- Home
- Άρθρα
- Δώδεκα Θεοί
- Άρτεμις
Η Άρτεμις ήταν της Λητούς η σεμνή και άγρια θυγατέρα, του Διός το αδάμαστο τέκνο και η δίδυμη αδερφή του Απόλλωνα, βασίλισσα των βουνών και των δασών, θεά του κυνηγιού, προστάτιδα του τοκετού και των ζώων. «Νυκτερόφοιτος», Θεά δαδούχος που την νύκτα τρέχει στις πιο ψηλές απάτητες βουνοκορφές παρέα με τον Άνεμο.
Η γέννηση της θεάς, όπως και του αδελφού της, έγινε η αιτία της εμφάνισης της Δήλου στο Αιγαίο, για να γεννηθούν εδώ, οι δύο θεοί του Φωτός: ο Απόλλων, θεός του φωτός της ημέρας και η Άρτεμης, θεά του φωτός της νύχτας. Ένας τόπος ιερός, με καθορισμένη θέση στην Ελληνική Μυθολογία, δεδομένου ότι πριν γίνει Δήλος (ορατή), ήταν ένας πλωτός, περιπλανώμενος βράχος που ονομαζόταν Ορτυγία ή Άδηλος (αόρατη). Όταν η Λητώ, έγκυος έψαχνε να βρει τόπο να γεννήσει, μακρυά από την οργή της Ήρας, ο Δίας έκανε έκκληση στον αδελφό του, τον Ποσειδώνα, να τους βοηθήσει να βρουν ένα μέρος κάπου στη θάλασσα. Ο Ποσειδώνας τότε πήρε τον αόρατο πλωτό βράχο Άδηλο και τον αγκυροβόλησε στη θάλασσα, με τέσσερις στήλες διαμαντένιων αλυσίδων και τον ονόμασε Δήλο (ορατό). Και έτσι, η Λητώ πήγε στην Ιερή Λίμνη, στο κέντρο της οποίας βρισκόταν ένα φοινικόδεντρο. Εκεί, και χωρίς βοήθεια, καθώς η Ήρα είχε απαγορεύσει στην μαία-θεά Ειλείθυια να την βοηθήσει, γέννησε. Το πρώτο μωρό ήταν η Άρτεμις και, εννέα ημέρες αργότερα, γέννησε τον Απόλλωνα. Η Άρτεμις, θεϊκό βρέφος εννέα ημερών, βοήθησε τη μητέρα της να γεννήσει τον αδερφό της. Από τη στιγμή εκείνη και μετά, η Δήλος έγινε τόπος ιερός, παραμένοντας για πάντα λουσμένος στο φως του Απόλλωνα.
Ο χαρακτήρας της Αρτέμιδος ήταν πολύ ιδιαίτερος. Βρέφος ακόμη, ταυτίζεται με την μαία-θεά Ειλείθυια και γίνεται προστάτρια των τοκετών. Από παιδί ήξερε τι ήθελε, σταθερό και άκαμπτο στις αποφάσεις του. Ο Δίας τη θαύμαζε για την επιμονή της και την ευστροφία της, της είχε αδυναμία και της έκανε όλα τα χατίρια. Από τα πρώτα πράγματα που του ζήτησε η Άρτεμις, σαν δώρο, ήταν η αιώνια αγνότητα και παρθενία. Ήταν θεά αμείλικτη που ποτέ σχεδόν δε συγχωρούσε. Η αδυσώπητη οργή της ήταν έτοιμη να ξεσπάσει, ανά πάσα στιγμή, απέναντι στον παραβάτη των αυστηρών της κανόνων. Ήταν θεά δραστήρια, σκληρή και αεικίνητη, συνειδητοποιημένη, ώριμη κι αποφασιστική. Ήταν η «Πότνια Θηρών» (Δέσποινα των ζώων) και «Αγροτέρη» του Ομήρου, με καθολική κυριαρχία στη φύση: ήμερα και άγρια ζώα, ψάρια και πουλιά ήταν όλα τους κάτω από την προστασία της.
Ως «Θεά της Σελήνης» των Ορφικών ύμνων, συσχετίστηκε με τη Σελήνη, αλλά και την Εκάτη. Η Εκάτη, ως τρίμορφη και μεγάλη θεά, υπάρχει και στους τρεις κόσμους. Όταν όμως παίρνει συγκεκριμένη μορφή, σε έναν κόσμο, τότε το δεδηλωμένο μέρος αυτής γίνεται η Άρτεμις. Η δε Σελήνη εκφράζει τη συμπύκνωση των ιδεών της θεάς, όπως ο ήλιος του Απόλλωνα. Το όνομα της Σελήνης δηλώνει το σέλας, το φως, όχι το άπλετο φως του πρωινού αλλά τον ηδύ φωτισμό που συντροφεύει την Νύκτα αλλά και τη «νυκτερόφοιτη» θεά Άρτεμη. Είναι μια βαθειά συγγένεια που συνδέει τις δύο, διαφορετικές μεταξύ τους, θεές. Και οι δύο εμφανίζονται στις αναπαραστάσεις να κρατούν αναμμένη την δάδα τους. Ο Απόλλων ως αρσενική ενέργεια έχει το φως η Άρτεμις ως θηλυκή ενέργεια δέχεται το φως του Ηλίου, γι΄αυτό παρομοιάζεται με την Σελήνη. Η Άρτεμις ενσωμάτωσε, επίσης, πανάρχαιες θεότητες όπως τη Βριτομάρτυ της Αίγινας, τη Δίκτυννα, την Καλλιστώ της Αρκαδίας, τη Λαφρία της Καλυδώνας, μεταξύ άλλων.
Τα σύμβολα της Αρτέμιδος ήταν πολλά και ποικίλα. Ξεκινούσαν από ζώα και φυτά και κατέληγαν σε όπλα. Τα βασικά της σύμβολα το τόξο, η ημισέληνος και το ελάφι.
Εδώ, ανάμεσα στα ιερά οικήματα, στο κεντρικό τμήμα του ιερού και ΝΑ του ναού του Ασκληπιού, υπάρχει μικρός ναός αφιερωμένος στην Αρτέμιδα. Ο ναός κτίστηκε στο τέλος του 4ου αιώνα π.Χ, μαζί με τα, μοναδικής ομορφιάς, υπόλοιπα κτίσματα του ιερού, που αναβαθμίστηκε, τον αιώνα αυτό, για να αποτελέσει κέντρο θεραπείας και μέσω της τέχνης (art therapy).
