Η Ήρα, η «αερόμορφη» και η «βασίλισσα των πάντων», όπως λέει ο Ορφικός ύμνος, ήταν κόρη του Κρόνου και της Ρέας, η οποία αργότερα έγινε η «μακαρία» σύζυγος του Δία. Σύμφωνα με τον Όμηρο, η θεά ανατράφηκε από τον Ωκεανό και την Τηθύ (άλλοι ισχυρίζονταν ότι την είχε αναθρέψει ο Τήμενος, γιος του Πελασγού, ή οι Ώρες). Σαν θεά που ήταν, «συγκερασμένη με τον σεβαστό αέρα», όπως την τραγούδησε ο ποιητής, γεννήθηκε σε πολλούς τόπους: στη Σάμο, στο Άργος, στην Εύβοια και στην αρκαδική Στύμφαλο. Στη Σάμο γιόρταζαν προς τιμήν της, κάθε χρόνο, τα «Τόναια» ή «Τόνεια», όπου μετέφεραν στην παραλία το λατρευτικό της είδωλο, που έστεκε στον πάντα ανοιχτό ναό της, το καθάριζαν και το τοποθετούσαν μπροστά του ένα γλύκισμα, μιας και, όπως μας λέει ο ποιητής των Ορφικών, η θεά, «με αέρινες ορμητικές κινήσεις λουζόταν εις τα νερά». Όσοι μετείχαν στην γιορτή φορούσαν στεφάνια από λυγαριά και δάφνη. Άλλα φυτά με τα οποία συνδεόταν η θεά, ήταν η αχλαδιά γιατί με το ξύλο της είχε κατασκευαστεί το λατρευτικό της άγαλμα στο Ηραίο του Άργους, το ελίχρυσο, το ρόδι και ο κρίνος. Σύμβολό της ήταν το παγώνι.
Η Ήρα, επί τριακόσια χρόνια, διατηρούσε δεσμό με τον Δία, σε μια απόκρυφη γωνιά του Κιθαιρώνα, κρυφά από τους γονείς τους. Ο Δίας είχε τρυπώσει στην αγκαλιά της με την μορφή κούκου, για να προστατευτεί από την βροχή. Ο ποιητής Καλλίμαχος αναφέρει ότι συνευρέθηκαν κρυφά, για πρώτη φορά, οι θεοί στη Σάμο, ενώ για άλλους, ο γάμος τους είχε γίνει φανερά στον Ωκεανό.
Σήμερα, στέκει περήφανα, κοντά στο ναό του Δία, στη βορειοδυτική γωνία του ιερού χώρου της Ολυμπίας (Άλτις), στους νότιους πρόποδες του Κρονίου λόφου. Κατά καιρούς ο ναός υπέστη διάφορες επεμβάσεις, ενώ στα ρωμαϊκά χρόνια μετατράπηκε σε είδος μουσείου, όπου φυλάσσονταν μερικά από τα πιο πολύτιμα έργα του ιερού, ανάμεσα στα οποία και ο Ερμής του Πραξιτέλη.
Ο ναός είναι ιδιαίτερα μακρύς και αρκετά χαμηλός σε ύψος. Έχει προσανατολισμό Α-Δ, όπως οι περισσότεροι αρχαιοελληνικοί ναοί, με την πρόσοψη στα ανατολικά και είναι δωρικός, με κιονοστοιχία που τον περιβάλλει («περίπτερος»): η κιονοστοιχία («πτερόν») έχει έξι κίονες στις στενές και δεκαέξι στις μακρές πλευρές του. Οι κίονες αρχικά ήταν ξύλινοι και σταδιακά αντικαταστάθηκαν με λίθινους. Για τον λόγο αυτό, τόσο οι κίονες όσο και τα κιονόκρανα, δεν είναι όμοια μεταξύ τους, αφού κάθε φορά ο νέος κίονας ακολουθούσε το ρυθμό της εποχής του, με αποτέλεσμα επάνω στο ναό να αποτυπώνεται η πλήρης εξέλιξη του δωρικού ρυθμού, από τα αρχαϊκά έως τα ρωμαϊκά χρόνια. Στις αβαθείς ορθογώνιες κοιλότητες, ήταν τοποθετημένες ζωγραφικές εικόνες των νικητριών στα «Ηραία» (αθλητικοί αγώνες προς τιμήν της θεάς).
Στο βάθος του κυρίως ναού (σηκού), ήταν στημένα τα λατρευτικά αγάλματα του Δία και της Ήρας, τα οποία αναφέρει ο Παυσανίας (5.17.1). Η Ήρα εικονιζόταν καθισμένη σε θρόνο και ο Δίας στεκόταν δίπλα της.
Σήμερα σώζονται τα θεμέλια του ναού, οι τεράστιοι ορθοστάτες του σηκού και το κατώτερο μέρος των κιόνων. Τέσσερις κίονες έχουν αναστηλωθεί.
Πιστεύεται ότι στην περιοχή λατρευόταν μια προϊστορική χθόνια θεά συνδεδεμένη με την φύση, με την οποία αργότερα ταυτίστηκε η Ήρα. Το Ηραίο κτίστηκε σε τρία άνδηρα στην νοτιοδυτική πλαγιά του λόφου «Εύβοια», στην Αργολίδα, προσφέροντας υπέροχη θέα στην πεδιάδα της Πρόσυμνας. Στην περιοχή του ιερού εντοπίστηκαν κατάλοιπα οικισμού νεολιθικής εποχής και της εποχής του χαλκού, καθώς και μυκηναϊκό νεκροταφείο.
Η ανασκαφή του Ηραίου μαρτυρεί ότι δεν επρόκειτο μόνον περί πανελλήνιου ιερού αλλά ιερού με παγκόσμια φήμη. Τα ευρήματα επιβεβαιώνουν εισροή επισκεπτών από όλα τα μέρη του τότε γνωστού κόσμου (Αίγυπτος, Συρία, Ασσυρία, Βαβυλώνα, Μεσοποταμία, Περσία, Φοινίκη, Λακωνία, Αττική, Κρήτη, Κύπρο). Τα αναθήματα στην θεά ήταν καταπληκτικά έργα τέχνης.
Η ανασκαφική έρευνα στην γειτονική περιοχή έφτασε έως τη λίμνη της Βουλιαγμένης, όπου βεβαιώθηκαν κατάλοιπα νεολιθικής, πρώιμης ελλαδικής αλλά και μυκηναϊκής εποχής και πιστεύεται ότι εδώ υπήρχε σημαντική πόλη με το όνομα «Ηραίον». Τόπος όπου έθαψε τα δολοφονημένα παιδιά της η Μήδεια, εγκαταλείποντας την Κόρινθο και τόπος όπου, στην εποχή του Στράβωνα (1ος αιώνας μ.Χ), υπήρχε μάντης: δύο γεγονότα που ενισχύουν και ίσως εξηγούν την ύπαρξη χθόνιων στοιχείων στην λατρεία της Ήρας «Ακραίας», σύμφωνα με μερικούς ερευνητές.
Η σημασία του Ηραίου, για την Αρχαιολογία, έγκειται στην μελέτη της αρχιτεκτονικής ναών αλλά και του τρόπου υπαίθριας λατρείας στην Κορινθία.
Ο ναός της Ήρας είναι δωρικός και οικοδομήθηκε γύρω στο 500 π.Χ, πάνω από τον αρχαιότερο ναό της θεάς, των αρχών του 7ου π.Χ αιώνα. Κάτω από τον σηκό, βρέθηκαν πολλά αγγεία αρχαϊκών χρόνων, αρκετά από τα οποία έχουν εγχάρακτες αναθηματικές επιγραφές. Ο ναός είναι «δίστυλος εν παραστάσει», είχε δηλαδή δύο κομψούς δωρικούς κίονες μεταξύ των παραστάδων, στην πρόσοψη που βρισκόταν στη νότια πλευρά. Ο βωμός της θεάς βρίσκεται μπροστά από το ναό.
Εδώ, στην Αρχαιότητα, μεταξύ άλλων λατρεύτηκε και η Ήρα ως «Ακραία». Μέσα στο κτήμα, στην κορυφή του χαμηλού λόφου της Αναλήψεως βρέθηκαν τα λείψανα του αρχαϊκού ναού της Ακραίας Ήρας. Οι ενδείξεις για ύπαρξη λατρείας στον χώρο ξεκινούν από τα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. Ελάχιστα στοιχεία έχουν σωθεί από το αρχαϊκό αυτό οικοδόμημα, όπως τα εξαιρετικής τέχνης κεραμίδια (Μουσείο Παλαιόπολης, μέσα στη βίλα Μον Ρεπό, αλλά και στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κέρκυρας). Κατά την κλασσική εποχή (τέλη 5ου αιώνα π.Χ), κτίστηκε δεύτερος ναός, για να αντικαταστήσει τον παλαιότερο. Από τον κλασσικό ναό διατηρείται μόνον η κοίτη θεμελίωσής του.
Ξεκινώντας την παρουσίασή μας από δύο πόλεις «Δώδεκα Μηνών», δύο πόλεις ζωηρής δραστηριότητας όλο τον χρόνο: την Αθήνα και την Θεσσαλονίκη. Την Αττική και την Κεντρική Μακεδονία.
Δυο πόλεις που μπορείς να χαρείς τις γιορτές του χειμώνα και του νέου έτους, την άνοιξη, το καλοκαίρι… δυο πόλεις με εκδηλώσεις, φεστιβάλ, κοντινές διαδρομές στην φύση και σε σημαντικά αξιοθέατα…
Γνωρίστε τα «Δώδεκα Σημεία» που πρέπει απαραίτητα να δεις στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη…
Μουσείο των Ψευδαισθήσεων,...
- Μαΐ 31,2019
Αν μια εικόνα αξίζει χίλιες λέξεις, να είσαι σίγουρος ότι μια οφθαλμαπάτη αξίζει παραπάνω από ένα εκατομμύριο! Μπες στο συναρπαστικό κόσμο των ψευδαισθήσεων που θα τρελάνει τις αισθήσεις σου και θα σε εντυπωσιάσει. Σε έναν... διαβάστε περισσότερα
Χριστούγεννα στην Αθήνα...
- Νοέ 21,2017
Ο Δήμος Αθηναίων φρόντισε να μας βάλει από νωρίς σε χριστουγεννιάτικο κλίμα πατώντας το «on» στους φωτεινούς στολισμούς του. Τα γιορτινά φώτα της Αθήνας άναψαν, τα πρώτα λαμπιόνια εμφανίζονται ήδη στα μπαλκόνια και οι... διαβάστε περισσότερα
Αθήνα, 12 σημεία που πρέπει...
