- Home
- Άρθρα
- Δώδεκα Θεοί
- Αθηνά
Το πιο γνωστό επίθετο της Αθηνάς είναι Παλλάδα. Άλλα γνωστά και συνήθη επίθετα της θεάς είναι «Πρόμαχος-Σώτειρα» και «Εργάνη».
Σαν Εργάνη η Αθηνά είναι η εφευρέτρια όλων των τεχνών και βοήθησε τους ανθρώπους στον εκπολιτισμό τους. Η παρουσία της ήταν απαραίτητη σ’ όλα τα μεγάλα έργα. Συνέβαλε στην κατασκευή της Αργούς και άλλων πλοίων, όπως το πλοίο του Τηλέμαχου. Καθοδήγησε την κατασκευή του Δούρειου Ίππου, δίδαξε την ύφανση στην Πανδώρα και γενικά στους ανθρώπους, χάρισε την ελιά και την καλλιέργεια της στους Αθηναίους και φυσικά σ’ όλο τον κόσμο. Δίδαξε τον πυρρίχιο στους Κουρήτες και τη γλυπτική στην ανθρωπότητα φτιάχνοντας το πρώτο άγαλμα, το παλλάδιο. Αναδείχτηκε σε κύρια θεότητα της ειρήνης και του πολιτισμού.
Στα ομηρικά Έπη η Πρόμαχος-Σώτειρα Αθηνά είναι με το μέρος των Ελλήνων. Σε καιρούς ακόμα παλιότερους, βοήθησε τον Ηρακλή στο δύσκολο έργο του, να απαλλάξει την ανθρωπότητα από διάφορα δεινά αλλά και να τραυματίσει το θεό του πολέμου. Βοήθησε το Δία και τους άλλους θεούς στον αγώνα τους κατά των Γιγάντων και θάβει το φοβερό Εγκέλαδο εκσφενδονίζοντας του τη Σικελία ολόκληρη.
Ο ναός είναι μικρός, ιωνικού ρυθμού, αμφιπρόστυλος, με μία σειρά από τέσσερις μονολιθικούς κίονες σε κάθε στενή πλευρά. Δεν έχει πρόναο, αλλά μόνο μικρό σηκό, του οποίου οι πλαϊνοί τοίχοι καταλήγουν σε παραστάδες, που ανάμεσά τους έχουν δύο πεσσούς. Πάνω από το επιστύλιο ο ναός φέρει ζωφόρο, που φιλοτεχνήθηκε από τον Αγοράκριτο. Στις τρεις πλευρές της απεικονίζονται σκηνές από μάχες Ελλήνων με Πέρσες και Ελλήνων οπλιτών με άλλους οπλίτες και στην ανατολική πλευρά παρουσιάζονται οι θεοί του Ολύμπου να παρακολουθούν τις μάχες αυτές. Ελάχιστα τμήματα διασώζονται από τα αετώματα. Πιθανολογείται ότι στο δυτικό απεικονιζόταν η Γιγαντομαχία και στο ανατολικό η Αμαζονομαχία. Ο βωμός βρισκόταν ανατολικά, έξω από το ναό. Το 409 π.Χ., στην παρυφή του πύργου κατασκευάσθηκε ένα μαρμάρινο θωράκιο ύψους περίπου 1 μ., για την προστασία των προσκυνητών. Το θωράκιο αυτό αποτελείται από ανάγλυφες πλάκες, στις οποίες απεικονίζονται φτερωτές Νίκες που θυσιάζουν ή οδηγούν ταύρους στη θυσία ή στολίζουν τρόπαια, καθώς και η θεά Αθηνά καθιστή να παρακολουθεί τις σκηνές αυτές. Αρκετές από τις πλάκες των θωρακίων καθώς και τμήματα της ζωφόρου μπορεί να θαυμάσει ο επισκέπτης στο Μουσείο Ακροπόλεως, ενώ άλλα τμήματα της ζωφόρου βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο.