Ο ναός της ήταν πρόστυλος με 6 δωρικούς κίονες στην πρόσοψη και εσωτερική κορινθιακή κιονοστοιχία σε σχήμα Π. Στο σηκό υπήρχε το λατρευτικό της άγαλμα. Εξωτερικά, ο ναός έφερε θριγκό δωρικού ρυθμού ενώ η σίμη του ήταν διακοσμημένη με ανάγλυφες ακάνθους. Ως υδρορροές είχαν χρησιμοποιηθεί κεφαλές αγριόχοιρων και σκύλων αντί των συνήθων λεοντοκεφαλών, οι οποίες σχετίζονταν με τον κυνηγετικό χαρακτήρα της θεάς. Σύμφωνα με επιγραφή, η θεά λατρεύεται στο Ασκληπιείο από τον 5ο αιώνα π.Χ και φαίνεται πως η θεά είχε εδώ τονισμένη τη χθόνια υπόστασή της και λατρευόταν ως Άρτεμις-Εκάτη. Μια υπόσταση που είναι συμβατή και με αυτήν του χθόνιου Ασκληπιού, του ανηψιού της, μιας και ο Ασκληπιός ήταν γθιός του Απόλλωνα. Μπροστά από το ναό, στα ανατολικά, υπήρχε ο βωμός της θεάς, ο οποίος συνδεόταν με το ναό μέσω ενός πλακόστρωτου διαδρόμου.
Η ύπαρξη ναού αφιερωμένου στην αδελφή του Απόλλωνα στο Ιερό της Επιδαύρου ήταν γνωστή από τη μαρτυρία του περιηγητή Παυσανία. Η ταύτισή του ωστόσο με τα συγκεκριμένα κατάλοιπα πραγματοποιήθηκε μετά την αποκάλυψη, στην ανατολική πλευρά του κτιρίου, ενεπίγραφου βάθρου με το όνομα της θεάς.
Γεωγραφικά, η περιοχή της Αυλίδας αποτελεί προεξοχή της ΒΑ ακτής της Βοιωτίας, στο Νότιο Ευβοϊκό κόλπο. Τη συναντάμε στον παλιό δρόμο για τη Χαλκίδα, σε μια έκταση που οριοθετείται από «Μεγάλο Βουνό» και τους φυσικούς όρμους «Μικρό Βαθύ» και «Μεγάλο Βαθύ». Το ιερό της Αρτέμιδος, το οποίο βρίσκεται στο Μικρό Βαθύ, μέσα σε βιομηχανική περιοχή, ανακαλύφθηκε τυχαία το 1941. Το έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη του αείμνηστου Ιωάννη Θρεψιάδη το 1956. Μάλιστα, η οδός που διασχίζει τον αρχαιολογικό χώρο έχει ονομαστεί οδός Ιωάννη Θρεψιάδη προς τιμήν του αρχαιολόγου.
Η Αυλίδα έγινε γνωστή από τον Τρωικό Πόλεμο και τη θυσία της Ιφιγένειας. Εδώ, αναγκάστηκε ο Αγαμέμνων να θυσιάσει την κόρη του Ιφιγένεια, στη θυμωμένη Άρτεμη, ώστε να έρθει ούριος άνεμος για τον απόπλου προς την Τροία. Τα 1.000 πλοία, τα οποία σίγουρα δεν χωρούσαν στο μικρό όρμο της Αυλίδας, ήταν μάλλον αγκυροβολημένα, λίγο πιο μακρυά, στη θέση Γλύφα, κοντά στη Χαλκίδα.
Στην ευρύτερη περιοχή της Αυλίδας, έχουμε ίχνη κατοίκησης από τα Μυκηναϊκά χρόνια(16ος – 12ος αιώνας π.Χ) -ο Τρωικός Πόλεμος έγινε στα τέλη του 12ου αιώνα π.Χ. Στο ιερό, έχει βρεθεί τμήμα αψιδωτού κτίσματος των γεωμετρικών χρόνων (10ος – 8ος αιώνας π.Χ) κάτω από τον κλασσικό ναό της Αρτέμιδας. Το ιερό της Αυλιδείας Αρτέμιδος αποτελείται από το ναό, την Ιερή κρήνη και διάφορα άλλα κτήρια που προστέθηκαν κατά την ελληνιστική περίοδο (3ος – 2ος αιώνας π.Χ), καθώς επίσης και από συγκρότημα λουτρών (θέρμες) της ύστερης ρωμαϊκής εποχής.
Από τα μνημεία, ξεχωρίζει ο κλασικός ναός της θεάς, στα ΝΑ του ιερού. Κτίστηκε τον 5ο αιώνα π.Χ, πιθανόν πάνω στα ερείπια παλαιότερου ναού. Οι διαστάσεις του είναι 9,40 x 31 μέτρα και αποτελείται από πρόναο ανοιχτό με 4 ή 6 δωρικούς κίονες στην πρόσοψη, σηκό που διαιρείται σε 3 κλίτη, με δύο σειρές τεσσάρων ιωνικών κιόνων και άδυτο, το οποίο χωριζόταν από το σηκό με μαρμάρινη πόρτα. Τα αγάλματα του Απόλλωνα και της Αρτέμιδος στέκονταν στην είσοδο του άδυτου. Στο εσωτερικό του ναού βρέθηκαν αγάλματα, βάσεις αναθημάτων, μικροί «θησαυροί» και τράπεζες προσφορών.
Η Ιερή κρήνη του ιερού, με το «αγλαόν ύδωρ» (Όμηρος) βρίσκεται 8 μέτρα, ανατολικά του ναού και πλαισιώνεται από περίβολο. Το νερό αντλούνταν από μια τετράγωνη δεξαμενή, που ήταν προσιτή από κτιστή κλίμακα. Ίσως από την πηγή αυτή και τους βωμούς που βρίσκονταν γύρω της να ξεκίνησε η τοπική λατρεία (Ιλιάδα Β, 303-307). Στην ελληνιστική περίοδο κατασκευάστηκε συγκρότημα κτηρίων, γύρω από κεντρική αυλή, τα οποία χρονολογούνται στον 3ο και 2ο αιώνα π.Χ, στα νότια του ναού. Κάποια από τα κτήρια ήταν οργανωμένα εργαστήρια αγγειοπλαστικής και κοροπλαστικής, ενώ άλλο, στα ΝΔ του ναού, ήταν μάλλον ξενώνας, για τους επισκέπτες του ιερού. Αργότερα, στο σηκό του ναού, που καταστράφηκε το 396 μ.Χ, ιδρύθηκαν λουτρικές εγκαταστάσεις (θέρμες). Ως οικοδομικό υλικό χρησιμοποιήθηκαν αρχιτεκτονικοί λίθοι και γλυπτά από το ναό.
