- Home
- Άρθρα
- Δώδεκα Θεοί
- Απόλλωνας
Ο αιώνιος έφηβος «Χρυσοκόμης» Απόλλων, κύριος της Μαντικής, του Φωτός και της Μουσικής, θεός «παιήων» που με το άγγιγμα του χεριού του και το θεραπευτικό, εξαγνιστικό του φως θεράπευε θεούς. Η λατρεία του μοιράστηκε ανάμεσα σε δύο βασικές πλευρές του: τη μαντική-θεραπευτική και την ηλιακή-φωτεινή, διαφορετικές ανάμεσά τους, αλλά και αλληλοσυμπληρούμενες. Στη μια, πιο ιωνική, τιμάται ως «Φοίβος» (ο με Διαύγεια και Φως), με κέντρο τη νήσο Δήλο, αλλά η επίκλησή του «Δήλιος» σημαίνει και τον θεό που «δήλα και ορατά τα πάντα», αλλά και «τα πάντα ορά». Στην άλλη, την πιο δωρική, τιμάται ως μάντις-θεός, καθοδηγητής, προστάτης των ανθρώπων και ενίοτε τιμωρός, θεραπευτής και θανατηφόρος. Δύο ήταν και τα πιο σημαντικά γεγονότα της ζωής του: η γέννησή του στη Δήλο και η μάχη του με τον Πύθωνα για την κατοχή του μαντείου των Δελφών.
Η Δήλος ήταν ο ιερός τόπος, ο οποίος πριν γίνει Δήλος (ορατή), ήταν ένας πλωτός, περιπλανώμενος βράχος που ονομαζόταν Ορτυγία ή Άδηλος (αόρατη). Όταν η Λητώ, έγκυος έψαχνε να βρει τόπο να γεννήσει, μακρυά από την οργή της Ήρας, ο Δίας έκανε έκκληση στον Ποσειδώνα, να τους βοηθήσει να βρουν ένα μέρος κάπου στη θάλασσα. Ο Ποσειδώνας τότε πήρε την Άδηλο, την αγκυροβόλησε στη θάλασσα, με τέσσερις στήλες διαμαντένιων αλυσίδων και τον ονόμασε Δήλο (ορατό). Και έτσι, η Λητώ κατάφερε, χωρίς βοήθεια, να γεννήσει την Άρτεμη πρώτα, πλάι από το φοινικόδεντρο της Ιερής Λίμνης. Εννέα ημέρες αργότερα, η Άρτεμις, θεϊκό βρέφος εννέα ημερών, βοήθησε τη μητέρα της να γεννήσει τον Απόλλωνα. Από τη στιγμή εκείνη και μετά, η Δήλος λούζεται στο φως. Μόλις γεννήθηκε ο Απόλλων, η αρχέγονη μάντισσα Θέμις έσταξε στο στόμα του μερικές σταγόνες νέκταρ και λίγη αμβροσία και έτσι έγινε το θαύμα: το βρέφος άρχισε να μεγαλώνει απότομα, τα σπάργανα σκίστηκαν και έπεσαν από το σώμα του. Οι θεές θαμπωμένες από την ομορφιά του, τον καμάρωναν να κάνει βόλτες πάνω στο νησί. Αμέσως ο Απόλλωνας έτρεξε στον Όλυμπο για να πάρει την ευχή του πατέρα του. Τα δώρα του Δία ήταν πολλά: μια ολόχρυση μίτρα –σύμβολο δύναμης- στολισμένη με ρουμπίνια και σμαράγδια, μια λύρα που μάγευε θεούς και ανθρώπους με τους ήχους της και ένα άρμα ζεμένο με εφτά ολόλευκους κύκνους που μετέφεραν το θεό σε όποιο σημείο της γης ή του ουρανού επιθυμούσε.
Το δεύτερο σημαντικό γεγονός στη ζωή του ήταν ο αγώνας του με τον δράκοντα Πύθωνα. Ο Πύθωνας καταγόταν από τη Γαία, ήταν το «γας πελώριον τέρας» (Ευριπίδης), το οποίο έσπερνε την καταστροφή και τον θάνατο στους Δελφούς. Η Λητώ και οι Νύμφες παρακολούθησαν τον αγώνα του Απόλλωνα με το θηρίο, ενθαρρύνοντας τον θεό και ψάλλοντας έπειτα ύμνους και παιάνες για να γιορτάσουν ένδοξα τη νίκη του. Από το περιστατικό της εξόντωσης του Πύθωνα προέρχονται οι ονομασίες της Απολλώνιας γιορτής «Πύθια» και της ιέρειας του μαντείου «Πυθία». Ο Απόλλων είναι ο πρώτος Έλληνας Θεός που γνωρίζει στους ανθρώπους την Εξιλέωση, δηλαδή τον εξαγνισμό και την κάθαρση –καθαρθείς και αυτός ο ίδιος από τον φόνο του Πύθωνος- χαρίζοντας τους έτσι τη δυνατότητα Συγχώρεσης και διδάσκοντάς τους ότι ακόμη και οι Θεοί υπακούουν στους Νόμους του Σύμπαντος.
Ο Απόλλωνας παρέδωσε στο γένος των ανθρώπων την Ευνομία, την οποία παρέλαβε από τα χέρια του Διός και έγινε ένα με την Αρμονία –ο κατεξοχήν Πυθαγόρειος θεός- και το Κάλλος. Ό,τι φωτίζεται δονείται ως τμήμα της Συμπαντικής Μουσικής και ο Απόλλων την υπηρέτησε με πάθος, όπως και την κάθε είδους εικαστική δημιουργία ως θεός «Κιθαρωδός» και «Μουσαγέτης».
Μόνιμες συνοδοί του οι Μούσες και Ιερά σύμβολά του η δάφνη, ο Τρίποδας, η Λύρα (Κιθάρα), και το τόξο. Ιερά ζώα του ο λύκος (που από την 4η χιλιετία π.χ. εμφανίζεται στη θρησκευτική εικονιστική ως προστατευτικό και φωτοφόρο σύμβολο), ο κύκνος, το κοράκι (σύμβολο της Προφητικής).
Ο ναός του Απόλλωνα Ζωστήρα ανακαλύφθηκε τυχαία, το 1924, από τα παιδιά του Ορφανοτροφείου Βουλιαγμένης, που έπαιζαν με την άμμο. Σήμερα, που οι επιχώσεις έχουν αλλοιώσει το τοπίο, ο ναός βρίσκεται δίπλα στην ακτή, μέσα στην πλαζ του «Αστέρα Βουλιαγμένης». Τη σπουδαιότητα του αρχαιολογικού χώρου που κρύβεται κάτω από την παραλία του «Αστέρα Βουλιαγμένης» επιβεβαιώνει η τεράστια δεξαμενή της αρχαϊκής εποχής που αποκάλυψαν εργασίες που εκτελούνταν για την κατασκευή νέας εισόδου της πλαζ, σε απόσταση 25 μέτρων από το ναό.
Ο ναός θεμελιώθηκε στο τέλος του 6ου αιώνα π.Χ (αρχαϊκή περίοδος) ως το σημαντικότερο ιερό του αρχαίου δήμου των Αλών Αιξωνίδων (σημερινή Βούλα -Βουλιαγμένη). Αποτελείται από τον σηκό, μια απλή αίθουσα, με διαστάσεις Ι0,80 Χ 6 μέτρα, της οποίας η είσοδος βρίσκεται στο κέντρο της ανατολικής της πλευράς και μια περίσταση.
Μέσα στο σηκό σώζονται τα τρία μαρμάρινα βάθρα στα οποία ήταν τοποθετημένα τα αγάλματα των θεών που συλλατρεύονταν, δηλαδή του Απόλλωνος, της Λητούς και της Αρτέμιδος. Στα δύο ακριανά σώζεται η επιγραφή ΗΑΛΑΙΕΙΣ ΑΝΕΘΕΣΑΝ. Σώζεται επίσης ο μαρμάρινος θρόνος του ιερέα του ναού και η μαρμάρινη τράπεζα προσφορών η οποία φέρει επιγραφή που αναφέρεται στην επισκευή του ναού κατά τον 4ο αιώνα π.Χ, όταν ιερέας του ναού ήταν ο Πολύστρατος.
Ο ναός περιβάλλεται από κιονοστοιχία («πτερόν») με αράβδωτους κίονες (6 x 4). Οι κίονες είναι μεμονωμένοι, δηλαδή στηρίζονται σε λίθινες τετράγωνες βάσεις, που δεν συνδέονται ούτε μεταξύ τους ούτε με το σηκό. Μπροστά από την είσοδο του ναού βρίσκεται βωμός ορθογωνίου σχήματος με διαστάσεις 4.25 x 2.55 μέτρα. Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που διαθέτουμε βοηθούν να αναπαραστήσουμε τη δομή του.
Η σχέση του ιερού με την Ελευσινιακή Πομπή δικαιολογεί και την ύπαρξη οργανωμένης λατρείας προς τιμήν της Δήμητρας και της Περσεφόνης μέσα στο ίδιο ιερό. Ο Απόλλων εδώ είχε πιθανότατα την προσωνυμία «Δαφνηφόρος». Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από επιγραφή σε μαρμάρινη έδρα-θρόνο στο Θέατρο του Διονύσου, στους πρόποδες της Ακρόπολης, όπου διαβάζουμε «Ιερέως Απόλλωνος Δαφνηφόρου». Η τιμητική αυτή θέση λοιπόν, θα πρέπει να ανήκε στον ιερέα του ιερού του Απόλλωνος «Δαφνηφόρου» στο Δαφνί, μιας και η συγκεκριμένη λατρεία δεν μαρτυρείται πουθενά αλλού στην Αττική.
Ο αρχαιολόγος Παπαχατζής υποθέτει πως στο ιερό υπήρχε ένας ναός αφιερωμένος στον Απόλλωνα, όπου θα ήταν τοποθετημένο το άγαλμα του Θεού αλλά και αυτό της Αθηνάς. Τα αγάλματα της Δήμητρας και της Κόρης θα πρέπει να ήταν στεγασμένα σε ξεχωριστό ναϊκό οικοδόμημα, κάτι που δηλώνεται από τον μεγάλο αριθμό σφονδύλων από κίονες που υποδεικνύει την ύπαρξη και δεύτερου ναϊκού οικοδομήματος ή κάποιας στοάς. Έτσι, η Δήμητρα και η Κόρη θα πρέπει να στεγάζονταν σε σηκό ναού ή σε ανοικτή στοά.