Ο ναός διατηρήθηκε για πολλούς αιώνες και τον 5ο αιώνα μ.Χ. μετατράπηκε σε εκκλησία. Την εποχή της Τουρκοκρατίας το εσωτερικό του χρησιμοποιήθηκε ως πυριτιδαποθήκη, αλλά το 1686 μ.Χ., οι Τούρκοι, για να αντιμετωπίσουν τους Βενετούς του Mοροζίνι, τον κατεδάφισαν προκειμένου να χρησιμοποιήσουν το δομικό του υλικό στο κτίσιμο του οχυρωματικού τοίχου, στην πρόσοψη των Προπυλαίων, όπου έκτισαν και έναν υψηλό πύργο, το λεγόμενο Κουλά.
Πρόκειται για περίπτερο διπλό δωρικό ναό, που παρουσιάζει πολλά πρωτότυπα και μοναδικά στοιχεία στον αρχιτεκτονικό του σχεδιασμό. Στον ναό ήταν τοποθετημένο το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου, που παριστανόταν πάνοπλη, φέρνοντας με το δεξί της χέρι τη Νίκη στους Αθηναίους. Τα αετώματα του ναού κοσμούνται με γλυπτές συνθέσεις εμπνευσμένες από τη ζωή της θεάς Αθηνάς. Στο ανατολικό εικονίζεται η γέννηση της θεάς από το κεφάλι του πατέρα της Δία με την παρουσία όλων των θεών του Ολύμπου και στο δυτικό η διαμάχη της Αθηνάς και του Ποσειδώνα για την κηδεμονία της πόλης των Αθηνών. Οι 92 μετόπες είναι διακοσμημένες με ανάγλυφες παραστάσεις, τα παλαιότερα από τα αρχιτεκτονικά γλυπτά του Παρθενώνα. Τα θέματα που απεικονίζουν προέρχονται από την ελληνική μυθολογία και αναπαριστούν μυθικές μάχες: στην ανατολική πλευρά παριστάνεται η Γιγαντομαχία, στη βόρεια ο Τρωικός πόλεμος, στη δυτική η Αμαζονομαχία και στη νότια η Κενταυρομαχία. Η ζωφόρος, ένα ακόμη ιωνικό στοιχείο που συνδυάζεται με το δωρικό ρυθμό, περιέτρεχε το επάνω μέρος του σηκού και των προστάσεων του ναού και το θέμα της διακόσμησής της ήταν η μεγαλοπρεπής πομπή των Παναθηναίων, της σημαντικότερης γιορτής των Αθηναίων προς τιμήν της θεάς Αθηνάς.
Ο Παρθενώνας διατήρησε αυτή τη μορφή μέχρι τον 5ο αι. μ.Χ., οπότε μετατράπηκε σε ναό αφιερωμένο αρχικά στην Αγία Σοφία και αργότερα στην Παναγία, ενώ στα χρόνια της Τουρκοκρατίας έγινε τζαμί. Το 1687, κατά την πολιορκία της Ακρόπολης από τον Μοροζίνι, ο Παρθενώνας ανατινάχθηκε από μία βόμβα των Ενετών και μεγάλο μέρος του κατέρρευσε, ενώ σοβαρές ζημιές υπέστη και στις αρχές του 19ου αιώνα, με τη διαρπαγή και λεηλασία του γλυπτού διάκοσμου του από το λόρδο Έλγιν, που είχε ως αποτέλεσμα μεγάλο μέρος των γλυπτών να βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο.
Το οικοδόμημα έχει κατασκευασθεί από πεντελικό μάρμαρο, ενώ για τη ζωφόρο του χρησιμοποιήθηκε γκρίζα ελευσινιακή πέτρα και για τα θεμέλια πειραϊκός ακτίτης. Στο εσωτερικό του ναού αυτού φυλασσόταν το ξόανο, το άγαλμα της Αθηνάς, φτιαγμένο από ξύλο ελιάς, το οποίο έντυναν με τον πέπλο οι Αρρηφόροι κατά τη διάρκεια της γιορτής των Παναθηναίων.