Ο Όμηρος στην Ιλιάδα γράφει, ότι τεράστιος τρικέφαλος δράκοντας (φίδι) κατακόκκινος στην ράχη, φανερώθηκε στην Αυλίδα την ώρα που έκαναν θυσία οι Αχαιοί, κάτω από το μεγάλο πλατάνι, κοντά στη βρύση με το ολοκάθαρο νερό και κατέφαγε οκτώ μικρά σπουργίτια και τη μητέρα τους και κατόπιν εξαφανίστηκε. Το αλάνθαστο αυτό σημάδι, κατά τον μάντη Κάλχα, σήμαινε ότι 9 χρόνια θα πολιορκούν την Τροία οι Έλληνες και την 10η χρονιά θα τη κυριεύσουν. Από την ιερή πλάτανο σωζόταν, σύμφωνα με αναφορά του Ομήρου στην Ιλιάδα, τμήμα από τον κορμό της και, σύμφωνα με πληροφορία του Παυσανία, αυτό φυλασσόταν στον ναό: ως θέση στήριξης του ιερού ξύλου, θα μπορούσε, υποθετικά, να είναι το λίθινο βάθρο, κοντά στο 2ο κίονα αμέσως μετά την είσοδο στο ναό.
Όπως είναι γνωστό από τις φιλολογικές πηγές, το ιερό αυτό ήταν το θρησκευτικό κέντρο της σπαρτιατικής αγωγής των νέων ενός ζητήματος εξαιρετικά σημαντικού για τη σπαρτιατική πολιτεία, όπου η πειθαρχία, σε συγκεκριμένους κανόνες, ήταν ζήτημα επιβίωσης.
Η ανασκαφική έρευνα έδειξε ότι η λατρεία στο συγκεκριμένο χώρο ξεκίνησε τουλάχιστον από τον 9ο αιώνα π.Χ. Το ιερό θα αποτελούσε αρχικά ένα υπαίθριο τέμενος με έναν απλό βωμό. Ο πρώτος ναός κτίστηκε κατά τον 8ο ή 7ο αιώνα π.Χ. Ο πρώτος αυτός ναός καταστράφηκε κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα π.Χ, πιθανότατα από πλημμύρα και μόνο μια γωνία του διασώθηκε από τις μετέπειτα μετασκευές του κτηρίου. Στη θέση του κτίστηκε ένας νέος ναός, τα κατάλοιπα του οποίου με νεώτερες επισκευές είναι ορατά μέχρι σήμερα. Στα ανατολικά του ναού σώζεται ο μεγάλος ορθογώνιος βωμός που είναι κτισμένος από πλακοειδείς πέτρες.
Από τα πορίσματα της ανασκαφικής έρευνας προκύπτει ότι ο δεύτερος αυτός ναός διατηρήθηκε έως το 2ο αιώνα π.Χ, οπότε και επισκευάστηκε όπως και ο βωμός ή αντικαταστάθηκε πάνω στα ίδια θεμέλια. Η μεγάλη όμως επέμβαση στο χώρο πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του 3ου αιώνα μ.Χ, όταν στα ανατολικά του ναού κτίστηκε ένα αμφιθέατρο και ένας νέος μεγαλύτερος βωμός πιο κοντά στο ναό. Στο αμφιθέατρο κάθονταν οι λατρευτές και οι θεατές των αγώνων των νέων Σπαρτιατών. Στο χώρο βρέθηκαν μάλιστα και πήλινες μάσκες. Αυτές προφανώς χρησιμοποιούνταν σε οργιαστικές τελετουργίες που γίνονταν στο ιερό. Οι μαρμάρινες στήλες με τα δρεπάνια και οι βωμοί που φέρουν επιγραφές αποτελούν αφιερώματα των νέων που πέρασαν επιτυχώς τη δοκιμασία της «Διαμαστιγώσεως» και πέτυχαν να καταταγούν στις ομάδες των εφήβων.
Για τη Θεά «Ορθία» ή «Ορθωσία», ο Πίνδαρος μας μεταφέρει ότι πίστευαν ότι «ορθοί εις σωτηρίαν» ή «ορθοί τους γεννωμένους», δηλαδή παραστέκει στο μεγάλωμα, των παιδιών, ή σηκώνει εκείνους που πέφτουν. Ο δε Παυσανίας (Λακωνικά 16, 7) μας πληροφορεί ότι το λατρευτικό άγαλμα, το ξόανο της Θεάς το είχαν κλέψει από την ταυρική ο Ορέστης και η Ιφιγένεια και το μετέφεραν στη Λακωνία και ότι δεν ονομαζόταν μόνον «Ορθία» αλλά και «Λυγοδέσμα», γιατί βρέθηκε μέσα σε θάμνο λυγαριάς, η οποία είχε τυλίξει το άγαλμα με τα κλαδιά της και το μετέφεραν σε όρθια στάση. Το βέβαιο πάντως είναι ότι επρόκειτο για χθόνια θεότητα και προστάτιδα της βλαστήσεως. Η δε προσωνυμία «Ορθία» ίσως ανήκε αρχικά σε μια μυκηναϊκή θεότητα της γονιμότητας, με την οποία, αργότερα, στους ιστορικούς χρόνους, ταυτίστηκε η Άρτεμις. Από τον Παυσανία, επίσης, μαθαίνουμε ότι όταν οι Σπαρτιάτες βρήκαν το άγαλμα της θεάς παραφρόνησαν και όταν θυσίασαν στην Άρτεμη ήρθαν σε αντιπαράθεση και κατέληξαν σε βιαιοπραγίες. Πολλοί έπεσαν νεκροί πάνω στο βωμό και άλλοι εξοντώθηκαν από κάποια αρρώστια. Το Μαντείο συμβούλευσε να βρέχουν το βωμό με ανθρώπινο αίμα. Ο Λυκούργος τότε καθιέρωσε τη μαστίγωση των εφήβων πάνω στο βωμό αντί της ανθρωποθυσίας, με κλήρο. Ήταν η τελετή «Διαμαστίγωσης» ή καρτερίας. Κατά τη διάρκεια της γιορτής, πλήθος κόσμου παρακολουθούσε τις ιεροπραξίες, τους λατρευτικούς χορούς και τους αγώνες παίδων και εφήβων.
