Στην αρχαία αρκαδική πόλη Φιγαλεία δέσποζε ένας από τους επιβλητικότερους ναούς της αρχαιότητας, αφιερωμένος στον Επικούριο Απόλλωνα. Οι κάτοικοι της περιοχής ανήγειραν το ναό αυτόν ως ευχαριστία προς το θεό, για την προστασία που τους παρείχε στη διάρκεια μιας επιδημίας λοιμού. Η προσωνυμία «επικούριος», άλλωστε, σήμαινε αρωγός, βοηθός. Ο ναός εντοπιζόταν στην περιοχή Βάσσες και ήταν θεμελιωμένος επάνω στο φυσικό βράχο του όρους Κωτιλίου. Περί τον 7ο αιώνα υπήρχε εκεί προγενέστερος ναός του Απόλλωνα Βασσίτα, ο οποίος γνώρισε και μεταγενέστερες φάσεις, όπως μαρτυρούν πολυάριθμα ευρήματα. Στην τελευταία φάση του ο ναός χτίστηκε κατά το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. και αποδίδεται με μεγάλη πιθανότητα στον Ικτίνο, αρχιτέκτονα του Παρθενώνα. Ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα φημίζονταν για το κάλλος του. Για τη διακόσμησή του χρησιμοποιήθηκε μια μεγάλη ποικιλία υλικών και τεχνοτροπιών, ενώ η ζωφόρος εντυπωσιάζει με την απόδοση των σκηνών και την κινητικότητα των μορφών. Η σπουδαιότητα του ναού αυτού γίνεται έκδηλη από το γεγονός ότι ήταν το πρώτο μνημείο της ελληνικής κλασικής αρχαιότητας που συμπεριλήφθηκε στα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
Στις Βάσσες της Φιγαλείας, αρχαίας αρκαδικής πόλης που βρίσκεται στο σημερινό Νομό Ηλείας, υπάρχει ένας ιδιαίτερα εντυπωσιακός ναός, αφιερωμένος στον Επικούριο Απόλλωνα. Ο ναός δεσπόζει σε υψόμετρο 1.130 μ. επάνω στο φυσικό βράχο του όρους Κωτιλίου, και στέκει ως υπενθύμιση της βοήθειας (επικουρίας) που είχε προσφέρει ο θεός στους κατοίκους, όταν κινδύνεψαν από επιδημία πανώλης. Ο ναός χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. και είναι κατά πάσα πιθανότητα δημιούργημα του Ικτίνου, αρχιτέκτονα του Παρθενώνα. Είναι από τα πιο εντυπωσιακά μνημεία που μας έχει κληροδοτήσει ο αρχαίος κόσμος, όχι μόνο επειδή έχει διατηρηθεί σε εξαιρετική κατάσταση, αλλά και λόγω του μοναδικού του κάλλους, που εξυμνήθηκε ήδη από την αρχαιότητα. Ο περιηγητής Παυσανίας, ο οποίος τον επισκέφθηκε κατά τις πολυάριθμες περιηγήσεις του, δήλωσε εντυπωσιασμένος από την ομορφιά και την αρμονία του. Ο ναός αποτελεί έναν εξαιρετικό συνδυασμό αρχαϊκών, κλασικών και παραδοσιακών αρκαδικών στοιχείων. Η εξωτερική κιονοστοιχία του ακολουθεί αυστηρά δωρικό ρυθμό, ενώ στο εσωτερικό του ο γλυπτικός διάκοσμος είναι πιο περίπλοκος. Στον πρόναο και τον οπισθόδομο υπάρχουν δύο κίονες εν παραστάσει, κι έτσι ο ναός αυτός έχει καταχωρηθεί στους δωρικούς, δίστυλους εν παραστάσει περίπτερους ναούς. Στον σηκό εντοπίζεται σειρά εντοιχισμένων ιωνικών κιόνων, ενώ ένας κορινθιακός κίονας στέκει μόνος του, ανάμεσα στους δύο τελευταίους ιωνικούς κίονες που βρίσκονται κοντά στο άδυτο. Το κιονόκρανο αυτού του μοναχικού κίονα θεωρείται το αρχαιότερο σωζόμενο δείγμα. Ο ναός αυτός ξεχωρίζει από άλλους της ίδιας περιόδου και στο ότι έχει κατασκευαστεί με διεύθυνση από βορρά προς νότο, κάτι που πιθανότατα συνδέεται με τη λατρειά των Αρκάδων, καθώς ο προσανατολισμός αυτός απαντάται και σε άλλους ναούς της περιοχής.
Συστηματικές ανασκαφές στην περιοχή ξεκίνησαν το 1812, οπότε ήλθε στο φως το κορινθιακό κιονόκρανο, καθώς και τμήμα της ζωφόρου, η οποία από το 1815 βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο. Η ζωφόρος αυτή, η οποία βρισκόταν στο εσωτερικό του σηκού, περιλάμβανε δύο αναπαραστάσεις: τη μάχη ανάμεσα στους Έλληνες και τις Αμαζόνες και τη μάχη μεταξύ Λαπίθων και Κενταύρων, ένα θέμα που απαντάται αρκετά συχνά στην αρχαία ελληνική διακοσμητική. Μέσα στον επόμενο αιώνα δραστηριοποιήθηκαν στην περιοχή αρκετές ακόμη αρχαιολογικές αποστολές, οι οποίες έδωσαν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα του μνημείου. Το 1982 δόθηκε εντολή για την αποκατάστασή του από το Υπουργείο Πολιτισμού, κάτι που κρίθηκε απαραίτητο, καθώς κλιματολογικές και γεωλογικές συνθήκες αποτελούν σημαντική απειλή για την ακεραιότητά του.
Πηγή: www.mythicalpeloponnese.gr