Όπως όλα τα αρχαία τεμένη, έτσι και το ιερό του Απόλλωνα στο Δαφνί πλαισιωνόταν από περίβολο, ο οποίος ήταν χτισμένος από μεγάλους ορθογώνιους καλολαξευμένους λίθους, πολλοί εκ των οποίων χρησιμοποιήθηκαν από τους Βυζαντινούς στην κατασκευή της ισχυρής οχύρωσης της μονής Δαφνίου. Μάλιστα, το βόρειο τμήμα του βυζαντινού τείχους φαίνεται πως «πατάει» πάνω στο αρχαίο που είναι ορατό στις κατώτερες στρώσεις. Επιπλέον, το τεράστιο λίθινο κατώφλι της ανατολικής εισόδου του μοναστηριού ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, το κατώφλι του αρχαίου ιερού.
Ένα μικρό παράπλευρο δωμάτιο ανοιγόταν στην βόρεια πλευρά του σηκού, με τον οποίο επικοινωνούσε μέσω διόδου, δίνοντας στον ναό συνολικό σχήμα Γ. Ο πλευρικός αυτός θάλαμος ενδεχομένως στέγαζε το λατρευτικό άγαλμα του θεού, ίσως όμως να λειτούργησε ως άδυτο -σύνηθες φαινόμενο στους ναούς του Απόλλωνος- που τοποθετήθηκε πλάι στον σηκό και όχι στο πίσω μέρος του (όπως ισχύει κατά κανόνα) για αισθητικούς και οικονομικούς λόγους, ενώ δεν αποκλείεται να χρησιμοποιήθηκε ως θησαυρός για την εναπόθεση πολύτιμων αντικειμένων και προσφορών ή ως αρχείο για την φύλαξη δημοσίων εγγράφων.
Ο ναός εδράζεται επάνω στα θεμέλια του ναού του 6ου αιώνα π.Χ, πίσω από τον οποίο υπάρχει λάκκος για την χύτευση του χαλκού προοριζόμενου για την κατασκευή ενός υστεροαρχαϊκού λατρευτικού αγάλματος στο τύπο του Κούρου.
Σχετικά με τη λατρεία του Απόλλωνα Πατρώου, φαίνεται ότι η προϋπάρχουσα λατρεία αναβίωσε όταν πλέον, μετά τα περσικά, παρουσιάσθηκε η ιδεολογική ανάγκη αναδιοργάνωσής της, που εκφράστηκε με την ανοικοδόμηση του ναού και με την έμφαση, που δόθηκε, στην πατρογονική ιδιότητα του Απόλλωνος (ο θεός θεωρείτο γενάρχης της φυλής των Ιώνων, άρα και προπάτορας των ιωνικής καταγωγής Αθηναίων).
Παρ’ όλ’ αυτά, οι ομφαλοί που βρέθηκαν στον χώρο του ναού παραπέμπουν στον Πύθιο Απόλλωνα των Δελφών, στην λατρεία του οποίου προσιδιάζει και η διαμόρφωση της μικρής παράπλευρης αίθουσας, γεγονός που μπορεί να είναι ενδεικτικό για την συστέγαση μιας τέτοιας λατρείας στον ναό. Πάντως, τον καιρό που ο Παυσανίας επισκέφθηκε την Αθήνα (γύρω στο 150 μ.Χ), στον ναό ήταν στημένα τρία αγάλματα, φιλοτεχνημένα από τους γλύπτες Ευφράνωρα, Λεωχάρη και Κάλαμι αντιστοίχως. Ένα ακέφαλο άγαλμα του Απόλλωνος Κιθαρωδού στον τύπο του ‘‘παρενδυτικού’’ (tranvestitus, δηλ. ντυμένου με γυναικεία περιβολή), που αποκαλύφθηκε σε σημείο παρακείμενο του οικοδομήματος και σήμερα φιλοξενείται στο μουσείο της Στοάς του Αττάλου, έχει υποτεθεί ότι είναι το παραδιδόμενο έργο του Ευφράνωρος (350-330 π.Χ) που είδε ο Παυσανίας.
Ο αρχαϊκός ναός του Απόλλωνος δεσπόζει και σήμερα στον χώρο του ιερού. Ήταν δωρικός περίπτερος ναός με 11 κολώνες στις μακρές, 6 στις στενές πλευρές και από δύο κολώνες εν παραστάσει στον πρόναο και οπισθόδομο. Σήμερα σώζεται μόνο η μία μονολιθική κολώνα του οπισθόδομου και οι κατώτερες στρώσεις των θεμελίων του ναού. Έχουν διασωθεί λείψανα (κυρίως λιθόπλινθοι της θεμελιώσεως) και άλλων οικοδομημάτων του ιερού. Ανατολικά του ναού ο βωμός, στη νοτιοανατολική γωνία της ακρόπολης μικρός ναός (της Αρτέμιδος), πρόπυλο στα νότια, «οικίες των ιερέων» νοτιότερα, κυκλικό κτήριο στα δυτικά του ναού και δύο μικρά ορθογώνια κτίσματα. Διασώθηκαν και τμήματα του τείχους του ιερού που ανάγονται σε διάφορες οικοδομικές περιόδους (αρχαϊκή, ελληνιστική, ρωμαϊκή).
Εδώ, λοιπόν, κάτω από μια βραχώδη προεξοχή του όρους Πτώου, στη θέση Περδικόβρυση, σε υψόμετρο 225 μέτρων , δίπλα από το σημερινό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, ήταν κτισμένος ο αρχαίος Ναός του Απόλλωνα (4ος αιώνας π.Χ). Το κτιριακό συγκρότημα του ναού του Πτώου Απόλλωνα περιελάμβανε, εκτός του ναού, τη «μαντική σπηλιά» και το ναό της «Προναίας» Αθηνάς. Ο ναός της Αθηνάς ήταν ένας μικρός ναός, στα ανατολικά του ναού του Απόλλωνα, με διαστάσεις 4,30 x 6,70 μέτρα. Ο ναός αυτός αποτελεί ένα είδος συμβολικής αντιγραφής του ναού της Προναίας Αθηνάς στους Δελφούς.
Ο δωρικός ναός του Απόλλωνα, τα ερείπια του οποίου βλέπουμε σήμερα, βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο του ιερού και χρονολογείται στο τέλος του 4ου αιώνα π.Χ, όταν το ιερό εξαρτήθηκε από την ανοικοδομημένη Θήβα (επί Κασσάνδρου, το 316 π.Χ). Από τον παλαιότερο ναό που υπήρχε στην ίδια θέση υπάρχουν ελάχιστα λείψανα. Οι ανασκαφές που έγιναν έφεραν στο φως πολυπληθή λείψανα χάλκινων αφιερωμάτων, τρίποδες, αγγεία κάθε είδους σκεύη, περισσότερο όμως πολύτιμα αγαλματίδια των αρχαϊκών χρόνων που ήταν ευσεβείς προσφορές και είχαν αφιερωθεί στον Απόλλωνα σύμφωνα με τις αναθηματικές επιγραφές.
Μαζί με το ναό του Απόλλωνα λειτουργούσε και Μαντείο του θεού, σε σπήλαιο, που χαρακτηριζόταν «πολύφωνο», επειδή έδινε χρησμούς και σε μη Ελληνική γλώσσα και «αψευδές». Το σπήλαιο ήταν μια θολωτή κατασκευή, σε βάθος 5-6 μέτρων, ώστε να μην είναι ορατή, από τους πιστούς, η προφητική τελετουργία. Το μαντείο αυτό λειτουργούσε για πολλούς αιώνες και ήταν ένα από τα 6 μαντεία της Βοιωτίας (Πτώου, Τροφωνίου, Θηβών, Αμφιαράου, Τεγύρας, Αβών). Φαίνεται ότι οι μακεδόνες, μαζί με την Θήβα, κατέστρεψαν και το ναό του Απόλλωνα (335 π.Χ). Έτσι μπορεί να δικαιολογηθεί και η διακοπή λειτουργίας για τουλάχιστον 25 χρόνια (μέχρι το 410 π.Χ). Το σπήλαιο βρισκόταν στα νότια του ναού του Απόλλωνα. Κοντά στο ναό υπήρχε πηγή της οποίας το νερό μεταφερόταν, μέσω ενός πήλινου αγωγού, στο σπήλαιο.
Σε χαμηλότερα επίπεδα του ιερού υπήρχαν στοές, ξενώνας, μεγάλη δεξαμενή και πηγή χρησμών. Το ιερό ανασκάφηκε σε διαφορετικές περιόδους από το 1885 από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή.
Από το επιγραφικό υλικό, που προέκυψε από τις ανασκαφές, πληροφορούμαστε ότι το μαντείο του Απόλλωνα «Πτώου» αποτελούσε πνευματικό κέντρο προστατευόμενο από την ομοσπονδία των Βοιωτικών Πόλεων, το «Κοινό των Βοιωτών». Κατά τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ την ομοσπονδία αυτή την συγκροτούσαν οι πόλεις: Ακραιφία, Ανθηδόνα, Χαλκίδα, Κορώνεια, Αλίαρτος, Λιβαδειά, Ορχομενός, Ωρωπός, Πλαταιές, Τανάγρα, Θήβα, Θεσπιές και Θίσβη. Αργότερα προστέθηκαν οι πόλεις Ύηττος, Χαιρώνεια, και Κώπες. Το Βοιωτικό Κοινό το διοικούσε ένα συλλογικό όργανο που συγκροτούσαν οι αντιπρόσωποι των Βοιωτικών πόλεων και εκτελεστικό με τους άρχοντες και τους συνέδρους και τον επικεφαλής επώνυμο άρχοντα, που είχε έναν γραμματέα για βοηθό.
Τα «Πτώια» ήταν αγωνίσματα πνευματικού ενδιαφέροντος, που τελούνταν κάθε πέντε χρόνια. Από μια επιγραφή πληροφορούμαστε ότι κατά τον 1ο αιώνα π.Χ τελούνταν τα αθλήματα του Σαλπιστή, Κήρυκος, Ραψωδού, Ποιητή Επών, Αθλητή, και Κιθαρωδού. Τα αγωνίσματα διεξάγονταν στο θέατρο που ήταν κοντά στο ναό, μάλλον βόρεια του ναού. Εδώ, υπήρχαν ξύλινα καθίσματα, γύρω από κυκλική ορχήστρα με θυμέλη (βωμό στο κέντρο της ορχήστρας).