Το Ιερό της Ορθίας Αρτέμιδος ήτο το κέντρο της αγωγής των παιδιών (7-13 ετών) και οι εορτές περιελάμβαναν τρία κύρια αγωνίσματα για τα οποία το έπαθλον ήτο ένα σιδερένιο δρεπάνι. Το δρεπάνι αυτό με τη λίθινη στήλη που ανέγραφε το όνομα του νικητή και το αγώνισμα, αφιερώνονταν στη Θεά. Τα αγωνίσματα ήταν ένα είδος παιδικού κυνηγητού που λεγόταν «καθθηρατόριον», ένα αγώνισμα τραγουδιού που λεγόταν «μώα» (μούσα), και άλλο τραγουδιού ή απαγγελίας που λεγόταν «κελήα».
Για τα μεγαλύτερα παιδιά γινόταν παρά το βωμό της Θεάς η «Διαμαστίγωση» ή αγώνας καρτερίας, δηλαδή αντοχής στο μαστίγωμα που συνηθιζόταν τους μετακλασικούς χρόνους. Όσοι υπέμεναν το μαστίγωμα κατά τη διάρκεια του οποίου το αίμα «έτρεχε στο βωμό», ανακηρύσσονταν «βωμονίκαι». Η Διαμαστίγωση εγένετο με χυμώδη ευλύγιστα ραβδιά, και επιστεύετο ότι η θαυμαστή φυτική δύναμη που κάνει τα δένδρα να βλαστάνουν, μεταβιβάζεται σ’ αυτόν που μαστιγώνεται και τον δυναμώνει.
Οι ανασκαφές έδειξαν ακόμη ότι στους αρχαϊκούς ήδη χρόνους γίνονταν περί τον βωμό της Θεάς λατρευτικοί χοροί από μεταμφιεσμένους και προσωπιδοφόρους πολίτες, ανάλογοι προς τους διθυραμβικούς χορούς τραγόμορφων σατύρων.
Στο εσωτερικό του ναού βρέθηκαν ενδιαφέροντα αφιερώματα. Τη σημαντικότερη ομάδα απαρτίζουν πήλινα ειδώλια, αποκλειστικά γυναικείων μορφών, που παρουσιάζουν εντυπωσιακή ποικιλία τύπων. Χρονολογούνται από τον 7ο έως τον πρώιμο 5ο αιώνα π.Χ και υποδηλώνουν ότι στο χώρο λατρευόταν η Άρτεμις με την ιδιότητα της προστάτριας της βλάστησης και κουροτρόφου. Μεταξύ των ειδωλίων, ξεχωρίζουν επιβλητικές πεπλοφόροι σημαντικού ύψους, ένας τύπος που πρωτοεμφανίζεται στο ιερό της δυτικής πλαγιάς. Από τα υπόλοιπα ευρήματα της ανασκαφής αξίζει να μνημονευθεί ένα μοναδικό σε όγκο και διατήρηση σύνολο από σιδερένιες περόνες, που επαναλαμβάνουν ως προς την τυπολογία τις χάλκινες περόνες, που βρέθηκαν επίσης σε αφθονία στο ναό. Χαρακτηριστικά δείγματα από τα αφιερώματα αυτά εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Τρίπολης.
Στο μέσον του ιωνικού εν παραστάσι ναού, σώζεται στη θέση του το ασβεστολιθικό βάθρο του λατρευτικού αγάλματος. Επίσης, αποκαλύφθηκε ο βωμός, τμήμα του περιβόλου και προσκτίσματα νότια και ΝΔ του τεμένους. Σύμφωνα με την πρόταση του Le Bas, η Άρτεμις «Λιμνάτις» πρέπει, ως φαίνεται, να ταυτιστεί με την «Λαφρία», πανάρχαια προελληνική θεότητα της φύσης, της ζωής και του θανάτου. Το γεγονός ότι ο Παυσανίας δεν μνημονεύει το σημαντικό σε ποιότητα και μέγεθος ιερό της Αρτέμιδος Λιμνάτιδος, μπορεί να ερμηνευθεί από την ταύτιση της «Λαφρίας» με την «Λιμνάτιδα», μιας και αναφέρει την Λαφρία Αρτέμιδα και το λατρευτικό της άγαλμα, στο ιερό, έργο του Μεσσήνιου γλύπτη Δαμοφώντος, καθώς και λατρευτικά δρώμενα προς τιμήν της, ανάλογα των οποίων τελούνταν στην Πάτρα. Οι Μεσσήνιοι δέχτηκαν και υιοθέτησαν τη λατρεία της Αρτέμιδος Λαφρίας από τους κατοίκους της Καλυδώνος όταν αυτοί είχαν εγκατασταθεί στη Ναύπακτο ως εξόριστοι-φυγάδες από τον τόπο τους.
Η πρόσβαση στο ιερό της Αρτέμιδος Λαφρίας ξεκινά από τη ΝΔ πύλη της οχύρωσης της πόλης και συνεχίζει, εκτός των τειχών, με την Ιερά Οδό, η οποία καταλήγει στο ιερό, στα δυτικά της πόλης, σε έναν ξεχωριστό λόφο. Το ιερό αυτό ήταν το δεύτερο σε σπουδαιότητα ιερό των Αιτωλών, μετά από αυτό του Θέρμου, πάνω από τη λίμνη Τριχωνίδα.
Εδώ, μαζί με την Αρτέμιδα Λαφρία, λατρεύεται και ο αδελφός της Απόλλωνας Λάφριος. Για το όνομα υπάρχουν δύο ερμηνείες: είτε ότι Λάφριος είναι το όνομα κάποιου δωρητή του λατρευτικού αγάλματος της θεάς, είτε ότι «λαφρία» σημαίνει «ελαφριά», μιας και ο θυμός της θεάς εναντίον του βασιλιά Οινέα, με το χρόνο έγινε ελαφρύτερος. Ήταν τότε που ο Οινέας, σε μια ομαδική θυσία για όλους τους θεούς είχε ξεχάσει την Αρτέμιδα και αυτή, ως τιμωρία, είχε στείλει τον καλυδώνιο κάπρο που κατέστρεφε τα πάντα στην περιοχή.
Οι αρχαιότερες ενδείξεις λατρείας της Αρτέμιδος ανάγονται στα γεωμετρικά χρόνια (8ος – 7ος αιώνας π.Χ), όπως μαρτυρείται από αψιδωτό οίκημα που έχει βρεθεί, και η μεγαλύτερη ακμή του ιερού τοποθετείται στα αρχαϊκά χρόνια (6ος αιώνας π.Χ). Το ιερό βρίσκεται σε περίοπτο σημείο το οποίο προσφέρει υπέροχη θέα στο δέλτα του ποταμού Εύηνου.
