Η μονή Τοπλού, όπως επικράτησε να λέγεται ή Μονή Παναγίας της Ακρωτηριανής, αποτελεί το σημαντικότερο φρουριακό μοναστηριακό συγκρότημα της βορειοανατολικής Κρήτης, με ένα επιβλητικό καμπαναριό με διακόσμηση αναγεννησιακού τύπου, που υψώνεται στη δυτική πλευρά, πάνω από την κεντρική πύλη.
Το εντυπωσιακό μοναστηριακό συγκρότημα διαμορφώθηκε σταδιακά από τον 14ο αιώνα και, όπως επιβεβαιώνουν οι αρχειακές πηγές από τον 15ο αιώνα και εξής, εξελίχθηκε σταδιακά σε μία εύρωστη μονή με μεγάλη πνευματική ακτινοβολία. Το Μοναστήρι αναπτύσσεται γύρω από την εσωτερική αυλή σε τρεις ορόφους με επάλξεις, καλύπτοντας έκταση 800 περίπου τετραγωνικών μέτρων.
Η οικοδόμησή του έγινε στα τελευταία χρόνια της Ενετοκρατίας, όπου ήταν φανερή η επερχόμενη τουρκική απειλή. Η πρόσοψη έχει μορφή αετωματική αναγεννησιακού τύπου, και φέρει εντοιχισμένη εγχάρακτη κτητορική επιγραφή του Ηγουμένου Γαβριήλ Παντόγαλου σε ελεγειακά δίστιχα. Σημαντικό είναι επίσης και το τέμπλο του καθολικού, όπου υπάρχουν αξιόλογες βυζαντινές εικόνες. Η Μονή είχε δύο επάλληλες εισόδους. Περνώντας δηλαδή τη μεγάλη εξωτερική πύλη βρισκόταν στην εξωτερική αυλή. Εκεί υπήρχαν οι χώροι για τις πιο οχυρές δραστηριότητες. Η εξωτερική πύλη ήταν στο βάθος μιας θολωτής στοάς. Η δεύτερη πόρτα βρίσκεται στο κυρίως μοναστηριακό κτήριο και ονομάζεται «πόρτα του τροχού», που ήταν πολύ βαριά και δεν άνοιγε εύκολα. Πήρε την ονομασία της από ένα τροχό που διευκόλυνε τον καλόγηρο που ήταν επιφορτισμένος με το άνοιγμα ή το κλείσιμό της. Πάνω ακριβώς από την πύλη υπάρχει η «καταχύτρα» η «τρύπα του φονιά», με την οποία έριχναν στους πειρατές και τους εισβολείς που προσπαθούσαν να σπάσουν την πόρτα καυτό λάδι η μολύβι. Η ανοικοδόμηση της Μονής σε φρουριακή μορφή συνδέθηκε με τις βενετοκρητικές οικογένειες των Κορνάρων και των Μέτζων της Σητείας, γι’αυτό ακόμα και σήμερα η νότια πτέρυγα φέρει το όνομα των Κορνάρων και η βόρεια των Μέτζων, ονομασίες που μαρτυρούν τους χορηγούς της Μονής.
Η Μονή άκμασε τον 14ο και 15ο αιώνα, αν κρίνει κανείς από τον μεγάλο αριθμό σημαντικών βυζαντινών εικόνων εκείνης της περιόδου, που απηχούν πιστά την εξέλιξη της κωνσταντινουπολίτικης ζωγραφικής που σταδιακά εισέδυσε στην Κρήτη από την πτώση της Πόλης και μετά. Η υψηλή εικαστική αξία των εικόνων είναι επίσης ενδεικτική του υψηλού επιπέδου της παιδείας της μοναχικής κοινότητας της Μονής, που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην άνοδο του πολιτιστικού επιπέδου της αναγεννησιακής Κρήτης. Αυτή η περίοδος ακμής συνεχίστηκε αδιατάραχτα μέχρι και το 1612, οπότε και ανακόπηκε από τον καταστρεπτικό σεισμό που έπληξε την Ανατολική Κρήτη. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας η Μονή υπήρξε πολλάκις αντικείμενο λεηλασίας και σφαγής από τους Τούρκους, αλλά κατάφερε να διατηρηθεί και να βοηθήσει τους υπόδουλους Έλληνες. Μάλιστα, από το 1856 λειτούργησε στους χώρους της οργανωμένο σχολείο, που δίδασκε τα εκκλησιαστικά γράμματα με την ευθύνη της δημογεροντίας. Εκεί φοιτούσαν τα καλογεροπαίδια αλλά και τα παιδιά των λαϊκών της περιοχής.
Το καθολικό της Μονής που τιμάται στο Γενέσιο της Θεοτόκου αρχικά ήταν μικρός καμαροσκεπής μονόχωρος ναός στον οποίο προστέθηκε δυτικά ένας δεύτερος ευμεγέθης καμαροσκεπής χώρος. Ο αρχικός ναΐσκος σήμερα επέχει θέση ιερού Βήματος, ενώ στην οξυκόρυφη καμάρα της προέκτασής του που διαιρείται από εγκάρσιο ενισχυτικό τόξο, σώζονται σε κακή κατάσταση τοιχογραφίες υψηλής ποιότητας που έχουν χρονολογηθεί στο δεύτερο μισό του 14ου αι. (Μπορμπουδάκης 2004). Όλες οι παραστάσεις που αναγνωρίζονται προέρχονται από έναν διευρυμένο χριστολογικό κύκλο τουλάχιστον δεκαέξι παραστάσεων. Σε τρίτη οικοδομική φάση διαμορφώθηκε σε επαφή με τη νότια πλευρά του καθολικού ο επίσης μονόχωρος καμαροσκεπής ναός του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Μία πολύ σημαντική συλλογή εικόνων, χειρογράφων, παλαιτύπων, χαρακτικών και εκκλησιαστικών κειμηλίων φυλάσσεται στη μονή και εκτίθεται, αποτελώντας έναν σημαντικό πολιτιστικό προορισμό της ανατολικής Κρήτης. Το μοναστήρι σήμερα είναι ενεργό ως ανδρική Μονή.
Website: www.imis.gr
Τηλέφωνο: +3028430 61226, +306932259412
Πηγή: www.incrediblecrete.gr