Ποσειδών

Ο Ποσειδώνας έχει υμνηθεί από τους Ορφικούς σαν ο «γαιήοχος» και «κυανοχαίτης» θεός που «κατέχει τη γη» και έχει «γαλανή χαίτη» (κατέχει και τη θάλασσα). Είναι ο θεός που «κατοικεί στα θεμέλια του πόντου» και με την χάλκινη τρίαινά του σείει τη γη και φέρνει τους σεισμούς και τα κύματα. Είναι ο «σαλευτής της γης» του Ομήρου.
Ο Ποσειδώνας ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας και, εκτός των άλλων θεών και θεαινών, αδελφός του Δία και, όταν δεν κατοικούσε στον Όλυμπο, κατέβαινε στο παλάτι του, στα βάθη της θάλασσας, όπου ζούσε με τη γυναίκα του, τη Νηρηίδα Αμφιτρίτη. Κατά μια εκδοχή μεγάλωσε στη Ρόδο όπου, μετά την ένωσή του με την Αλία, αδελφή των Τελχινών, γεννήθηκαν έξι γιοι και μια κόρη, η Ρόδη, που έδωσε το όνομά της στο νησί. Ήταν πατέρας ακόμα του Θησέα, αλλά και του Προκρούστη και του Σκίρωνα και των γιγάντων: των δίδυμων Ώτου και Εφιάλτη (από την ένωσή του με την Ιφιμέδεια, κόρη του βασιλιά της Θεσσαλίας), του Τιτυού (από την Ελαρά, κόρη του Ορχομενού και του Ωρίωνα (από την Ευρυάλη, κόρη του Μίνωα). Θεωρούνταν ακόμα εξημερωτής του πρώτου αλόγου αλλά και γεννήτορας του μυθικού αλόγου Πήγασου, από την ένωσή του με τη Μέδουσα.
Σύμβολά του, το ψάρι και κυρίως το δελφίνι και το άλογο, εξ’ ου και «Ίππιος» Ποσειδών . Το άλογο είναι τα ζώα που σείουν με τα πόδια τους την γη. Είναι φανερό ότι τα πόδια ανήκουν στην επικράτεια του Θεού εφόσον ο Σωκράτης λέγει στον «Κρατύλο» ότι ο Ποσειδών είναι «ποσίδεσμος», δηλαδή δένει τα πόδια των θνητών για να μην χρησιμοποιούν την λογική αλλά μόνο το συναίσθημα, του οποίου ο ίδιος είναι ο Άρχων. Σε όλες δε τις γιορτές προς τιμήν του περιλαμβάνονταν ιπποδρομίες. Ο Ποσειδώνας έγινε ο προστάτης των ναυτικών, στον οποίο θυσίαζαν πριν από κάθε ταξίδι ή κατά τη διάρκεια, όταν ο Θεός «θύμωνε», για να τον εξευμενίσουν.
Ο Ποσειδών συμβολίζει την αέναη κίνηση και τη ρευστότητα –όπως ακριβώς είναι η φύση του υγρού στοιχείου και κατ’ επέκταση τον κόσμο των συναισθημάτων. Και αυτό γιατί τα συναισθήματά μας δεν βρίσκονται ποτέ σε μια μόνιμη κατάσταση αλλά μεταβάλλονται ανάλογα με τις συνθήκες και το περιβάλλον. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ψυχικές νόσοι αποδίδονταν στον μεγάλο αυτό Θεό που κινεί τα ανθρώπινα συναισθήματα με την τρίαινά του όπως τα ύδατα των ωκεανών.
Σύμφωνα με τον Παυσανία, ο Ποσειδών ήταν ένας από τους επιστάτες του χρησμού στους Δελφούς προτού να τους αναλάβει ο Ολύμπιος Απόλλωνας. Απόλλωνας και Ποσειδών λειτούργησαν στενά σε πολλά σημεία: στην αποίκιση, παραδείγματος χάριν. Ο Δελφικός Απόλλωνας παρείχε την έγκριση την εγκατάσταση ανθρώπων σε αποικίες, ενώ ο Ποσειδών πέρα από τους αποίκους βοήθησε δίνοντάς τους το εξαγνιστικό ύδωρ για τη θυσία που αφορούσε την ίδρυση της αποικίας. Η Ανάβασις του Ξενοφώντα περιγράφει μια ομάδα στρατιωτών στο 400-399 π.Χ τραγουδώντας στον Ποσειδώνα έναν παιάνα, ένα είδος ύμνου που τραγουδιέται κανονικά για τον Απόλλωνα.