Στο πλακόστρωτο της στοάς που σχηματίζει το πρόπυλο υπάρχουν, σύμφωνα με την παράδοση, τα ίχνη της τρίαινας με την οποία ο Ποσειδώνας χτύπησε τη γη και έκανε να αναβλύσει η πηγή με το αλμυρό νερό. Το δάπεδο του ναού ήταν μαρμάρινο και από κάτω, σύμφωνα πάντα με την παράδοση, υπήρχε η »Ερεχθηίς θάλασσα», όπου κατέληγαν τα νερά της αλμυρής πηγής του Ποσειδώνα. Μία μικρή πόρτα στο δυτικό τοίχο του ναού οδηγούσε στο ιερό της Πανδρόσου, στα δυτικά του Ερεχθείου. Μία άλλη πόρτα, τέλος, στο νότιο τοίχο του ναού αυτού, οδηγούσε μέσω μίας σκάλας στην πρόσταση των Καρυάτιδων. Αυτή είναι μικρή στοά σχήματος Π, όπου τη θέση των κιόνων καταλαμβάνουν έξι αγάλματα κορών, που στηρίζουν με το κεφάλι τους την οροφή της. Ονομάσθηκαν Καρυάτιδες μεταγενέστερα, επειδή σχετίσθηκαν με τις κοπέλες από τις Καρυές της Λακωνίας, που χόρευαν ένα χορό προς τιμήν της θεάς Αρτέμιδος. Φιλοτεχνήθηκαν από το γλύπτη Αλκαμένη ή, σύμφωνα με άλλους, από το γλύπτη Καλλίμαχο. Τα πέντε αγάλματα των Καρυάτιδων βρίσκονται σήμερα στο Μουσείο Ακροπόλεως και το έκτο στο Βρετανικό Μουσείο, ενώ στη θέση τους έχουν τοποθετηθεί αντίγραφα από χυτό υλικό.
Τον 1ο αι. π.Χ. το μνημείο κάηκε κατά τη διάρκεια επιδρομών και υπέστη μικρές επισκευές και τροποποιήσεις. Κατά τους πρώιμους χριστιανικούς χρόνους μετατράπηκε σε εκκλησία της Θεομήτορος, την εποχή της Φραγκοκρατίας (1204-1456) χρησιμοποιήθηκε ως παλάτι και κατά την Τουρκοκρατία (1456-1833) φιλοξένησε το χαρέμι του Τούρκου φρούραρχου. Το 1827, στη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων, το κτήριο ανατινάχθηκε από τουρκική οβίδα.
Στο δυτικό τμήμα υπήρχαν τρία δωμάτια αφιερωμένα σε διαφορετικές λατρείες: του Ποσειδώνα-Ερεχθέα, του Ήφαιστου και του Βούτη. Στο ναό αυτό αποδίδονται τα μαρμάρινα αετώματα με την απεικόνιση της Γιγαντομαχίας, που εκτίθενται στο Μουσείο Ακροπόλεως, καθώς και η σίμη που κατέληγε σε λεοντοκεφαλές και κριοκεφαλές. Από το ίδιο, παριανό μάρμαρο ήταν ακόμη οι μετόπες, τα γείσα και τα κεραμίδια της στέγης, ενώ ο υπόλοιπος ναός ήταν κατασκευασμένος από ασβεστόλιθο.
Ο ναός αποκαλύφθηκε το 1885 και ο W. Dorpfeld ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε το μνημείο. Σήμερα διασώζονται μόνο τα θεμέλιά του κατά μήκος της νότιας πλευράς του Ερεχθείου, ενώ στο χώρο είναι ορατές και δύο λίθινες βάσεις κιόνων, από το ναό των γεωμετρικών χρόνων.
Στο ναό της Αθηνάς, ο σηκός περιβάλλεται από κιονοστοιχία μόνον στην ανατολική και νότια πλευρά. Οι μαρμάρινοι, αρράβδωτοι κίονες επιστέφονταν με ιωνικά κιονόκρανα. Στο πίσω μέρος του σηκού διατηρούνται τα θεμέλια από το βάθρο του λατρευτικού αγάλματος της θεάς. Ο βωμός των θυσιών βρίσκεται νότια του ναού, προφανώς, γιατί στα νότια υπάρχει ευρύχωρο πλάτωμα κατάλληλο για να συγκεντρωθούν οι πιστοί και να στηθούν τα αφιερώματα. Ο ναός χτίστηκε γύρω στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Σύμφωνα με άλλη άποψη, ο σηκός προϋπήρχε των Περσικών πολέμων και απλώς προστέθηκαν οι εξωτερικές κιονοστοιχίες.