- Οκτ 29,2015
Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Ut rutrum dolor non est fermentum, sit amet luctus eros faucibus. Donec dignissim at nulla et fringilla. Etiam nisi felis, aliquam eget sagittis ac, condimentum vitae leo. Donec nec iaculis sapien, vel mattis ipsum. Phasellus ligula turpis, efficitur id congue non, accumsan a enim. Nunc sed ornare justo. Nam iaculis aliquet laoreet. Nullam dignissim... διαβάστε περισσότερα
Θεσσαλονίκη, 12 σημεία που...
- Οκτ 29,2015
Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Ut rutrum dolor non est fermentum, sit amet luctus eros faucibus. Donec dignissim at nulla et fringilla. Etiam nisi felis, aliquam eget sagittis ac, condimentum vitae leo. Donec nec iaculis sapien, vel mattis ipsum. Phasellus ligula turpis, efficitur id congue non, accumsan a enim. Nunc sed ornare justo. Nam iaculis aliquet laoreet. Nullam dignissim... διαβάστε περισσότερα
Μοναστήρια ιστορικά, δεμένα με την παράδοση των Ελλήνων από τον 1ο αιώνα – βυζαντινά κτίσματα, ιεροί ναοί, λείψανα αγίων…
Τα βήματα των αποστόλων του Ιησού, που δίδαξαν και δημιούργησαν στην Ελλάδα.
Ακολουθούμε τα μονοπάτια της μεγάλης παράδοσης της Ορθόδοξης Χριστιανικής θρησκείας .
Ιερά Μονή Αγίας Ειρήνης
- Ιαν 10,2019
Η ιερά μονή αγίας Ειρήνης, θεμελιώθηκε το 1780 στην περιοχή Αρχόντας των Αποικίων, από δύο αδελφούς μοναχούς καταγόμενους από τα Αποίκια με το επώνυμο Σπυρίδου. Κατά... διαβάστε περισσότερα
Εκκλησίες της πόλης της...
- Οκτ 31,2018
Καθολική μητρόπολη. Κτισμένη τα πρώτα χρόνια της Ενετοκρατίας (13ος αι.), είναι ο σπουδαιότερος ναός του κάστρου. Σήμερα είναι πεντάκλιτος με τρεις θόλους. Εντυπωσιακό... διαβάστε περισσότερα
Tα βυζαντινά μνημεία στην...
- Οκτ 31,2018
Η Τραγαία είναι ένας εύφορος κάμπος με 12 χωριά, τα μεγαλύτερα από τα οποία είναι το Φιλότι και το Χαλκί (Χαλκείο). Στην περιοχή θα δείτε περίπου 30 από τις σημαντικότερες... διαβάστε περισσότερα
Παλιός Ταξιάρχης Μεστών,...
- Οκτ 30,2017
Η εκκλησία του Παλιού Ταξιάρχη, μέσα στο Μεσαιωνικό φρουριακό οικισμό των Μεστών, είναι μία μονόκλιτη καμαροσκέπαστη βασιλική, η οποία το 1714 έγινε δίκλιτη. Στο παλιό... διαβάστε περισσότερα
Άγιος Ισίδωρος, Χίος
- Οκτ 30,2017
Η παλαιοχριστιανική βασιλική του Αγίου Ισιδώρου, στη συνοικία Λέτσαινα, βόρεια της πόλης της Χίου, κτίστηκε στα μέσα του 5ου αι. μ.Χ., επί προγενεστέρου ρωμαϊκού κτίσματος. Σύμφωνα... διαβάστε περισσότερα
Άγιοι Απόστολοι, Χίος
- Οκτ 27,2017
Ο Ναός των Αγίων Αποστόλων, στο Πυργί, ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο των "νησιώτικων" οκταγωνικών ναών. Αποτελεί μικρό αντίγραφο του καθολικού της Νέας Μονής και είναι... διαβάστε περισσότερα
Παναγία Κρήνα, Χίος
- Οκτ 27,2017
Ο ναός της Παναγίας Κρήνας, στους Βαβύλους, κατασκευάστηκε στα τέλη του 12ου αι. Κτήτορες του αρχικού ναού ήταν ο Ευστάθιος Κοδράτος και η σύζυγός του Ειρήνη Δούκαινα... διαβάστε περισσότερα
Εκκλησιαστικό Μουσείο...
- Οκτ 17,2017
Το Μουσείο στεγάζεται στο Παλιό Δημοτικό Σχολείο (1913) του χωριού, το οποίο επισκευάστηκε γι ' αυτό το λόγο. Χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες: Στην πρώτη ενότητα παρουσιάζονται... διαβάστε περισσότερα
Μουσείο Νέας Μονής, Χίος
- Οκτ 17,2017
Η Νέα Μονή βρίσκεται στην κεντρική Χίο και ιδρύθηκε στις αρχές του 11ου αιώνα. Το μοναστηριακό συγκρότημα έχει τραπεζοειδές σχήμα, στο μέσον του οποίου δεσπόζει το Καθολικό,... διαβάστε περισσότερα
Moνή Παναγίας Παλιανής...
- Οκτ 11,2016
Η γυναικεία μονή Παλιανής βρίσκεται σε υψόμετρο 280m δίπλα στο χωριό Βενεράτο, 20km νότια του Ηρακλείου, κοντά στο φαράγγι του Βενεράτου. Το καθολικό της είναι αφιερωμένο... διαβάστε περισσότερα
Iερά Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή...
- Οκτ 11,2016
Ἡ Ἱερά Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή Χρυσοπηγῆς βρίσκεται σέ μικρή ἀπόσταση ἀπό τήν πόλη τῶν Χανίων, στή διαδρομή πρός τό λιμάνι τῆς Σούδας. Ἱδρύθηκε στά μέσα... διαβάστε περισσότερα
Μονές της Χερσονήσου της...
- Οκτ 11,2016
Κτισμένος στην αρχή της χερσονήσου Σπάθα, κοντά στο δρόμο προς το αρχαίο Δικτύναιο, ο οικισμός φαίνεται ότι ακμάζει από την πρώιμη Βενετοκρατία. Σε απομονωμένες θέσεις... διαβάστε περισσότερα
Μονή Παζινού
- Οκτ 11,2016
Πρόκειται για μοναστηριακό συγκρότημα χτισμένο κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας (16ος αιώνας). Η αρχιτεκτονική του διαμόρφωση ακολουθεί τα δυτικά πρότυπα, με τον Ναό... διαβάστε περισσότερα
Ναός Ζωοδόχου Πηγής
- Οκτ 11,2016
Στην ευρύτερη περιοχή του κάμπου των Χανίων μεταξύ των οικισμών Αλικιανός και Κουφός, σώζεται ο μεγάλος ναός της Ζωοδόχου Πηγής, ή Αϊ κυρ Γιάννης από το όνομα του κτίτορα... διαβάστε περισσότερα
Μονή Αγίου Παντελεήμονα
- Οκτ 11,2016
Τέσσερα περίπου χιλιόμετρα νότια του Φόδελε, στην πλαγιά ενός λόφου με πλούσια βλάστηση βρίσκεται η μονή του Αγίου Παντελεήμονα. O Άγιος Παντελεήμων είναι μονή που... διαβάστε περισσότερα
Μονή Καλλέργη στο Καστέλι
- Οκτ 10,2016
Η μονή Καλλέργη ή Καλέρη βρίσκεται νοτιοανατολικά του χωριού Σμάρι, περίπου 35km ανατολικά του Ηρακλείου και 4km βόρεια του Καστελίου. Είναι κτισμένη σε μια κατάφυτη περιοχή... διαβάστε περισσότερα
Μοναστήρι της Κερά Ελεούσας
- Οκτ 10,2016
Η μονή Κεράς Ελεούσας βρίσκεται κοντά στο χωριό Βορίτσιο και αποτελεί μετόχι της Μονής Αγκαραθου. Η μονή έχει κτιστεί πάνω σε λόφο και σε τρία διαφορετικά επίπεδα, λόγω... διαβάστε περισσότερα
Ο αιώνιος έφηβος «Χρυσοκόμης» Απόλλων, κύριος της Μαντικής, του Φωτός και της Μουσικής, θεός «παιήων» που με το άγγιγμα του χεριού του και το θεραπευτικό, εξαγνιστικό του φως θεράπευε θεούς. Η λατρεία του μοιράστηκε ανάμεσα σε δύο βασικές πλευρές του: τη μαντική-θεραπευτική και την ηλιακή-φωτεινή, διαφορετικές ανάμεσά τους, αλλά και αλληλοσυμπληρούμενες. Στη μια, πιο ιωνική, τιμάται ως «Φοίβος» (ο με Διαύγεια και Φως), με κέντρο τη νήσο Δήλο, αλλά η επίκλησή του «Δήλιος» σημαίνει και τον θεό που «δήλα και ορατά τα πάντα», αλλά και «τα πάντα ορά». Στην άλλη, την πιο δωρική, τιμάται ως μάντις-θεός, καθοδηγητής, προστάτης των ανθρώπων και ενίοτε τιμωρός, θεραπευτής και θανατηφόρος. Δύο ήταν και τα πιο σημαντικά γεγονότα της ζωής του: η γέννησή του στη Δήλο και η μάχη του με τον Πύθωνα για την κατοχή του μαντείου των Δελφών.
Η Δήλος ήταν ο ιερός τόπος, ο οποίος πριν γίνει Δήλος (ορατή), ήταν ένας πλωτός, περιπλανώμενος βράχος που ονομαζόταν Ορτυγία ή Άδηλος (αόρατη). Όταν η Λητώ, έγκυος έψαχνε να βρει τόπο να γεννήσει, μακρυά από την οργή της Ήρας, ο Δίας έκανε έκκληση στον Ποσειδώνα, να τους βοηθήσει να βρουν ένα μέρος κάπου στη θάλασσα. Ο Ποσειδώνας τότε πήρε την Άδηλο, την αγκυροβόλησε στη θάλασσα, με τέσσερις στήλες διαμαντένιων αλυσίδων και τον ονόμασε Δήλο (ορατό). Και έτσι, η Λητώ κατάφερε, χωρίς βοήθεια, να γεννήσει την Άρτεμη πρώτα, πλάι από το φοινικόδεντρο της Ιερής Λίμνης. Εννέα ημέρες αργότερα, η Άρτεμις, θεϊκό βρέφος εννέα ημερών, βοήθησε τη μητέρα της να γεννήσει τον Απόλλωνα. Από τη στιγμή εκείνη και μετά, η Δήλος λούζεται στο φως. Μόλις γεννήθηκε ο Απόλλων, η αρχέγονη μάντισσα Θέμις έσταξε στο στόμα του μερικές σταγόνες νέκταρ και λίγη αμβροσία και έτσι έγινε το θαύμα: το βρέφος άρχισε να μεγαλώνει απότομα, τα σπάργανα σκίστηκαν και έπεσαν από το σώμα του. Οι θεές θαμπωμένες από την ομορφιά του, τον καμάρωναν να κάνει βόλτες πάνω στο νησί. Αμέσως ο Απόλλωνας έτρεξε στον Όλυμπο για να πάρει την ευχή του πατέρα του. Τα δώρα του Δία ήταν πολλά: μια ολόχρυση μίτρα –σύμβολο δύναμης- στολισμένη με ρουμπίνια και σμαράγδια, μια λύρα που μάγευε θεούς και ανθρώπους με τους ήχους της και ένα άρμα ζεμένο με εφτά ολόλευκους κύκνους που μετέφεραν το θεό σε όποιο σημείο της γης ή του ουρανού επιθυμούσε.
