Ο ΑΡΚΤΟΥΡΟΣ είναι μία αστική, μη κυβερνητική και μη κερδοσκοπική, περιβαλλοντική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1992 κι έχει ως στόχο την προστασία της άγριας πανίδας και του φυσικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Αφορμή της ίδρυσής του ήταν η ανάγκη εύρεσης άμεσης λύσης στο τότε διαρκώς αυξανόμενο πρόβλημα της αιχμαλωσίας αρκούδων αλλά και λύκων. Μια αφορμή που οδήγησε σε ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο δράσεων και ενεργειών.
Μέσα στις δράσεις του είναι επίσης κι η εκπόνηση επιστημονικών μελετών, η παροχή περιβαλλοντικής εκπαίδευσης κι ευαισθητοποίησης του κοινού στα ζητήματα βιοποικιλότητας κι αειφορίας, ενώ προσπαθεί να ασκεί πολιτική πίεση βασιζόμενος σε ολοκληρωμένα προγράμματα και λύσεις.
Μπορείτε να επισκεφθείτε την ιστοσελίδα του Αρκτούρου στην διεύθυνση www.arcturos.gr
Η καφέ αρκούδα κατέχει την ευρύτερη κατανομή παγκοσμίως από όλα τα άλλα είδη αρκούδας. Μέχρι πρόσφατα απαντιόταν στη βόρεια Αμερική, στο βόρειο Μεξικό, την Ευρώπη, την Ασία, τη Μέση Ανατολή και στη βόρεια Αφρική. Σήμερα όμως, κατοικεί μόνο στη βορειοδυτική βόρεια Αμερική, στην Ευρώπη και στο μεγαλύτερο μέρος της Βόρειας Ασίας. Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι υπάρχουν 350 – 400 περίπου άτομα. Ζουν σε δύο ανεξάρτητους πληθυσμούς, οι οποίοι δεν επικοινωνούν γεωγραφικά μεταξύ τους. Ο μεγαλύτερος πληθυσμός ζει στην ευρύτερη περιοχή της οροσειράς της Πίνδου ενώ ο άλλος στην οροσειρά της Ροδόπης. Τα τελευταία χρόνια παρουσιάζονται σταθερές ενδείξεις για παρουσία αρκούδας στον άξονα Βόρα-Ολύμπου και στη Στερεά Ελλάδα μέχρι και την ορεινή Ναυπακτία. Περιοχές που τα τελευταία 70 χρόνια δεν υπήρχε καμία καταγραφή.
Τι λέτε για μία εκδρομή στο πανέμορφο χωριό του Νυμφαίου; Εκεί μπορείτε να γνωρίσετε όλες τις αρκούδες που φιλοξενούνται από τον Αρκτούρο σε μία ειδικά περιφραγμένη έκταση 50 στρεμμάτων, σε υψόμετρο 1.350μ. Αξέχαστη εμπειρία!
Κέντρο ενημέρωσης για την Καφέ Αρκούδα
Στο ιστορικό κτίριο της Νικείου Σχολής στο Νυμφαίο, μπορείτε να ενημερωθείτε για την εξέλιξη της καφέ αρκούδας, τη γεωγραφική κατανομή της, τη βιολογία, την οικολογία, τους κινδύνους που αντιμετωπίζει σαν είδος αλλά και τους τρόπους αντιμετώπισης τους. Απευθύνεται σε άτομα κάθε ηλικίας κι είναι μια πολύ διασκεδαστική και ταυτόχρονα σημαντική εμπειρία για τα παιδιά.
Γνωρίζατε ότι:
- Είναι το μοναδικό είδος αρκούδας που ζει στην ηπειρωτική Ευρώπη και, μετά την πολική, είναι το μεγαλύτερο είδος αρκούδας στον κόσμο.
- Οι ενήλικες αρσενικές αρκούδες στην Ελλάδα ζυγίζουν συνήθως 150-200 κιλά κι έχουν μέσο μήκος περίπου 2 μέτρα και ύψος στον τράχηλο 1.10 μ.
- Οι θηλυκές αρκούδες στη χώρα μας είναι πιο μικρές και ζυγίζουν συνήθως γύρω στα 100 κιλά.
- Το φθινόπωρο, στην Ελλάδα, μπορεί να διανύσει περισσότερα από 180 χιλιόμετρα σε αναζήτηση τροφής.
- Είναι ζώο παμφάγο. Το ποσοστό των φυτικών τροφών στη δίαιτα της στη χώρα μας ξεπερνάει το 85%!
- Δεν επιτίθεται στον άνθρωπο εκτός αν αισθανθεί ότι κινδυνεύει η ίδια ή τα μικρά της.
Τα αρκουδάκια όταν γεννιούνται ζυγίζουν μόλις 200-300 γραμμάρια!
Πηγή: www.arcturos.gr
διαβάστε περισσότεραΗ περιοχή σκεπάζονταν κατά το παρελθόν από πυκνά δάση. Τα τελευταία χρόνια όμως αυτά έχουν μειωθεί σημαντικά εξαιτίας της υπερβόσκησης, της υλοτομίας και της μεγάλης υποχώρησης της εδάφους.