Ο ναός των Βασσών, ο οποίος έχει αφιερωθεί στον «Επικούριο» Απόλλωνα, ένας από τους σημαντικότερους και επιβλητικότερους ναούς της αρχαιότητας. Χαρακτηρίζεται από πλήθος πρωτοτυπιών τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική του διαρρύθμιση, που τον καθιστούν μοναδικό μνημείο στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής. Ο Παυσανίας (8.41.8), μάλιστα, τον θεωρεί το δεύτερο, μετά της Τεγέας πελοποννησιακό ναό, σε κάλλος και αρμονία. Η ανέγερσή του τοποθετείται στο 420 – 400 π.Χ και αρχιτέκτονάς του θεωρείται ο Ικτίνος, που σε αυτό το δημιούργημά του κατόρθωσε να συνδυάσει πολλά αρχαϊκά χαρακτηριστικά, που επέβαλλε η συντηρητική θρησκευτική παράδοση των Αρκάδων, με τα νέα γνωρίσματα της κλασικής εποχής. Ο ναός που βλέπει σήμερα ο επισκέπτης δεν είναι ο αρχαιότερος που κτίσθηκε στο χώρο. Ο πρώτος ναός του Απόλλωνα οικοδομήθηκε γύρω στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ, πιθανότατα στην ίδια θέση. Ακολούθησαν μία ή δύο οικοδομικές φάσεις του, γύρω στο 600 π.Χ και γύρω στο 500 π.Χ, από τις οποίες σώζονται πολυάριθμα αρχιτεκτονικά μέλη, όπως το κεντρικό δισκοειδές πήλινο ακρωτήριο με την πλούσια πολύχρωμη γραπτή διακόσμηση, κεραμίδια και πήλινα ακροκέραμα.
Το ναό περιέτρεχε εξωτερικά δωρική ζωφόρος με ακόσμητες μετόπες και τρίγλυφα, ενώ ανάγλυφη διακόσμηση έφεραν μόνο οι εσωτερικές μετόπες των στενών πλευρών. Οι έξι μετόπες του πρόναου απεικόνιζαν την επιστροφή του Απόλλωνα στον Όλυμπο από τις Υπερβόρειες χώρες, και του οπισθόδομου την αρπαγή των θυγατέρων του Μεσσήνιου βασιλιά Λεύκιππου από τους Διόσκουρους. Τα αετώματα δεν είναι βέβαιο ότι έφεραν γλυπτό διάκοσμο. Το βασικότερο διακοσμητικό στοιχείο του ναού ήταν η μαρμάρινη ιωνική ζωφόρος, που υπήρχε πάνω από τους ιωνικούς ημικίονες μέσα στο σηκό. Είχε συνολικό μήκος 31 μέτρων και αποτελείτο από 23 μαρμάρινες πλάκες. Στις 12 πλάκες απεικονίζεται η Αμαζονομαχία και στις υπόλοιπες 11 η Κενταυρομαχία. Ο ναός εξακολούθησε να χρησιμοποιείται στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια, οπότε γίνονταν επιδιορθώσεις στην κεράμωσή του.
Ο ναός του Απόλλωνα, βρίσκεται σε περίοπτη θέση στο κέντρο του ιερού των Δελφών. Στο ναό στεγάζονταν τα αγάλματα και τα αφιερώματα προς τον Απόλλωνα, αλλά εδώ γίνονταν και οι ιεροτελεστίες που είχαν σχέση με τη λατρεία, η σπουδαιότερη από τις οποίες ήταν η διαδικασία της μαντείας. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο πρώτος ναός του Απόλλωνα που κτίσθηκε στους Δελφούς ήταν μία καλύβα από κλαδιά δάφνης, ο δεύτερος έγινε από κερί μελισσών και φτερά και ο τρίτος από χαλκό, ενώ ο τέταρτος κτίσθηκε από τους μυθικούς αρχιτέκτονες Τροφώνιο και Αγαμήδη με τη βοήθεια του ίδιου του Απόλλωνα: αυτός πρέπει να ήταν ο πώρινος ναός, που καταστράφηκε από πυρκαγιά τον 6ο αιώνα π.Χ (548 π.Χ).
Ο πέμπτος ναός, που τον διαδέχθηκε, οικοδομήθηκε με εισφορές που συγκεντρώθηκαν από όλη την Ελλάδα και από ξένους ηγεμόνες και ανέλαβε να τον ολοκληρώσει η μεγάλη αθηναϊκή οικογένεια των Αλκμαιωνιδών. Ολοκληρώθηκε περίπου στο τέλος του 6ου αιώνα π.Χ (510 π.Χ) και ήταν πώρινος δωρικός περίπτερος, με 6 κίονες στην πρόσοψη και 15 στις πλευρές και είχε μαρμάρινη πρόσοψη, με εξαιρετικό γλυπτό διάκοσμο. Ο γλύπτης Αντήνωρ δημιούργησε τα δύο αετώματα. Θέμα του ανατολικού αετώματος ήταν η επιφάνεια του Απόλλωνα, η άφιξη του θεού στους Δελφούς με τη συνοδεία της αδελφής του Άρτεμης και της μητέρας του Λητούς. Στο κέντρο της παράστασης εικονιζόταν το άρμα με τους θεούς και δεξιά και αριστερά ανδρικές και γυναικείες μορφές. Στο δυτικό αέτωμα απεικονιζόταν σκηνή Γιγαντομαχίας, από την οποία σώζονται μόνο οι μορφές της Αθηνάς, ενός πεσμένου Γίγαντα, μιας ανδρικής μορφής και τα μπροστινά μέρη δύο αλόγων. Ο σεισμός του 373 π. Χ. κατέστρεψε τον αρχαϊκό ναό και το ιερό κατέφυγε για δεύτερη φορά σε πανελλήνιο έρανο για την ανοικοδόμησή του. Στο ναό αυτό υπήρχε και το «χρησμογραφείο», όπου φυλάσσονταν τα αρχεία και οι κατάλογοι των Πυθιονικών, που καταστράφηκαν με το σεισμό.
Ο έκτος ναός παραδόθηκε σε χρήση το 330 π.Χ και ήταν κατασκευασμένος στο ίδιο σχέδιο και στις ίδιες σχεδόν διαστάσεις. Σε αυτό το ναό ανήκουν τα ερείπια που βλέπουμε σήμερα. Πρόκειται για εντυπωσιακό κτίσμα, θαυμάσιο δείγμα του δωρικού ρυθμού, του οποίου αρχιτέκτονες ήταν ο Σπίνθαρος ο Κορίνθιος, ο Ξενόδωρος και ο Αγάθων. Ο ναός είναι περίπτερος, με 6 κίονες στις στενές πλευρές και 15 στις μακρές, με πρόδομο και οπισθόδομο δίστυλους εν παραστάσι. Ο σηκός του χωρίζεται σε τρία κλίτη με δύο κιονοστοιχίες, η καθεμία από τις οποίες έχει οκτώ ιωνικούς κίονες. Στο βαθύτερο επίπεδό του βρισκόταν το άδυτο, όπου εκτυλισσόταν η μαντική διαδικασία και στο οποίο είχαν πρόσβαση μόνο οι ιερείς που θα ερμήνευαν τα λόγια της Πυθίας. Τα αετώματα από παριανό μάρμαρο φιλοτέχνησαν οι Αθηναίοι γλύπτες Πραξίας και Ανδροσθένης. Στο ανατολικό αέτωμα απεικονίζονταν ο Απόλλωνας με τις Μούσες και στο δυτικό ο Διόνυσος ανάμεσα στις Θυιάδες (Μαινάδες). Για το εσωτερικό του ναού γνωρίζουμε ελάχιστα στοιχεία, κυρίως από αρχαίους συγγραφείς: στους τοίχους του προνάου υπήρχαν χαραγμένα ρητά των επτά σοφών, όπως «γνώθι σαυτόν», «μηδέν άγαν» και το γράμμα Ε. Επίσης, υπήρχε χάλκινη εικόνα του Ομήρου και βωμός του Ποσειδώνα, ενώ στο άδυτο υπήρχε το άγαλμα του θεού και ο ομφαλός.
Στο ναό έχουν γίνει εργασίες αναστήλωσης, ενώ αποσπάσματα των αετωμάτων και από τις δύο οικοδομικές φάσεις του εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών.
Η αρχαία Κόρινθος ήταν μια εκ των κοιτίδων της πρώιμης δωρικής ναοδομίας από την Γεωμετρική έως και την Αρχαική εποχή (8ος – τέλος 6ου αιώνα π.Χ). Ο πρώτος ναός του Απόλλωνα χτίστηκε τον 7ο αιώνα π.Χ, όπως φαίνεται από τα διάσπαρτα λίθινα αρχιτεκτονικά μέλη και την μνημειώδη κεράμωση που βρέθηκαν στο λόφο. Ήταν κατασκευασμένος από λίθο, πλίνθους και ξύλινες δοκούς και έφερε βαριά και περίπλοκη τετράρριχτη στέγη από πήλινες κεράμους. Πιθανώς επρόκειτο για απλής μορφής κατασκευή χωρίς εξωτερικούς κίονες.
Ο επόμενος ναός του Απόλλωνος οικοδομήθηκε τον 6ο αιώνα π.Χ (540 π.Χ) και ήταν περίπτερος, με 6 × 15 μονολιθικούς κίονες, οι οποίοι εμφανίζουν τις βαρύτερες αναλογίες ναού στη μητροπολιτική Ελλάδα. Από αυτούς σώζονται στη θέση τους οι επτά και είναι σήμερα οι πρωιμότεροι ιστάμενοι μονολιθικοί κίονες στον ελλαδικό χώρο. Το κυρίως κτίσμα αποτελείται από πρόναο και οπισθόδομο, με δύο κίονες εν παραστάσι, και σηκό με δύο διαμερίσματα, τα οποία χωρίζονται μεταξύ τους από εγκάρσιο συμπαγή τοίχο με πιθανό ενδιάμεσο άνοιγμα. Το δυτικό δωμάτιο ταυτίζεται με θησαυροφυλάκιο. Δύο σειρές κιόνων διέτρεχαν τα δύο δωμάτια του σηκού, αλλά απομακρύνθηκαν στα ρωμαϊκά χρόνια, όταν ανακαινίστηκε ριζικά ο ναός. Τμήμα του ανατολικού πτερού καταστράφηκε λόγω της ανέγερσης της κατοικίας του Οθωμανού μπέη της Κορίνθου. Ο ναός αυτός αποτελεί ένα από τα παλαιότερα δείγματα αρχιτεκτονικής δωρικού ρυθμού και μαρτυρεί την οικονομική και πολιτική ισχύ της Κορίνθου κατά τους αρχαϊκούς χρόνους, όταν η πόλη πρωτοστάτησε στην ίδρυση αποικιών στη δυτική Μεσόγειο. Η δε κατασκευή του ναού, με τα αετώματα και τις πήλινες σφίγγες στις γωνίες, λειτούργησε ως πρότυπο για πολλά κτήρια της εποχής. Στις αναλογίες του ναού και στο σχέδιό του καταγράφεται ο δυναμισμός της αρχαϊκής εποχής και η αποκρυστάλλωση της απολιθωμένης μορφής των δωρικών ναών.
