«Απαιτητικός σκηνογράφος της όπερας και του θεάτρου, φημισμένος για την τόλμη και τη διαύγεια της ερμηνείας» έγραφε η Independent τον Μάιο του ’10, όσο η Guardian έπλεκε εγκώμια για την πύρινη δυναμική του εικονοκλάστη δημιουργού, αφήνοντας αιχμηρά σχόλια για τους Έλληνες που «σπατάλησαν ένα τέτοιο καταπληκτικό ταλέντο». Ήταν λίγες μέρες μετά τον ξαφνικό θάνατο του Στέφανου Λαζαρίδη και ήδη ο διεθνής Τύπος είχε αναλάβει τα ηνία για να ρίξει φως στην καλλιτεχνική του παρακαταθήκη. Την ίδια περίοδο, το μούδιασμα της ελληνικής κοινότητας μετά από την απρόσμενη αποπομπή του Στέφανου Λαζαρίδη (προ τριετίας τότε ) από τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του θεάτρου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, είχε αφήσει την πληγή ανοιχτή…
Μία δεκαετία αργότερα, στην πρώτη καλλιτεχνική της περίοδο, η Εθνική Λυρική Σκηνή αποφασίζει να κοιτάξει κατάματα όλα της τα λάθη. Αναμφίβολα, η βίαιη «φίμωση» του Στέφανου Λαζαρίδη και της ριζικής πρωτοπορίας που επεχείρησε να φέρει (έστω και με έναν επίμονο τρόπο ) από την μακρόχρονη εμπειρία του στο εξωτερικό είναι ένα από αυτά. Παγκοσμίως γνωστός, με περισσότερες από 30 συνεργασίες με την Εθνική Όπερα Αγγλίας, πολυπράγμων και ολιστικός, ιδεαλιστής και όχι εμπειριστής με τη φιλοσοφική έννοια των όρων, ο Στέφανος Λαζαρίδης χάραξε τη δική του πορεία με αμέτρητα έργα-σταθμούς και ανατρεπτική αντίληψη της όπερας γενικότερα. Ήταν ο «κυνικός ρομαντικός», όπως υποτιτλίζεται και η έκθεση που φιλοξενείται αυτή τη στιγμή στον 4ο όροφο της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος στο ΚΠΙΣΝ και κορυφώνει το αφιέρωμα της ΕΛΣ στον μεγάλο δημιουργό, συγκεντρώνοντας εκπληκτικό αρχειακό υλικό του ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ, δάνεια από τις σημαντικότερες όπερες του εξωτερικού που συνεργάστηκε και φυσικά την αρωγή δεκάδων ερευνητών και καλλιτεχνών για την υλοποίησή της (ανάμεσά τους και ο τελευταίος βοηθός του Στέφανου Λαζαρίδη, Μάθιου Ντέιλι ).
Με πάνω από 20.000 θεατές να έχουν επισκεφθεί ήδη το εκτενές αφιέρωμα και την πρόσφατη παράτασή του να φτάνει ως την πρώτη ημέρα του Απριλίου, συναντήσαμε τον Αντώνη Βολανάκη, επιμελητή της έκθεσης και μαθητευόμενο-συνεργάτη του Στέφανου Λαζαρίδη για περίπου μία δεκαετία, για να μας ξεναγήσει ανάμεσα στους εκθεσιακούς κύβους, που επιχειρούν να ανασυνθέσουν το εικαστικό αποτύπωμα αυτού του επαναστατικού auteur.
Δεν υπάρχει αρχή, μέση και τέλος. Ή μάλλον υπάρχουν τόσες «αρχές» όσες και τα επιμέρους μέλη αυτού του συνόλου. «Υπάρχει ένας ριζωματικός τρόπος σε αυτήν την έκθεση», μας λέει ο Αντώνης Βολανάκης.
Ριγμένοι κάπως ακαθόριστα, σαν σταματημένοι χρονικά στο δευτερόλεπτο της πτώσης τους, εννιά –περίπου δίμετροι– ξύλινοι κύβοι, άλλοτε με όλες τις πλευρές τους και άλλοτε τμηματικά κενοί, σχηματίζουν μια αφηγηματική γραμμή που κινείται πέρα από την ίδια τη γραμμικότητα. Δεν υπάρχει αρχή, μέση και τέλος. Ή μάλλον υπάρχουν τόσες «αρχές» (και αντίστοιχα τέλη; ) όσες και τα επιμέρους μέλη αυτού του συνόλου. «Υπάρχει ένας ριζωματικός τρόπος σε όλο αυτό», όπως λέει ο Αντώνης Βολανάκης. Είναι κάτι σαν τα διάσπαρτα κεφάλαια που είχαν μπλέξει ο Ζιλ Ντελέζ και ο συνεργάτης του Φελίξ Γκουατταρί στο βιβλίο τους «Τα Χίλια Επίπεδα» (1980 ), δομώντας μία νέα σύνδεση πραγμάτων κόντρα στην ιεραρχική παράδοση. Από τις πολλαπλές συνεργασίες του με σκηνοθέτες θεάτρου και όπερας, όπως τον διάσημο Γιούρι Λιουμπίμοφ στους «Δαιμονισμένους» (1985 ) του Ντοστογιέφσκι και τον Στήβεν Πίμλοτ στην «Κάρμεν» (1989 ), μέχρι τις παραγωγές του σε διπλό ρόλο σκηνοθέτη και σκηνογράφου, όπως ο «Οιδίποδας τύραννος» του Στραβίνσκι (1989 ), τα σημεία για να ξεκινήσει κανείς (ή να σταθεί καλύτερα ) μέσα στην έκθεση είναι πάμπολλα.