Το ιερό των δύο θεών αποκαλύφθηκε με ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν το α΄ μισό του 20ου αιώνα. Τα ευρήματα των ανασκαφών είναι πολλά, για τα οποία αντλούμε πληροφορίες από τον τόμο «Das Laphrion», ο οποίος εκδόθηκε το 1948 στην Κοπεγχάγη από τους Dyggve και Poulsen, οι οποίοι τον αφιέρωσαν στην «ηρωική πόλη του Μεσολογγίου».
Το μεγάλο λίθινο αέτωμα του ναού που κοσμούσε τη δυτική πλευρά του ναού, με την κεντρική παράσταση της Γοργούς και τους λεοντοπάνθηρες εκατέρωθεν της, που πλαισιώνονται στις δύο γωνίες του από σκηνές τιτανομαχίας, σήμερα εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κερκύρας.
Από το ναό, πλακόστρωτος δρόμος πλάτους 3 μέτρων οδηγεί στα ανατολικά σε βωμό, του οποίου το νότιο άκρο εισχωρεί κάτω από το Μοναστήρι των Αγ. Θεοδώρων. Ο βωμός, του οποίου το μήκος αντιστοιχεί στο πλάτος του ναού αποτελείται από θεμελίωση και βάθρο με τρίγλυφα και μετόπες. Κατά μήκος της βόρειας πλευράς του ναού υπάρχει τμήμα μεγάλου αναλημματικού τοίχου, μπροστά από τον οποίο βρέθηκε κρηπίδωμα, που στήριζε πιθανότατα τους κίονες μιας στοάς.
Το ναϊκό συγκρότημα περιλαμβάνει μια μεγάλη κεντρική πλακόστρωτη αυλή, η οποία ήταν υπαίθρια, μιας και η Άρτεμις λατρευόταν ως η θεά των ουρανών. Αυτή ήταν μια τάση η οποία παρατηρήθηκε σε πολλούς ελληνικούς ναούς και προέρχεται από την αρχαία αιγυπτιακή λατρεία του θεού Ήλιου. Περιμετρικά της αυλής υπήρχαν ποικίλα βοηθητικά δωμάτια, τα οποία χρησιμοποιούνταν από τους ιερείς της λατρείας για αποθηκευτικές προμήθειες και τη γενική καθημερινή λειτουργία του ναού. Το ιερό περιβαλλόταν από διπλό «περίβολο» και η πρόσβαση στο ναό ήταν περιορισμένη σε δύο εισόδους: η μια κοιτούσε την πόλη και η άλλη τη θάλασσα, η οποία μπορεί και να ερμηνευθεί ως πρόταση για την ύπαρξη ενός μικρού λιμανιού στον κόλπο. Επίσης υπήρχαν τρία ακόμη πηγάδια, μιας και το λατρευτικό νερό ήταν απαραίτητο στις λατρευτικές τελετουργίες. Στο ΒΔ άκρο του περιβόλου οι ανασκαφείς βρήκαν ένα ορθογώνιο δωμάτιο το οποίο περιλάμβανε θρανία και έμοιαζε με ένα χώρο συνάθροισης. Πιθανόν αυτό συνδέεται με τις τελετές μύησης των πιστών ή τις απόκρυφες τελετές.
Ο χώρος του ιερού της Άρτεμις είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρων και χρήσιμος στους ιστορικούς εξαιτίας της μακράς περιόδου της χρήσης του. Βρισκόταν σε χρήση επανειλημμένα ως λειτουργικός ναός ήδη από την αρχαϊκή, την κλασική και την ελληνιστική περίοδο, καλύπτοντας ένα χρονικό διάστημα που εκτείνεται πάνω από οκτώ αιώνες.
Η ανασκαφή απέδωσε πολλά τεχνουργήματα και λείψανα, συμπεριλαμβανομένου ενός πλούτου κεραμικής, ειδώλια, αρωματοδοχεία, υφαντικά βάρη, κοσμήματα, τα οποία μπορούμε να δούμε στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Μύρινας. Περισσότερο αξιοσημείωτα ήταν μερικά ειδώλια ταύρου, ανάμεσα στα λείψανα ενός θυσιασμένου ταύρου το οποίο θεωρείται ότι βρισκόταν στο πιο ιερό σημείο του ναού. Οι ιστορικοί θεωρούν πως αυτό συνδέεται άμεσα με τη λατρεία της θεάς Άρτεμις στη Βραυρώνα της Αττικής. Αυτό δεν θα ήταν απίθανο εξαιτίας της στρατηγικής της θέσης στο Αιγαίο, μιας και η Λήμνος ήταν συνεχώς εκτεθειμένη σε διαφορετικούς πολιτισμούς και λαούς μέσω των συναλλαγών και του εμπορίου.
Τίποτε δε σώθηκε από το λατρευτικό άγαλμα της θεάς, το οποίο μερικοί ταυτίζουν με το «άγαλμα ορθόν» των επιγραφών της Αθηναϊκής Ακρόπολης και το αποδίδουν στον Πραξιτέλη, και στο οποίο έχουν αναφερθεί ο Ευριπίδης, ο Παυσανίας και ο Πλούταρχος.
Στο ιερό εκτός από την Άρτεμη, που αποτελεί μια από τις αρχαιότερες θεές στο πάνθεον των θεών λατρευόταν η Ιφιγένεια, η Λητώ, ο Απόλλων και ο Διόνυσος. Τα πλούσια αναθήματα που βρέθηκαν και εκτίθενται στο Μουσείο της Βραυρώνας, αποδεικνύουν τη λατρεία της Αρτέμιδας ως θεάς της φύσης, κουροτρόφου, προστάτιδας των παιδιών, καθώς και των μικρών ζώων. Μια μεγαλοπρεπής πομπή (θεωρία) ξεκινούσε, κάθε 5 χρόνια από την Ακρόπολη, για να γιορτάσει τα «Βραυρώνια» στο ιερό της θεάς, κατά τη διάρκεια των οποίων εκτός από τις θυσίες πραγματοποιούνταν αθλητικοί και μουσικοί αγώνες, καθώς και αρματοδρομίες. Σημαντική στιγμή της γιορτής ήταν η τελετή των «αρκτείων» με την οποία τα νεαρά παιδιά ολοκλήρωναν τη μύησή τους: επρόκειτο για μια τελετή μυστηριακού χαρακτήρα, στην οποία έπαιρναν μέρος τα κορίτσια, πριν φθάσουν στην ηλικία της ήβης. Οι παρθένες, που ονομάζονταν «άρκτοι», έπαιρναν υποχρεωτικά μέρος στην τελετή των «Βραυρωνίων», που γινόταν κάθε τέσσερα χρόνια.