Μετά την καταστροφή της Κορίνθου από τον στρατηγό Λεύκιο Μόμμιο, το 146 π.Χ και την επανίδρυσή της ως ρωμαϊκής αποικίας, ο ναός μετασκευάστηκε, ενδεχομένως για να στεγάσει την αυτοκρατορική λατρεία.
Το Ασκληπιείο της Επιδαύρου, λοιπόν, περιλαμβάνει δύο ιερά, στα οποία λατρεύονταν μαζί δύο θεραπευτές θεοί: ο Απόλλωνας Μαλεάτας στο παλαιότερο, στο λόφο Κυνόρτιον, και ο Ασκληπιός στο νεότερο πεδινό ιερό, όπου πραγματοποιούνταν οι περίφημες τελετουργίες της ίασης.
Το ορεινό ιερό του Απόλλωνα Μαλεάτα είναι μικρότερο σε έκταση. Εδώ έχουν αναδειχθεί κατάλοιπα των διαδοχικών φάσεων χρήσης του χώρου από την πρωτοελλαδική περίοδο (3η χιλιετία π.Χ), με αψιδωτά κτίσματα, έως τη ρωμαϊκή. Είναι ορατά τα τρία άνδηρα του μυκηναϊκού τεμένους με τον υπαίθριο βωμό τέφρας και το χώρο των τελετουργικών γευμάτων. Στο κατώτερο άνδηρο σώζεται τμήμα της πώρινης θεμελίωσης του ναού του Απόλλωνα, που κτίσθηκε το 380 π.Χ, πάνω από το βωμό τέφρας του 9ου αιώνα π.Χ και το μικρό αρχαϊκό ναό του 7ου αιώνα π.Χ. Ανατολικά του τεμένους οικοδομήθηκε κατά την κλασική εποχή ένας βωμός του τύπου των μνημειωδών κτιστών τετραστύλων βωμών. Στα βόρεια το ιερό οριζόταν με αναλημματικό τοίχο, που κτίσθηκε κατά τη σημαντικότερη φάση οικοδομικής δραστηριότητας στο χώρο, τον 4ο και 3ο αιώνα π.Χ. Στη νότια πλευρά του τοίχου σχηματιζόταν στοά, η οποία είχε πρόσοψη προς το εσωτερικό του ιερού. Στην ίδια περίοδο χρονολογείται και ένα μικρό σπανιότατο υπαίθριο τέμενος των Μουσών, ενώ στο 2ο αιώνα μ.Χ χρονολογούνται τα υπόλοιπα ορατά μνημεία του χώρου, το πρόπυλο στην είσοδο του ιερού, η ανοικοδόμηση της ελληνιστικής κατοικίας των ιερέων, της Σκανάς, η δεξαμενή του Αντωνίνου, της οποίας είναι διατηρημένο το μεγαλύτερο τμήμα της οροφής, καθώς και ένα Νυμφαίο.
Πριν από τη δημιουργία του ιερού, οι Αμύκλες υπήρξαν μια από τις παλαιότερες πόλεις της αρχαιότητας. Οι ανασκαφές έδειξαν την ύπαρξη οικισμού της Μεσοελλαδικής περιόδου (2000-1600 π. Χ.) πάνω στο λόφο. Η πρώτη, λοιπόν, χρήση του λόφου δεν αφορούσε ιερό χώρο, αλλά οικισμό, από τον οποίο υπάρχουν πολλά κινητά ευρήματα, αλλά και τα δεκάδες κυκλικά ορύγματα, στην επιφάνεια του λόφου, τα οποία ήταν υποδοχές για μεγάλα αποθηκευτικά πιθάρια οικιών.
Η στροφή για τη μετατροπή του χώρου σε θρησκευτικό κέντρο έγινε στα τέλη της Μυκηναϊκής εποχής (12ος – 11ος αιώνας π.Χ), οπότε, στα χαλάσματα των οικιών του λόφου, αρχίζει να λειτουργεί ένα ιερό. Δεν γνωρίζουμε την αρχική μορφή του ιερού. Η πόλη των Αμυκλών, προφανώς, μεταφέρεται κάπου, ίσως μεταξύ Αμυκλαίου και Βαφειού, ενώ ο λόφος μετατρέπεται αποκλειστικά σε ιερό, το οποίο ανθεί από τον 10ο αιώνα π.Χ. Τα άφθονα γεωμετρικά αγγεία δηλώνουν κάτι συνέβαινε, εκεί πάνω, για πολύ κόσμο.
Τα τέλη του 8ου και ο 7ος αιώνας π.Χ σηματοδοτούν την πρώτη μνημειακή φάση του χώρου, όπου γίνονται εκτεταμένες επεμβάσεις στο λόφο: παραμερίζονται τα χαλάσματα της παλιάς πόλης, τα οποία χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία του νέου περιβόλου, αλλά και για το γέμισμα του χώρου μεταξύ περιβόλου και κορυφής του λόφου, ώστε να δημιουργηθεί χρήσιμη επίπεδη επιφάνεια. Σταδιακά λοιπόν και μετά από αναδιαμορφώσεις, το Αμυκλαίον μετατρέπεται σε σημαντικό πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο της Σπάρτης. Η σημαντικότατη σπαρτιατική γιορτή Υακίνθια που τελείται στο Αμυκλαίον συμβολίζει την πολιτική συμφιλίωση της Δωρικής Σπάρτης (Απόλλων) με τον προδωρικό πληθυσμό των Αμυκλών (Υάκινθος).
Κατά το μύθο, ο Υάκινθος, ο μικρότερος γιος του Αμύκλα και της Διομήδης, ήταν ένας πολύ όμορφος νέος και ευνοούμενος του Θεού Απόλλωνα. Σε έναν αγώνα δισκοβολίας μεταξύ του θεού και του Υάκιθνου, άθελά του ο πρώτος τον σκότωσε με το δίσκο. Άλλη παραλλαγή του μύθου αποδίδει τον θάνατο του Υάκινθου στον άνεμο Ζέφυρο, ο οποίος έσπρωξε επίτηδες το δίσκο του Απόλλωνα στο κεφάλι του Υακίνθου, εξαιτίας της ζήλιας του, καθώς αγαπούσε τον Υάκινθο. Στο μέρος που έπεσε το αίμα από την πληγή του Υακίνθου, φύτρωσε το πολύ όμορφο άνθος, που πήρε και το όνομα «Υάκινθος». Λέγεται ότι το άνθος φέρει ζωγραφισμένο στα πέταλά του τα δύο αρχικά γράμματα του ονόματός του, το «Υα». Ο Υάκινθος τάφηκε στις Αμύκλες και, αργότερα, πάνω από το βωμό του, χτίστηκε ο περίφημος «θρόνος του Απόλλωνα», ένα ιδιόρρυθμο οικοδόμημα με στοές και δωμάτια.
Τότε, στη γεωμετρική περίοδο, εμφανίζεται το ανεικονικό ξόανο, το λατρευτικό ξύλινο άγαλμα που από μικρό ειδώλιο, το οποίο μεταφερόταν από την οικία του ιερέα στον λόφο για τις γιορτές, μετατρέπεται στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ σε έναν κολοσσιαίο άμορφο, ξύλινο κορμό, που, όπως αποδεικνύει και η αναπαράσταση του καθηγητή Μανώλη Κορρέ, δεν ήταν μόνο του. Το ξόανο στεκόταν σε οικοδόμημα που ονομάστηκε «Θρόνος του Απόλλωνα» είχε έναν εσωτερικό χώρο, στον οποίο είχαν πρόσβαση όλοι από τα πλάγια. Εκεί λάμβαναν χώρα οι πρώτες τελετές για τα «Υακίνθια», οι οποίες ήταν αφιερωμένες στον Υάκινθο.
Ο «Θρόνος του Απόλλωνα», τον 6ο αιώνα π.Χ, γίνεται ακόμα μεγαλύτερος. Το αποτέλεσμα ήταν ένα κολοσσιαίο κάθισμα, στο κέντρο του οποίου βρισκόταν το κιονόμορφο άγαλμα του Θεού Απόλλωνα. Το άγαλμα, όπως αναφέρει ο Παυσανίας ήταν τριών πήχεων, επομένως πρέπει να ήταν ένα κολοσσιαίο άγαλμα, γύρω στα 14 μέτρα. Ήταν η παλιά ανεικονική ξύλινη παράσταση κάποιας θεότητας (Υακίνθου), η οποία επενδύθηκε με χάλκινο έλασμα από τον γλύπτη Βαθυκλή από την Μαγνησία της Μικράς Ασίας. Το άγαλμα κρατούσε στα χέρια του λόγχη και τόξο και στο κεφάλι, κράνος. Ο θρόνος, που ήταν επίσης έργο του Βαθυκλή, είχε ως εξής: Το κάθισμα του θρόνου ήταν φτιαγμένο από οριζόντιους δοκούς. Κάθε μία από αυτές τις δοκούς μπορούσε να θεωρηθεί ως ξεχωριστή θέση καθίσματος. Την πρόσοψη του κτιρίου, δεξιά και αριστερά στηρίζουν τέσσερις γυναικείες μορφές, δύο Χάριτες και δύο ‘Ωρες. Το πίσω μέρος και τα χαμηλότερα μέρη του ήταν διακοσμημένα με ανάγλυφες παραστάσεις, όπως η παράσταση της Ταϋγέτης και της Αλκυόνης που τις απάγουν ο Ζεύς και ο Ποσειδών, ο Περσέας που αποκεφαλίζει τη Μέδουσα, η Αθηνά που οδηγεί τον Ηρακλή στον Όλυμπο, η μονομαχία του Αχιλλέα με το Μέμνονα, σκηνές από τους Άθλους του Ηρακλή. Στοές και δωμάτια αποτελούσαν το ιδιόμορφο αυτό κτίσμα (στωικό οικοδόμημα-βωμός), με το εσωτερικό περιστύλιο για την παρακολούθηση των τελετουργιών γύρω από τον τάφο-βωμό του Υακίνθου, που ήταν ταυτόχρονα και βάθρο του κολοσσικού αγάλματος του Απόλλωνος. Οι προσφορές θυσίας σ’ αυτό το βωμό γίνονταν μέσω μιας χάλκινης πόρτας. Εντυπωσιακά είναι τα μικτά κιονόκρανα του ναού. Ο Βαθυκλής συνδύασε την δωρική λιτότητα με την ιωνική λεπτότητα, παρουσιάζοντας ένα άρτιο αποτέλεσμα. Το δε ξόανο/άγαλμα του θεού προεξείχε πάντα, ως κεραία, στο κέντρο του λόφου και της κοιλάδας της Λακωνίας.