1. Ναός Ποσειδώνα, Σούνιο
SounioΤο Σούνιο υπήρξε σημαντικός αρχαίος δήμος της πόλης-κράτους των Αθηνών. Το ιερό του Ποσειδώνα βρίσκεται στην κορυφή του ακρωτηρίου του Σουνίου, προσφέροντας μοναδική θέα προς τις Κυκλάδες. Ο Όμηρος μαρτυρεί την ιερότητα του χώρου από τον 8ο αιώνα π.Χ. Στην αρχαϊκή περίοδο (7ος – 6ος αιώνας π.Χ) το ιερό ήταν ακμαίο, αν και χωρίς μνημειακή διαμόρφωση. Πλήθος αφιερωμάτων των πιστών βρέθηκαν θαμμένα σε αρχαίους αποθέτες, τα οποία συγκεντρώθηκαν εκεί μετά την καταστροφή του ιερού από τους Πέρσες το 480 π.Χ. Μάλιστα, και ο μνημειώδης ναός από πωρόλιθο, ο οποίος κτιζόταν την εποχή εκείνη, πριν ολοκληρωθεί, καταστράφηκε από τους Πέρσες. Ο ναός ανοικοδομήθηκε ξανά, πάνω στα θεμέλια του προηγούμενου, περί το 444 – 440 π.Χ και είναι ο ναός που βλέπουμε σήμερα, στο χώρο του ιερού. Στα κλασικά και ελληνιστικά χρόνια (5ος – 2ος αι. π.Χ) το ιερό ήταν πολυσύχναστο. Εκεί διοργανωνόταν κάθε τέσσερα χρόνια λαμπρή γιορτή, στην οποία οι επίσημοι κατέπλεαν με «θεωρίδα ναυν», όπως στο ιερό της Δήλου. Το ιερό εγκαταλείφθηκε με την παρακμή της αρχαίας θρησκείας και ο ναός σταδιακά ερειπώθηκε.
Το ιερό τέμενος του Ποσειδώνος καταλαμβάνει έκταση περίπου 5 στρεμμάτων. Ορίζεται με κτιστό περίβολο και είναι προσιτό μέσα από μνημειώδες πρόπυλο στα ΒΑ. Το σημαντικότερο οικοδόμημα είναι ο ναός του Ποσειδώνος στο νότιο τμήμα του, ενώ την ΒΔ πλευρά του τεμένους καταλαμβάνουν η μεγάλη βόρεια και η μικρότερη δυτική στοά.
Ο ναός είναι δωρικός και οικοδομήθηκε από τοπικό μάρμαρο της Αγριλέζας (βραχώδης περιοχή του Σουνίου). Την αετωματική στέγη του επέστεφαν ανθεμωτά ακρωτήρια. Τουλάχιστον το ανατολικό αέτωμα (στην πλευρά της εισόδου) κοσμείτο με αγάλματα. Στην ίδια πλευρά, ανάγλυφη ζωφόρος περιέτρεχε το εσωτερικό του «πτερού» (κιονοστοιχίας που τον περιέτρεχε) στο πάνω μέρος. Οι πλάκες της ζωφόρου από μάρμαρο της Πάρου εικονίζουν σκηνές από την Κενταυρομαχία και τους άθλους του Θησέα. Πρόκειται για αλληγορία της νίκης των Ελλήνων με πρωτοστάτες τους Αθηναίους κατά των Περσών, δηλαδή της υπεροχής της Αθηναϊκής δημοκρατίας έναντι της ανατολικής απολυταρχίας. Αποδίδεται στον ίδιο αρχιτέκτονα με τους ναούς του Ηφαίστου («Θησείο») στην Αγορά των Αθηνών, του ναού του Άρεως στις Αχαρνές (αρχαίος δήμος της πόλης-κράτους των Αθηνών) και του ναού της Νεμέσεως στο Ραμνούντα της Αττικής.
2. Ιερό Ποσειδώνος στην Καλαυρεία Πόρου
PorosΤο ιερό του Ποσειδώνα είναι κτισμένο σε υψόμετρο 190 μ. και βρίσκεται κοντά στην αρχαία πόλη της Καλαυρείας, στη θέση Παλάτια του Πόρου. «Καλαυρεία» ονομαζόταν όλο το νησί του Πόρου στην αρχαιότητα. Από το ιερό, μπορεί κανείς να διακρίνει στα βόρεια το αρχαίο λιμάνι (σημερινό λιμανάκι Βαγιωνίας). Το ιερό είναι γνωστό από τις πηγές ως η έδρα της Αμφικτιονίας της Καλαυρείας και ως ένα άσυλο, στο οποίο μάλιστα κατέφυγε και πέθανε ο γνωστός ρήτορας Δημοσθένης το 322 π.Χ (Στράβων, 8.6.14).
Οι αρχαίες γραπτές πηγές δεν έχουν διασώσει καμία πληροφορία για την οικοδομική δραστηριότητα του χώρου του ιερού. Τα μέχρι σήμερα αρχαιολογικά ευρήματα τοποθετούν την πρώτη χρήση του χώρου στην πρωτοελλαδική, ίσως και τη νεολιθική περίοδο. Εξακολουθεί να χρησιμοποιείται στα μυκηναϊκά, γεωμετρικά και αρχαϊκά χρόνια. Στο τέλος του 6ου – αρχές 5ου αιώνα π.Χ, χρονολογείται πιθανώς ο ναός του Ποσειδώνα εκεί. Το ιερό επεκτείνεται προς τα νότια στα τέλη του 4ου αι. π.Χ, με την κατασκευή των κτηρίων C και D και πιθανόν και των προπυλαίων. Στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια συνεχίζεται η δραστηριότητα σε αυτό ενώ είναι άγνωστο πότε και γιατί σταμάτησε να λειτουργεί. Σώζονται τέλος ίχνη βυζαντινής κεραμικής.