Ο μικρός ναός (4,96Χ6,80 μ.) βρίσκεται στα ΒΑ και αποτελείται από έναν απλό σηκό με δύο κίονες στην πρόσοψη (πρόστυλος). Στο πίσω μέρος του σηκού υπάρχει η βάση για το λατρευτικό άγαλμα, από γκρίζο μάρμαρο Ελευσίνας. Μπροστά από την πρόσοψη βρίσκεται ο ορθογώνιος βωμός. Ο ναός ήταν πιθανώς αφιερωμένος στην θεά Αρτέμιδα. Χρονολογείται στην αρχαϊκή περίοδο (600-550 π.Χ.) και καταστράφηκε από τους Πέρσες (480 π.Χ.). Κατ΄ άλλους, είναι σύγχρονος ή και νεώτερος από το μεγάλο ναό της Αθηνάς.
Πρόκειται για περίπτερο δωρικό ναό, αμφιπρόστυλο εν παραστάσι, με σαφείς τις επιδράσεις από το ναό της Φιγάλειας και τα Προπύλαια της Ακρόπολης των Αθηνών. Στο εσωτερικό του σηκού υπήρχε το λατρευτικό άγαλμα της θεάς Αθηνάς, εξ ολοκλήρου φτιαγμένο από ελεφαντόδοντο, για το οποίο ο Παυσανίας παραδίδει την πληροφορία ότι μεταφέρθηκε στη Ρώμη από τον ίδιο τον Αύγουστο, μετά τη νίκη του επί του Αντωνίου. Στα χρόνια του Παυσανία υπήρχε άλλο άγαλμα της θεάς, και εκατέρωθέν του τα αγάλματα του Ασκληπιού και της Υγείας, έργα του Σκόπα, κατασκευασμένα από πεντελικό μάραμαρο, ενώ μέσα στο ναό φυλάσσονταν πολλά και σπουδαία αναθήματα. H εξωτερική μορφή του ναού ήταν αρκετά λιτή, με εξαίρεση τις γλυπτές συνθέσεις των αετωμάτων, επίσης έργο του Σκόπα. Oι εναέτιες συνθέσεις αντλούν το θεματολόγιό τους από τοπικούς θρύλους: στο ανατολικό αέτωμα εγκωμιάζεται το ηρωικό κατόρθωμα της Aταλάντης, η οποία είχε ανατραφεί στα αρκαδικά βουνά, στο κυνήγι του Kαλυδωνίου κάπρου, ενώ στο δυτικό παριστάνεται η ηρωική μάχη του Tηλέφου, γιου του Hρακλή και της Aύγης, κόρης του βασιλιά Aλέα, εναντίον των Ελλήνων που εισέβαλαν στο κράτος της μικρασιατικής Mυσίας.