Τα «Υακίνθια» τελούνταν τον Λακωνικό μήνα Εκατομβέα (Ιούλιος). Η γιορτή αυτή ήταν πολύ σημαντική, κυρίως για τους Αμυκλαιείς, οι οποίοι, όπου και να βρίσκονταν, γύριζαν στην πατρίδα τους για την συγκεκριμένη γιορτή. Μάλιστα, στις εκστρατείες, οι αρχηγοί έκαναν μηνιαία ανακωχή με τους αντιπάλους τους, έτσι ώστε οι στρατιώτες να συμμετέχουν στα «Υακίνθια». Ήταν τριήμερη γιορτή, με διήμερο πένθος και με χαρμόσυνες τελετές την τρίτη ημέρα. Κατά το πρώτο μέρος γίνονταν καθαρμοί και λιτά δείπνα, ενώ το δεύτερο μέρος γίνονταν πανηγυρικές εκδηλώσεις , αγώνες και θυσίες, ενώ προσφερόταν στο Θεό Απόλλωνα, χιτώνας. Τον χιτώνα είχαν υφάνει Σπαρτιάτισσες και τον μετέφερε πομπή Σπαρτιατισσών παρθένων, μέσω της «Υακινθίας Οδού», που ένωσε τη Σπάρτη με τις Αμύκλες.
Σήμερα, στον χώρο υπάρχει ανάλημμα, περίβολοι και ίχνη θεμελίων από διάφορες περιόδους και ένας κυκλικός βωμός. Αρχιτεκτονικά μέλη μεικτού ρυθμού, δωρικού και ιωνικού εκτίθενται στο Μουσείο Σπάρτης.
Στο διάσελο, το ονομαζόμενο Δειράς (ράχη), μεταξύ των δυο ακροπόλεων -Λάρισας και Ασπίδας- τον 6ο αιώνα π.Χ, ιδρύθηκε το ιερό του Απόλλωνα Δειραδιώτη ή Πυθίου. Ο Παυσανίας (II 24,1-2) αναφέρει ναό του Απόλλωνα που χτίστηκε από τον Δελφιώτη Πυθέα και χάλκινο άγαλμα του θεού το οποίο στεκόταν, μέσα στο ναό, όρθιο. «Δειραδιώτης» Απόλλων ονομάστηκε από το όνομα του τόπου. Υπάρχει και μαντείο εκεί, όπου η πυθία, κάθε μήνα, πίνει από το αίμα προβατίνας που θυσιάζεται νύχτα και «διακατέχεται» από το θεό.
Από το ιερό αυτό σώζεται μια μνημειακή κλίμακα λαξευμένη στο βράχο και ένας βωμός. ΝΑ του βωμού διατηρούνται λείψανα βυζαντινής βασιλικής. Σε απώτερο άνδηρο προς Α, υπάρχει ορθογώνιο υπόστυλο κτήριο, ίσως μαντείο και σε τρίτο άνδηρο σώζονται θεμέλια κτίσματος με υδατοδεξαμενή, ίσως Ασκληπιείο. Σε νοτιότερο, χαμηλότερο άνδηρο σώζονται λείψανα θόλου που πιθανώς ήταν ιερό της Αθηνάς Οξυδερκούς.
Η λατρεία στο χώρο μαρτυρείται από την αρχαϊκή περίοδο (6ος αιώνας π.Χ), αλλά τα περισσότερα μνημεία που σώθηκαν χρονολογούνται στον 4ο αιώνα π.Χ. Επιγραφικά μαρτυρημένες είναι οι επισκευές των ιερών στον ύστερο 4ο – 3ο αιώνα π.Χ και στα πρώιμα αυτοκρατορικά χρόνια (1ος αιώνας μ.Χ). Στην παλαιοχριστιανική εποχή (5ος αιώνας μ.Χ) κτίσθηκε βασιλική ΝΑ του βωμού, η οποία στη βυζαντινή περίοδο (10ος αιώνας μ.Χ) αντικαταστάθηκε από μεγαλύτερη βασιλική.
Σήμερα, η μνημειακή κλίμακα και ο χώρος μπροστά της χρησιμοποιείται και για πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Σύμφωνα με τα νεότερα πορίσματα των ανασκαφών, το ιερό ταυτίζεται με τον χώρο λατρείας και μαντείο του Απόλλωνα των Αβών, φυλετικό ιερό με υπερτοπική ακτινοβολία. Από τους πρώιμους αρχαϊκούς χρόνους (7ος αιώνας π.Χ) το κέντρο του ιερού καταλάμβαναν δύο παράλληλες ακολουθίες ναϊκών οικοδομημάτων, γνωστές σήμερα ως βόρειος και νότιος ναός αντίστοιχα. Ο βόρειος ναός ερμηνεύθηκε πειστικά από τον Felsch ως ναός του Απόλλωνα, ενώ οι ναοί στον νότιο τομέα ήταν πιθανότατα αφιερωμένοι στην Άρτεμη «Ελαφηβόλο». Στον χώρο, πιστοποιείται θρησκευτική και λατρευτική συνέχεια για τουλάχιστον 1.500 χρόνια, ξεκινώντας από Μυκηναϊκά ίχνη και καταλήγοντας στο νεότερο κτίσμα του ιερού της εποχής του Αδριανού (2ος αιώνας μ.Χ).
Οι απαρχές του ιερού ανάγονται στη Μυκηναϊκή εποχή (15ος αιώνας π.Χ). Αργότερα, επάνω από το Μυκηναϊκό ιερό διαμορφώθηκε ένα σημαντικό ιερό της Γεωμετρικής Περιόδου (9ος – 7ος αιώνας π.Χ) με δύο ναούς, μετρίου μεγέθους, έναν βωμό και μια πλατεία λατρευτικών εκδηλώσεων εμπρός από τα δύο οικοδομήματα. Ο νότιος ναός χτίστηκε επάνω από το Μυκηναϊκό ιερό και αφιερώθηκε στην Άρτεμη. Ο βόρειος ναός ο οποίος χτίστηκε σε παρθένο έδαφος, αφιερώθηκε στον Απόλλωνα και είχε έναν βωμό τύπου «εσχάρας» (για χθόνιες – μαντικές; τελετουργίες). Σύμφωνα με τον ανασκαφέα Rainer Felsch, ο ναός του Απόλλωνα έχει μεγάλη ιστορική σημασία καθώς εδώ εισάγεται η λατρεία του Απόλλωνα για πρώτη φορά. Τις πρώτες δεκαετίες του 7ου αιώνα π.Χ, οι ναοί αυτοί ανακατασκευάστηκαν και μεγάλωσαν σε μέγεθος. Οι ναοί αυτοί είναι από τους πρώτους πρόστυλους ναούς που έχουν βρεθεί στον ελλαδικό χώρο και λειτούργησαν έως τις αρχές της αρχαϊκής εποχής (6ος αιώνας π.Χ) οπότε και καταστράφηκαν από πυρκαγιά.
Στην αρχαϊκή εποχή, οι ναοί επισκευάστηκαν. Ήταν μετά τη νίκη των Φωκαίων (Α’ Ιερός Πόλεμος, 560 π.Χ) αποφασίστηκε το ιερό αυτό να καταστεί τόπος λατρείας ολόκληρης της Φωκίδας ώστε να εορτάζονται τα «Ελαφηβόλια». Για το λόγο αυτό, με μια επίχωση, ισοπέδωσαν το μέρος που βρίσκονταν οι προηγούμενοι ναοί και οικοδόμησαν δυο νέους ναούς, περίπτερους, παράλληλα ο ένας με τον άλλο. Στο βόρειο τμήμα τοποθετήθηκε ο ναός που ήταν αφιερωμένος στον Απόλλωνα (44,50 x 14 μέτρα και 18 x 6 κίονες). Ο δεύτερος ναός μικρότερος σε μέγεθος (26,28 x 13,62 μέτρα και 11 x 6 κίονες), τοποθετήθηκε στο νότιο τμήμα . Και στους δύο ναούς υπήρχαν ανάκατα ξύλινοι και πέτρινοι κίονες και οι τοίχοι τους ήταν κατασκευασμένοι από ωμές πλίνθους καλυμμένες με σοβά ενώ οι στέγες αποτελούνταν από χοντρά κεραμίδια επάνω σε ξυλοκατασκευή.
Το αρχαϊκό ιερό, όπως και άλλα της Φωκίδας, κάηκε από τους Πέρσες μετά τη μάχη των Θερμοπυλών (480 π.Χ). Στη συνέχεια, μετά τη νίκη των Ελλήνων εναντίον των Περσών, αποφασίστηκε η κατασκευή ενός μόνο κλασσικού ναού πάνω στα ερείπια των δυο προηγουμένων, στο νότιο τμήμα, αφιερωμένο στην Άρτεμη ενώ στο βόρειο τοποθετήθηκε βωμός. Επάνω από το βωμό υψώθηκε ένας λόφος πηλού, ως προσωρινός βωμός σε επαφή με έναν ορθοστάτη, ο οποίος λειτουργούσε ως τράπεζα προσφορών. Αυτή η τράπεζα με ένα προσωρινό άγαλμα του Απόλλωνος, μια προτομή (πιθανώς λατρευτικού χαρακτήρα). Ο βωμός αυτός, μοναδικό εύρημα σε όλη την Ελλάδα, βρέθηκε άθικτος με όλα τα σκεύη της τελευταίας ιεροτελεστίας όπως δαχτυλίδια, καρφίτσες, μια μεγάλη σούβλα για ψήσιμο, μια πήλινη γυναικεία μάσκα καθώς και ένας χάλκινος κούρος, μοναδικός στην Ελλάδα, που χρονολογείται στα 500-490 π.Χ, τοπικού εργαστηρίου. Ο κλασσικός ναός της Αρτέμιδος δεν διατηρήθηκε για πολύ, διότι καταστράφηκε με τον μεγάλο σεισμό του 426 π.Χ.