Το ιερό ανασκάφτηκε από του Σουηδούς αρχαιολόγους Samuel Wide και Lennart Kjellberg το 1894 και αποτελεί την πρώτη σουηδική ανασκαφή στον ελλαδικό χώρο. Στη δημοσίευσή της (Athenische Mitteilungen 1895) δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, με σκοπό να χρονολογηθούν τα διάφορα κτήρια. Η μυκηναϊκή κεραμική που βρέθηκε, κυρίως μέσα στο ναό, οδήγησε τους Wide και Kjellberg στη σκέψη ότι ίσως η ίδρυση της αμφικτιονίας να τοποθετείται στα χρόνια αυτά. Με την άποψη αυτή διαφώνησαν αρκετοί μετέπειτα ερευνητές.
Ένας νέος κύκλος ανασκαφικής έρευνας στο χώρο ξεκίνησε το 1997 από το Σουηδικό Ινστιτούτο Αθηνών με Διευθύντρια την Καθηγήτρια Berit Wells και Υποδιευθυντή τον Arto Penttinen.
Δοκιμαστική τομή στα δυτικά του περιβόλου του ναού αποκάλυψε τοίχους ενός οικισμού, οι οποίοι χρονολογήθηκαν στην υστεροελλαδική ΙΙΙ Γ περίοδο. Από το 1999 όμως και έπειτα η έρευνα επικεντρώθηκε στη νότια πλευρά του χώρου και συγκεκριμένα στα κτήρια C και D, με βασικό στόχο να μελετηθεί η καθημερινή ζωή και το περιβάλλον σε ένα ιερό των αρχαίων Ελλήνων. Η διερεύνηση των ήδη ανασκαμμένων αυτών κτηρίων καθίσταται δυνατή καθώς οι Wide και Kjellberg περιορίστηκαν απλά στο να αποκαλύψουν τους τοίχους τους, χωρίς να σκάψουν στο εσωτερικό. Το παλαιότερο αρχιτεκτονικό εύρημα στην περιοχή των κτηρίων C και D είναι προς το παρόν ένας τοίχος του 8ου αι. π.Χ. Τα μέχρι στιγμής στοιχεία και κυρίως ο βωμός ο οποίος ανασκάφτηκε οδηγούν στο να θεωρήσουμε το κτήριο D, η χρήση του οποίου ξεκινά στο τέλος του 4ου αι. π.Χ, λατρευτικό. Το 2003 δυτικά του κτηρίου αυτού βρέθηκε ένα πολύ μεγάλο σύνολο κεραμικής, οστών και περιβαλλοντικών καταλοίπων του πρώτου μισού του 2ου αι. π.Χ, το οποίο αναμένεται να βοηθήσει στην περαιτέρω διερεύνηση των βασικών στόχων του ερευνητικού προγράμματος.
3. Ιερό Ποσειδώνος Ακοβίτικα, Μεσσηνία
AkovitikaΤο 1968 κατά τη διάρκεια αντιπλημμυρικών έργων στον ποταμό Άρι, ήρθαν στο φως, στη θέση αυτή, κατάλοιπα αρχαίου οικοδομήματος. Δέκα χρόνια νωρίτερα στον ίδιο χώρο είχαν περισυλλεγεί χάλκινα μικροευρήματα, που μαρτυρούσαν την ύπαρξη αρχαιοτήτων. Η ανασκαφή που ακολούθησε από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, αποκάλυψε το βόρειο τμήμα ορθογώνιου οικοδομήματος με κεντρικό αίθριο, που περιβαλλόταν από στοές.
Το κτίριο θα πρέπει να στεγαζόταν με κεραμίδια λακωνικού τύπου, σε πολλά από τα οποία υπήρχαν εγχάρακτα γράμματα Δ και ΔΑ, δηλαδή: ΔΑ[ΜΟΣΙΟΣ], που μαρτυρούν το δημόσιο χαρακτήρα του. Μεταξύ των ευρημάτων υπήρχαν και σιδερένια ομοιώματα εξαρτημάτων λέμβων και πλοιαρίων, σε σχήμα κουπιού ή πηδαλίου πιθανότατα αφιερώματα ναυτικών, ενώ δύο ενεπίγραφα όστρακα αγγείων επιβεβαιώνουν τη χρήση του χώρου ως Ιερού του Ποσειδώνα κατά την Αρχαϊκή (700-480 π.Χ) και Κλασική εποχή ( 480-323 π.Χ).
