 44,5 μέτρα και πλάτος περίπου 22 μέτρα. Οι κίονες έχουν ύψος περίπου 10 μέτρα και ακόμη στέκουν επιβλητικοί στο νεμεατικό πεδίο. Οι κίονες του πτερού ήταν δωρικοί, έξι στις πλευρές ανατολική και δυτική και δώδεκα στις πλευρές βόρεια και νότια. Επίσης σώζεται η θεμελίωση στενόμακρου βωμού στα ανατολικά του ναού. Κατά την παλαιοχριστιανική εποχή οι περισσότεροι από τους 36 κίονες του ναού αποσυναρμολογήθηκαν. Οι πρόσφατες προσπάθειες ανοικοδόμησης έχουν καταφέρει πλέον να στέκουν 9 από αυτούς.
Ανατολικά του ναού βρίσκεται ο στενόμακρος βωμός του Δία, παρόμοιος μόνο με αυτό του Ποσειδώνα στα Ίσθμια. Βόρεια του ναού, αποκαλύφθηκε μικρό κτήριο, όριο της πλατείας Επιπολά. Η νότια πλευρά της πλατείας οριζόταν από μια σειρά κτηρίων, τους Οίκους. Κατασκευασμένοι, πρώτη φορά στο πρώτο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. Υπό μια έννοια ήταν τα «περίπτερα» των αντιπροσωπειών που έστελναν οι πόλεις-κράτη και πρόσφεραν τροφή και στέγη σε όσους συμμετείχαν στην τέλεση των Αγώνων. Κατά μήκος της νότιας πλευράς του ναού του Δία, βρίσκονται λείψανα δύο μεγάλων κτισμάτων. Το ανατολικό ήταν Ξενώνας, για τους αθλητές.
Το Στάδιο, όπου κάθε δύο χρόνια γίνονταν οι αγώνες προς τιμήν του Οφέλτη, κατασκευάσθηκε στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. στο πλαίσιο του προγράμματος αναγεννήσεως του Ιερού. Γύρω στο 270 π.Χ., οι αγώνες μεταφέρθηκαν στο Άργος, παρόλο που ο Άρατος ο Σικυώνιος το 235 π.Χ. επιχείρησε την επιστροφή των αγώνων στη Νεμέα. Μετά από ένα διάστημα, κατά το οποίο γίνονταν εναλλάξ στη Νεμέα και στο Άργος, οι αγώνες μεταφέρθηκαν οριστικά στο Άργος. Σήμερα έχει πλέον γίνει αναστήλωση της Θόλου της στοάς του Σταδίου.
Το Στάδιο έχει απόσταση περίπου 180 μέτρων κι έχει χτιστεί στο καλύτερο σημείο της κοιλάδας με καταπληκτική θέα στον κάμπο και χωρητικότητα 40.000 θεατών. Δημιουργήθηκε από τη διαμόρφωση μιας φυσικής χαράδρας Οι ανασκαφές έγιναν κατά τα έτη 1974-81 από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών (Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας) υπό τη διεύθυνση του καθηγητή St. Miller. Ο στίβος του έχει συνολικό μήκος 178 μέτρα και πλαισιωνόταν από λίθινο αγωγό, ο οποίος κατά διαστήματα εμφανίζει λίθινες λεκάνες όπου συγκεντρωνόταν το πόσιμο νερό. Στη νότια πλευρά του σταδίου υπάρχει η λίθινη αφετηρία. Οι αθλητές και οι κριτές, αφού προετοιμάζονταν στο Αποδυτήριο, ένα απλό ορθογώνιο κτίσμα με εσωτερική κιονοστοιχία στα δυτικά, εισέρχονταν στο Στάδιο από θολωτή στοά. Οι θεατές κάθονταν σε πρόχειρα βαθμιδωτά επίπεδα, λαξευμένα στο μαλακό πέτρωμα, ενώ κάθε δύο, τρεις σειρές μεταξύ αφετηρίας και στοάς υπήρχαν λίθινα καθίσματα.