Στα μεγάλα υψόμετρα συναντώνται στεπόμορφα λιβάδια, ενώ τα δάση που απλώνονται στα μικρότερα υψόμετρα αποτελούνται έλατα. Συναντώνται επίσης, δάση κουμαριάς, δάφνης, φράξου, κουτσουμπιάς, πλατύφυλλες δρύες και ίταμοι, μεμονωμένοι ή συστάδες. Επιπλέον υπάρχουν μεγάλες εκτάσεις με ποώδη και θαμνώδη βλάστηση όπως κέδρα.
Στα υδάτινα ρέματα και ποτάμια αναπτύσσονται δάση από πλατάνια, ιτιές και άλλα υδροχαρή φυτά.
Χλωρίδα
Στοιχεία από το δικτυακό τότο του Δικτύου Ερευνητών Περιβάλλοντος για τις περιοχές της Ελλάδας που ανήκουν στο δίκτυο NATURA 2000 – ΟΡΗ ΑΘΑΜΑΝΩΝ (ΤΖΟΥΜΕΡΚΑ) – GR GR2110002.
Στην περιοχή των Τζουμέρκων αναπτύσσονται εκατοντάδες διαφορετικά είδη φυτών μερικά εκ των οποίων είναι τυπικά είδη της αλπικής ζώνης βλάστησης. Μερικά από τα πιο σημαντικά είδη είναι: Achilleia absinthoides, Corydalis parnassica, Erysimum cepbalonicum, Hieracioum trikalense, Trifolium parnassi, τα οποία είναι ελληνικά ενδημικά φυτά. Βαλκανικά ενδημικά ή άλλα σπάνια φυτά που βρίσκονται στην περιοχή είναι: Aster alpines, Campanula bawkinsiana, Centaurea epirota, Gentiana cruciata, Egigeon epiroticus, Polyagala major, Senecio scopolii, Viola pyrenaica και Thymuw striatus.
Το είδος albanicus Solenanthus που εμφανίζεται στην περιοχή αναφέρεται στο παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 92/43/EOK «για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας» και στη Σύμβαση της Βέρνης Σύμβαση Βέρνης «για τη διατήρηση της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης». Είναι πολύ σπάνιο στην Ελλάδα και αναπτύσσεται κυρίως στις περιοχές έντονης βόσκησης.
Τα είδη Corydalis parnassica, Achillea absinthoides, parnassicum Seseli και τα vaginalis Sesleria παρατίθενται στο ελληνικό Προεδρικό Διάταγμα 67/1981 ως προστατευμένα είδη. Το Achillea absinthoides χαρακτηρίζεται ως «σπάνιο» στη βάση δεδομένων του World Conservation Monitoring Centre (WCMC) του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον (United Nations Environment Programme – UNEP). Το parnassicum Seseli συμπεριλαμβάνεται επίσης στη βάση δεδομένων WCMC ως «σπάνιο» και το triamularia Centaurea παρατίθεται ως «σπάνιο» στον ευρωπαϊκό κόκκινο κατάλογο (European Red List) για απειλούμενα προς εξαφάνιση ζώα και φυτά.
Πανίδα
Στοιχεία από το δικτυακό τόπο του Δικτύου Ερευνητών Περιβάλλοντος για τις περιοχές της Ελλάδας που ανήκουν στο δίκτυο NATURA 2000 – ΟΡΗ ΑΘΑΜΑΝΩΝ (ΤΖΟΥΜΕΡΚΑ) – GR GR2110002. Πρόσβαση στις 02/05/2009
Στην περιοχή ζουν λύκοι και εμφανίζονται συχνά αρκούδες. Συχνότερα παρουσιάζονται αλεπούδες σκαντζόχοιροι, λαγοί, ζαρκάδια και κουνάβια.
Στα ποτάμια της περιοχής όπου ζουν πέστροφες (salmo trutta) ζουν μόνιμα και βίδρες (lutra lutra).
Η τεχνητή λίμνη Πουρναρίου φιλοξενεί κυπρίνους, στρωσίδι (barbus albanicus), πινδοβίνο, σκυλόψαρο, μπριάνα, λιάρα, μουστακάτο, άγρια πέστροφα, χέλι, νυχτοκόρακες, πρασινοκεφαλοπάπιες, αλκυόνες, φαλαρίδες, σαρδέλες, καστανοκεφαλογλάροι και ποταμοσφυριχτές.
Όσον αφορά τα πουλιά συναντώνται σπάνια αρπακτικά όπως ο ασπροπάρης (Neopbron percnopterus) και γύπες (Gyps fulvus ), ο Gypaetus barbatus, Caprimulgus europaeus, Lullula arborea και Lanius collurio. Υπάρχουν και πιο κοινά είδη όπως ο νεροκότσυφας (cinclus cinclus), η κοκκινοκαλιακούδα (pyrrbocorax pyrrbocorax) και η μεσοτσικλιτάρα (dendrocopos medius).