Το ιερό της Βραυρωνίας Αρτέμιδος εκτεινόταν βόρεια του ιερού της Αρτέμιδας «Ταυροπόλου», στο Δήμο Αραφηνίδων Αλών (σημερινή Λούτσα) και σχετίζονταν με την Ιφιγένεια , η οποία σύμφωνα με τον Ευριπίδη ήταν κλειδούχος ιέρεια της Αρτέμιδας και λατρευόταν στη Βραυρώνα, ως χθόνια ηρωίδα, με κέντρο λατρείας, το σπηλαιώδη τάφο της. Σήμερα, από το ναό της Βραυρωνίας Αρτέμιδας σώζεται μόνο η κατώτατη στρώση θεμελίων.
Η αναγνώριση του ναού παραμένει αδιευθέτητο πρόβλημα στη σύγχρονη έρευνα. Κατά μία άποψη, πρόκειται για το ιερό της Αρτέμιδος Αγροτέρας (Θηρεύτριας και Κυνηγού), μίας από τις θεότητες που συνδέθηκαν, από τους Αθηναίους, με την νίκη επί των Περσών στον Μαραθώνα και έγιναν αποδέκτες μεγάλων τιμών από τότε. Διάφορες αρχαίες πηγές (Αριστοφάνης, Πλούταρχος, Ξενοφών, Αιλιανός) ομιλούν περί προσφοράς θυσιών στην θεά κάθε χρόνο, σε ανάμνηση της λαμπρής νίκης, στο ιερό της στην νότια όχθη του Ιλισσού, του οποίου την ύπαρξη μνημονεύει ο Παυσανίας σε περιοχή με το όνομα «Άγραι». Άλλοι πάλι ταυτίζουν τον ναό με το λεγόμενο «Μητρώον εν Άγραις», μικρό ιερό αφιερωμένο στην θεά Δήμητρα, όπου τελούνταν τα προπαρασκευαστικά των Μεγάλων Ελευσινίων Μυστήρια, που μεταξύ άλλων περιλάμβαναν και τελετουργικό καθαρμό στα νερά του Ιλισσού.
Ο ναός μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία κατά τους βυζαντινούς χρόνους και διατηρήθηκε σχεδόν ακέραιος μέχρι το 1778, οπότε καταστράφηκε ολοκληρωτικά από τους Τούρκους, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί το υλικό του στις οχυρώσεις της πόλης. Τα λίγα διασωθέντα λείψανά του, κυρίως επάνω στον βράχο, καλύπτονται σήμερα από σύγχρονες οικίες.
Σώζεται μόνο το θεμέλιο του ναού από πωρόλιθο, ο οποίος ήταν δωρικός περίπτερος. Ο σηκός διαιρείται σε ένα μεγάλο ανατολικό τμήμα και σε ένα μικρότερο δυτικό, το οποίο έχει ερμηνευτεί ως άδυτο. Η κατασκευή του ναού, στον οποίο ανήκουν τα ορατά σήμερα θεμέλια, χρονολογείται στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ.
Ο Ευριπίδης, αλλά και ο Μένανδρος στην κωμωδία του «Επιτρέποντες» παρέχουν πληροφορίες για τον χαρακτήρα και τα δρώμενα που περιλάμβανε η εορτή των «Ταυροπολίων» που τελούνταν προς τιμήν της θεάς: νυχτερινές πομπές, τελετές ξέφρενου διονυσιακού χαρακτήρα και δρώμενα με συμβολική μίμηση ανθρωποθυσιών.
Το ιερό της Ταυροπόλου αποτελούσε σημαντικό χώρο λατρείας και κέντρο του αρχαίου αττικού δήμου των Αλών Αραφηνίδων. Η λειτουργία του ιερού τεκμηριώνεται από τον 7ο αιώνα π.Χ έως και τον 1ο αιώνα μ.Χ, όπως μαρτυρούν τα αναθηματικού χαρακτήρα ευρήματα, αλλά και χρηστικά και μαγειρικά αγγεία που δείχνουν την τέλεση συνεστιάσεων στα πλαίσια της λατρείας .
Στον χώρο του ιερού έχουν εντοπισθεί δύο πρόπυλα (ανατολικό και δυτικό), χαλικόστρωτος δρόμος και βάθρα αναθημάτων. Σε απόσταση 200 μέτρων, νοτίως του ναού της Ταυροπόλου Αρτέμιδος, αποκαλύφθηκε ένας μικρός ναός με αποθέτη με πλήθος αφιερωμάτων που χρονολογούνται από τους γεωμετρικούς μέχρι και τους κλασικούς χρόνους.
Τα ευρήματα από το ιερό της Αρτέμιδος Ταυροπόλου εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Βραυρώνας.
Το ιερό της Προσηώας Αρτέμιδος ήταν από τα σημαντικότερα της Εύβοιας. Βρίσκεται στο χαμηλό λόφο του Αγίου Γεωργίου στο Πευκί, αμέσως νότια του δρόμου που οδηγεί από την Ιστιαία στα χωριά του Αρτεμισίου και στη Χαλκίδα. Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές το ιερό βρισκόταν κοντά στην παραλία, όπου βρίσκονταν τα ελληνικά πλοία (Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Ζ΄ 176 / Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Θεμιστοκλής, VIII / Πλούταρχος, Περί της Ηροδότου κακοηθείας, 34). Σύμφωνα με την περιγραφή του Πλουτάρχου το ιερό διέθετε ένα μικρό ναό μέσα σε ένα άλσος, ενώ διάφορες αναθηματικές στήλες ήταν στημένες στο ύπαιθρο. Μια από τις στήλες αυτές ήταν και το τρόπαιο που αφιέρωσαν στη θεά οι Αθηναίοι μετά το τέλος του πολέμου.
