Η θέση της αρχαίας Φαλάσαρνας εντοπίζεται στο δυτικό άκρο του ακρωτηρίου της Γραμβούσας, στη δυτική ακτή της Κρήτης. Στην αρχαιότητα ονομαζόταν Κόρυκος και περιλάμβανε το βραχώδες ακρωτήριο, όπου βρισκόταν η ακρόπολη, με την εκπληκτική θέα στη δυτική θάλασσα της Κρήτης.
Το ακρωτήριο κλείνει την περιοχή Κουτρί, χωρισμένη σε πέντε επιμέρους τομείς: αρχικά την περιοχή της ακρόπολης, η οποία προστατεύει τον κόλπο από την πλευρά της θάλασσας, την περιοχή της μικρής κοιλάδας η οποία εκτείνεται στα νοτιοανατολικά της ακρόπολης με πρόσβαση στη θάλασσα στα νότια, τις δύο πλαγιές που περιβάλλουν την κοιλάδα αυτή και υψώνονται στα νότια και ανατολικά, στις οποίες βρίσκονται τα όρια του οικισμού και όπου εντοπίζεται η νεκρόπολη, και τους δύο κόλπους, έναν στα νότια, ο οποίος επιτρέπει την είσοδο στο λιμάνι, και έναν στα βόρεια, ο οποίος είναι βραχώδης και αφιλόξενος.
Η Φαλάσαρνα ήταν ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της Κρήτης, με κύρια περίοδο ακμής τον 4ο και 3ο αι. π.Χ. και η προέλευση του ονόματός της αποδίδεται στη νύμφη – τοπική ηρωίδα Φαλασάρνη. Η περιοχή της Φαλάσαρνας κατοικήθηκε από τη Μεσομινωική περίοδο, όπως μαρτυρούν όστρακα από τις γύρω πλαγιές και τις επιχώσεις του λιμανιού, μέχρι τα μέσα του 1ου αι. π.Χ.
Οι πρωιμότερες φάσεις παραμένουν ακόμα άγνωστες, εντούτοις από τον 4ο αι. π.Χ. ο οικισμός άκμασε και είχε τη δυνατότητα να κατέχει ισχυρές οχυρώσεις, κλειστό λιμάνι, υπολογίσιμη ναυτική δύναμη, νομισματοκοπείο, διάφορους ναούς, και τα στοιχεία μιας πλούσιας πόλης με πρόσβαση σε εμπορικούς δρόμους. Η ακμή της πόλης τοποθετείται χρονολογικά στην Ελληνιστική περίοδο, καθώς βρίσκονταν στο ναυτικό δρόμο που ένωνε την Πτολεμαϊκή Αλεξάνδρεια με το Αιγαίο. Οι πηγές της ακμής της πιθανόν να προέρχονταν από την κοινή στη Μεσόγειο πειρατική πρακτική, γεγονός που την έφερε σε διαμάχη με το ρωμαϊκό πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό δίκτυο, που εξαπλωνόταν τότε. Η Ρώμη σε μια προσπάθεια να μειώσει τα πειρατικά κέντρα εγκατέστησε γύρω από την Κρήτη ρωμαϊκούς στρατιωτικούς θύλακες οι οποίοι κατέστρεψαν την πόλη το 69 π.Χ.
Η πόλη δεν συνήλθε ποτέ, ενώ ένας ρωμαϊκός οικισμός εντοπισμένος νοτιότερα ονομάστηκε πάλι Φαλάσαρνα. Άλλοι παράγοντες, όπως η άνοδος της θαλάσσιας στάθμης, συνέβαλαν, επίσης, πιθανότατα στην παρακμή της. Γραπτές επιγραφικές πηγές που αναφέρουν τη Φαλάσαρνα εμφανίζονται γύρω στο 350 π.Χ. και τελειώνουν στα μέσα του 4ου αι. μ.Χ. Ο Σκύλλαξ ο Καρυανδεύς (μέσα 3ου αι. π.Χ.) είναι ο πρώτος που αναφέρει τη Φαλάσαρνα ως εξής: «μίας ημέρας ταξίδι από τη Λακεδαίμονα βρίσκεται το άκρο της Κρήτης, στο οποίο η πρώτη πόλη βρίσκεται εγκαθιδρυμένη προς την πλευρά που δύει ο ήλιος και ονομάζεται Φαλάσαρνα. Έχει κλειστό λιμάνι».
Ο Πολύβιος σημειώνει μία συμμαχία μεταξύ της Φαλάσαρνας και της Κυδωνίας, συμμάχων από το 392 π.Χ., με την Κνωσσό και άλλες 28 κρητικές πόλεις εναντίον της Φαιστού και των συμμάχων της, μία από τις οποίες ήταν η παραδοσιακή εχθρός της Φαλάσαρνας, Πολυρρήνια. Το αποτέλεσμα της συμμαχίας ήταν ένας πόλεμος με 100ετή διάρκεια, με νικήτρια την Πολυρρήνια. Ο πόλεμος τελείωσε το 186 π.Χ. όταν ο Άππιος Κλαύδιος διέταξε τις δύο πόλεις να αποσυρθούν και να σταματήσουν οι εχθροπραξίες σε άλλα μέρη του νησιού. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι στο 176 π.Χ. η Φαλάσαρνα έστειλε δύναμη 1500 ανδρών, μαζί με άλλους 1500 από την Κνωσσό, για να βοηθήσουν τον Περσέα της Μακεδονίας εναντίων της Ρώμης.
Παρ’ ότι οι ανασκαφικές μαρτυρίες και τα ιστορικά στοιχεία δεν ανεβάζουν την ίδρυσή της πριν από τον 6ο αι. π.Χ., κατά πάσα πιθανότητα πρέπει να οργανώθηκε ήδη από το τέλος της γεωμετρικής περιόδου με την ένωση των διάσπαρτων οικισμών του κάμπου σε ένα συνοικισμό που εξελίχθηκε σε υπολογίσιμη ναυτική δύναμη. Στα μετέπειτα χρόνια η πόλη διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο θαλάσσιο εμπόριο της δυτικής Κρήτης με την κατασκευή του κλειστού λιμένα της και την οχύρωσή του. Σήμερα το λιμάνι και οι εγκαταστάσεις του βρίσκονται στην ξηρά, μετά την ανύψωση της ακτής 6 – 9 μ., πιθανότατα εξαιτίας του ισχυρού σεισμού του 365 μ.Χ.
Κατά την ανασκαφέα του χώρου, πρόκειται για πειρατικό ορμητήριο που τελικά κατέστρεψαν οι Ρωμαίοι στα μέσα του 1ου αι. π.Χ., οπότε σφραγίστηκε και η είσοδος του λιμανιού. Η πόλη ερευνήθηκε ξανά στα μέσα του 19ου αι. από άγγλους περιηγητές, οι οποίοι εντόπισαν τον οικισμό και το κλειστό λιμάνι. Από το 1968 γίνονται διάφορες σωστικές ανασκαφές, ενώ από το 1986 η Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων ξεκίνησε συστηματική έρευνα για τον καθορισμό της έκτασης του λιμανιού και των στοιχείων που το περιβάλλουν.
Προσβάσιμο από Α.Μ.Ε.Α: ΌXI
Πηγή: www.incrediblecrete.gr