Το δεύτερο σημαντικό γεγονός στη ζωή του ήταν ο αγώνας του με τον δράκοντα Πύθωνα. Ο Πύθωνας καταγόταν από τη Γαία, ήταν το «γας πελώριον τέρας» (Ευριπίδης), το οποίο έσπερνε την καταστροφή και τον θάνατο στους Δελφούς. Η Λητώ και οι Νύμφες παρακολούθησαν τον αγώνα του Απόλλωνα με το θηρίο, ενθαρρύνοντας τον θεό και ψάλλοντας έπειτα ύμνους και παιάνες για να γιορτάσουν ένδοξα τη νίκη του. Από το περιστατικό της εξόντωσης του Πύθωνα προέρχονται οι ονομασίες της Απολλώνιας γιορτής «Πύθια» και της ιέρειας του μαντείου «Πυθία». Ο Απόλλων είναι ο πρώτος Έλληνας Θεός που γνωρίζει στους ανθρώπους την Εξιλέωση, δηλαδή τον εξαγνισμό και την κάθαρση –καθαρθείς και αυτός ο ίδιος από τον φόνο του Πύθωνος- χαρίζοντας τους έτσι τη δυνατότητα Συγχώρεσης και διδάσκοντάς τους ότι ακόμη και οι Θεοί υπακούουν στους Νόμους του Σύμπαντος.
Ο Απόλλωνας παρέδωσε στο γένος των ανθρώπων την Ευνομία, την οποία παρέλαβε από τα χέρια του Διός και έγινε ένα με την Αρμονία –ο κατεξοχήν Πυθαγόρειος θεός- και το Κάλλος. Ό,τι φωτίζεται δονείται ως τμήμα της Συμπαντικής Μουσικής και ο Απόλλων την υπηρέτησε με πάθος, όπως και την κάθε είδους εικαστική δημιουργία ως θεός «Κιθαρωδός» και «Μουσαγέτης».
Μόνιμες συνοδοί του οι Μούσες και Ιερά σύμβολά του η δάφνη, ο Τρίποδας, η Λύρα (Κιθάρα), και το τόξο. Ιερά ζώα του ο λύκος (που από την 4η χιλιετία π.χ. εμφανίζεται στη θρησκευτική εικονιστική ως προστατευτικό και φωτοφόρο σύμβολο), ο κύκνος, το κοράκι (σύμβολο της Προφητικής).
Ο ναός του Απόλλωνα Ζωστήρα ανακαλύφθηκε τυχαία, το 1924, από τα παιδιά του Ορφανοτροφείου Βουλιαγμένης, που έπαιζαν με την άμμο. Σήμερα, που οι επιχώσεις έχουν αλλοιώσει το τοπίο, ο ναός βρίσκεται δίπλα στην ακτή, μέσα στην πλαζ του «Αστέρα Βουλιαγμένης». Τη σπουδαιότητα του αρχαιολογικού χώρου που κρύβεται κάτω από την παραλία του «Αστέρα Βουλιαγμένης» επιβεβαιώνει η τεράστια δεξαμενή της αρχαϊκής εποχής που αποκάλυψαν εργασίες που εκτελούνταν για την κατασκευή νέας εισόδου της πλαζ, σε απόσταση 25 μέτρων από το ναό.
Ο ναός θεμελιώθηκε στο τέλος του 6ου αιώνα π.Χ (αρχαϊκή περίοδος) ως το σημαντικότερο ιερό του αρχαίου δήμου των Αλών Αιξωνίδων (σημερινή Βούλα -Βουλιαγμένη). Αποτελείται από τον σηκό, μια απλή αίθουσα, με διαστάσεις Ι0,80 Χ 6 μέτρα, της οποίας η είσοδος βρίσκεται στο κέντρο της ανατολικής της πλευράς και μια περίσταση.
Μέσα στο σηκό σώζονται τα τρία μαρμάρινα βάθρα στα οποία ήταν τοποθετημένα τα αγάλματα των θεών που συλλατρεύονταν, δηλαδή του Απόλλωνος, της Λητούς και της Αρτέμιδος. Στα δύο ακριανά σώζεται η επιγραφή ΗΑΛΑΙΕΙΣ ΑΝΕΘΕΣΑΝ. Σώζεται επίσης ο μαρμάρινος θρόνος του ιερέα του ναού και η μαρμάρινη τράπεζα προσφορών η οποία φέρει επιγραφή που αναφέρεται στην επισκευή του ναού κατά τον 4ο αιώνα π.Χ, όταν ιερέας του ναού ήταν ο Πολύστρατος.
Ο ναός περιβάλλεται από κιονοστοιχία («πτερόν») με αράβδωτους κίονες (6 x 4). Οι κίονες είναι μεμονωμένοι, δηλαδή στηρίζονται σε λίθινες τετράγωνες βάσεις, που δεν συνδέονται ούτε μεταξύ τους ούτε με το σηκό. Μπροστά από την είσοδο του ναού βρίσκεται βωμός ορθογωνίου σχήματος με διαστάσεις 4.25 x 2.55 μέτρα. Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που διαθέτουμε βοηθούν να αναπαραστήσουμε τη δομή του.
Η σχέση του ιερού με την Ελευσινιακή Πομπή δικαιολογεί και την ύπαρξη οργανωμένης λατρείας προς τιμήν της Δήμητρας και της Περσεφόνης μέσα στο ίδιο ιερό. Ο Απόλλων εδώ είχε πιθανότατα την προσωνυμία «Δαφνηφόρος». Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από επιγραφή σε μαρμάρινη έδρα-θρόνο στο Θέατρο του Διονύσου, στους πρόποδες της Ακρόπολης, όπου διαβάζουμε «Ιερέως Απόλλωνος Δαφνηφόρου». Η τιμητική αυτή θέση λοιπόν, θα πρέπει να ανήκε στον ιερέα του ιερού του Απόλλωνος «Δαφνηφόρου» στο Δαφνί, μιας και η συγκεκριμένη λατρεία δεν μαρτυρείται πουθενά αλλού στην Αττική.
Ο αρχαιολόγος Παπαχατζής υποθέτει πως στο ιερό υπήρχε ένας ναός αφιερωμένος στον Απόλλωνα, όπου θα ήταν τοποθετημένο το άγαλμα του Θεού αλλά και αυτό της Αθηνάς. Τα αγάλματα της Δήμητρας και της Κόρης θα πρέπει να ήταν στεγασμένα σε ξεχωριστό ναϊκό οικοδόμημα, κάτι που δηλώνεται από τον μεγάλο αριθμό σφονδύλων από κίονες που υποδεικνύει την ύπαρξη και δεύτερου ναϊκού οικοδομήματος ή κάποιας στοάς. Έτσι, η Δήμητρα και η Κόρη θα πρέπει να στεγάζονταν σε σηκό ναού ή σε ανοικτή στοά.
Όπως όλα τα αρχαία τεμένη, έτσι και το ιερό του Απόλλωνα στο Δαφνί πλαισιωνόταν από περίβολο, ο οποίος ήταν χτισμένος από μεγάλους ορθογώνιους καλολαξευμένους λίθους, πολλοί εκ των οποίων χρησιμοποιήθηκαν από τους Βυζαντινούς στην κατασκευή της ισχυρής οχύρωσης της μονής Δαφνίου. Μάλιστα, το βόρειο τμήμα του βυζαντινού τείχους φαίνεται πως «πατάει» πάνω στο αρχαίο που είναι ορατό στις κατώτερες στρώσεις. Επιπλέον, το τεράστιο λίθινο κατώφλι της ανατολικής εισόδου του μοναστηριού ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, το κατώφλι του αρχαίου ιερού.
Ένα μικρό παράπλευρο δωμάτιο ανοιγόταν στην βόρεια πλευρά του σηκού, με τον οποίο επικοινωνούσε μέσω διόδου, δίνοντας στον ναό συνολικό σχήμα Γ. Ο πλευρικός αυτός θάλαμος ενδεχομένως στέγαζε το λατρευτικό άγαλμα του θεού, ίσως όμως να λειτούργησε ως άδυτο -σύνηθες φαινόμενο στους ναούς του Απόλλωνος- που τοποθετήθηκε πλάι στον σηκό και όχι στο πίσω μέρος του (όπως ισχύει κατά κανόνα) για αισθητικούς και οικονομικούς λόγους, ενώ δεν αποκλείεται να χρησιμοποιήθηκε ως θησαυρός για την εναπόθεση πολύτιμων αντικειμένων και προσφορών ή ως αρχείο για την φύλαξη δημοσίων εγγράφων.
Ο ναός εδράζεται επάνω στα θεμέλια του ναού του 6ου αιώνα π.Χ, πίσω από τον οποίο υπάρχει λάκκος για την χύτευση του χαλκού προοριζόμενου για την κατασκευή ενός υστεροαρχαϊκού λατρευτικού αγάλματος στο τύπο του Κούρου.
Σχετικά με τη λατρεία του Απόλλωνα Πατρώου, φαίνεται ότι η προϋπάρχουσα λατρεία αναβίωσε όταν πλέον, μετά τα περσικά, παρουσιάσθηκε η ιδεολογική ανάγκη αναδιοργάνωσής της, που εκφράστηκε με την ανοικοδόμηση του ναού και με την έμφαση, που δόθηκε, στην πατρογονική ιδιότητα του Απόλλωνος (ο θεός θεωρείτο γενάρχης της φυλής των Ιώνων, άρα και προπάτορας των ιωνικής καταγωγής Αθηναίων).