Πότε ιδρύθηκε το ιερό είναι άγνωστο, όπως επίσης άγνωστη είναι και η πορεία του στο χρόνο. Από δυο επιγραφές εξάγονται κάποια συμπεράσματα για την ιστορία του και για τη λατρεία της θεάς. Η πρώτη φυλάσσεται στο Επιγραφικό Μουσείο, χρονολογείται στον 2ο αιώνα π.Χ και αναφέρει τα ονόματα εκείνων που συνέβαλαν στην ανακατασκευή του ιερού και την αφιέρωση ενός λατρευτικού αγάλματος. Τα χρήματα που συλλέχθηκαν τότε ήταν 8.125 δραχμές, πολύ μεγάλο ποσό για το μέγεθος του ιερού, αν και αποτελεί μια ένδειξη για την ευρεία έκταση και την πολυτέλεια των εργασιών. Η δεύτερη επιγραφή που βρέθηκε στον χώρο του ιερού, χρονολογείται στον 4ο ή 5ο αιώνα π.Χ και αναφέρεται στον πυρρίχιο χορό. Η θεά Άρτεμις ονομάζεται «αγροτέρα» και προς τιμή της γινόταν ο πυρρίχιος χορός. Είναι πιθανό ο χορός να εκτελούνταν από νέους της περιοχής σε ανάμνηση της ναυμαχίας και με τον τρόπο αυτό συνδέεται η λατρεία της θεάς με αυτή. Τέλος κατά την εξέταση της επιγραφής μιας ερμαϊκής στήλης, που βρίσκεται στην Αρχαιολογική Συλλογή Ωρεών και χρονολογείται στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ, υποστηρίχθηκε ότι η στήλη αυτή αφιερώθηκε στο ιερό της θεάς από τον Κέφαλο, γιο του Ηγεμόνος, και τοποθετήθηκε στην είσοδο του ιερού. Το ιερό της Αρτέμιδας πρέπει να καταστράφηκε από φωτιά λίγο μετά το 569 μ.Χ, όπως έδειξε η εύρεση ενός τεσσαρακοντανούμμιου, νόμισμα του αυτοκράτορα Ιουστίνου Β΄. Η ανακάλυψη, στα τέλη του 19ου αιώνα, της επιγραφής του Αρτεμισίου, στο λόφο του Αγίου Γεωργίου στο Πευκί, οδήγησε το Γερμανό αρχαιολόγο G. Lolling να ξεκινήσει ανασκαφική έρευνα στην περιοχή με σκοπό την αποκάλυψη του ιερού. Η ανασκαφή ξεκίνησε το 1883 και διήρκησε μόλις 7 μέρες. Τα αποτελέσματά της ήταν όμως ιδιαίτερα σημαντικά, καθώς οδήγησαν στην ανακάλυψη του ιερού της Αρτέμιδας Προσηώας. Το 1910 κτίστηκε το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου και αργότερα εγκαταστάθηκε στην περιοχή το νεκροταφείο του νεότερου οικισμού του Πευκιού, δείχνοντας πως η ανασκαφή του Lolling είχε ξεχαστεί. Σήμερα, το νεκροταφείο έχει μεταφερθεί.
Η σύντομη ανασκαφική έρευνα είχε φέρει στο φως ένα μεγάλο κτήριο ρωμαϊκών ή πρώιμων βυζαντινών χρόνων. Οι διαστάσεις του είναι 30 x 13 μ. και καταλαμβάνει όλη την κορυφή του λόφου. Από τον αρχαίο ναό βρέθηκαν λίγα αρχιτεκτονικά μέλη και τμήμα του επιστυλίου. Ο ανασκαφέας υπέθεσε, λαμβάνοντας υπόψη και την περιγραφή του Πλούταρχου, ότι ο ναός της Αρτέμιδας πρέπει να ήταν δωρικού ρυθμού με διαστάσεις περίπου 6,50 x 13 μ. Θεώρησε ότι πρέπει να διέθετε δυο κίονες στην πρόσοψη ανάμεσα στις προεκτάσεις των μακρών τοίχων. Από το ναό βρέθηκαν ακόμη τμήματα της πήλινης σίμης με γραπτή διακόσμηση, καθώς και ακροκέραμα κλασικής και ελληνιστικής περιόδου. Στο εσωτερικό του ναού βρισκόταν το λατρευτικό άγαλμα της θεάς. Ο ανασκαφέας αναφέρει ακόμη την ανακάλυψη γλυπτών από λευκό μάρμαρο, τμήμα ύψους 0,45 μ. από κορμό ντυμένου γυναικείου αγάλματος, τμήμα στήλης με παράσταση ενός γοργονείου, και τμήμα στήλης με παράσταση δυο γυναικείων μορφών (μια ένθρονη και μια ικέτιδα). Εκτός όμως από την επιγραφή του Αρτεμισίου όλα τα υπόλοιπα ευρήματα θεωρούνται σήμερα πλέον χαμένα.
Η επωνυμία «Ορθασία», «Ορθωσία» ή «Ορθία» αναφέρεται στην Άρτεμη, όπως λατρευόταν κυρίως στη Σπάρτη, απ’ όπου η λατρεία της μεταφέρθηκε και σε άλλες περιοχές, όπως στις Βάσσες της Αρκαδίας.
Ο ναός της Αρτέμιδος Ορθασίας, προστάτιδας των μικρών παιδιών, βρίσκεται ψηλότερα από το ναό του Επικουρίου Απόλλωνα, στην ψηλότερη κορυφή του όρους Κωτύλιο, σε υψόμετρο περίπου 1.230 μ. Ο ναός οικοδομήθηκε κατά την αρχαϊκή εποχή, μαζί με ένα δεύτερο, αφιερωμένο στην Αφροδίτη, πιθανότατα από φτωχούς Φιγαλείς που είχαν εγκατασταθεί στις Βάσσες, γι’ αυτό και η κατασκευή του δεν είναι ιδιαίτερα επιμελημένη. Τα ευρήματα από το χώρο, όπως χάλκινα κάτοπτρα, πήλινες γυναικείες προτομές και οστά ζώων από θυσίες, φανερώνουν ότι και οι δύο ναοί ήταν σε χρήση σε όλη τη διάρκεια της αρχαϊκής και κλασικής εποχής, και εγκαταλείφθηκαν στο τέλος του 3ου αιώνα π.Χ. Συγκεκριμένα, ο ναός της Αρτέμιδος είναι ο νοτιότερος και ο μεγαλύτερος από τους δύο. Αποτελείται μόνο από πρόναο και σηκό και οι τοίχοι του είναι κτισμένοι από πρόχειρα λαξευμένους λίθους, με πηλό ως συνδετικό υλικό, ενώ δεν σώζεται κανένα ίχνος κιόνων ή γλυπτού διακόσμου. Δεν έχει το συνήθη προσανατολισμό των αρχαίων ναών, αλλά ακολουθεί και αυτός κατεύθυνση από νότο προς βορρά, όπως και ο ναός του Επικουρίου Απόλλωνα, ίσως για λατρευτικούς λόγους, που συνδέονται με την αρκαδική θρησκευτική παράδοση. Βόρεια του ναού διατηρείται στη θέση του ένα χαμηλό βάθρο από ασβεστόλιθο, όπου πιθανότατα ήταν στημένο το λατρευτικό άγαλμα. Μία απελευθερωτική επιγραφή χαραγμένη σε χάλκινη πλάκα, που βρέθηκε στη ΝΑ γωνία του ναού, αναφέρεται στη λατρεία της Αρτέμιδος Ορθασίας, του Απόλλωνος Βασσίτα και του Πανός Σινόεντα.