4. Λατρεία του Ποσειδώνα στο Ερέχθειο της Ακρόπολης των Αθηνών
ErechtheionΤο Ερέχθειο, κομψό οικοδόμημα με ιδιαίτερο χαρακτήρα και αρχιτεκτονική μορφή, βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του βράχου της Ακρόπολης. Οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 421-406 π.Χ, αντικαθιστώντας τον πρωιμότερο ναό, που βρισκόταν λίγο πιο νότια και ήταν αφιερωμένος στην Αθηνά Πολιάδα, το λεγόμενο »Αρχαίο ναό». Ο ναός αναφέρεται ως »Ερέχθειο» μόνο από τον Παυσανία (1.26.5) και η ονομασία αυτή σχετίζεται με το μυθικό βασιλιά των Αθηνών Ερεχθέα, που λατρευόταν αρχικά στη θέση αυτή. Από άλλες πηγές το οικοδόμημα συνήθως αναφέρεται απλώς ως »ναός» ή »αρχαίος ναός». Η ιδιόρρυθμη μορφή του οφείλεται εν μέρει στη διαμόρφωση του εδάφους, που είναι κατά 3 μ. ψηλότερο στο ανατολικό μέρος, αλλά και στις δύο κύριες λατρείες, που έπρεπε να στεγάσει σε δύο διαφορετικούς χώρους. Ο πρώτος ήταν αφιερωμένος στην Αθηνά Πολιάδα και καταλαμβάνει το ανατολικό τμήμα του κτηρίου, ενώ στο δυτικό τμήμα, που βρισκόταν σε χαμηλότερο επίπεδο, λατρευόταν ο Ποσειδώνας – Ερεχθέας και υπήρχαν βωμοί του Ηφαίστου και του Βούτου, αδελφού του Ερεχθέα. Εδώ κατοικούσε, σύμφωνα με το μύθο, και ο οικουρός όφις, το ιερό φίδι της Αθηνάς. Παράλληλα, στον ίδιο χώρο υπήρχαν και ορισμένα ιερά σημεία, που έπρεπε να προστατευθούν από το κτήριο, όπως ο τάφος του Κέκροπα και τα ίχνη που θύμιζαν την έριδα της Αθηνάς και του Ποσειδώνα για την κηδεμονία της πόλης.
Το οικοδόμημα έχει κατασκευασθεί από πεντελικό μάρμαρο, ενώ για τη ζωφόρο του χρησιμοποιήθηκε γκρίζα Ελευσινιακή πέτρα και για τα θεμέλια πειραϊκός ακτίτης (τοπικός ασβεστόλιθος). Στην πρόσοψη του ανατολικού τμήματος υψώνεται εξάστυλη ιωνική στοά, από όπου ήταν και η είσοδος, με δύο παράθυρα εκατέρωθεν. Στο εσωτερικό του ναού αυτού φυλασσόταν το ξόανο, το άγαλμα της Αθηνάς, φτιαγμένο από ξύλο ελιάς, το οποίο έντυναν με τον πέπλο οι Αρρηφόροι (νεαρές Αθηναίες παρθένες) κατά τη διάρκεια της γιορτής των Παναθηναίων. Στο δυτικό τμήμα, που βρισκόταν σε χαμηλότερο επίπεδο, η είσοδος γινόταν από ένα πρόπυλο σε σχήμα Π, στη βόρεια πλευρά, με τέσσερις ιωνικούς κίονες στην πρόσοψη και από έναν σε κάθε πλευρά. Στο πλακόστρωτο της στοάς που σχηματίζει το πρόπυλο υπάρχουν, σύμφωνα με την παράδοση, τα ίχνη της τρίαινας με την οποία ο Ποσειδώνας χτύπησε τη γη και έκανε να αναβλύσει η πηγή με το αλμυρό νερό. Το δάπεδο του ναού ήταν μαρμάρινο και από κάτω, σύμφωνα πάντα με την παράδοση, υπήρχε η »Ερεχθηίς θάλασσα», όπου κατέληγαν τα νερά της αλμυρής πηγής του Ποσειδώνα. Μία μικρή πόρτα στο δυτικό τοίχο του ναού οδηγούσε στο ιερό της Πανδρόσου, στα δυτικά του Ερεχθείου. Η δυτική πλευρά εξωτερικά είχε τέσσερις ιωνικούς κίονες επάνω σε ψηλό στυλοβάτη, οι οποίοι ενώνονταν με χαμηλό τοίχο και κιγκλιδώματα. Μία άλλη πόρτα, τέλος, στο νότιο τοίχο του ναού αυτού, οδηγούσε μέσω μίας σκάλας στην πρόσταση των Καρυάτιδων. Αυτή είναι μικρή στοά σχήματος Π, όπου τη θέση των κιόνων καταλαμβάνουν έξι αγάλματα κορών, που στηρίζουν με το κεφάλι τους την οροφή της. Ονομάσθηκαν Καρυάτιδες μεταγενέστερα, επειδή σχετίσθηκαν με τις κοπέλες από τις Καρυές της Λακωνίας, που χόρευαν ένα χορό προς τιμήν της θεάς Αρτέμιδος. Φιλοτεχνήθηκαν από το γλύπτη Αλκαμένη ή, σύμφωνα με άλλους, από το γλύπτη Καλλίμαχο. Τα πέντε αγάλματα των Καρυάτιδων βρίσκονται σήμερα στο Μουσείο Ακροπόλεως και το έκτο στο Βρετανικό Μουσείο, ενώ στη θέση τους έχουν τοποθετηθεί αντίγραφα από χυτό υλικό. Όλο το οικοδόμημα διακοσμούσε μία ζωφόρος, όπου πιθανόν απεικονίζονταν σκηνές σχετικές με τους μυθικούς βασιλείς της Αθήνας.