Η Θόλος συνθέτει σχεδόν όλους τους ρυθμούς του κλασικού αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Οι είκοσι κίονες του εξωτερικού περιστυλίου είναι δωρικοί και επιστέφονται από ζωφόρο με ανάγλυφες μετόπες που κοσμούνταν με παραστάσεις από την Αμαζονομαχία και την Κενταυρομαχία. Ο κυκλικός σηκός με συμπαγείς τοίχους επίσης επιστέφεται από δωρική ζωφόρο με τρίγλυφα και ανάγλυφες μετόπες μικρότερου μεγέθους, ενώ στο εσωτερικό του στέκονταν δέκα ημικίονες κορινθιακού ρυθμού. Όλο το κτήριο στηρίζεται σε κρηπίδωμα με τρεις χαμηλές βαθμίδες. Για την ανωδομή του μνημείου χρησιμοποιήθηκε συνδυασμός υλικών, που είχε ως αποτέλεσμα την πολυχρωμία: παριανό και πεντελικό μάρμαρο, καθώς και σκούρος γαλάζιος ελευσίνιος ασβεστόλιθος για τον τονισμό δομικών λεπτομερειών, στον τοιχοβάτη και στο δάπεδο. Η οροφή ήταν επίσης μαρμάρινη και από τη διακόσμησή της έχουν σωθεί ορισμένα ρομβοειδή φατνώματα. Προβληματική είναι αποκατάσταση της στέγης, ιδίως μετά την αποκάλυψη δύο σειρών από σίμες. Η πιο πρόσφατη θεωρία αποκαθιστά κωνική στέγη, σε σχήμα κινέζικου καπέλου. Η στέγη ήταν και αυτή κοσμημένη με ακρωτήρια σε μορφή γυναικών, σε στάση σχεδόν χορευτική. Τα ανάγλυφα, δυστυχώς, απολαξεύθηκαν από τους Χριστιανούς στα μεταγενέστερα χρόνια.
Η Θόλος αναστηλώθηκε μερικώς το 1938, ενώ αρχιτεκτονικά μέλη και, κυρίως, τα σωζόμενα τμήματα από το γλυπτό διάκοσμό της έχουν συντηρηθεί και εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών.
Το θέμα και των δύο αετωμάτων είναι οι μυθικές εκστρατείες στην Τροία, στις οποίες διακρίθηκαν Αιγηνίτες ήρωες. Στο ανατολικό αέτωμα απεικονίζεται η παλαιότερη εκστρατεία, με τον Ηρακλή κατά του βασιλιά της Τροίας Λαομέδοντα, στην οποία έλαβε μέρος ο Τελαμών, γιός του Αιακού. Στο δυτικό αέτωμα απεικονίζεται η νεότερη εκστρατεία με τον Αγαμέμνονα κατά του Πριάμου, στην οποία διακρίθηκαν τρεις απόγονοι του Αιακού, ο Αίας, ο Τεύκρος και ο Αχιλλέας. Παρούσα και στις δύο εκστρατείες είναι η Αθηνά, ως η κεντρική μορφή κάθε αετώματος. Το δυτικό αέτωμα απηχεί την αισθητική του 6ου αι. π.Χ., ενώ το ανατολικό με τη μεγαλύτερη κινητικότητα των μορφών και την απουσία σχηματοποίησης παραπέμπει στις αρχές του 5ου αι. π.Χ.
Πρόκειται για δωρικό, περίπτερο, εξάστυλο ναό των μέσων του 5ου αι. π.Χ. και ανήκει σε γνωστό
κτιριακό τύπο. Οι διαστάσεις του υπολογίζονται σε 16,35μ μήκος και 35,25μ πλάτος, έχοντας 6 κίονες στις στενές όψεις και 13 στις μακρές. Ο ναός ομοιάζει με τον ναό του Ηφαίστου, το γνωστό σε όλους Θησείο.
Κατά την ανασκαφή δεν ανακαλύφθηκε κανένα θραύσμα από την ανωδομή του ναού, (πλην ενός με μορφή λεοντοκεφαλής – υδρορροή σίμης). Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα πως πιθανόν κατά την ρωμαϊκή εποχή, ο ναός αποσυναρμολογήθηκε και μεταφέρθηκε σε νέα θέση όπου συναρμολογήθηκε εκ νέου.
Λίθους από τα θεμέλια του ναού μπορείτε να δείτε εντοιχισμένους στον βυζαντινό ναό του Αγίου Ιωάννη Θεολόγου.
Η ανασκαφική έρευνα έδειξε πως η ζωή στο συγκεκριμένο λόφο είχε αρχίσει από την προϊστορική ήδη εποχή. Το ιερό θα πρέπει να υπήρχε από την αρχαϊκή εποχή, όπως διαφαίνεται από αρχιτεκτονικά λείψανα και μέλη, καθώς και από αναθήματα. Στη βυζαντινή εποχή ή στην εποχή της Φραγκοκρατίας ο ναός φαίνεται να μετατράπηκε σε οικία.