«Για τον Στέφανο, οι κύβοι ήταν ένα από τα πιο σημαντικά λάιτ μοτίφ στις παραγωγές του είναι· ένας όγκος που μπορεί κανείς να κρύψει και να κρυφτεί, να αποκαλύψει και να αποκαλυφθεί, να μετακυλίσει και να ρίξει», συνεχίζει ο Βολανάκης. «Είναι η συμβολική αναπαράσταση της λογικής και της τεχνολογίας, αν θεωρήσει κανείς τον κύκλο ως την παρομοίωση της φύσης και του περιβάλλοντος.» Περπατώντας ανάμεσα στις απερίγραπτα λεπτομερείς μακέτες που ο Στέφανος Λαζαρίδης σχεδίαζε ανά πράξη για να μελετήσει το κάθε έργο (τύπου storyboard ), σαν μία πιστή προσομοίωση του χώρου σε επίπεδο μικρογλυπτικής, νιώθεις πως αυτό το γεωμετρικό μοτίβο ακόμα και να μην υπάρχει αυτούσιο στο έργο του μερικές φορές είναι σαν να υπαινίσσεται. Και όλο αυτό γιατί αλλάζει ριζικά την οπτική του θεατή, τον εμπλέκει σωματικά και τον μετουσιώνει σε πρωταγωνιστή της ερμηνείας, θέτοντας γρίφους και αναζητώντας απαντήσεις.
Έχουμε μία διαδικασία έρευνας, ανακάλυψης και ανοίγματος, που μαρτυρά σιωπηλά θέματα ταυτότητας αλλά και απώλειας με μία βαθιά υπαρξιακή προσέγγιση». Βήμα-βήμα αυτή η ενόρμηση δόμησε το «distorted traditionalism», τη διαστροφή δηλαδή της παραδοσιακής συνθήκης.
«Το ζήτημα στη σχεδίαση ενός χώρου δεν ήταν το concept αλλά ο γρίφος· ας φυτέψουμε έναν γρίφο, έλεγε» προσθέτει ο Βολανάκης. «Η κεντρική πηγή σε κάθε παραγωγή του είναι το ότι θέλει να μάθει και κάτι καινούργιο για τον εαυτό του. Έχουμε μία διαδικασία έρευνας, ανακάλυψης και ανοίγματος, που μαρτυρά σιωπηλά θέματα ταυτότητας αλλά και απώλειας με μία βαθιά υπαρξιακή προσέγγιση». Βήμα-βήμα αυτή η ενόρμηση δόμησε το «distorted traditionalism», τη διαστροφή δηλαδή της παραδοσιακής συνθήκης – τάση που κορυφώθηκε με την ιστορική Τόσκα του 1987. Κεκλιμένο και ολισθηρό έδαφος, πρωταγωνιστές που μοιάζουν να αιωρούνται και να αψηφούν τους νόμους της βαρύτητας, σκηνικά που γεννούν υποβλητικές σκιάσεις ανάλογα με το φωτισμό. Ή αργότερα το 1991, με το «Ναμπούκκο» στην πλωτή όπερα της Μπρέγκεντς στην Αυστρία με σαφείς αναφορές στην Επίδαυρο.
Αυτή η επανοικειοποίηση του παραδοσιακού είναι κάτι που αβίαστα παρατηρείς εδώ κι εκεί στη δουλειά του Λαζαρίδη. Οι μαυροφορεμένες πένθιμες φιγούρες που φέρνουν στο μυαλό την πατροπαράδοτη διαδικασία του ελληνικού πένθους, τα πλακόστρωτα σκηνικά που θυμίζουν ελληνική ύπαιθρο, μεταλλικές στριφογυριστές σκάλες όπως στα παλιά μεσοαστικά σπίτια της χώρας αλλά και συχνότερες αναφορές λαϊκής κουλτούρας (βλέπε Duran Duran, που είχε σκηνοθέτησει και σχεδίασει την αμερικανική περιοδεία του ποπ συγκροτήματος ) υποδηλώνουν ένα μωσαϊκό έμπνευσης πέρα από τις στερεοτυπικές αγκυλώσεις.
«Ο Στέφανος ήθελε να κάνει την όπερα ένα λαϊκό open air θέαμα», μου λέει ο Βολανάκης. «Για να καταλάβεις, το όνειρό του ήταν να αφαιρέσει τα ακριβά καθίσματα των πρώτων σειρών και να τα γεμίσει με μαξιλάρες, πάγκους και καναπέδες, να είναι τα φτηνότερα εισιτήρια με πέντε λίρες τις φορές που είχαμε συνεργαστεί, μάλιστα, θυμάμαι να με βάζει να πηγαίνω συνέχεια στο τέταρτο μπαλκόνι για να διαβεβαιωθεί πως τα φθηνότερα εισιτήρια είχαν την καλύτερη θέαση». Άλλωστε, πώς αλλιώς θα κατάφερνε να γεμίσει απανωτά τα θεατρικά καθίσματα με πάνω από 15.000 θεατές κάθε βράδυ και ένα αίσθημα ροκ συναυλίας να πλανάται, αν δεν έβαζε το ίδιο το κοινό σε ρόλο πρωταγωνιστή;
Αίθριο 4ου ορόφου Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, Δευτ.-Κυρ.: 9.30 π.μ.-9 μ.μ., Είσοδος ελεύθερη. Ο επιμελητής της έκθεσης, Αντώνης Βολανάκης, συνεχίζει τις προγραμματισμένες ξεναγήσεις την Δευτέρα 26 Μαρτίου στις 7 μ.μ. και το Σάββατο 31 Μαρτίου στις 12μ. Για κρατήσεις θέσεων: 2130885700.
Πηγή : Αθηνόραμα