Την κλασική εποχή ξανακτίσθηκε μόνο ο βόρειος ναός (Αρτέμιδος). Στην θέση του νότιου ναού (Απόλλωνα) παρέμεινε μόνο ένας ανοικτός λατρευτικός χώρος. Το χειμώνα του 427/6 π.Χ ο βόρειος ναός της Αρτέμιδος υπέστη τόσες μεγάλες καταστροφές, εξαιτίας ενός ισχυρού σεισμού, ώστε έπρεπε να ξανακτισθεί. Η επανοικοδόμησή του έγινε σύμφωνα με ένα νέο, σύγχρονο σχέδιο, το οποίο προδίδει επιρροές από τον Παρθενώνα και τον ναό του Απόλλωνος στις Βάσσες της Φιγαλείας. Η κατασκευή του ναού περατώθηκε το 400 π.Χ, αλλά είναι άγνωστος ο χρόνος της καταστροφής του. Ο ναός ήταν περίπτερος δωρικός (45,80 x 19,26 μέτρα και 14 x 6 κίονες) με πρόναο, οπισθόδομο, σηκό και άδυτο και, συνολικά, 520 σπονδύλους. Η οικοδόμηση του, η οποία άρχισε το 426 π.Χ και τελείωσε το 420 π.Χ, βασίστηκε σε σχέδια της Αθηναϊκής Αρχιτεκτονικής σχολής της κλασσικής εποχής (5ος αιώνας π.Χ) και είναι παρόμοια με αυτά του Παρθενώνα και θα μπορούσε αρχιτέκτονάς του να ήταν ο Ικτίνος.
Ο Παυσανίας αναφέρει ότι ο ναός άνοιγε μόνο δύο φορές το χρόνο, για τα «Ελαφηβόλια» και πιθανώς επίσης για τα «Καισάρεια». Στην εποχή του, το ιερό λειτουργούσε με μεγάλη ακτινοβολία και στις γιορτές μετείχαν και Ρωμαίοι αυτοκράτορες. Στο χώρο του ιερού λατρεύονταν και οι αιγυπτιακές θεότητες της ‘Ισιδος, του Όσιρη και του Άνουβη. Οι τελευταίες σχετικές μαρτυρίες είναι αναθηματικές επιγραφές του 3ου αιώνα μ.Χ. Το ιερό εγκαταλείφθηκε πιθανώς στα χρόνια του Θεοδοσίου Α΄ (4ος αιώνας μ.Χ). Λεηλατήθηκε και καταστράφηκε από τους φανατισμένους Γότθους του Αλάριχου και την επικράτηση του Χριστιανισμού.
Οι ανασκαφές φέρνουν στο φως πληθώρα ευρημάτων. Από το στρώμα της Περσικής καταστροφής, έχουμε αφιερώματα οκτώ σιδερένιων τροχών άμαξας και μία χάλκινη επίστεψη σκήπτρου με τη μορφή κριοκεφαλής. Από τα ευρήματα των προγενέστερων κτισμάτων του νότιου αρχαϊκού ναού ξεχωρίζουν σπαράγματα τοιχογραφιών, του 7ου αιώνα π.Χ, σύνολο 13 ξιφών και 5 λογχών δοράτων, του 8ου αιώνα π.Χ, όπως επίσης και μία χάλκινη φιάλη με ανάγλυφη διακόσμηση, εισηγμένη από τη βόρεια Συρία. Σημαντικός θεωρείται ένας εικονιστικός κρατήρας της Μυκηναϊκής εποχής.
«Ελαφηβόλια» ονομάζεται η αρχαία ελληνική εορτή προς τιμήν της Αρτέμιδος Ελαφηβόλου (αυτής που χτυπά τα ελάφια). Από την εορτή αυτή πήρε το όνομά του ο ένατος μήνας του Αττικού ημερολογίου, «Ελαφηβολιών», ο οποίος αντιστοιχεί στους μήνες Φεβρουάριο – Μάρτιο. Η γιορτή αυτή πραγματοποιείτο την 6η ημέρα αυτού του μήνα σε αρκετές περιοχές της αρχαίας Ελλάδος. Δεν γνωρίζουμε πολλές λεπτομέρειες, σχετικά με τη γιορτή, παρά μόνο ότι αρχικά τελούνταν θυσίες ελαφιών, ένα έθιμο στο οποίο αργότερα προστέθηκε προσφορά γλυκισμάτων σε σχήμα ελαφιού, τα οποία ήταν παρασκευασμένα από αλεύρι, μέλι και σουσάμι. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ήταν η μεγαλύτερη εορτή της πόλεως Υάμπολης της Φωκίδας, η οποία γιορταζόταν σε ανάμνηση μιας μεγάλης νίκης των κατοίκων της πόλης εναντίον των Θεσσαλών και ότι υπήρχε ιερό της Αρτέμιδος στην πόλη.
Σύμφωνα με τον ομηρικό ύμνο για τον Απόλλωνα, όταν ο θεός αναζητούσε θέση για να ιδρύσει το μαντείο του, έφθασε και στο Ληλάντιο πεδίο. Ο πρώτος ναός χρονολογείται στα γεωμετρικά χρόνια και πιθανόν βρισκόταν κοντά στο λιμάνι, καθώς η θάλασσα τότε έφθανε μέχρι την περιοχή της αγοράς. Πρόκειται για εκατόμπεδο αψιδωτό κτίσμα, το αρχαιότερο αυτής της μορφής από όσα αναφέρει ο Όμηρος και λίγο μεταγενέστερο από τον εκατόμπεδο ναό του Ηραίου της Σάμου. Δίπλα του, στο νότιο τμήμα, αποκαλύφθηκε ένα άλλο αψιδωτό κτίσμα, το αρχαιότερο στην Ερέτρια, το λεγόμενο «Δαφνηφόριο» (7,5 x 11,5 μ.), που συνδέεται με την πρώιμη λατρεία του Απόλλωνα στους Δελφούς. Στο κέντρο του οικοδομήματος αυτού διατηρήθηκαν οι πήλινες βάσεις, στις οποίες στηρίζονταν οι κορμοί δάφνης που στερέωναν τη στέγη. Στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ οικοδομήθηκε, πάνω στο γεωμετρικό, ένας δεύτερος εκατόμπεδος ναός, μετά από επιχωμάτωση και δημιουργία ενός ισχυρού ανδήρου. Ο ναός αυτός διέθετε ξύλινους κίονες (6 x 19), αλλά και αυτός επιχώθηκε, για να οικοδομηθεί ο νέος, ο επιφανέστερος από όλους τους ναούς της πόλης.
Δυστυχώς, το μεγαλύτερο τμήμα των αρχιτεκτονικών μελών του ναού αλλά και άλλων ιερών της πόλης επαναχρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό και από την ανωδομή του μνημείου έχουν διασωθεί μόνο ορισμένοι σπόνδυλοι, θραύσματα κιονοκράνων και τριγλύφων. Από το θαυμάσιο γλυπτό διάκοσμό του σώζονται τμήματα της ανάγλυφης παράστασης που κοσμούσε το δυτικό αέτωμα, όπου εικονιζόταν σκηνή Αμαζονομαχίας. Στην παράσταση, κεντρική θέση είχε η Αθηνά, από την οποία σώζεται ο κορμός με το γοργόνειο στο στήθος, ενώ εξαιρετικής τέχνης είναι και το σύμπλεγμα του Θησέα με την Αντιόπη, που χαρακτηρίζεται από ευαισθησία και απαλότητα στους όγκους, εσωτερική δύναμη και σαφήνεια, παρά τη διακοσμητική τάση στην κόμμωση των μορφών και στις πτυχές των ενδυμάτων τους.
Ο πρώτος ναός του Απόλλωνος των ιστορικών χρόνων, επιβλητικός παρά το μικρό ακόμη μέγεθός του, χτίστηκε τον 6ο αιώνα π.Χ (μεταξύ των ετών 530-510 π.Χ). Ήταν απλός, δωρικού ρυθμού περίπτερος «εν παραστάσι» ναός από ντόπιο δηλιακό πωρόλιθο. Στο α΄ ήμισυ του 6ου αιώνα π.Χ, οι γλύπτες Τεκταίος και Αγγελίων φιλοτέχνησαν ένα μεγάλων διαστάσεων (ύψους 4-5 μέτρων, περίπου) λατρευτικό άγαλμα του Απόλλωνος, από ξύλινο πυρήνα με επένδυση χρυσού ελάσματος («σφυρήλατον»), το οποίο, πιθανόν να στεγαζόταν εντός του ναού και δεν αποκλείεται να κατασκευάσθηκε επί τόπου.
Ο δεύτερος ναός του Απόλλωνα, χτίστηκε λίγο πιο νότια του πρώτου, μετά την ίδρυση της Α΄ Αθηναϊκής ή Δηλιακής Συμμαχίας (478 π.Χ), όταν το ιερό τέθηκε ολοκληρωτικά υπό Αθηναϊκή επιρροή. Ο ναός αυτός ήταν δωρικός περίπτερος, διπλός «εν παραστάσι» (πτερό 6 x 13 κίονες), που ωστόσο δεν πρόλαβε να τελειώσει: έφθασε μόλις μέχρι τον θριγκό, μιας και η οικοδόμησή του σταμάτησε το 454 π.Χ, όταν το κοινό ταμείο τον συμμάχων μεταφέρθηκε από την Δήλο στην Αθήνα και σημαντικό μέρος των χρημάτων χρησιμοποιήθηκε για την υλοποίηση του μεγαλεπήβολου Περίκλειου οικοδομικού προγράμματος στην Ακρόπολη. Ύστερα από μακροχρόνια διακοπή των εργασιών, ο ναός ολοκληρώθηκε μετά το 303 π.Χ. Και αυτός ο ναός είχε προσανατολισμό προς δυσμάς, στρεφόμενος προς τον πρωιμότερο χώρο λατρείας. Στο εσωτερικό του υπήρχαν τοποθετημένα πολλά ράφια για την εναπόθεση των αναθημάτων, διαμόρφωση που έκανε τον ναό να μοιάζει περισσότερο με θησαυρό.
