Η Ήρα, η «αερόμορφη» και η «βασίλισσα των πάντων», όπως λέει ο Ορφικός ύμνος, ήταν κόρη του Κρόνου και της Ρέας, η οποία αργότερα έγινε η «μακαρία» σύζυγος του Δία. Σύμφωνα με τον Όμηρο, η θεά ανατράφηκε από τον Ωκεανό και την Τηθύ (άλλοι ισχυρίζονταν ότι την είχε αναθρέψει ο Τήμενος, γιος του Πελασγού, ή οι Ώρες). Σαν θεά που ήταν, «συγκερασμένη με τον σεβαστό αέρα», όπως την τραγούδησε ο ποιητής, γεννήθηκε σε πολλούς τόπους: στη Σάμο, στο Άργος, στην Εύβοια και στην αρκαδική Στύμφαλο. Στη Σάμο γιόρταζαν προς τιμήν της, κάθε χρόνο, τα «Τόναια» ή «Τόνεια», όπου μετέφεραν στην παραλία το λατρευτικό της είδωλο, που έστεκε στον πάντα ανοιχτό ναό της, το καθάριζαν και το τοποθετούσαν μπροστά του ένα γλύκισμα, μιας και, όπως μας λέει ο ποιητής των Ορφικών, η θεά, «με αέρινες ορμητικές κινήσεις λουζόταν εις τα νερά». Όσοι μετείχαν στην γιορτή φορούσαν στεφάνια από λυγαριά και δάφνη. Άλλα φυτά με τα οποία συνδεόταν η θεά, ήταν η αχλαδιά γιατί με το ξύλο της είχε κατασκευαστεί το λατρευτικό της άγαλμα στο Ηραίο του Άργους, το ελίχρυσο, το ρόδι και ο κρίνος. Σύμβολό της ήταν το παγώνι.
Η Ήρα, επί τριακόσια χρόνια, διατηρούσε δεσμό με τον Δία, σε μια απόκρυφη γωνιά του Κιθαιρώνα, κρυφά από τους γονείς τους. Ο Δίας είχε τρυπώσει στην αγκαλιά της με την μορφή κούκου, για να προστατευτεί από την βροχή. Ο ποιητής Καλλίμαχος αναφέρει ότι συνευρέθηκαν κρυφά, για πρώτη φορά, οι θεοί στη Σάμο, ενώ για άλλους, ο γάμος τους είχε γίνει φανερά στον Ωκεανό.