Παρ’ όλ’ αυτά, οι ομφαλοί που βρέθηκαν στον χώρο του ναού παραπέμπουν στον Πύθιο Απόλλωνα των Δελφών, στην λατρεία του οποίου προσιδιάζει και η διαμόρφωση της μικρής παράπλευρης αίθουσας, γεγονός που μπορεί να είναι ενδεικτικό για την συστέγαση μιας τέτοιας λατρείας στον ναό. Πάντως, τον καιρό που ο Παυσανίας επισκέφθηκε την Αθήνα (γύρω στο 150 μ.Χ), στον ναό ήταν στημένα τρία αγάλματα, φιλοτεχνημένα από τους γλύπτες Ευφράνωρα, Λεωχάρη και Κάλαμι αντιστοίχως. Ένα ακέφαλο άγαλμα του Απόλλωνος Κιθαρωδού στον τύπο του ‘‘παρενδυτικού’’ (tranvestitus, δηλ. ντυμένου με γυναικεία περιβολή), που αποκαλύφθηκε σε σημείο παρακείμενο του οικοδομήματος και σήμερα φιλοξενείται στο μουσείο της Στοάς του Αττάλου, έχει υποτεθεί ότι είναι το παραδιδόμενο έργο του Ευφράνωρος (350-330 π.Χ) που είδε ο Παυσανίας.
Ο αρχαϊκός ναός του Απόλλωνος δεσπόζει και σήμερα στον χώρο του ιερού. Ήταν δωρικός περίπτερος ναός με 11 κολώνες στις μακρές, 6 στις στενές πλευρές και από δύο κολώνες εν παραστάσει στον πρόναο και οπισθόδομο. Σήμερα σώζεται μόνο η μία μονολιθική κολώνα του οπισθόδομου και οι κατώτερες στρώσεις των θεμελίων του ναού. Έχουν διασωθεί λείψανα (κυρίως λιθόπλινθοι της θεμελιώσεως) και άλλων οικοδομημάτων του ιερού. Ανατολικά του ναού ο βωμός, στη νοτιοανατολική γωνία της ακρόπολης μικρός ναός (της Αρτέμιδος), πρόπυλο στα νότια, «οικίες των ιερέων» νοτιότερα, κυκλικό κτήριο στα δυτικά του ναού και δύο μικρά ορθογώνια κτίσματα. Διασώθηκαν και τμήματα του τείχους του ιερού που ανάγονται σε διάφορες οικοδομικές περιόδους (αρχαϊκή, ελληνιστική, ρωμαϊκή).
Εδώ, λοιπόν, κάτω από μια βραχώδη προεξοχή του όρους Πτώου, στη θέση Περδικόβρυση, σε υψόμετρο 225 μέτρων , δίπλα από το σημερινό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, ήταν κτισμένος ο αρχαίος Ναός του Απόλλωνα (4ος αιώνας π.Χ). Το κτιριακό συγκρότημα του ναού του Πτώου Απόλλωνα περιελάμβανε, εκτός του ναού, τη «μαντική σπηλιά» και το ναό της «Προναίας» Αθηνάς. Ο ναός της Αθηνάς ήταν ένας μικρός ναός, στα ανατολικά του ναού του Απόλλωνα, με διαστάσεις 4,30 x 6,70 μέτρα. Ο ναός αυτός αποτελεί ένα είδος συμβολικής αντιγραφής του ναού της Προναίας Αθηνάς στους Δελφούς.
Ο δωρικός ναός του Απόλλωνα, τα ερείπια του οποίου βλέπουμε σήμερα, βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο του ιερού και χρονολογείται στο τέλος του 4ου αιώνα π.Χ, όταν το ιερό εξαρτήθηκε από την ανοικοδομημένη Θήβα (επί Κασσάνδρου, το 316 π.Χ). Από τον παλαιότερο ναό που υπήρχε στην ίδια θέση υπάρχουν ελάχιστα λείψανα. Οι ανασκαφές που έγιναν έφεραν στο φως πολυπληθή λείψανα χάλκινων αφιερωμάτων, τρίποδες, αγγεία κάθε είδους σκεύη, περισσότερο όμως πολύτιμα αγαλματίδια των αρχαϊκών χρόνων που ήταν ευσεβείς προσφορές και είχαν αφιερωθεί στον Απόλλωνα σύμφωνα με τις αναθηματικές επιγραφές.
Μαζί με το ναό του Απόλλωνα λειτουργούσε και Μαντείο του θεού, σε σπήλαιο, που χαρακτηριζόταν «πολύφωνο», επειδή έδινε χρησμούς και σε μη Ελληνική γλώσσα και «αψευδές». Το σπήλαιο ήταν μια θολωτή κατασκευή, σε βάθος 5-6 μέτρων, ώστε να μην είναι ορατή, από τους πιστούς, η προφητική τελετουργία. Το μαντείο αυτό λειτουργούσε για πολλούς αιώνες και ήταν ένα από τα 6 μαντεία της Βοιωτίας (Πτώου, Τροφωνίου, Θηβών, Αμφιαράου, Τεγύρας, Αβών). Φαίνεται ότι οι μακεδόνες, μαζί με την Θήβα, κατέστρεψαν και το ναό του Απόλλωνα (335 π.Χ). Έτσι μπορεί να δικαιολογηθεί και η διακοπή λειτουργίας για τουλάχιστον 25 χρόνια (μέχρι το 410 π.Χ). Το σπήλαιο βρισκόταν στα νότια του ναού του Απόλλωνα. Κοντά στο ναό υπήρχε πηγή της οποίας το νερό μεταφερόταν, μέσω ενός πήλινου αγωγού, στο σπήλαιο.
Σε χαμηλότερα επίπεδα του ιερού υπήρχαν στοές, ξενώνας, μεγάλη δεξαμενή και πηγή χρησμών. Το ιερό ανασκάφηκε σε διαφορετικές περιόδους από το 1885 από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή.
Από το επιγραφικό υλικό, που προέκυψε από τις ανασκαφές, πληροφορούμαστε ότι το μαντείο του Απόλλωνα «Πτώου» αποτελούσε πνευματικό κέντρο προστατευόμενο από την ομοσπονδία των Βοιωτικών Πόλεων, το «Κοινό των Βοιωτών». Κατά τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ την ομοσπονδία αυτή την συγκροτούσαν οι πόλεις: Ακραιφία, Ανθηδόνα, Χαλκίδα, Κορώνεια, Αλίαρτος, Λιβαδειά, Ορχομενός, Ωρωπός, Πλαταιές, Τανάγρα, Θήβα, Θεσπιές και Θίσβη. Αργότερα προστέθηκαν οι πόλεις Ύηττος, Χαιρώνεια, και Κώπες. Το Βοιωτικό Κοινό το διοικούσε ένα συλλογικό όργανο που συγκροτούσαν οι αντιπρόσωποι των Βοιωτικών πόλεων και εκτελεστικό με τους άρχοντες και τους συνέδρους και τον επικεφαλής επώνυμο άρχοντα, που είχε έναν γραμματέα για βοηθό.
Τα «Πτώια» ήταν αγωνίσματα πνευματικού ενδιαφέροντος, που τελούνταν κάθε πέντε χρόνια. Από μια επιγραφή πληροφορούμαστε ότι κατά τον 1ο αιώνα π.Χ τελούνταν τα αθλήματα του Σαλπιστή, Κήρυκος, Ραψωδού, Ποιητή Επών, Αθλητή, και Κιθαρωδού. Τα αγωνίσματα διεξάγονταν στο θέατρο που ήταν κοντά στο ναό, μάλλον βόρεια του ναού. Εδώ, υπήρχαν ξύλινα καθίσματα, γύρω από κυκλική ορχήστρα με θυμέλη (βωμό στο κέντρο της ορχήστρας).
Ο ναός των Βασσών, ο οποίος έχει αφιερωθεί στον «Επικούριο» Απόλλωνα, ένας από τους σημαντικότερους και επιβλητικότερους ναούς της αρχαιότητας. Χαρακτηρίζεται από πλήθος πρωτοτυπιών τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική του διαρρύθμιση, που τον καθιστούν μοναδικό μνημείο στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής. Ο Παυσανίας (8.41.8), μάλιστα, τον θεωρεί το δεύτερο, μετά της Τεγέας πελοποννησιακό ναό, σε κάλλος και αρμονία. Η ανέγερσή του τοποθετείται στο 420 – 400 π.Χ και αρχιτέκτονάς του θεωρείται ο Ικτίνος, που σε αυτό το δημιούργημά του κατόρθωσε να συνδυάσει πολλά αρχαϊκά χαρακτηριστικά, που επέβαλλε η συντηρητική θρησκευτική παράδοση των Αρκάδων, με τα νέα γνωρίσματα της κλασικής εποχής. Ο ναός που βλέπει σήμερα ο επισκέπτης δεν είναι ο αρχαιότερος που κτίσθηκε στο χώρο. Ο πρώτος ναός του Απόλλωνα οικοδομήθηκε γύρω στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ, πιθανότατα στην ίδια θέση. Ακολούθησαν μία ή δύο οικοδομικές φάσεις του, γύρω στο 600 π.Χ και γύρω στο 500 π.Χ, από τις οποίες σώζονται πολυάριθμα αρχιτεκτονικά μέλη, όπως το κεντρικό δισκοειδές πήλινο ακρωτήριο με την πλούσια πολύχρωμη γραπτή διακόσμηση, κεραμίδια και πήλινα ακροκέραμα.
Το ναό περιέτρεχε εξωτερικά δωρική ζωφόρος με ακόσμητες μετόπες και τρίγλυφα, ενώ ανάγλυφη διακόσμηση έφεραν μόνο οι εσωτερικές μετόπες των στενών πλευρών. Οι έξι μετόπες του πρόναου απεικόνιζαν την επιστροφή του Απόλλωνα στον Όλυμπο από τις Υπερβόρειες χώρες, και του οπισθόδομου την αρπαγή των θυγατέρων του Μεσσήνιου βασιλιά Λεύκιππου από τους Διόσκουρους. Τα αετώματα δεν είναι βέβαιο ότι έφεραν γλυπτό διάκοσμο. Το βασικότερο διακοσμητικό στοιχείο του ναού ήταν η μαρμάρινη ιωνική ζωφόρος, που υπήρχε πάνω από τους ιωνικούς ημικίονες μέσα στο σηκό. Είχε συνολικό μήκος 31 μέτρων και αποτελείτο από 23 μαρμάρινες πλάκες. Στις 12 πλάκες απεικονίζεται η Αμαζονομαχία και στις υπόλοιπες 11 η Κενταυρομαχία. Ο ναός εξακολούθησε να χρησιμοποιείται στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια, οπότε γίνονταν επιδιορθώσεις στην κεράμωσή του.