Ο ναός του 4ου αι. π.Χ. είναι ένα ορθογώνιο κτήριο με πρόναο και σηκό. Είναι κατασκευασμένος από μεγάλους ορθογώνιους λιθοπλίνθους κατά το ακανόνιστο ισόδομο σύστημα και σώζεται σε μέγιστο ύψος τριών δόμων. Η είσοδος είναι στα ανατολικά και φέρει κατώφλι. Ο πρόναος επικοινωνεί με το σηκό μέσω ενός μονόλιθου κατωφλιού. Στο βάθος του σηκού βρέθηκε στη θέση του το λίθινο κυβικό βάθρο του λατρευτικού αγάλματος, ενώ μπροστά από αυτό υπήρχε τράπεζα προσφορών. Στο πλάτωμα που σχηματίζεται μπροστά από την πρόσοψη του ναού, υπήρχε πιθανότατα ο βωμός. Στα νότια του ναού εντοπίστηκε στο βράχο βαθειά σχισμή εν είδει χάσματος.
Ο ναός της Αθηνάς και του Διός Σωτήρος βρίσκεται στο νότιο τμήμα της αρχαίας Φιγάλειας. Η πόλη περιβάλλεται από ισχυρή οχύρωση μήκους 4,5 χλμ., που σώζεται σε μεγάλο ύψος και έχει ακρόπολη στα ΒΑ. Οι αρχαίες πηγές κάνουν λόγο για Αγορά, Γυμνάσιο, Θέατρο, καθώς και για ιερά της Αρτέμιδος Σωτήρος, του Διονύσου Ακρατοφόρου και της Ευρυνόμης. Από νομίσματα της πόλης φαίνεται πως υπήρχε λατρεία της Υγείας, του Ασκληπιού, της Αφροδίτης και της Νέδας ή Τύχης. Από την αρχαία πόλη έχει ανασκαφεί έως τώρα η κρήνη της πρώιμης ελληνιστικής εποχής και ταφικά μνημεία της ελληνιστικής εποχής που παρουσιάζουν ομοιότητες με αυτά της αρχαίας Αλίφειρας και Μεσσήνης.
Ο ναός της Αθηνάς και του Διός Σωτήρος αποτελούσε ένα θρησκευτικό και πολιτικό κέντρο της αρχαίας Φιγάλειας. Από τις επιγραφές που προέκυψαν, διαφαίνεται πως ο ναός είχε πολιτική σημασία και πως η εμβέλειά του εκτεινόταν πέραν των ορίων της Αρκαδίας. Παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες ως προς την κατασκευή και την εσωτερική διάταξη των χώρων με το ναό του Ασκληπιού στη γειτονική Αλίφειρα
Ο ναός της Αθηνάς παρουσιάζει αρκετά αρχαϊκά στοιχεία. Ο σηκός του μπορεί να είναι πρωϊμότερος και να κατασκευάστηκε αρκετά πριν το 500 π.Χ., υπόθεση που ενισχύεται και από την ανεύρεση αναθημάτων που χρονολογούνται από τα μέσα του 6ου αι. π.Χ. Σώζεται στο ύψος των θεμελίων και οι τοίχοι του θα πρέπει να ήταν κατασκευασμένοι από ωμές πλίνθους, ενώ περιβαλλόταν μάλλον από ξύλινους κίονες. Από τη φάση αυτή σώζονται επίσης πήλινα κεραμίδια με ανάγλυφη διακόσμηση Γοργονείου. Στο βάθος του σηκού θα πρέπει να ήταν στημένο το λατρευτικό άγαλμα, το αρχαϊκό ξόανο της θεάς.