Ένας τρίτος ναός, αφιερωμένος στον Απόλλωνα, ιδρύθηκε από τους Αθηναίους, σε μια προσπάθεια να εξευμενίσουν τον καταστροφέα-λυτρωτή θεό. Ήταν το διάστημα 425 – 417 π.Χ, όταν η Αθήνα, έκλεινε την αυλαία του μεγαλείου της, βαθύτατα επηρεασμένη από την γενική κρίση εξαιτίας του λοιμού (429 και 427/6 π.Χ). Ο νέος ναός, που υψώθηκε ανάμεσα στον παλιό (πρώτο) πώρινο ναό και στον ακόμη τότε ημιτελή δεύτερο περίπτερο ναό, κατασκευάσθηκε από λευκό πεντελικό μάρμαρο και πιθανότατα από τεχνίτες που είχαν εργαστεί στα μεγάλα οικοδομικά σύνολα της Αθήνας. Μάλιστα, η δεξιοτεχνία της εκτέλεσης, η αντίληψη των μορφών καθώς και η πρωτότυπη και συνάμα άρτια συναρμογή των αρχιτεκτονικών στοιχείων παραπέμπουν στον γνωστό αρχιτέκτονα Καλλικράτη, συνάδελφο του Ικτίνου στον Παρθενώνα και αρχιτεχνίτη του ναού της Αθηνάς Νίκης. Αξιοπρόσεχτη είναι η διαμόρφωση του ευρύχωρου σηκού, ο οποίος προφανώς προοριζόταν να φιλοξενήσει ένα –μάλλον προϋπάρχον– σύνταγμα επτά μεγάλων αγαλμάτων πάνω σε ημικυκλική βάση («ο οίκος εν ώ τα επτά»). Τα ξύλινα φατνώματα του ναού είχαν τοποθετηθεί στο επικλινές της δίρριχτης στέγης, διαμορφώνοντας αέτωμα πάνω από τους εσωτερικούς τοίχους. Πάνω από τον τέλεια ζυγισμένο θριγκό και τα αετώματα, τα διακοσμητικά σύνολα των οποίων έχουν πλέον χαθεί, αιωρούνταν οι πλουσιότερες συνθέσεις που ξέρουμε σε ακρωτήρια, που αποτελούν αντίλαλο του Παρθενώνος, στα αετωματικά ανάγλυφα του οποίου αναζητήθηκαν τα πρότυπα ετούτων των μορφών, συνδυασμένων σε μυθολογικό-συμβολικό επίπεδο με τους αέρηδες: στα δυτικά η Ηώς σηκώνει ψηλά τον Κέφαλο, ενώ στα ανατολικά ο Βορέας (ο άγριος βοριάς) αρπάζει την Ωρείθυια, θυγατέρα του μυθικού ήρωα και βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέως.
Το ιερό σύμφωνα με διάφορες ενδείξεις ήταν αφιερωμένο στον Απόλλωνα, τη Δήμητρα και την Κόρη, με έμφαση στις χθόνιες ιδιότητές τους. Η λατρεία χθόνιων θεοτήτων που σχετίζονται με τη γονιμότητα και την αύξηση της βλάστησης δικαιολογείται από την ίδρυση του ιερού στον πυρήνα μιας περιοχής πλούσιας σε παραγωγικούς πόρους, κατάλληλης κυρίως για αγροτική εκμετάλλευση. Επιπλέον το ιερό αυτό αποτέλεσε κέντρο λατρείας και παράγοντα συνοχής των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής του.
Ο μαρμάρινος ναός αντιπροσωπεύει ένα από τα σημαντικότερα βήματα στην εξέλιξη της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Κατά την Παλαιοχριστιανική περίοδο (5ος – 6ος αιώνας μ.Χ), ο αρχαίος ναός μετατράπηκε σε βασιλική.
Έως τον 8ο αιώνα μ.Χ, οπότε ο χώρος εγκαταλείφθηκε, γύρω του αναπτύχθηκαν διάφορες εργαστηριακές εγκαταστάσεις για την παραγωγή λαδιού, κρασιού και κεραμικών.
Αργότερα η λατρεία συνεχίστηκε στο μικρό μονόχωρο ναό, αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο, που οικοδομήθηκε στην αψίδα της ερειπωμένης Βασιλικής.
Ο ναΐσκος του Αγίου Ιωάννη μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση το 1977 για τις ανάγκες αναστήλωσης του αρχαίου ναού.
Κτίσμα του 6ου αιώνα π.Χ, αποτελείται από 4 μονόλιθους κατασκευασμένους από ναξιακό μάρμαρο με μήκος πάνω από 6 μέτρα και βάρους περίπου 20 τόνων. Γύρω στο 530 π.Χ, ξεκίνησε η κατασκευή του ναού από τον τύραννο Λύγδαμη η οποία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Η ιστορία του ναού έχει διάφορες φήμες να τον ακολουθούν. Το ορθογώνιο σχήμα του έχει προσανατολισμό προς τη Δήλο.
Τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού ο ναός μετατράπηκε, όπως συνηθιζόταν εκείνη την περίοδο, σε βασιλική και παρέμεινε έτσι ως την περίοδο της Ενετοκρατίας. Διάφορα μαρμάρινα τμήματά του χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του Ενετικού Κάστρου. Επίσης σύμφωνα με τη μυθολογία στο νησάκι Παλάτια εγκατέλειψε ο Θησέας την Αριάδνη που στη συνέχεια έκλεψε ο Διόνυσος.
Το υλικό που χρησιμοποιήθηκε προέρχεται από το κοντινό αρχαίο λατομείο του Πετσοφά. Στο χώρο διακρίνονται ακόμα λείψανα δρόμου που ένωνε το ιερό με την πόλη της Αιολικής Αρίσβης, της οποίας ήταν τόπος προσκυνήματος και λατρείας.
Από τους δύο ναούς, ο Ναός Α θεωρείται πρωιμότερος και τοποθετείται, βάσει των αναλογιών της κάτοψης (29,20 x 18,70μέτρα), στους πρώιμους αρχαϊκούς χρόνους. Τα οικοδομικά λείψανα, τα οποία αποκαλύφθηκαν το 1924, καθώς και στο πλαίσιο των εργασιών του ΕΣΠΑ, μαρτυρούν ότι τον κυρίως ναό αποτελούσαν τρεις διαδοχικοί χώροι -πρόδομος, σηκός και οπισθόδομος- τους οποίους περιέβαλε εξωτερική κιονοστοιχία, το λεγόμενο «πτερό».
Λίγο βορειότερα του Ναού Α βρίσκεται ο Ναός Β, θεμελιωμένος στον φυσικό βράχο, στο πιο επίπεδο τμήμα του πλατώματος. Ο ναός σώζεται έως τον στυλοβάτη, το επίπεδο, δηλαδή, όπου εδράζονταν οι κίονες της εξωτερικής κιονοστοιχίας, της λεγόμενης «περίστασης», η οποία περιέβαλε τον κυρίως ναό. Μάλιστα, στη ΒΔ γωνία του στυλοβάτη βρέθηκαν στη θέση τους δύο βάσεις κιόνων, στοιχείο από το οποίο προκύπτει ότι η περίσταση αποτελούνταν από 46 συνολικά κίονες.
Η λατρευόμενη θεότητα του Ιερού συνδέθηκε με την γνωστή, από τις αρχαίες πηγές, λατρεία στη Λέσβο του «Ναπαίου» Απόλλωνος. Τα νέα ευρήματα, όπως το θραύσμα πήλινης πλάκας με εγχάρακτη επιγραφή «..ΛΩΝΟΣ» από τα θεμέλια του Ναού Α, καθώς και τμήμα χάλκινου ειδωλίου κούρου από το βάθρο του λατρευτικού αγάλματος του Ναού Β, τεκμηριώνουν την υπόθεση για τη λατρεία του θεού του Φωτός και της Μουσικής στο Αιολικό, αρχαϊκό Ιερό της Κλοπεδής.
Σήμερα, στον ίδιο χώρο μπορεί να δει κανείς μόνο τις δυο μεγάλες χριστιανικές εκκλησίες, του Χριστού της Ιερουσαλήμ και της Αγίας Σοφίας, οι οποίες ανεγέρθηκαν τον 5ο και 6ο αιώνα μ.Χ, αντίστοιχα.
Πριν από την έναρξη των ανασκαφικών εργασιών στο χώρο του ναού, το μνημείο κάλυπτε ένας χαμηλός στενόμακρος λόφος ύψους 2 μέτρων, ο οποίος δημιουργήθηκε από τη διάλυση των πλίνθων με τις οποίες είχε κατασκευαστεί το ανώτερο τμήμα των τοίχων του. Με αφορμή την έντονη λαθρανασκαφική δραστηριότητα, το 1994 ξεκίνησε η ανασκαφή, η οποία συνεχίστηκε μέχρι το 1997, φέρνοντας ανέλπιστα στο φως έναν εκατόμπεδο, περίπτερο, δωρικό ναό, με εσωτερική κιονοστοιχία, που χρονολογείται λίγο πριν τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ (560-550 π.Χ), με βάση το λατρευτικό χάλκινο άγαλμα, τον τύπο των δωρικών κιονοκράνων και την τυπολογία των ηγεμόνων καλυπτήρων της στέγης.
Στο μέσον περίπου του σηκού μπροστά από τον τρίτο κίονα της εσωτερικής κιονοστοιχίας και σε επαφή με αυτόν υπάρχει ορθογώνιο βάθρο για τα λατρευτικά αγάλματα του ναού. Πεσμένο πάνω και δίπλα σε αυτό βρέθηκε σε τρία μέρη το χάλκινο άγαλμα του Απόλλωνα στον τύπο του οπλίτη. Το γεγονός ότι βρέθηκε πάνω στο βάθρο, στην ίδια σχεδόν θέση, όπου λατρεύονταν για αιώνες, δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι το άγαλμα είναι λατρευτικό. Το άγαλμα ύψους 0,82 μέτρων, με βάση τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά του, χρονολογείται στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. Η μορφή φορά στο κεφάλι κωνικό κράνος με επαυχένιο, θώρακα στο στήθος, στα χέρια περιβραχιόνια και περιπήχια και στα πόδια περικνημίδες. Από τη στάση των χεριών υποθέτουμε πως στο σηκωμένο δεξί χέρι ο θεός κρατούσε δόρυ από το οποίο σώζεται το ανώτερο τμήμα του, ενώ στο αριστερό πιθανόν τόξο.