Τον 1ο αι. π.Χ, το μνημείο κάηκε κατά τη διάρκεια βαρβαρικών επιδρομών και υπέστη μικρές επισκευές και τροποποιήσεις. Κατά τους πρώιμους χριστιανικούς χρόνους μετατράπηκε σε εκκλησία της Θεομήτορος, την εποχή της Φραγκοκρατίας (1204-1456) χρησιμοποιήθηκε ως παλάτι και κατά την Τουρκοκρατία (1456-1833) φιλοξένησε το χαρέμι του Τούρκου φρούραρχου. Στις αρχές του 19ου αιώνα, μία από τις Καρυάτιδες και ένας κίονας αποσπάσθηκαν κατά τη διάρκεια της διαρπαγής των μαρμάρων του Παρθενώνα από το λόρδο Έλγιν, ενώ λίγο αργότερα, το 1827, στη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων, το κτήριο ανατινάχθηκε από τουρκική οβίδα. Προσπάθειες για την αποκατάσταση του μνημείου έγιναν αμέσως μετά την απελευθέρωση. Το Ερέχθειο είναι το πρώτο από τα μνημεία της Ακρόπολης, του οποίου ολοκληρώθηκε η αναστήλωση κατά τη διάρκεια των ετών 1979-1987, στο πλαίσιο των αναστηλωτικών εργασιών που εκτελούνται στο χώρο της Ακρόπολης. Η αναστήλωση αυτή βραβεύθηκε από την Europa Nostra.
5. Ναός του Ποσειδώνα, Ποσείδι, Χαλκιδική
PoseidiΤο ιερό του Ποσειδώνα, στο Ποσείδι της Χαλκιδικής, αποτελεί το αρχαιότερο ιερό του θεού, στην περιοχή που κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν αρχαία Μένδη. Ο ναός λειτουργούσε για περισσότερα από 1000 χρόνια, και υπάρχουν αναφορές σε αυτόν ακόμα από τον Θουκυδίδη και σε αγιορείτικα έγγραφα του 14ου αιώνα.
Πιθανότατα κτίστηκε από τους Ερετριείς, οι οποίοι αποίκησαν τη Μένδη και είχαν προστάτη τους τον Ποσειδώνα. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως τέσσερα μεγάλα κτίρια: τον κυρίως ναό, δύο κτίρια εκατέρωθεν του ναού και ένα αψιδωτό κτίσμα στο ανατολικό μέρος αυτού. Το τελευταίο, που είναι και το αρχαιότερο, χρονολογείται από την πρωτογεωμετρική περίοδο (11ος-10ος αι. π.Χ). Το δάπεδό του είναι πήλινο και οι τοίχοι είναι από μεγάλες κροκάλες.
Τα υπόλοιπα κτίσματα χρονολογούνται από τον 7ο – 6ο αιώνα π.Χ, ενώ ο κυρίως ναός από τον 5ο αιώνα π.Χ. αι. Όλα τα κτίρια είχαν λατρευτικό χαρακτήρα και παντού υπάρχουν βωμοί για θυσίες και χώροι για ιερές τελετές. Το 1864 χτίστηκε στην άκρη του ακρωτηρίου και ένα φάρος που διασώζεται μέχρι και σήμερα.
6. Ναός του Ποσειδώνα, Ισθμία
IsthmiaΣτην Ισθμία, κοντά στην Κόρινθο, σώζονται λίγα από τα λείψανα του ναού του Ποσειδώνα. Ο ναός κατεστράφη από σεισμό τον 4ο αιώνα και χρησιμοποιήθηκε ως οικοδομικό υλικό, όπως και άλλα κτήρια του ιερού του Ποσειδώνα, από τον αρχιστράτηγο Βικτωρίνο, υπεύθυνο επί Ιουστινιανού για την ανέγερση του διϊσθμίου ή Ιουστινιανείου τείχους του Ισθμού, το επονομαζόμενο «Εξαμίλιο» ίχνη του οποίου υπάρχουν στην περιοχή.