Γύρω στα 500-490 π.Χ. ο ναός μετατράπηκε σε δωρικό περίπτερο με 6 επί 15 κίονες. Το μήκος του πτερού τον κατατάσσει στους Εκατόμπεδους ναούς. Από τη φάση αυτή σώζεται η βάση της κιονοστοιχίας και τμήματα των κιόνων και της ανωδομής που είναι κατασκευασμένα από κογχυλιάτη λίθο. Τα μέλη της ανωδομής δεν φέρουν γραπτό ή ανάγλυφο διάκοσμο. Έχουν επίσης σωθεί μαρμάρινα κεραμίδια από νησιωτικό μάρμαρο που μεταφέρθηκε προφανώς από τα νησιά του Αιγαίου στην ορεινή Αρκαδία. Ο ναός πρέπει να καταστράφηκε από σεισμό, όπως δείχνουν οι κίονες του που βρέθηκαν πεσμένοι. Στη βυζαντινή εποχή κατασκευάστηκε πάνω από τον πρόναο εκκλησάκι της Αγίας Ελένης.
Σε απόσταση 19 μ. βορείως της πρόσοψης του ναού αποκαλύφθηκε το λίθινο ορθογώνιο θεμέλιο του βωμού που έχει μήκος 10.88 μ. και πλάτος 1.36 μ.
Στο ιερό της Αθηνάς θα πρέπει να ήταν στημένα αρκετά αναθήματα, όπως μαρτυρούν τα βάθρα που αποκαλύφθηκαν και που προορίζονταν για αγάλματα ή και επιγραφές. Το σημαντικότερο από αυτά, το χάλκινο κολοσσικό άγαλμα της Αθηνάς που μνημονεύεται από τον Πολύβιο και τον Παυσανία, θα ήταν στημένο σε βάθρο που αποκαλύφθηκε απέναντι από το βωμό και που σώζει τμήμα της αναθηματικής επιγραφής. Το άγαλμα αυτό που ξεχώριζε για το μέγεθος και την τέχνη του, ήταν έργο του Θηβαίου γλύπτη Υπατόδωρου και πρέπει να κατασκευάστηκε στα τέλη του 5ου αι. π.Χ.
Η λατρεία της Αθηνάς ήταν ιδιαίτερα σημαντική στην αρχαία Αλίφειρα, καθώς υπήρχε η παράδοση πως η θεά γεννήθηκε και ανατράφηκε στη συγκεκριμένη πόλη. Ο ναός της αποτελεί σημαντικό μνημείο της ύστερης αρχαϊκής εποχής και παρουσιάζει ομοιότητες με το ναό της Αφαίας Αθηνάς στην Αίγινα αλλά και με τον μεταγενέστερο ναό του Επικουρίου Απόλλωνος στις Βάσσες, ο οποίος έχει αρκετά αρχαϊκά στοιχεία.
Ο κλασικός ναός της Αθηνάς Κραναίας οικοδομήθηκε κατά το δεύτερο μισό του 5ου π.Χ. και υπέστη αρκετές αλλαγές στον πήλινο διάκοσμό του κατά τη διάρκεια της ιστορίας του. Το άγαλμα της θεάς είχε φιλοτεχνηθεί από τους Αθηναίους γλύπτες Τιμοκλή και Τιμαρχίδη, γιούς του Πολυκλή. Η θεά παριστανόταν ως πρόμαχος και η ασπίδα της ήταν απομίμηση της ασπίδας του αγάλματος της Αθηνάς Παρθένου στην Αθήνα.
Το ιερό ανέσκαψε πρώτος ο Γάλλος αρχαιολόγος P. Paris τα έτη 1883 -1884. Η ανασκαφική έρευνα αποκάλυψε έναν δωρικό πρόστυλο ναό (6 Χ 13) με ύψος κιόνων 4,40 μ. και προσανατολισμό Βορρά-Νότο. Εκτός του τεμένους αποκαλύφθηκαν το εσωτερικό αναλημματικό τείχος του πλατώματος του ναού και μια στοά. Οι μετεγενέστερες ανασκαφές της ΙΔ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων αποκάλυψαν την κύρια είσοδο του ιερού στο νοτιοδυτικό άκρο του περιβόλου, η οποία πλαισιώνεται από δύο πύργους. Ταυτίστηκε επίσης ανασκαφικά το στρώμα καταστροφής του αρχαϊκού ναού της Αθηνάς Κραναίας και ενός ναΐσκου («περσικό στρώμα καταστροφής»).