Οι αρχαίοι Λουσοί απλώνονται στο οροπέδιο των Σουδενών, στους πρόποδες των Αροανίων Ορέων (Χελμός), σε υψόμετρο 1200 μέτρων. Τα ερείπια του ιερού της Αρτέμιδος Ημέρας εκτείνονται στην κλιτύ του πυκνοδασωμένου Προφήτη Ηλία, που χωρίζει το οροπέδιο προς νότο από εκείνο της Κλειτορίας. Οι Λουσοί, στα αρχαία χρόνια, ήταν μια αυτόνομη και ακμαία πόλη, μέχρι που, κάποια στιγμή, εξαρτήθηκε από τον γειτονικό αρχαίο Κλείτορα.
Στα 1898 το αυστριακό ινστιτούτο Αθηνών άρχισε τις ανασκαφές στην περιοχή, ξεκινώντας από το ξωκκλήσι της Παναγίας του Λουσικού, το οποίο ήταν ερειπωμένο και χτισμένο με οικοδομικό υλικό του αρχαίου ναού της Αρτέμιδος. Κατά την ανασκαφή αποκαλύφθηκαν τα θεμέλια του ναού της Αρτέμιδος, με την ιδιόρρυθμη κάτοψη και άλλων μνημείων του ιερού: βρέθηκαν βουλευτήριο, πρόπυλο, μνημειακή κρήνη, μικρότερα ιερά και αναλημματικοί τοίχοι. Όλα αυτά τα ερείπια χρονολογούνται στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ και στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ, όταν το ιερό γνώριζε ιδιαίτερη άνθιση. Βεβαιώθηκε και η χρήση ενός παλαιότερου ναού ύστερα από την εύρεση ενός κομματιού από το μαρμάρινο λατρευτικό άγαλμα της θεάς, χρονολογημένο τον 6ο αιώνα π.Χ.
Με τις νεότερες ανασκαφές αποκαλύφτηκαν αναθήματα της περιόδου από τα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ έως τον πρώιμο 5ο αιώνα π.Χ, τα οποία προέρχονται, εν μέρει, από κλειστά σύνολα: ένας χάλκινος σκαραβαίος, χάλκινα, ασημένια ή σιδερένια κοσμήματα (βελόνες, πόρπες, περίαπτα), υάλινες ή κεχριμπαρένιες χάντρες. Επίσης απαντούν και μολύβδινα και οστέϊνα αναθήματα. Άξιο αναφοράς είναι και ένα λιοντάρι που ανήκε σε χάλκινο σκεύος των μέσων του 6ου αιώνα π.Χ. Μεταξύ των πήλινων αγγείων διακρίνονται κυρίως λατρευτικές πυξίδες ντόπιας παραγωγής και μικρογραφικά αγγεία ως αναθήματα. Απαντά, επίσης στους Λουσούς, μια ομάδα αγγείων, του ύστερου 8ου αιώνα π.Χ, με εμπίεστη διακόσμηση που περιορίζεται σε λίγες θέσεις της Αχαΐας. Η τυπολογία των πήλινων ειδωλίων αποτελείται από ευρέως διαδεδομένους τύπους στην Πελοπόννησο, αλλά και γυναικεία ειδώλια με μια χαρακτηριστική για τους Λουσούς “κρανοειδή” κόμμωση. Υπάρχουν και θραύσματα ειδωλίων μεγάλου μεγέθους. Στην περίοδο του νεότερου ναού ανήκουν λίγα χάλκινα κιβωτίδια, που θυμίζουν – σε μικρότερο μέγεθος – τις χρυσές λάρνακες της Βεργίνας. Η ανασκαφική έρευνα περιορίστηκε μόνο στο ιερό και δεν επεκτάθηκε στην αρχαία πόλη των Λουσών, η οποία βρισκόταν σε χαμηλότερο μέρος, σ’ απόσταση 15 λεπτών, δυτικά του ιερού.
Σύμφωνα με το Βακχυλίδη (11ος Επίνικος, για τον Αλεξίδαμο από το Μεταπόντιο) οι κόρες του βασιλιά της Τίρυνθας Προίτου γιατρεύτηκαν, από τον Μελάμποδα, με την παρέμβαση της θεάς Αρτέμιδος, από παραφροσύνη. Ως δείγμα ευγνωμοσύνης προς τη θεά, οι νεαρές κοπέλες εισήγαγαν γυναικείους χορούς, ίδρυσαν ένα ιερό άλσος, όπου και ανέγειραν βωμό, τον οποίον έραιναν με αίμα από αίγες και πρόβατα.
Από τότε δε ονομάστηκε η Άρτεμις «Ημέρα» ή «Ημερασία». Προς τιμήν της γινόταν από τους Λουσιάτες μεγάλη επίσημη γιορτή, τα «Ημεράσια», με αγώνες όπου έπαιρναν μέρος και ξένοι. Τη γιορτή αυτή την αναφέρει και ο Παυσανίας. Η Άρτεμις γινόταν «ημέρα» (καλόβουλη, ευμενής) με προσφορές και κατάλληλες ιεροπραξίες στο ιερό της.
Από τον 3ο αιώνα π.Χ, πληθαίνουν οι αρχαίες πηγές. Επιγραφές χάλκινες της περιόδου 300 ως 200 π.Χ μας διασώζουν ονόματα προξένων και ευεργετών του ιερού. Ο Καλλίμαχος αναφέρει, στον Ύμνο της Αρτέμιδος, ναό της θεάς στους Λουσούς. Από τον Πολύβιο (IV 18,9 και 34,9) μαθαίνουμε ότι κατά το συμμαχικό πόλεμο (220-217 π .Χ), οι Αιτωλοί έφτασαν στο φημισμένο ιερό της Αρτέμιδος, το οποίο σήμερα, βρίσκεται κοντά στο ξωκκλήσι της Παναγίας του Λουσικού. Το ιερό ήταν σεβαστό από όλους τους Έλληνες και «άσυλο». Οι Λουσιάτες κατάφεραν να διαπραγματευτούν με τους Αιτωλούς, ώστε να μην λεηλατηθεί το ιερό, προσφέροντας τους μερικά από τα πολύτιμα αναθήματα της θεάς, αλλά τελικά οι Αιτωλοί διέπραξαν ιεροσυλία, αρπάζοντας τα κοπάδια των ζώων τα οποία ήταν περιουσία του ιερού της Άρτεμης.