Ο ναός του Απόλλωνα, βρίσκεται σε περίοπτη θέση στο κέντρο του ιερού των Δελφών. Στο ναό στεγάζονταν τα αγάλματα και τα αφιερώματα προς τον Απόλλωνα, αλλά εδώ γίνονταν και οι ιεροτελεστίες που είχαν σχέση με τη λατρεία, η σπουδαιότερη από τις οποίες ήταν η διαδικασία της μαντείας. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο πρώτος ναός του Απόλλωνα που κτίσθηκε στους Δελφούς ήταν μία καλύβα από κλαδιά δάφνης, ο δεύτερος έγινε από κερί μελισσών και φτερά και ο τρίτος από χαλκό, ενώ ο τέταρτος κτίσθηκε από τους μυθικούς αρχιτέκτονες Τροφώνιο και Αγαμήδη με τη βοήθεια του ίδιου του Απόλλωνα: αυτός πρέπει να ήταν ο πώρινος ναός, που καταστράφηκε από πυρκαγιά τον 6ο αιώνα π.Χ (548 π.Χ).
Ο πέμπτος ναός, που τον διαδέχθηκε, οικοδομήθηκε με εισφορές που συγκεντρώθηκαν από όλη την Ελλάδα και από ξένους ηγεμόνες και ανέλαβε να τον ολοκληρώσει η μεγάλη αθηναϊκή οικογένεια των Αλκμαιωνιδών. Ολοκληρώθηκε περίπου στο τέλος του 6ου αιώνα π.Χ (510 π.Χ) και ήταν πώρινος δωρικός περίπτερος, με 6 κίονες στην πρόσοψη και 15 στις πλευρές και είχε μαρμάρινη πρόσοψη, με εξαιρετικό γλυπτό διάκοσμο. Ο γλύπτης Αντήνωρ δημιούργησε τα δύο αετώματα. Θέμα του ανατολικού αετώματος ήταν η επιφάνεια του Απόλλωνα, η άφιξη του θεού στους Δελφούς με τη συνοδεία της αδελφής του Άρτεμης και της μητέρας του Λητούς. Στο κέντρο της παράστασης εικονιζόταν το άρμα με τους θεούς και δεξιά και αριστερά ανδρικές και γυναικείες μορφές. Στο δυτικό αέτωμα απεικονιζόταν σκηνή Γιγαντομαχίας, από την οποία σώζονται μόνο οι μορφές της Αθηνάς, ενός πεσμένου Γίγαντα, μιας ανδρικής μορφής και τα μπροστινά μέρη δύο αλόγων. Ο σεισμός του 373 π. Χ. κατέστρεψε τον αρχαϊκό ναό και το ιερό κατέφυγε για δεύτερη φορά σε πανελλήνιο έρανο για την ανοικοδόμησή του. Στο ναό αυτό υπήρχε και το «χρησμογραφείο», όπου φυλάσσονταν τα αρχεία και οι κατάλογοι των Πυθιονικών, που καταστράφηκαν με το σεισμό.
Ο έκτος ναός παραδόθηκε σε χρήση το 330 π.Χ και ήταν κατασκευασμένος στο ίδιο σχέδιο και στις ίδιες σχεδόν διαστάσεις. Σε αυτό το ναό ανήκουν τα ερείπια που βλέπουμε σήμερα. Πρόκειται για εντυπωσιακό κτίσμα, θαυμάσιο δείγμα του δωρικού ρυθμού, του οποίου αρχιτέκτονες ήταν ο Σπίνθαρος ο Κορίνθιος, ο Ξενόδωρος και ο Αγάθων. Ο ναός είναι περίπτερος, με 6 κίονες στις στενές πλευρές και 15 στις μακρές, με πρόδομο και οπισθόδομο δίστυλους εν παραστάσι. Ο σηκός του χωρίζεται σε τρία κλίτη με δύο κιονοστοιχίες, η καθεμία από τις οποίες έχει οκτώ ιωνικούς κίονες. Στο βαθύτερο επίπεδό του βρισκόταν το άδυτο, όπου εκτυλισσόταν η μαντική διαδικασία και στο οποίο είχαν πρόσβαση μόνο οι ιερείς που θα ερμήνευαν τα λόγια της Πυθίας. Τα αετώματα από παριανό μάρμαρο φιλοτέχνησαν οι Αθηναίοι γλύπτες Πραξίας και Ανδροσθένης. Στο ανατολικό αέτωμα απεικονίζονταν ο Απόλλωνας με τις Μούσες και στο δυτικό ο Διόνυσος ανάμεσα στις Θυιάδες (Μαινάδες). Για το εσωτερικό του ναού γνωρίζουμε ελάχιστα στοιχεία, κυρίως από αρχαίους συγγραφείς: στους τοίχους του προνάου υπήρχαν χαραγμένα ρητά των επτά σοφών, όπως «γνώθι σαυτόν», «μηδέν άγαν» και το γράμμα Ε. Επίσης, υπήρχε χάλκινη εικόνα του Ομήρου και βωμός του Ποσειδώνα, ενώ στο άδυτο υπήρχε το άγαλμα του θεού και ο ομφαλός.
Στο ναό έχουν γίνει εργασίες αναστήλωσης, ενώ αποσπάσματα των αετωμάτων και από τις δύο οικοδομικές φάσεις του εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών.
Η αρχαία Κόρινθος ήταν μια εκ των κοιτίδων της πρώιμης δωρικής ναοδομίας από την Γεωμετρική έως και την Αρχαική εποχή (8ος – τέλος 6ου αιώνα π.Χ). Ο πρώτος ναός του Απόλλωνα χτίστηκε τον 7ο αιώνα π.Χ, όπως φαίνεται από τα διάσπαρτα λίθινα αρχιτεκτονικά μέλη και την μνημειώδη κεράμωση που βρέθηκαν στο λόφο. Ήταν κατασκευασμένος από λίθο, πλίνθους και ξύλινες δοκούς και έφερε βαριά και περίπλοκη τετράρριχτη στέγη από πήλινες κεράμους. Πιθανώς επρόκειτο για απλής μορφής κατασκευή χωρίς εξωτερικούς κίονες.
Ο επόμενος ναός του Απόλλωνος οικοδομήθηκε τον 6ο αιώνα π.Χ (540 π.Χ) και ήταν περίπτερος, με 6 × 15 μονολιθικούς κίονες, οι οποίοι εμφανίζουν τις βαρύτερες αναλογίες ναού στη μητροπολιτική Ελλάδα. Από αυτούς σώζονται στη θέση τους οι επτά και είναι σήμερα οι πρωιμότεροι ιστάμενοι μονολιθικοί κίονες στον ελλαδικό χώρο. Το κυρίως κτίσμα αποτελείται από πρόναο και οπισθόδομο, με δύο κίονες εν παραστάσι, και σηκό με δύο διαμερίσματα, τα οποία χωρίζονται μεταξύ τους από εγκάρσιο συμπαγή τοίχο με πιθανό ενδιάμεσο άνοιγμα. Το δυτικό δωμάτιο ταυτίζεται με θησαυροφυλάκιο. Δύο σειρές κιόνων διέτρεχαν τα δύο δωμάτια του σηκού, αλλά απομακρύνθηκαν στα ρωμαϊκά χρόνια, όταν ανακαινίστηκε ριζικά ο ναός. Τμήμα του ανατολικού πτερού καταστράφηκε λόγω της ανέγερσης της κατοικίας του Οθωμανού μπέη της Κορίνθου. Ο ναός αυτός αποτελεί ένα από τα παλαιότερα δείγματα αρχιτεκτονικής δωρικού ρυθμού και μαρτυρεί την οικονομική και πολιτική ισχύ της Κορίνθου κατά τους αρχαϊκούς χρόνους, όταν η πόλη πρωτοστάτησε στην ίδρυση αποικιών στη δυτική Μεσόγειο. Η δε κατασκευή του ναού, με τα αετώματα και τις πήλινες σφίγγες στις γωνίες, λειτούργησε ως πρότυπο για πολλά κτήρια της εποχής. Στις αναλογίες του ναού και στο σχέδιό του καταγράφεται ο δυναμισμός της αρχαϊκής εποχής και η αποκρυστάλλωση της απολιθωμένης μορφής των δωρικών ναών.
Μετά την καταστροφή της Κορίνθου από τον στρατηγό Λεύκιο Μόμμιο, το 146 π.Χ και την επανίδρυσή της ως ρωμαϊκής αποικίας, ο ναός μετασκευάστηκε, ενδεχομένως για να στεγάσει την αυτοκρατορική λατρεία.
Το Ασκληπιείο της Επιδαύρου, λοιπόν, περιλαμβάνει δύο ιερά, στα οποία λατρεύονταν μαζί δύο θεραπευτές θεοί: ο Απόλλωνας Μαλεάτας στο παλαιότερο, στο λόφο Κυνόρτιον, και ο Ασκληπιός στο νεότερο πεδινό ιερό, όπου πραγματοποιούνταν οι περίφημες τελετουργίες της ίασης.
Το ορεινό ιερό του Απόλλωνα Μαλεάτα είναι μικρότερο σε έκταση. Εδώ έχουν αναδειχθεί κατάλοιπα των διαδοχικών φάσεων χρήσης του χώρου από την πρωτοελλαδική περίοδο (3η χιλιετία π.Χ), με αψιδωτά κτίσματα, έως τη ρωμαϊκή. Είναι ορατά τα τρία άνδηρα του μυκηναϊκού τεμένους με τον υπαίθριο βωμό τέφρας και το χώρο των τελετουργικών γευμάτων. Στο κατώτερο άνδηρο σώζεται τμήμα της πώρινης θεμελίωσης του ναού του Απόλλωνα, που κτίσθηκε το 380 π.Χ, πάνω από το βωμό τέφρας του 9ου αιώνα π.Χ και το μικρό αρχαϊκό ναό του 7ου αιώνα π.Χ. Ανατολικά του τεμένους οικοδομήθηκε κατά την κλασική εποχή ένας βωμός του τύπου των μνημειωδών κτιστών τετραστύλων βωμών. Στα βόρεια το ιερό οριζόταν με αναλημματικό τοίχο, που κτίσθηκε κατά τη σημαντικότερη φάση οικοδομικής δραστηριότητας στο χώρο, τον 4ο και 3ο αιώνα π.Χ. Στη νότια πλευρά του τοίχου σχηματιζόταν στοά, η οποία είχε πρόσοψη προς το εσωτερικό του ιερού. Στην ίδια περίοδο χρονολογείται και ένα μικρό σπανιότατο υπαίθριο τέμενος των Μουσών, ενώ στο 2ο αιώνα μ.Χ χρονολογούνται τα υπόλοιπα ορατά μνημεία του χώρου, το πρόπυλο στην είσοδο του ιερού, η ανοικοδόμηση της ελληνιστικής κατοικίας των ιερέων, της Σκανάς, η δεξαμενή του Αντωνίνου, της οποίας είναι διατηρημένο το μεγαλύτερο τμήμα της οροφής, καθώς και ένα Νυμφαίο.