Τα πρώτα ίχνη ναού, στον χώρο της Ισθμίας, ανήκουν στον 7ο αιώνα π.Χ, αλλά είναι πολύ φτωχά. Από τον ναό αυτό ευρέθησαν, μεταξύ άλλων , κεραμίδες στέγης και ένα μαρμάρινο περιρραντήριο. Μεταξύ του 470 και 460 π.Χ, ο ναός και ολόκληρη η περιοχή του Ισθμού κατεστράφη από μεγάλη πυρκαγιά. Ο ναός ξανακτίσθηκε ως δωρικός περίπτερος (με κιονοστοιχία που τον περιέβαλε) από τοπικό πωρόλιθο. Το πτερό (κιονοστοιχία) είχε 6×13 κίονες και διαστάσεις στυλοβάτη περίπου 54×23 μέτρων. Ο ναός αυτός κατεστράφη από πυρκαγιά την άνοιξη του 390 π.Χ, όταν ο βασιλεύς της Σπάρτης Αγησίλαος πολεμούσε στην Ισθμία κατά των Κορινθίων και των συμμάχων τους Αργείων και Αθηναίων. Ο ναός επισκευάσθηκε και το ιερό εξακολούθησε να ακμάζει μέχρι την καταστροφή της Κορίνθου από τον Ρωμαίο στρατηγό Μόμμιο το 146 π.Χ. Μετά τον επανοικισμό της Κορίνθου από τον Ιούλιο Καίσαρα και τον Οκταβιανό Αύγουστο, πιθανότατα κατά την βασιλεία του Τιβερίου, ανοικοδομήθηκε το ιερό και φυσικά και ο ναός και κατασκευάσθηκε και νέος βωμός. Πέριξ του ναού αρχικώς υπήρχε περίβολος κτιστός και αργότερα αντικαταστάθηκε με στοές, βάθους επτά μέτρων. Η κυριότερη είσοδος βρισκόταν στο πρόπυλο, στην νοτιοανατολική γωνία. Ο ναός του 5ου αιώνος π.Χ είχε μαρμάρινη κεράμωση, στην δε πρόσοψη της υδρορροής των δύο μακρών πλευρών υπήρχε σειρά μαρμάρινων λεοντοκεφαλών.
Ο ναός του 4ου αιώνος π.Χ είχε πήλινα κεραμίδια, διατήρησε όμως τον μαρμάρινο διάκοσμο της υδρορροής.
Ο ναός, κατόπιν των διαταγμάτων των βυζαντινών αυτοκρατόρων, Θεοδοσίου Α’, Αρκαδίου και Θεοδοσίου Β’, που ήταν κατά της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, άρχισε να παραμελείται και, μετά από έναν καταστρεπτικό σεισμό, κατέρρευσε. Έχουμε και μία επιπλέον καταστροφή από τους Βησιγότθους του Αλαρίχου, οι οποίοι ήταν Αρειανοί και κατήλθαν στην Νότιο Ελλάδα το 396 μ.Χ.
Επί Ιουστινιανού (6ος αιώνας μ.Χ), οι υπεύθυνοι για την ανέγερση του τείχους του Εξαμιλίου λεηλάτησαν άγρια το ερειπωμένο ιερό για να χρησιμοποιήσουν το οικοδομικό υλικό στο κτίσιμο του Ιουστινιανείου τείχους του Ισθμού, όπως ανεφέρθη ανωτέρω.
7. Το Ιερό του Ίππιου Ποσειδώνα στη Μαντινεία
MantineiaΤο Ιερό του Ίππιου Ποσειδώνα, στη Μαντινεία της Αρκαδίας, Είναι ένα από τα σημαντικότερα του θεού. Ο Ποσειδώνας υπήρξε ένας από τους πιο μεγάλους θεούς της αρχαίας Αρκαδίας. Τα περισσότερα προσωνύμια του θεού σχετίζονταν με την ορμή του. Τον είπαν Ολετήρα, Μοχλωτήρα και Ίππιο. Όντας αρχικά θεός των σεισμών και μετά των νερών έχει μεγάλη σχέση με τα περήφανα άλογα, μιας και είναι πολύ ευαίσθητα στα υπόγεια ρεύματα και τις δυνάμεις.
Το ιερό βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της αρχαίας αρκαδικής πόλης της, πλησίον της πηγής Άρνης, μέσα στην οποία και γεννήθηκε ο θεός. Ο ναός υπήρξε άβατο και μόνον μια φορά το χρόνο ένας ιερέας τελούσε τα μυστήρια προς τιμή του Ποσειδώνα, μακριά από τα μάτια των πιστών.