Η λατρεία του θεού Απόλλωνα («Άπλουν» στη Θεσσαλική διάλεκτο), με διάφορες επικλήσεις και τοπικές λατρείες, ήταν ιδιαίτερα αγαπητή στην αρχαία Θεσσαλία. Η ταύτιση του χάλκινου αγάλματος με τη θεϊκή μορφή του Aπόλλωνα, αν και αρχικά προβληματική, καθώς η απεικόνιση του θεού ως οπλίτη και μάλιστα με πλήρη εξοπλισμό, είναι σπάνια, επιβεβαιώνεται από το κείμενο μιας ενεπίγραφης αναθηματικής στήλης του 4ου αιώνα π.Χ, η οποία βρέθηκε, σε κομμάτια, μέσα στο σηκό του ναού. Τέλος από παραστάσεις νομισμάτων της αρχαίας Μητρόπολης, στην περιφέρεια της οποίας βρίσκονταν ο ναός, επιβεβαιώνεται η λατρεία του Απόλλωνα στην πόλη.
Το πρώτο οικοδόμημα, του 7ου αιώνα π.Χ, ήταν ένας τετράπλευρος σηκός με τέσσερις ξύλινους κίονες, στο κέντρο, για την υποστήριξη της στέγης. Οι εξωτερικοί τοίχοι και οι βαθμίδες του κρηπιδώματος καλύφθηκαν με αρχαϊκές επιγραφές. Στην ελληνιστική περίοδο προστέθηκε μνημειώδης πρόναος, ενώ ανάμεσα στους κίονες τοποθετήθηκαν στήλες με επιγραφές. Μετατροπές και προσθήκες έγιναν και στη Ρωμαϊκή περίοδο ενώ στα δυτικά του ναού οικοδομήθηκε ένα μικρό θέατρο. Στα μεσοβυζαντινά χρόνια, στον περιβάλλοντα χώρο του ναού, που είχε εγκαταλειφθεί, οικοδομήθηκαν κατοικίες και υδραγωγεία.
Η αρχαία Ζώνη ήταν η σημαντικότερη και ακμαιότερη από τις αποικίες της Σαμοθράκης. Η πόλη αναπτύχθηκε στις νότιες πλαγιές χαμηλού λόφου, στις παρυφές των Ζωναίων και έφθανε μέχρι την θάλασσα. Περιβάλλεται από οχυρωματικό περίβολο. Στα οικοδομικά τετράγωνα αναγνωρίζουμε αρκετά στοιχεία της τυπικής ελληνικής κατοικίας του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ. στην πόλη λατρεύονταν η θεά Αφροδίτη, ο Διόνυσος, η Δήμητρα και ο Απόλλωνας. Μέχρι στιγμής έχουν βρεθεί τα δύο ιερά: το μικρότερο, αφιερωμένο στη Δήμητρα και το δεύτερο, αφιερωμένο στον Απόλλωνα.
Ο ναός του Απόλλωνα είναι το σημαντικότερο δημόσιο κτήριο της αρχαίας Ζώνης και, παράλληλα, το μοναδικό ταυτισμένο αρχαϊκό ιερό Απόλλωνα σε όλο το χώρο της Θράκης. Ο ναός έχει διαστάσεις 9 x 15 μέτρα , με προσανατολισμό από Β προς Ν και σώζεται σε επίπεδο θεμελίωσης με τριβαθμιδωτή κρηπίδα στην νότια πρόσοψη. Έχει χαρακτηριστικά ναού πρόστυλου ή εν παραστάσι. Από τα σωζόμενα πήλινα αρχιτεκτονικά του μέλη φαίνεται ότι στην κύρια οικοδομική του φάση ήταν ιωνικού ρυθμού και χρονολογείται στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. Αποτελεί το βασικό οικοδόμημα ενός εντυπωσιακά μεγάλου, σε σχέση με το μέγεθος της πόλης συγκροτήματος, που καταλαμβάνει μια έκταση 65 x 105 μέτρων, στο κέντρο της πόλης. Ο χώρος του ιερού ορίζεται από περίβολο που σώζεται σε επίπεδο θεμελίωσης.
Η ταύτιση του ναού τεκμηριώνεται από την αναγραφή του ονόματος του θεού σε έναν ασυνήθιστα μεγάλο αριθμό (περίπου 300) θραυσμάτων ενεπίγραφης κεραμικής από το εσωτερικό του, αλλά και τον περιβάλλοντα χώρο του. Τα ενεπίγραφα αυτά όστρακα έχουν όμως ιδιαίτερη σημασία, γιατί μαζί με πέντε λίθινες επιγραφές (η μια εκ των οποίων και το δίγλωσσο δημόσιο ψήφισμα) μας έδωσαν τα πρώτα ερμηνεύσιμα στοιχεία για την γλώσσα των Θρακών στην περιοχή αυτή. Χαραγμένες με ελληνικούς χαρακτήρες, αλλά ακατανόητες στην αρχή, αποδείχθηκε ότι αποτελούν τη μεγαλύτερη συγκέντρωση θρακικών επιγραφών που έχει βρεθεί, μέχρι σήμερα, σε ολόκληρη τη Βαλκανική και μας επέτρεψαν για πρώτη φορά να προσεγγίσουμε μια διαπιστωμένη πλέον τοπική θρακική διάλεκτο, η οποία μάλιστα εμφανίζει εξαιρετική συγγένεια με την ελληνική γλώσσα.
Η ακμή του χρονολογείται στον 6ο αιώνα π.Χ, αλλά σύμφωνα με τις πρόσφατες έρευνες τα πρωιμότερα ίχνη λατρείας ανάγονται στον 8ο αιώνα π.Χ. Μέχρι σήμερα έχουν αποκαλυφθεί 12 κτίρια, μεταξύ των οποίων ο αρχαϊκός ναός και το εστιατόριο.
Εκτός από τον Απόλλωνα, στο ιερό συλλατρευόταν η Εστία και πιθανότατα και η Άρτεμη. Τα ευρήματα από το ιερό μαρτυρούν τον πλούτο του και τις επαφές τους με την Ηπειρωτική Ελλάδα και την Ανατολή: μαρμάρινοι κούροι και κόρες, περίτεχνα αγγεία, ελεφαντοστέινα αντικείμενα, κοσμήματα, ειδώλια κ.α.
Η αποκάλυψη του ιερού άλλαξε ριζικά το λατρευτικό τοπίο των γεωμετρικών και αρχαϊκών Κυκλάδων, αφού το πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση ιερό μετά από αυτό της Δήλου.
Σήμερα, μπορεί να επισκεφτεί κανείς το χώρο των ανασκαφών, με καραβάκι το οποίο ξεκινά από τον Άη Γιώργη της Αντιπάρου και περνά το στενό θαλάσσιο πέρασμα, που τον χωρίζει από το Δεσποτικό.
Οι περίοδοι χρήσης του ιερού είναι γνωστές και συνδέονται άμεσα με την ιστορία της περιοχής. Το ιερό ιδρύθηκε στην όψιμη αρχαϊκή εποχή από τους κατοίκους της Σάνης, αποικίας των Ανδρίων και επιβίωσε στα κλασικά χρόνια. Έχει μάλιστα βρεθεί θραύσμα επιγραφής του 5ου αιώνα π.Χ, που καθόριζε τα όρια του ιερού. Η ακμή του πάντως πρέπει να ήταν στην ελληνιστική εποχή, όταν ο αδελφός του Κασσάνδρου, Αλέξανδρος, έκτισε το 315 π.Χ, την Ουρανούπολη και ενσωμάτωσε το ιερό, επισκευάζοντας τα παλιά κτήρια και κτίζοντας νέα.
Το πρώτο κτήριο που έχει ανασκαφεί χρονολογείται στην όψιμη Αρχαϊκή εποχή. Πρόκειται για έναν οίκο με σηκό και πρόναο εν παραστάσι που υψώνεται επάνω σε πόδιο από διορίτη (ύψος 1 μέτρο) και έχει τοίχους από ασβεστόλιθο με διακοσμημένο το εξωτερικό μέτωπο με κυψελωτό κόσμημα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η στέγη του ναού με τα πήλινα κορινθιακά κεραμίδια και τα πήλινα ακρωτήρια-Νίκες με γραπτή διακόσμηση. Τα τελευταία είναι εξαιρετικά δείγματα υστεροαρχαϊκής γλυπτικής και παραπέμπουν σε ελάχιστα ανάλογα παραδείγματα από ιερά της νότιας Ελλάδας, όπως της Ολυμπίας.
Το δεύτερο κτίσμα είναι ένας ναός που χρονολογείται στην Ελληνιστική περίοδο. Αποτελείται από πρόναο με πρόσταση και σηκό με τρεις εισόδους, κτιστό θρανίο, τράπεζα για προσφορές και περίπου στο κέντρο τελετουργική εστία. Τα πιο ενδιαφέροντα ευρήματα από το κτήριο αυτό είναι δύο μαρμάρινα κεφάλια, Ήλιου και νέας γυναίκας, που βρέθηκαν κοντά στην ανατολική είσοδο του σηκού, ένας πήλινος βωμός με γραπτή διακόσμηση, ένας τύπος πήλινου εξαεδρικού αγγείου με προχοή και ταινιόσχημη λαβή, προϊόν ντόπιου εργαστηρίου, εφόσον δε συναντάται σε άλλα μέρη του Ελληνικού κόσμου.
Τα ευρήματα από το ιερό της Αρχαϊκής εποχής δεν παρέχουν στοιχεία που να οδηγούν στην ταύτιση της θεότητας ή των θεοτήτων που λατρεύονταν κατά την αρχαϊκή εποχή. Τα ευρήματα όμως από το Ελληνιστικό κτήριο δείχνουν πως ο Ήλιος ή ο Απόλλων-Ήλιος λατρευόταν ως κύρια θεότητα στο ναό, ενώ πιθανότατα υπήρχαν και σύνναοι θεοί, ίσως η Άρτεμις-Σελήνη.