Πριν από τη δημιουργία του ιερού, οι Αμύκλες υπήρξαν μια από τις παλαιότερες πόλεις της αρχαιότητας. Οι ανασκαφές έδειξαν την ύπαρξη οικισμού της Μεσοελλαδικής περιόδου (2000-1600 π. Χ.) πάνω στο λόφο. Η πρώτη, λοιπόν, χρήση του λόφου δεν αφορούσε ιερό χώρο, αλλά οικισμό, από τον οποίο υπάρχουν πολλά κινητά ευρήματα, αλλά και τα δεκάδες κυκλικά ορύγματα, στην επιφάνεια του λόφου, τα οποία ήταν υποδοχές για μεγάλα αποθηκευτικά πιθάρια οικιών.
Η στροφή για τη μετατροπή του χώρου σε θρησκευτικό κέντρο έγινε στα τέλη της Μυκηναϊκής εποχής (12ος – 11ος αιώνας π.Χ), οπότε, στα χαλάσματα των οικιών του λόφου, αρχίζει να λειτουργεί ένα ιερό. Δεν γνωρίζουμε την αρχική μορφή του ιερού. Η πόλη των Αμυκλών, προφανώς, μεταφέρεται κάπου, ίσως μεταξύ Αμυκλαίου και Βαφειού, ενώ ο λόφος μετατρέπεται αποκλειστικά σε ιερό, το οποίο ανθεί από τον 10ο αιώνα π.Χ. Τα άφθονα γεωμετρικά αγγεία δηλώνουν κάτι συνέβαινε, εκεί πάνω, για πολύ κόσμο.
Τα τέλη του 8ου και ο 7ος αιώνας π.Χ σηματοδοτούν την πρώτη μνημειακή φάση του χώρου, όπου γίνονται εκτεταμένες επεμβάσεις στο λόφο: παραμερίζονται τα χαλάσματα της παλιάς πόλης, τα οποία χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία του νέου περιβόλου, αλλά και για το γέμισμα του χώρου μεταξύ περιβόλου και κορυφής του λόφου, ώστε να δημιουργηθεί χρήσιμη επίπεδη επιφάνεια. Σταδιακά λοιπόν και μετά από αναδιαμορφώσεις, το Αμυκλαίον μετατρέπεται σε σημαντικό πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο της Σπάρτης. Η σημαντικότατη σπαρτιατική γιορτή Υακίνθια που τελείται στο Αμυκλαίον συμβολίζει την πολιτική συμφιλίωση της Δωρικής Σπάρτης (Απόλλων) με τον προδωρικό πληθυσμό των Αμυκλών (Υάκινθος).
Κατά το μύθο, ο Υάκινθος, ο μικρότερος γιος του Αμύκλα και της Διομήδης, ήταν ένας πολύ όμορφος νέος και ευνοούμενος του Θεού Απόλλωνα. Σε έναν αγώνα δισκοβολίας μεταξύ του θεού και του Υάκιθνου, άθελά του ο πρώτος τον σκότωσε με το δίσκο. Άλλη παραλλαγή του μύθου αποδίδει τον θάνατο του Υάκινθου στον άνεμο Ζέφυρο, ο οποίος έσπρωξε επίτηδες το δίσκο του Απόλλωνα στο κεφάλι του Υακίνθου, εξαιτίας της ζήλιας του, καθώς αγαπούσε τον Υάκινθο. Στο μέρος που έπεσε το αίμα από την πληγή του Υακίνθου, φύτρωσε το πολύ όμορφο άνθος, που πήρε και το όνομα «Υάκινθος». Λέγεται ότι το άνθος φέρει ζωγραφισμένο στα πέταλά του τα δύο αρχικά γράμματα του ονόματός του, το «Υα». Ο Υάκινθος τάφηκε στις Αμύκλες και, αργότερα, πάνω από το βωμό του, χτίστηκε ο περίφημος «θρόνος του Απόλλωνα», ένα ιδιόρρυθμο οικοδόμημα με στοές και δωμάτια.
Τότε, στη γεωμετρική περίοδο, εμφανίζεται το ανεικονικό ξόανο, το λατρευτικό ξύλινο άγαλμα που από μικρό ειδώλιο, το οποίο μεταφερόταν από την οικία του ιερέα στον λόφο για τις γιορτές, μετατρέπεται στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ σε έναν κολοσσιαίο άμορφο, ξύλινο κορμό, που, όπως αποδεικνύει και η αναπαράσταση του καθηγητή Μανώλη Κορρέ, δεν ήταν μόνο του. Το ξόανο στεκόταν σε οικοδόμημα που ονομάστηκε «Θρόνος του Απόλλωνα» είχε έναν εσωτερικό χώρο, στον οποίο είχαν πρόσβαση όλοι από τα πλάγια. Εκεί λάμβαναν χώρα οι πρώτες τελετές για τα «Υακίνθια», οι οποίες ήταν αφιερωμένες στον Υάκινθο.
Ο «Θρόνος του Απόλλωνα», τον 6ο αιώνα π.Χ, γίνεται ακόμα μεγαλύτερος. Το αποτέλεσμα ήταν ένα κολοσσιαίο κάθισμα, στο κέντρο του οποίου βρισκόταν το κιονόμορφο άγαλμα του Θεού Απόλλωνα. Το άγαλμα, όπως αναφέρει ο Παυσανίας ήταν τριών πήχεων, επομένως πρέπει να ήταν ένα κολοσσιαίο άγαλμα, γύρω στα 14 μέτρα. Ήταν η παλιά ανεικονική ξύλινη παράσταση κάποιας θεότητας (Υακίνθου), η οποία επενδύθηκε με χάλκινο έλασμα από τον γλύπτη Βαθυκλή από την Μαγνησία της Μικράς Ασίας. Το άγαλμα κρατούσε στα χέρια του λόγχη και τόξο και στο κεφάλι, κράνος. Ο θρόνος, που ήταν επίσης έργο του Βαθυκλή, είχε ως εξής: Το κάθισμα του θρόνου ήταν φτιαγμένο από οριζόντιους δοκούς. Κάθε μία από αυτές τις δοκούς μπορούσε να θεωρηθεί ως ξεχωριστή θέση καθίσματος. Την πρόσοψη του κτιρίου, δεξιά και αριστερά στηρίζουν τέσσερις γυναικείες μορφές, δύο Χάριτες και δύο ‘Ωρες. Το πίσω μέρος και τα χαμηλότερα μέρη του ήταν διακοσμημένα με ανάγλυφες παραστάσεις, όπως η παράσταση της Ταϋγέτης και της Αλκυόνης που τις απάγουν ο Ζεύς και ο Ποσειδών, ο Περσέας που αποκεφαλίζει τη Μέδουσα, η Αθηνά που οδηγεί τον Ηρακλή στον Όλυμπο, η μονομαχία του Αχιλλέα με το Μέμνονα, σκηνές από τους Άθλους του Ηρακλή. Στοές και δωμάτια αποτελούσαν το ιδιόμορφο αυτό κτίσμα (στωικό οικοδόμημα-βωμός), με το εσωτερικό περιστύλιο για την παρακολούθηση των τελετουργιών γύρω από τον τάφο-βωμό του Υακίνθου, που ήταν ταυτόχρονα και βάθρο του κολοσσικού αγάλματος του Απόλλωνος. Οι προσφορές θυσίας σ’ αυτό το βωμό γίνονταν μέσω μιας χάλκινης πόρτας. Εντυπωσιακά είναι τα μικτά κιονόκρανα του ναού. Ο Βαθυκλής συνδύασε την δωρική λιτότητα με την ιωνική λεπτότητα, παρουσιάζοντας ένα άρτιο αποτέλεσμα. Το δε ξόανο/άγαλμα του θεού προεξείχε πάντα, ως κεραία, στο κέντρο του λόφου και της κοιλάδας της Λακωνίας.
Τα «Υακίνθια» τελούνταν τον Λακωνικό μήνα Εκατομβέα (Ιούλιος). Η γιορτή αυτή ήταν πολύ σημαντική, κυρίως για τους Αμυκλαιείς, οι οποίοι, όπου και να βρίσκονταν, γύριζαν στην πατρίδα τους για την συγκεκριμένη γιορτή. Μάλιστα, στις εκστρατείες, οι αρχηγοί έκαναν μηνιαία ανακωχή με τους αντιπάλους τους, έτσι ώστε οι στρατιώτες να συμμετέχουν στα «Υακίνθια». Ήταν τριήμερη γιορτή, με διήμερο πένθος και με χαρμόσυνες τελετές την τρίτη ημέρα. Κατά το πρώτο μέρος γίνονταν καθαρμοί και λιτά δείπνα, ενώ το δεύτερο μέρος γίνονταν πανηγυρικές εκδηλώσεις , αγώνες και θυσίες, ενώ προσφερόταν στο Θεό Απόλλωνα, χιτώνας. Τον χιτώνα είχαν υφάνει Σπαρτιάτισσες και τον μετέφερε πομπή Σπαρτιατισσών παρθένων, μέσω της «Υακινθίας Οδού», που ένωσε τη Σπάρτη με τις Αμύκλες.
Σήμερα, στον χώρο υπάρχει ανάλημμα, περίβολοι και ίχνη θεμελίων από διάφορες περιόδους και ένας κυκλικός βωμός. Αρχιτεκτονικά μέλη μεικτού ρυθμού, δωρικού και ιωνικού εκτίθενται στο Μουσείο Σπάρτης.
Στο διάσελο, το ονομαζόμενο Δειράς (ράχη), μεταξύ των δυο ακροπόλεων -Λάρισας και Ασπίδας- τον 6ο αιώνα π.Χ, ιδρύθηκε το ιερό του Απόλλωνα Δειραδιώτη ή Πυθίου. Ο Παυσανίας (II 24,1-2) αναφέρει ναό του Απόλλωνα που χτίστηκε από τον Δελφιώτη Πυθέα και χάλκινο άγαλμα του θεού το οποίο στεκόταν, μέσα στο ναό, όρθιο. «Δειραδιώτης» Απόλλων ονομάστηκε από το όνομα του τόπου. Υπάρχει και μαντείο εκεί, όπου η πυθία, κάθε μήνα, πίνει από το αίμα προβατίνας που θυσιάζεται νύχτα και «διακατέχεται» από το θεό.
Από το ιερό αυτό σώζεται μια μνημειακή κλίμακα λαξευμένη στο βράχο και ένας βωμός. ΝΑ του βωμού διατηρούνται λείψανα βυζαντινής βασιλικής. Σε απώτερο άνδηρο προς Α, υπάρχει ορθογώνιο υπόστυλο κτήριο, ίσως μαντείο και σε τρίτο άνδηρο σώζονται θεμέλια κτίσματος με υδατοδεξαμενή, ίσως Ασκληπιείο. Σε νοτιότερο, χαμηλότερο άνδηρο σώζονται λείψανα θόλου που πιθανώς ήταν ιερό της Αθηνάς Οξυδερκούς.