Πηγή: www.mythicalpeloponnese.gr
Ο αρχαιολογικός χώρος του «νεκροταφείου των Δενδρών» με τους βασιλικούς τάφους, διαβόητος πλέον για την ανασκαφή της περίφημης «χάλκινης πανοπλίας των Δενδρών», της αρχαιότερης που βρέθηκε ανέπαφη, έκανε γνωστές τις ταφικές συνήθειες των αρχαίων και επιβεβαίωσε τα έπη του Ομήρου. Μέσα από τα νεκρικά τιμαλφή, τα αντικείμενα καθημερινής χρήσης, τα περίτεχνα κοσμήματα και τα λατρευτικά ειδώλια που αποκαλύφτηκαν, φανερώνεται η χλιδή της εποχής. Εδώ πρόσφατα ανακαλύφθηκαν, δύο απολιθωμένα προϊστορικά άλογα που έριξαν φως στις τελετουργίες της μυκηναϊκής εποχής.
Λίγο πιο έξω απ’ το χωριό Δενδρά, στην πλαγιά ενός λόφου, δυτικά απ’ τη μυκηναϊκή ακρόπολη της Μιδέας βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος του «νεκροταφείου των Δενδρών» που αποτελεί ένα απ’ τα μεγαλύτερα μυκηναϊκά νεκροταφεία της Πελοποννήσου.
Στο περίφημο αυτό νεκροταφείο μέσα από ανασκαφές που ξεκίνησαν την άνοιξη του 1926 και συνεχίστηκαν στις επόμενες δεκαετίες, ήρθαν στο φως οι περίφημοι βασιλικοί τάφοι, ένας θολωτός και δεκαέξι θαλαμωτοί. Οι δεύτεροι, οι οποίοι έχουν διαφορετικό μέγεθος μεταξύ τους, είχαν σκαλιστεί σε μαλακό πέτρωμα στην πλαγιά του λόφου και αποτελούνται από τρία τμήματα: το δρόμο, το στόμιο και το θάλαμο. Η είσοδός τους έκλεινε με ξερολιθιά.
Στις ανασκαφές αυτές ανακαλύφθηκε και η αρχαιότερη ανέπαφη χάλκινη πανοπλία. Αυτή η νεκρόπολη όχι μόνο έριξε φως στις αρχαίες ταφικές συνήθειες της μυκηναϊκής εποχής, αλλά κυρίως επιβεβαίωσε τα λόγια του Ομήρου όταν στα έπη του υμνούσε τους «χαλκοχιτώνας Αχαιούς». Πολύτιμα νεκρικά τιμαλφή, όπλα, εργαλεία, περίτεχνα κοσμήματα, λατρευτικά ειδώλια και αντικείμενα καθημερινής χρήσης από χρυσό, άργυρο, χαλκό, ελεφαντοστό και άλλα υλικά, αποδεικνύουν την οικονομική ευρωστία της εποχής. Σ’ αυτόν εδώ το χώρο, πρόσφατα ανακαλύφθηκαν και δύο απολιθωμένα προϊστορικά άλογα, εξημερωμένα και οικόσιτα, ίσως πρόκειται και για πολεμικά άτια, που συγκλόνισαν τον αρχαιολογικό κόσμο.
Όλα αυτά τα ευρήματα πιστοποιούν ότι ο τόπος ήταν σε διαρκή χρήση από το 1500 μέχρι και το 1180 π.Χ. και μάλλον άνηκε στη κοντινή ακρόπολη της Μιδέας. Όλα τα κινητά ευρήματα που βρέθηκαν εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου και στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.
Πηγή: www.mythicalpeloponnese.gr
Η μεγαλιθική μυκηναϊκή «γέφυρα της Καζάρμας» ορθώνεται επιβλητική στην περιοχή του Αρκαδικού κι αποτελεί την αρχαιότερη γέφυρα στην Ευρώπη που χρησιμοποιείται ακόμη. Η κατασκευή της τοποθετείται χρονικά στα 1300π.Χ. και συνέδεε την Επίδαυρο με τις Μυκήνες και την Αρχαία Τίρυνθα.
Στο χωριό Αρκαδικό, πάνω στο δρόμο που ενώνει το Ναύπλιο με την Επίδαυρο δεσπόζει η μυκηναϊκή «γέφυρα της Καζάρμας», η αρχαιότερη στην Ευρώπη. Η επιβλητική αυτή γέφυρα που αποτελεί ένα ακόμα εξαίσιο δημιούργημα της Μυκηναϊκής εποχής κατασκευάστηκε γύρω στο 1300 π.Χ. με ογκώδεις ακατέργαστους ασβεστόλιθους ακολουθώντας πιστά τον χαρακτηριστικό μυκηναϊκό τρόπο οικοδόμησης χωρίς συνδετικό υλικό. Έχει μήκος 22μ., πλάτος 5,6μ. και ύψος 4μ. και μέσω αυτής όπως αποδεικνύουν και υπολείμματα αμαξιτού αρχαίου δρόμου ακόμα ορατού γινόταν η σύνδεση των Μυκηνών και της Αρχαίας Τίρυνθας με την Επίδαυρο. Παράλληλα αποτελούσε κι ένα φράγμα για τα ορμητικά νερά του χειμάρρου. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της είναι η λοξή σφήνα που συγκρατούσε τα τοιχώματα της τριγωνικής διόδου στη θέση τους.