Ο ναός είναι πολύπαθος. Χτίστηκε από τους Βοιωτούς αρχιτέκτονες Τροφώνιο και Αγαμήδη, που φημίζονταν πως χτίζουν για αθάνατους. Τόσο στέρεες ήταν οι κατασκευές τους. Όμως στη ρωμαϊκή εποχή ερειπώθηκε. Ο Αδριανός φρόντισε για την πλήρη αποκατάστασή του όταν επισκέφθηκε τη Μαντινεία το 130 π.Χ. Ο ναός έμελλε να ανακαλυφθεί εκ νέου από τον αρχαιολόγο Fougeres, τον Γάλλο που τόσο μόχθησε στην αρκαδική γη. Κατόπιν ανέλαβε το έργο ο Έλληνας αρχαιολόγος Θ. Σπυρόπουλος. Αποκαλύφθηκαν η βάση του ιερού, το πλέγμα των ιερών δωματίων και βάσεις από πεσσούς του πολύθυρου. Από τον κιβωτιόσχημο βυζαντινό τάφο που βρέθηκε εκεί, συνάγεται πως ο ναός χρησιμοποιήθηκε από κάποιον επιφανή γαιοκτήμονα ως προσωπικός χώρος. Ήρθε στο φως επίσης το αρχαίο υδραγωγείο και πλούσιο επιγραφικό και αρχιτεκτονικό υλικό.
8. Ιερό Ποσειδώνα στα Κιόνια Τήνου
TinosΠρόκειται για έναν από τους σηµαντικότερους τόπους λατρείας των αρχαίων Ελλήνων, άµεσα συνυφασμένο µε την ίδρυση και τη διάρκεια ζωής της αρχαίας πόλης της Τήνου από τον 4ο αιώνα π.Χ. Αποτελεί το μοναδικό ιερό στις Κυκλάδες, που είναι αφιερωμένο εξολοκλήρου στον Ποσειδώνα, το θεό της θάλασσας. Σύµφωνα µε µαρτυρίες, ο θεός λατρευόταν και ως γιατρός κατά τα αρχαία χρόνια. Άλλωστε, κατά την ελληνιστική περίοδο παρατηρείται έξαρση της λατρείας των ηρώων-ιατρών. Προς το τέλος του 4ου αιώνα π.Χ, οι διάδοχοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου και κυρίως οι βασιλικοί οίκοι των Αντιγονιδών και των Λαγιδών κρατούν στα χέρια τους την τύχη των Κυκλάδων και οργανώνουν οικοδοµικά προγράµµατα, στα οποία θα πρέπει να είχε ενταχθεί και το ιερό του Ποσειδώνα στα Κιόνια. Ένδειξη της επιρροής τους, µεταξύ άλλων, πρέπει να είναι και το οκτάκτινο αστέρι που διακοσµεί τα φατνώµατα της οροφής της Κρήνης, θέµα-σύμβολο, αγαπητό στη Μακεδονία, που βρέθηκε σε όλους τους μακεδονικούς τάφους.
Κάποια ίχνη προϊστορικής κατοίκησης βρέθηκαν στην περιοχή δυτικά του ιερού, χωρίς όµως να διαπιστωθεί καµία συνέχεια µέχρι τα µέσα του 4ου αιώνα π.Χ, όπου ανάγονται οι πρώτες ενδείξεις λατρείας στο χώρο. Την ίδια εποχή µετατοπίστηκε από το Ξώµπουργο, στην περιοχή της σηµερινής χώρας της Τήνου, το αστικό και διοικητικό κέντρο του νησιού, ενώ προς το τέλος του ίδιου αιώνα εµφανίζονται και τα πρώτα µνηµειώδη κτίρια στα Κιόνια. Πριν από την ίδρυσή του, υπάρχουν µαρτυρίες ότι προϋπήρχε ένα άλλο ιερό, χτισµένο µέσα σε άλσος. Εκεί λέγεται ότι κατέφευγαν οι ναυτικοί και όσοι ταξίδευαν, για να εξευµενίσουν το θεό της θάλασσας, ώστε να έχουν καλό ταξίδι και να µπορέσουν χωρίς προβλήματα να «περάσουν» απέναντι στο νησί της ∆ήλου, όπου θα κάνουν το προσκύνηµά τους.
