Το κάστρο του Πυθίου ή Εμπύθιον κατά τους βυζαντινούς συγγραφείς είναι κτισμένο σε ένα χαμηλό γήλοφο που αποτελεί την τελική απόληξη της γύρω ορεινής ζώνης προς την επίπεδη παραποτάμια πεδιάδα του Έβρου ποταμού. Βρίσκεται στις παρυφές του σύγχρονου οικισμού Πυθίου σε απόσταση 15 χλμ. βόρεια από το Διδυμότειχο.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Νικηφόρο Γρηγορά ιδρύθηκε από τον Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνό (1341-1355) με σκοπό να αποτελέσει το προσωπικό του καταφύγιο στις επιχειρήσεις που διεξήγαγε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου που ξέσπασε ανάμεσα σ΄αυτόν και τον νόμιμο διάδοχο. Η ίδρυση του τοποθετείται στα 1330-1340. Δεν γνώρισε όμως μεγάλη διάρκεια. Ήταν από τα πρώτα κάστρα που υπέκυψαν στις επιχειρήσεις των Οθωμανών Τούρκων κατά την προέλασή τους προς τη Θράκη. Μετά τον παροπλισμό του αναπτύχθηκε γύρω ένας οικισμός, γνωστός με το όνομα Καλελί Μπουργκάζ, ο οποίος βρισκόταν σε παρακλάδι του δρόμου από την Αδριανούπολη προς το Διδυμότειχο. Κατά τους χρόνους της επανάστασης το χωριό έγινε γνωστό διότι εδώ ετάφη ο πατριάρχης Κύριλλος ΣΤ΄, ο οποίος απαγχονίστηκε στην Αδριανούπολη το 1821.
Το όλο συγκρότημα αποτελούνταν από δύο περιβόλους, έναν εξωτερικό και έναν εσωτερικό. Ο εξωτερικός, από τον οποίο σήμερα σώζονται ελάχιστα τμήματα ανάμεσα στα σπίτια του οικισμού, απλωνόταν σ΄ όλη την έκταση του λόφου. Ο εσωτερικός καταλαμβάνει το άκρο του λόφου και τμήμα του έχει καταστραφεί από την λάξευση του λόφου για τη διέλευση της σιδηροδρομικής γραμμής που διέρχεται ακριβώς στη βάση του. Οι δυο περίβολοι ενισχύονταν με πύργους στις τρεις γωνίες, ενώ στα σημεία ένωσης των δύο περιβόλων υψώνονται οι δύο σωζόμενοι πύργοι με την είσοδο προς τον εσωτερικό περίβολο ανάμεσά τους. Ο μεγάλος κεντρικός πύργος είναι σχεδόν τετράγωνος στην κάτοψη με μήκος πλευράς 15 μ. Είναι τριώροφος και χρησίμευε ως κατοικία. Κάθε όροφος έχει τέσσερις χώρους που καλύπτονται με θόλους που στηρίζονται σε πλίνθινα τόξα τα οποία ξεκινούν από κεντρικό πεσσό και καταλήγουν στους εξωτερικούς τοίχους. Η είσοδος βρίσκεται στην ανατολική πλευρά. Στην ίδια πλευρά βρίσκεται και η διαμορφωμένη μέσα στο πάχος των τοίχων κτιστή κλίμακα που οδηγεί στους ορόφους και το δώμα του πύργου.
Στη σωζόμενη απόληξη του πύργου διαμορφώνονται ισχυροί πρόβολοι που στήριζαν τον εξώστη ενός διευρυμένου ορόφου, ίσως και δύο, οι οποίοι περιλαμβάνονταν στον αρχικό σχεδιασμό, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι κατασκευάστηκαν. Οι πρόβολοι αυτοί αποτελούν καινοτομία της φρουριακής αρχιτεκτονικής στα χρόνια των Παλαιολόγων. Ο δεύτερος πύργος εδράζεται σε χαμηλότερο επίπεδο, αλλά σώζεται σε μεγαλύτερο ύψος. Είναι και αυτός σχεδόν τετράγωνος, αλλά μικρότερος με διαστάσεις 7,40 Χ 7,30 μ. και σώζεται σε ύψος 20 μ. Αποτελείται από τέσσερις ορόφους που στεγάζονται με σφαιρικούς θόλους. Ο κάθε όροφος είναι ανεξάρτητος. Ο δεύτερος όροφος είναι προσιτός από τον περίδρομο του τείχους. Η πρόσβαση στον τρίτο όροφο είναι δυνατή μέσω εσωτερικού διαδρόμου πάνω από την ενδιάμεση τοξωτή πύλη, ενώ στον τέταρτο όροφο από τον μεγάλο πύργο μέσω του περιδρόμου.
Το φρούριο του Πυθίου, αν και δεν σώζει παρά μέρος μόνο του αρχικού του μεγέθους, εντυπωσιάζει τον επισκέπτη με τη μεγαλοπρέπεια, τη δύναμη και το ανάστημα των κτιριακών του όγκων. Κατατάσσεται στα πρωτοπόρα έργα της φρουριακής βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Δεν είναι μόνο ένα απλό στρατιωτικό αμυντικό έργο αλλά και μια μνημειώδης εγκατάσταση αυτοκράτορα.
Πηγή: Περιφέρεια Αν. Μακεδονίας, Θράκης