Το έθιμο έχει τις ρίζες του στο Μεσαίωνα, όταν πειρατές και κουρσάροι λεηλατούσαν τα παράλια των νησιών και άρπαζαν τις σοδειές των κατοίκων.
Κάποτε στην περίοδο της Αποκριάς, την Παρασκευή της Τυρινής, καθώς όλο το χωριό γλεντούσε, οι φύλακες από τις βίγλες (κυκλικοί πύργοι- παρατηρητήρια της θάλασσας) ειδοποίησαν ότι έρχονταν πειρατές.
Οι Θυμιανούσοι, φουντωμένοι όπως ήταν από το γλέντι, κίνησαν προς την παραλία και τους έστησαν ενέδρα. Στη σκληρή μάχη που ακολούθησε, οι πειρατές κατατροπώθηκαν και οι χωριανοί, μεθυσμένοι από τη χαρά της νίκης, μετέφεραν τους αιχμαλώτους στην πλατεία του χωριού και τους «μόστραραν» (=τους επεδείκνυαν), συνεχίζοντας το γλέντι τους, μέχρι την Τυρινή Κυριακή.
Σε ανάμνηση λοιπόν αυτής της νίκης, το έθιμο επαναλαμβάνεται από τότε ανελλιπώς κάθε χρόνο, ακόμη και στα χρόνια της Κατοχής.
Την Τυρινή Παρασκευή το βράδυ, οι Θυμιανούσοι ντυμένοι «κουδουνάτοι» (=μεταμφιεσμένοι) ανεβάζουν τη Μόστρα, δηλαδή τα σατυρικά καρναβαλικά άρματα, στο χωριό, κάνοντας διάφορα κωμικά νούμερα και φορώντας αυτοσχέδιες προσωπίδες (μουτσουναριές).
Το ίδιο βράδυ, με τη συνοδεία τοπικών οργάνων, χορεύουν το «ταλίμι», έναν ιδιότυπο χορό που αναπαριστά κινήσεις αντιμαχόμενων πολεμιστών. Οι χορευτές χωρίζονται σε δυο ομάδες, τους βρακάδες- Θυμιανούσους και τους κουδουνάτους- πειρατές. Χορεύουν ανά δύο, κραδαίνοντας μεγάλα σπαθιά και φωνάζοντας: «Βρε-Βρε-Μωρή-Μωρή». Στο τέλος, χορεύουν όλοι μαζί τον ιδιότυπο χορό «Δετό», πιασμένοι απ’ τους ώμους.
Την Τυρινή Κυριακή γίνεται η παρέλαση των σατυρικών αρμάτων, που πλαισιώνονται από μασκαράδες, με πρώτο και καλύτερο τον Καρνάβαλο ενώ ακολουθεί γλέντι.
Πηγή: Chios Travel Guide