Σήμερα η μονότοξη αυτή γέφυρα που χρησιμοποιείται ακόμα απ’ τους κατοίκους της περιοχής αλλά και άλλες τέσσερις που υπάρχουν σε κοντινή απόσταση, έρχονται να μας θυμίσουν πως κάποτε σε τούτα τα χώματα αναπτύχθηκε ο λαμπρός Μυκηναϊκός πολιτισμός.
Πηγή: www.mythicalpeloponnese.gr
Βόρεια της σύγχρονης πόλης της Σπάρτης, ανασκαφές του προηγούμενου αι. έφεραν στο φως ένα εντυπωσιακό οικοδόμημα διαστάσεων 12,5Χ8,30 μέτρων. Το κτίσμα χρονολογείται από τον 5ο αι.π.Χ και μεταγενέστερα, και έχει κατασκευαστεί από μεγάλες πωρόλιθους. Ανεσκάφη το 1892 από τον Βαλστάιν, ο οποίος αρχικά τον είχε θεωρήσει μικρό ναό. Παρότι η χρήση του δεν έχει εξακριβωθεί μέχρι σήμερα, έχει ταυτιστεί στη λαϊκή συνείδηση με το κενοτάφιο του Λεωνίδα, καθώς και ο Παυσανίας αναφέρει ότι εδώ μεταφέρθηκαν και ετάφησαν από τις Θερμοπύλες, τα οστά του θρυλικού βασιλιά της Σπάρτης. Ο Τάφος του Λεωνίδα αποτελεί το μοναδικό μνημείο της Αρχαίας Αγοράς που σώζεται ως τις μέρες μας.
Έμβλημα και σημαντικό μνημείο της σύγχρονης Σπάρτης αποτελεί ο τάφος του Λεωνίδα βόρεια της πόλης. Γνωστός και σαν Λεωνίδαιον, ανεσκάφη το 1892 από τον Βαλντστάιν και είναι το μοναδικό μνημείο της Αρχαίας Αγοράς που σώζεται ως τις μέρες μας. Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό οικοδόμημα, με σχήμα και μορφή ναού, που χρονολογείται πιθανότατα τον 5ο αι. π.Χ. και μεταγενέστερα. Το κτίριο, που είναι διαστάσεων 12,5×8,30 μέτρα, κατασκευάστηκε από ογκώδεις πωρόλιθους, και το εσωτερικό του ήταν χωρισμένο σε δύο θαλάμους που συγκοινωνούσαν μεταξύ τους. Ο ανατολικός, μήκους 3.15 μέτρων, είχε τη μορφή πρόναου και ήταν διακοσμημένος με κίονες.
Η χρήση του κτιρίου δεν έχει εξακριβωθεί μέχρι σήμερα. Πιθανολογείται ότι ήταν κενοτάφιο, ενώ πολλοί μελετητές συμμερίζονται την άποψη ότι πρόκειται για το ναό του Απόλλωνος Καρνείου. Παρότι δεν υπάρχει καμία ένδειξη για το συσχετισμό του ναού με το θρυλικό βασιλιά της Σπάρτης, τόσο η τοπική παράδοση όσο και ο περιηγητής Παυσανίας, εκφράζουν την άποψη ότι εκεί μεταφέρθηκαν και ετάφησαν τα οστά του Λεωνίδα από τις Θερμοπύλες. Έτσι το μνημείο ταυτίστηκε στη λαϊκή συνείδηση με τον τάφο του Λεωνίδα. Ο Παυσανίας αναφέρει επίσης, ότι ο τάφος βρισκόταν δυτικά της αγοράς, απέναντι από το θέατρο, και ότι εδώ τελούταν κάθε χρόνο αγώνες.
Πηγή: www.mythicalpeloponnese.gr