Επίσης υπάρχουν αμφίβια όπως ο κιτρινογάστορας φρύνος ή αλλιώς κιτρινοβομβίνα (bombina variegate), ερπετά όπως η προστατευόμενη οχιά των βουνών (vipera ursinii) και πολλά έντομα.
Ένα αμφίβιο και ένα ερπετό (vipera ursinii) αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ (τμήμα 3.2). Καταγράφονται ως σπάνια στον Ελληνικό Κόκκινο Κατάλογος καθώς και στη σύμβαση της Βέρνης.
Ο λύκος (canis lupus) και ο τυφλοπόντικας (Dryomys nitedula wingei) που συναντώνται στην περιοχή καταγράφονται στον ελληνικό κατάλογο ως «ευάλωτα» και «σπάνια
αντίστοιχα. Ο λύκος (canis lupus) βρίσκεται καταγεγραμμένος στο παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ όμως αυτό δεν ισχύει για την περιοχή καθώς ο αριθμός τους είναι ικανοποιητικός και η εμφάνισή τους συνεχής στην περιοχή.
Το βουνό Τζουμέρκα (ή αλλιώς Αθαμανικά Όρη) είναι μια μεγάλη οροσειρά που χωρίζει την Ήπειρο από τη Θεσσαλία. Η ψηλότερη κορυφή έχει 2.429 μ. υψόμετρο. Τα περισσότερα από τα χωριά που φωλιάζουν στις πλαγιές των Τζουμέρκων ανήκουν στο Ν. Άρτας (στο νότιο τμήμα της οροσειράς), υπάρχουν όμως και μερικά χωριά που ανήκουν στο Ν. Ιωαννίνων (στο βόρειο τμήμα).
Πρόκειται για ένα μεγάλο ορεινό συγκρότημα χωριών και αποτελεί γεωγραφικό όριο των Νομών Άρτας, Iωαννίνων και Tρικάλων.
Στα Τζουμέρκα είναι χτισμένα 47 χωριά που έχουν κοινό πολιτιστικό και ιστορικό παρελθόν και τα πιο πολλά είναι χτισμένα σε υψόμετρο άνω των 2000 μέτρων.
Τα Τζουμερκοχώρια, όπως έχει επικρατήσει να λέγονται, χτίστηκαν μεταξύ 14ου και 15ου αιώνα, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην νεότερη ελληνική ιστορία.
Πολλά χωριά έχουν ενταχθεί στο δίκτυο προστατευόμενων περιοχών Natura 2000, λόγω των σπάνιων ειδών ορνιθοπανίδας που απειλούνται με εξαφάνιση.
Και άλλα προστατευόμενα είδη ζώων, όμως, βρίσκουν καταφύγιο στα δάση της περιοχής που περιλαμβάνουν έλατα, βελανιδιές, οξιές, πεύκα, κουμαριές, ιτιές και πλατάνια.
Τα Τζουμέρκα με αριθμούς:
Τα Τζουμέρκα αποτελούν έναν από τους μεγαλύτερους ορεινούς όγκους της Ελλάδας. Συγκεκριμένα είναι το 8ο ψηλότερο βουνό στην Ελλάδα με υψηλότερες κορυφές την Κακαρδίτσα με υψόμετρο τα 2.429 μέτρα και ακολουθούν το Καταφίδι (2.393 μ.), ο Καταραχιάς (2.280 μ.), το Γερακοβούνι (2.211 μ.), η Στρουγκούλα (2.143 μ.), η Τρυγόνα (2.068 μ.), τα Τρία Σύνορα (1.932 μ.), το Ακόνι (1.433 μ.) και ο Σταυρός (1.390 μ.).
Οι κορυφές είναι γυμνές και βραχώδεις, οι οποίες λόγω της διάβρωσης είναι ιδιαίτερα δύσβατες. Ανάμεσά τους δημιουργούνται μικρά και μεγάλα οροπέδια, με μεγαλύτερα αυτό της Κωστελάτας. Λαμβάνοντας υπόψη την κατάταξη των δήμων και των δημοτικών διαμερισμάτων που ανήκουν στην περιοχή με βάση το ανάγλυφο, 26 Δ.Δ χαρακτηρίζονται ως ορεινά και 3 Δ.Δ ως ημιορεινά.
Επιπλέον, όλες οι κοινότητες χαρακτηρίζονται ορεινές. Τα ορεινά Δ.Δ καταλαμβάνουν έκταση 514,12 τχλμ και τα ημιορεινά Δ.Δ 48,19 τχλμ που αποτελούν το 67,92% και το 6,37% της συνολικής έκτασης της περιοχής.
Οι ορεινές κοινότητες έχουν έκταση 194,66 τχλμ το 25,72% της συνολικής έκτασης της περιοχής. Συνολικά οι ορεινές περιοχές καταλαμβάνουν το 93,63% και οι ημιορεινές το 6,37%.