Η λατρεία στο χώρο μαρτυρείται από την αρχαϊκή περίοδο (6ος αιώνας π.Χ), αλλά τα περισσότερα μνημεία που σώθηκαν χρονολογούνται στον 4ο αιώνα π.Χ. Επιγραφικά μαρτυρημένες είναι οι επισκευές των ιερών στον ύστερο 4ο – 3ο αιώνα π.Χ και στα πρώιμα αυτοκρατορικά χρόνια (1ος αιώνας μ.Χ). Στην παλαιοχριστιανική εποχή (5ος αιώνας μ.Χ) κτίσθηκε βασιλική ΝΑ του βωμού, η οποία στη βυζαντινή περίοδο (10ος αιώνας μ.Χ) αντικαταστάθηκε από μεγαλύτερη βασιλική.
Σήμερα, η μνημειακή κλίμακα και ο χώρος μπροστά της χρησιμοποιείται και για πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Σύμφωνα με τα νεότερα πορίσματα των ανασκαφών, το ιερό ταυτίζεται με τον χώρο λατρείας και μαντείο του Απόλλωνα των Αβών, φυλετικό ιερό με υπερτοπική ακτινοβολία. Από τους πρώιμους αρχαϊκούς χρόνους (7ος αιώνας π.Χ) το κέντρο του ιερού καταλάμβαναν δύο παράλληλες ακολουθίες ναϊκών οικοδομημάτων, γνωστές σήμερα ως βόρειος και νότιος ναός αντίστοιχα. Ο βόρειος ναός ερμηνεύθηκε πειστικά από τον Felsch ως ναός του Απόλλωνα, ενώ οι ναοί στον νότιο τομέα ήταν πιθανότατα αφιερωμένοι στην Άρτεμη «Ελαφηβόλο». Στον χώρο, πιστοποιείται θρησκευτική και λατρευτική συνέχεια για τουλάχιστον 1.500 χρόνια, ξεκινώντας από Μυκηναϊκά ίχνη και καταλήγοντας στο νεότερο κτίσμα του ιερού της εποχής του Αδριανού (2ος αιώνας μ.Χ).
Οι απαρχές του ιερού ανάγονται στη Μυκηναϊκή εποχή (15ος αιώνας π.Χ). Αργότερα, επάνω από το Μυκηναϊκό ιερό διαμορφώθηκε ένα σημαντικό ιερό της Γεωμετρικής Περιόδου (9ος – 7ος αιώνας π.Χ) με δύο ναούς, μετρίου μεγέθους, έναν βωμό και μια πλατεία λατρευτικών εκδηλώσεων εμπρός από τα δύο οικοδομήματα. Ο νότιος ναός χτίστηκε επάνω από το Μυκηναϊκό ιερό και αφιερώθηκε στην Άρτεμη. Ο βόρειος ναός ο οποίος χτίστηκε σε παρθένο έδαφος, αφιερώθηκε στον Απόλλωνα και είχε έναν βωμό τύπου «εσχάρας» (για χθόνιες – μαντικές; τελετουργίες). Σύμφωνα με τον ανασκαφέα Rainer Felsch, ο ναός του Απόλλωνα έχει μεγάλη ιστορική σημασία καθώς εδώ εισάγεται η λατρεία του Απόλλωνα για πρώτη φορά. Τις πρώτες δεκαετίες του 7ου αιώνα π.Χ, οι ναοί αυτοί ανακατασκευάστηκαν και μεγάλωσαν σε μέγεθος. Οι ναοί αυτοί είναι από τους πρώτους πρόστυλους ναούς που έχουν βρεθεί στον ελλαδικό χώρο και λειτούργησαν έως τις αρχές της αρχαϊκής εποχής (6ος αιώνας π.Χ) οπότε και καταστράφηκαν από πυρκαγιά.
Στην αρχαϊκή εποχή, οι ναοί επισκευάστηκαν. Ήταν μετά τη νίκη των Φωκαίων (Α’ Ιερός Πόλεμος, 560 π.Χ) αποφασίστηκε το ιερό αυτό να καταστεί τόπος λατρείας ολόκληρης της Φωκίδας ώστε να εορτάζονται τα «Ελαφηβόλια». Για το λόγο αυτό, με μια επίχωση, ισοπέδωσαν το μέρος που βρίσκονταν οι προηγούμενοι ναοί και οικοδόμησαν δυο νέους ναούς, περίπτερους, παράλληλα ο ένας με τον άλλο. Στο βόρειο τμήμα τοποθετήθηκε ο ναός που ήταν αφιερωμένος στον Απόλλωνα (44,50 x 14 μέτρα και 18 x 6 κίονες). Ο δεύτερος ναός μικρότερος σε μέγεθος (26,28 x 13,62 μέτρα και 11 x 6 κίονες), τοποθετήθηκε στο νότιο τμήμα . Και στους δύο ναούς υπήρχαν ανάκατα ξύλινοι και πέτρινοι κίονες και οι τοίχοι τους ήταν κατασκευασμένοι από ωμές πλίνθους καλυμμένες με σοβά ενώ οι στέγες αποτελούνταν από χοντρά κεραμίδια επάνω σε ξυλοκατασκευή.
Το αρχαϊκό ιερό, όπως και άλλα της Φωκίδας, κάηκε από τους Πέρσες μετά τη μάχη των Θερμοπυλών (480 π.Χ). Στη συνέχεια, μετά τη νίκη των Ελλήνων εναντίον των Περσών, αποφασίστηκε η κατασκευή ενός μόνο κλασσικού ναού πάνω στα ερείπια των δυο προηγουμένων, στο νότιο τμήμα, αφιερωμένο στην Άρτεμη ενώ στο βόρειο τοποθετήθηκε βωμός. Επάνω από το βωμό υψώθηκε ένας λόφος πηλού, ως προσωρινός βωμός σε επαφή με έναν ορθοστάτη, ο οποίος λειτουργούσε ως τράπεζα προσφορών. Αυτή η τράπεζα με ένα προσωρινό άγαλμα του Απόλλωνος, μια προτομή (πιθανώς λατρευτικού χαρακτήρα). Ο βωμός αυτός, μοναδικό εύρημα σε όλη την Ελλάδα, βρέθηκε άθικτος με όλα τα σκεύη της τελευταίας ιεροτελεστίας όπως δαχτυλίδια, καρφίτσες, μια μεγάλη σούβλα για ψήσιμο, μια πήλινη γυναικεία μάσκα καθώς και ένας χάλκινος κούρος, μοναδικός στην Ελλάδα, που χρονολογείται στα 500-490 π.Χ, τοπικού εργαστηρίου. Ο κλασσικός ναός της Αρτέμιδος δεν διατηρήθηκε για πολύ, διότι καταστράφηκε με τον μεγάλο σεισμό του 426 π.Χ.
Την κλασική εποχή ξανακτίσθηκε μόνο ο βόρειος ναός (Αρτέμιδος). Στην θέση του νότιου ναού (Απόλλωνα) παρέμεινε μόνο ένας ανοικτός λατρευτικός χώρος. Το χειμώνα του 427/6 π.Χ ο βόρειος ναός της Αρτέμιδος υπέστη τόσες μεγάλες καταστροφές, εξαιτίας ενός ισχυρού σεισμού, ώστε έπρεπε να ξανακτισθεί. Η επανοικοδόμησή του έγινε σύμφωνα με ένα νέο, σύγχρονο σχέδιο, το οποίο προδίδει επιρροές από τον Παρθενώνα και τον ναό του Απόλλωνος στις Βάσσες της Φιγαλείας. Η κατασκευή του ναού περατώθηκε το 400 π.Χ, αλλά είναι άγνωστος ο χρόνος της καταστροφής του. Ο ναός ήταν περίπτερος δωρικός (45,80 x 19,26 μέτρα και 14 x 6 κίονες) με πρόναο, οπισθόδομο, σηκό και άδυτο και, συνολικά, 520 σπονδύλους. Η οικοδόμηση του, η οποία άρχισε το 426 π.Χ και τελείωσε το 420 π.Χ, βασίστηκε σε σχέδια της Αθηναϊκής Αρχιτεκτονικής σχολής της κλασσικής εποχής (5ος αιώνας π.Χ) και είναι παρόμοια με αυτά του Παρθενώνα και θα μπορούσε αρχιτέκτονάς του να ήταν ο Ικτίνος.
Ο Παυσανίας αναφέρει ότι ο ναός άνοιγε μόνο δύο φορές το χρόνο, για τα «Ελαφηβόλια» και πιθανώς επίσης για τα «Καισάρεια». Στην εποχή του, το ιερό λειτουργούσε με μεγάλη ακτινοβολία και στις γιορτές μετείχαν και Ρωμαίοι αυτοκράτορες. Στο χώρο του ιερού λατρεύονταν και οι αιγυπτιακές θεότητες της ‘Ισιδος, του Όσιρη και του Άνουβη. Οι τελευταίες σχετικές μαρτυρίες είναι αναθηματικές επιγραφές του 3ου αιώνα μ.Χ. Το ιερό εγκαταλείφθηκε πιθανώς στα χρόνια του Θεοδοσίου Α΄ (4ος αιώνας μ.Χ). Λεηλατήθηκε και καταστράφηκε από τους φανατισμένους Γότθους του Αλάριχου και την επικράτηση του Χριστιανισμού.
Οι ανασκαφές φέρνουν στο φως πληθώρα ευρημάτων. Από το στρώμα της Περσικής καταστροφής, έχουμε αφιερώματα οκτώ σιδερένιων τροχών άμαξας και μία χάλκινη επίστεψη σκήπτρου με τη μορφή κριοκεφαλής. Από τα ευρήματα των προγενέστερων κτισμάτων του νότιου αρχαϊκού ναού ξεχωρίζουν σπαράγματα τοιχογραφιών, του 7ου αιώνα π.Χ, σύνολο 13 ξιφών και 5 λογχών δοράτων, του 8ου αιώνα π.Χ, όπως επίσης και μία χάλκινη φιάλη με ανάγλυφη διακόσμηση, εισηγμένη από τη βόρεια Συρία. Σημαντικός θεωρείται ένας εικονιστικός κρατήρας της Μυκηναϊκής εποχής.
