Όπως το ακούτε, και μάλιστα με τη «βούλα» του Φεστιβάλ Αθηνών και του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά. Η μουσικοθεατρική παράσταση «Κώστας Νούρος: Ξένος δυο φορές» (10-19/6 ) «περιοδεύει» με τον 50μελή της θίασο σε μεζεδοπωλεία και κρασοπουλειά του Πειραιά και του Κορυδαλλού. Μάθαμε τα πάντα από τον πρωταγωνιστή της, Τσιμάρα Τζανάτο.
Πενήντα άνθρωποι –παιδιά και ενήλικες, επαγγελματίες και ερασιτέχνες– ενώνεστε για έξι παραστάσεις…
Βασικά, στήνουμε την… υπερπαραγωγή της συλλογικότητας! Είμαστε περίπου δέκα επαγγελματίες ηθοποιοί και μουσικοί και σαράντα ερασιτέχνες χορωδοί. Όλοι τους, κάτοικοι της περιοχής, ενταγμένοι σε αυτήν τη σπάνια κοινότητα, το πειραϊκό φωνητικό σύνολο Libro Coro. Πρόκειται για μια συλλογικότητα χορωδών, 7-67 ετών, στα Ταμπούρια. Αν και ερασιτέχνες, έχουν φτάσει να συνοδεύουν τις συναυλίες του Μαρκόπουλου, του Θεοδωράκη και του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά. Δεν διανοείσαι τι φωνές, τι σκηνική δύναμη και τι θεατρικότητα έχουν. Η γνωριμία μου μαζί τους με έχει συγκινήσει όσο και ο ρόλος μου.
Ποιος ήταν, λοιπόν, ο Κώστας Νούρος;
Μοναδική περίπτωση! Μικρασιάτης, τραγουδιστής του σμυρναίικου, ένωσε –άκου τώρα– το ανατολίτικο των αμανέδων με το βυζαντινό. Όλα αυτά στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, λίγο προτού κυριαρχήσει το ρεμπέτικο. Σημαδεμένος πολλαπλά από δραματικά γεγονότα, ο Νούρος έχασε, δύο ετών, τη μητέρα του. Τον μεγάλωσε μια καντηλανάφτισσα, δίπλα στο νεκροταφείο και μες στους ψαλμούς. Ψάλλει, λοιπόν, από μικρός. Ήδη από τα 19 του έκανε μεγάλη καριέρα ως τραγουδιστής. Η Μικρασιατική καταστροφή τον έφερε εδώ, όπου συνέχισε να τραγουδά και να σημαδεύεται από θανάτους: των δυο συζύγων του, της κόρης του…
Έζησε στη Νίκαια, μόνος και φτωχός, στιγματισμένος για τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις του. Δεν ήταν, όμως, μια περιθωριακή φιγούρα, όπως επιβάλλει ο μύθος του ρεμπέτη. Έζησε με την αξιοπρέπεια του φινετσάτου κοσμοπολίτη. Ένας οραματιστής ήταν. Δεν τον χώραγε ο κόσμος. Τα τραγούδια του και η αινιγματική μυθολογία γύρω από το πρόσωπό του γοήτευσαν τη μουσικό Ανθή Γουρουντή, «ψυχή» του Libro Coro, η οποία μας έμπλεξε όλους σε αυτό. Εμένα μου είπε ευθέως: «Ρε, Τσιμάρα “είσαι” ο Νουρος. Κάτι πρέπει να κάνουμε για αυτό!».
«Εγώ γεννήθηκα βουνό» βάζεις τον Νούρο να δηλώνει και εμπλέκεσαι στο εγχείρημα με τη διπλή σου ιδιότητα: ως ηθοποιός και συγγραφέας… Ο Νούρος δεν άφησε απομνημονεύματα. Μόνο σαράντα ηχογραφημένα τραγούδια. Βασισμένος σε στίχους όπως το «σα σουρώνω και λασπώνομαι, βάζω μπρος τα δυο μου χέρια και σηκώνομαι», έκανα μια παραμυθία, μια ποιητική μεταγραφή του βίου του. Στην παράσταση που σκηνοθετεί η Χρύσα Καψούλη ακούγονται ζωντανά δεκαεννιά τραγούδια. Τα κείμενά μου μπαίνουν εμβόλιμα κι ολοκληρώνονται με μια παλαβή προσευχή, ένα νέο «Πιστεύω». Δεν κάνουμε καμία αναπαράσταση, δεν μιμούμαστε τον Νούρο. Μια αναζήτηση ενός εαυτού επιχειρούμε, που ίσως συμπυκνώνει τις ζωές πολλών.
Πώς συνταιριάζεται, όμως, το θέατρο με την ταβέρνα, τα τσίπουρα και τα… κοψίδια;
Μα και το φαγητό ποίηση δεν είναι; Το ίδιο ισχύει για όλες τις ζωτικές μας ανάγκες. Η τέχνη είναι ανάγκη και ουσία. Πάντα σε επιστρέφει στο πρωτογενές. Θέλαμε κι εμείς να κάνουμε ένα θέαμα λαϊκό αλλά όχι λαϊκίστικο, στα μέρη όπου πραγματικά έζησε και τραγούδησε ο Νούρος. Θα μπορούσαμε να το στήσουμε σε μια κανονική σκηνή με μια μικρή κομπανία και να τελειώνουμε. Εμείς το «χτίσαμε» στο δρόμο, επιλέγοντας αυθεντικά ταβερνάκια της περιοχής.
Πάρε, για παράδειγμα, το «Ρεβαΐζι»: έχει την πλάτη στη θάλασσα, δίπλα την εκκλησία του Αγίου Διονυσίου, μπροστά του το τέρμα των λεωφορείων, κοντά του τις ράγες του τρένου και κάπου 20-30 εγκαταλειμμένα προσφυγικά σπίτια, ένα χωριό-φάντασμα. Είναι το απόλυτο σκηνικό. Φαντάζομαι τους θεατές να φεύγουν… χορτασμένοι – κυριολεκτικά αλλά πρώτα απ’ όλα ψυχικά!
Πηγή : Αθηνόραμα