Η ανοικοδόµηση του µεγαλόπρεπου ναού του Ποσειδώνα και της Αµφιτρίτης χρονολογείται στα µέσα του 4ου αιώνα π.Χ. Ο ναός είναι δωρικός-αυστηρός και λιτός, αλλά µε πρωτότυπες πινελιές, όπως είναι η κρήνη-εξέδρα, που οφείλονται στην τηνιακή έµπνευση. Τα οικοδοµικά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν είναι εξολοκλήρου ντόπια και, µεταξύ αυτών, γνεύσιος και µάρµαρο σε διάφορες αποχρώσεις. Το ιερό προσκλήθηκαν να διακοσµήσουν γλύπτες από διάφορα µέρη, όπως ο Τελεσίνος ο Αθηναίος, ο Αγασίας ο Εφέσιος, ενώ ο Μακεδόνας Ανδρόνικος από την Κύρηστο κατασκεύασε ένα περίφηµο ηλιακό ρολόι (βρίσκεται τώρα στο Αρχαιολογικό Μουσείο του νησιού). Το οικοδοµικό πρόγραµµα του τέλους του 2ου αιώνα π.Χ, που περιελάµβανε επιβλητικά σε όγκο κτίρια, όπως τη µεγάλη στοά και το µνηµειώδη βωµό, συµπίπτει µε τη µεγάλη οικονοµική άνθηση των Κυκλάδων, όταν η ∆ήλος γίνεται ελεύθερο λιµάνι, όπου εγκαθίστανται πολλοί ξένοι, κυρίως Ιταλοί. Περιορισµένη, σε κλίµακα οικοδοµική, δραστηριότητα διαπιστώνεται στη Ρωµαϊκή εποχή, ύστερα από µια περίοδο παρακµής. Από τα µέσα του 1ου αιώνα π.Χ, όµως, η παλιά αίγλη σβήνει και στα µέσα του 3ου αιώνα π.Χ, το ιερό εγκαταλείπεται. Τα προβλήµατα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, σε συνδυασµό µε τις επιδροµές των Ερούλων, που κατέστρεψαν και την Αθήνα το 267/8 µ.Χ., έβαλαν τέλος σε ιστορία έξι αιώνων. Ένας κεραµικός κλίβανος λειτουργεί για λίγο πάνω στα ερείπια των θερµών και φαίνεται ότι το ιερό δεν ήταν πια παρά ένας ερειπιώνας, όπου θα σύχναζαν µόνο όσοι αναζητούσαν έτοιµο οικοδοµικό υλικό για να το χρησιµοποιήσουν αλλού.
Πόσο φηµισµένος ήταν ο ναός αυτός, µπορούµε να το διαπιστώσουµε από την αναφορά του Στράβωνα σ’ αυτόν ως «µέγα και θέας άξιον», αλλά και από τη µεγάλη εµβέλεια της φήµης του, που ξεπερνούσε τα σύνορα του τότε ελληνικού κόσµου και έφτανε µέχρι την Ιταλία και τη Μ. Ασία. Στο ιερό αυτό, επίσης, διοργανώνονταν και εορτές προς τιµήν του θεού, τα ξακουστά «Ποσειδώνια» και «Ποσείδια» (τους µήνες Ιανουάριο-Φεβρουάριο). Τότε συγκεντρωνόταν πολύς κόσµος από όλη την Ελλάδα, διοργανώνονταν θεατρικοί αγώνες και τελούνταν θυσίες αιγοπροβάτων. Από περιγραφές του ναού και ανασκαφές που έχουν γίνει μαθαίνουμε ότι στο ιερό υπήρχαν υπερμεγέθη αγάλματα του Ποσειδώνα και της Αµφιτρίτης.
Την ίδια εποχή καθιερώθηκε και η λατρεία της Αµφιτρίτης, συζύγου του Ποσειδώνα, η οποία λατρευόταν για τις θεραπευτικές ιδιότητες που ασκούσε σε γυναίκες, που δεν µπορούσαν να τεκνοποιήσουν. Το ιερό αυτό είχε παρόμοια φήµη µε το Ασκληπιείο της Επιδαύρου και άρρωστοι το επισκέπτονταν, εμπιστευόμενοι τις ευεργετικές του ικανότητες. Είναι γεγονός, άλλωστε, ότι το περιβάλλον, όπου ήταν χτισµένο, µέσα σε άλσος και δίπλα στη θάλασσα, ευνοούσε την ανάρρωσή τους. Οι ιερείς του ναού, εκτός των άλλων καθηκόντων τους, έκαναν και επεμβάσεις σε ασθενείς.
Η λατρεία του Ιερού αυτού διήρκεσε ως τον 4ο αιώνα μ.Χ, όταν διαδόθηκε ο Χριστιανισµός, η καινούρια θρησκεία, και εγκαταλείφθηκε το µέχρι τότε ελληνικό δωδεκάθεο. Μετά την εγκατάλειψη της λατρείας του ιερού, πολλά οικοδοµικά του σκέλη χρησιμοποιήθηκαν από τους ντόπιους για ανέγερση σπιτιών, εκκλησιών, καθώς και για «πεζούλες» στα χωράφια τους. Η τελειωτική καταστροφή του ναού επήλθε επί Ενετοκρατίας και Τουρκοκρατίας, όταν οι κατακτητές εκµεταλλεύτηκαν ό,τι είχε απομείνει στο µέρος, αγάλματα, κίονες και άλλα σκέλη, για ανέγερση εκκλησιών και άλλων κτιρίων.
Από τις ανασκαφές των Βέλγων αρχαιολόγων H. Demoulin και P. Graindor στις αρχές του περασµένου αιώνα (1903 και 1905) ανακαλύφθηκαν τα κατάλοιπα του ναού, η κρήνη, τα αγάλµατα, τα ψηφιδωτά, το περίφημο ηλιακό ρολόι του Ανδρόνικου από την Κύρηστο και άλλα. Μερικά από αυτά τα ευρήµατα εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Τήνου.

Comments are closed.