«Ελαφηβόλια» ονομάζεται η αρχαία ελληνική εορτή προς τιμήν της Αρτέμιδος Ελαφηβόλου (αυτής που χτυπά τα ελάφια). Από την εορτή αυτή πήρε το όνομά του ο ένατος μήνας του Αττικού ημερολογίου, «Ελαφηβολιών», ο οποίος αντιστοιχεί στους μήνες Φεβρουάριο – Μάρτιο. Η γιορτή αυτή πραγματοποιείτο την 6η ημέρα αυτού του μήνα σε αρκετές περιοχές της αρχαίας Ελλάδος. Δεν γνωρίζουμε πολλές λεπτομέρειες, σχετικά με τη γιορτή, παρά μόνο ότι αρχικά τελούνταν θυσίες ελαφιών, ένα έθιμο στο οποίο αργότερα προστέθηκε προσφορά γλυκισμάτων σε σχήμα ελαφιού, τα οποία ήταν παρασκευασμένα από αλεύρι, μέλι και σουσάμι. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ήταν η μεγαλύτερη εορτή της πόλεως Υάμπολης της Φωκίδας, η οποία γιορταζόταν σε ανάμνηση μιας μεγάλης νίκης των κατοίκων της πόλης εναντίον των Θεσσαλών και ότι υπήρχε ιερό της Αρτέμιδος στην πόλη.
Σύμφωνα με τον ομηρικό ύμνο για τον Απόλλωνα, όταν ο θεός αναζητούσε θέση για να ιδρύσει το μαντείο του, έφθασε και στο Ληλάντιο πεδίο. Ο πρώτος ναός χρονολογείται στα γεωμετρικά χρόνια και πιθανόν βρισκόταν κοντά στο λιμάνι, καθώς η θάλασσα τότε έφθανε μέχρι την περιοχή της αγοράς. Πρόκειται για εκατόμπεδο αψιδωτό κτίσμα, το αρχαιότερο αυτής της μορφής από όσα αναφέρει ο Όμηρος και λίγο μεταγενέστερο από τον εκατόμπεδο ναό του Ηραίου της Σάμου. Δίπλα του, στο νότιο τμήμα, αποκαλύφθηκε ένα άλλο αψιδωτό κτίσμα, το αρχαιότερο στην Ερέτρια, το λεγόμενο «Δαφνηφόριο» (7,5 x 11,5 μ.), που συνδέεται με την πρώιμη λατρεία του Απόλλωνα στους Δελφούς. Στο κέντρο του οικοδομήματος αυτού διατηρήθηκαν οι πήλινες βάσεις, στις οποίες στηρίζονταν οι κορμοί δάφνης που στερέωναν τη στέγη. Στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ οικοδομήθηκε, πάνω στο γεωμετρικό, ένας δεύτερος εκατόμπεδος ναός, μετά από επιχωμάτωση και δημιουργία ενός ισχυρού ανδήρου. Ο ναός αυτός διέθετε ξύλινους κίονες (6 x 19), αλλά και αυτός επιχώθηκε, για να οικοδομηθεί ο νέος, ο επιφανέστερος από όλους τους ναούς της πόλης.
Δυστυχώς, το μεγαλύτερο τμήμα των αρχιτεκτονικών μελών του ναού αλλά και άλλων ιερών της πόλης επαναχρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό και από την ανωδομή του μνημείου έχουν διασωθεί μόνο ορισμένοι σπόνδυλοι, θραύσματα κιονοκράνων και τριγλύφων. Από το θαυμάσιο γλυπτό διάκοσμό του σώζονται τμήματα της ανάγλυφης παράστασης που κοσμούσε το δυτικό αέτωμα, όπου εικονιζόταν σκηνή Αμαζονομαχίας. Στην παράσταση, κεντρική θέση είχε η Αθηνά, από την οποία σώζεται ο κορμός με το γοργόνειο στο στήθος, ενώ εξαιρετικής τέχνης είναι και το σύμπλεγμα του Θησέα με την Αντιόπη, που χαρακτηρίζεται από ευαισθησία και απαλότητα στους όγκους, εσωτερική δύναμη και σαφήνεια, παρά τη διακοσμητική τάση στην κόμμωση των μορφών και στις πτυχές των ενδυμάτων τους.
Ο πρώτος ναός του Απόλλωνος των ιστορικών χρόνων, επιβλητικός παρά το μικρό ακόμη μέγεθός του, χτίστηκε τον 6ο αιώνα π.Χ (μεταξύ των ετών 530-510 π.Χ). Ήταν απλός, δωρικού ρυθμού περίπτερος «εν παραστάσι» ναός από ντόπιο δηλιακό πωρόλιθο. Στο α΄ ήμισυ του 6ου αιώνα π.Χ, οι γλύπτες Τεκταίος και Αγγελίων φιλοτέχνησαν ένα μεγάλων διαστάσεων (ύψους 4-5 μέτρων, περίπου) λατρευτικό άγαλμα του Απόλλωνος, από ξύλινο πυρήνα με επένδυση χρυσού ελάσματος («σφυρήλατον»), το οποίο, πιθανόν να στεγαζόταν εντός του ναού και δεν αποκλείεται να κατασκευάσθηκε επί τόπου.
Ο δεύτερος ναός του Απόλλωνα, χτίστηκε λίγο πιο νότια του πρώτου, μετά την ίδρυση της Α΄ Αθηναϊκής ή Δηλιακής Συμμαχίας (478 π.Χ), όταν το ιερό τέθηκε ολοκληρωτικά υπό Αθηναϊκή επιρροή. Ο ναός αυτός ήταν δωρικός περίπτερος, διπλός «εν παραστάσι» (πτερό 6 x 13 κίονες), που ωστόσο δεν πρόλαβε να τελειώσει: έφθασε μόλις μέχρι τον θριγκό, μιας και η οικοδόμησή του σταμάτησε το 454 π.Χ, όταν το κοινό ταμείο τον συμμάχων μεταφέρθηκε από την Δήλο στην Αθήνα και σημαντικό μέρος των χρημάτων χρησιμοποιήθηκε για την υλοποίηση του μεγαλεπήβολου Περίκλειου οικοδομικού προγράμματος στην Ακρόπολη. Ύστερα από μακροχρόνια διακοπή των εργασιών, ο ναός ολοκληρώθηκε μετά το 303 π.Χ. Και αυτός ο ναός είχε προσανατολισμό προς δυσμάς, στρεφόμενος προς τον πρωιμότερο χώρο λατρείας. Στο εσωτερικό του υπήρχαν τοποθετημένα πολλά ράφια για την εναπόθεση των αναθημάτων, διαμόρφωση που έκανε τον ναό να μοιάζει περισσότερο με θησαυρό.
Ένας τρίτος ναός, αφιερωμένος στον Απόλλωνα, ιδρύθηκε από τους Αθηναίους, σε μια προσπάθεια να εξευμενίσουν τον καταστροφέα-λυτρωτή θεό. Ήταν το διάστημα 425 – 417 π.Χ, όταν η Αθήνα, έκλεινε την αυλαία του μεγαλείου της, βαθύτατα επηρεασμένη από την γενική κρίση εξαιτίας του λοιμού (429 και 427/6 π.Χ). Ο νέος ναός, που υψώθηκε ανάμεσα στον παλιό (πρώτο) πώρινο ναό και στον ακόμη τότε ημιτελή δεύτερο περίπτερο ναό, κατασκευάσθηκε από λευκό πεντελικό μάρμαρο και πιθανότατα από τεχνίτες που είχαν εργαστεί στα μεγάλα οικοδομικά σύνολα της Αθήνας. Μάλιστα, η δεξιοτεχνία της εκτέλεσης, η αντίληψη των μορφών καθώς και η πρωτότυπη και συνάμα άρτια συναρμογή των αρχιτεκτονικών στοιχείων παραπέμπουν στον γνωστό αρχιτέκτονα Καλλικράτη, συνάδελφο του Ικτίνου στον Παρθενώνα και αρχιτεχνίτη του ναού της Αθηνάς Νίκης. Αξιοπρόσεχτη είναι η διαμόρφωση του ευρύχωρου σηκού, ο οποίος προφανώς προοριζόταν να φιλοξενήσει ένα –μάλλον προϋπάρχον– σύνταγμα επτά μεγάλων αγαλμάτων πάνω σε ημικυκλική βάση («ο οίκος εν ώ τα επτά»). Τα ξύλινα φατνώματα του ναού είχαν τοποθετηθεί στο επικλινές της δίρριχτης στέγης, διαμορφώνοντας αέτωμα πάνω από τους εσωτερικούς τοίχους. Πάνω από τον τέλεια ζυγισμένο θριγκό και τα αετώματα, τα διακοσμητικά σύνολα των οποίων έχουν πλέον χαθεί, αιωρούνταν οι πλουσιότερες συνθέσεις που ξέρουμε σε ακρωτήρια, που αποτελούν αντίλαλο του Παρθενώνος, στα αετωματικά ανάγλυφα του οποίου αναζητήθηκαν τα πρότυπα ετούτων των μορφών, συνδυασμένων σε μυθολογικό-συμβολικό επίπεδο με τους αέρηδες: στα δυτικά η Ηώς σηκώνει ψηλά τον Κέφαλο, ενώ στα ανατολικά ο Βορέας (ο άγριος βοριάς) αρπάζει την Ωρείθυια, θυγατέρα του μυθικού ήρωα και βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέως.
Το ιερό σύμφωνα με διάφορες ενδείξεις ήταν αφιερωμένο στον Απόλλωνα, τη Δήμητρα και την Κόρη, με έμφαση στις χθόνιες ιδιότητές τους. Η λατρεία χθόνιων θεοτήτων που σχετίζονται με τη γονιμότητα και την αύξηση της βλάστησης δικαιολογείται από την ίδρυση του ιερού στον πυρήνα μιας περιοχής πλούσιας σε παραγωγικούς πόρους, κατάλληλης κυρίως για αγροτική εκμετάλλευση. Επιπλέον το ιερό αυτό αποτέλεσε κέντρο λατρείας και παράγοντα συνοχής των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής του.
Ο μαρμάρινος ναός αντιπροσωπεύει ένα από τα σημαντικότερα βήματα στην εξέλιξη της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Κατά την Παλαιοχριστιανική περίοδο (5ος – 6ος αιώνας μ.Χ), ο αρχαίος ναός μετατράπηκε σε βασιλική.
Έως τον 8ο αιώνα μ.Χ, οπότε ο χώρος εγκαταλείφθηκε, γύρω του αναπτύχθηκαν διάφορες εργαστηριακές εγκαταστάσεις για την παραγωγή λαδιού, κρασιού και κεραμικών.
Αργότερα η λατρεία συνεχίστηκε στο μικρό μονόχωρο ναό, αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο, που οικοδομήθηκε στην αψίδα της ερειπωμένης Βασιλικής.
Ο ναΐσκος του Αγίου Ιωάννη μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση το 1977 για τις ανάγκες αναστήλωσης του αρχαίου ναού.
Κτίσμα του 6ου αιώνα π.Χ, αποτελείται από 4 μονόλιθους κατασκευασμένους από ναξιακό μάρμαρο με μήκος πάνω από 6 μέτρα και βάρους περίπου 20 τόνων. Γύρω στο 530 π.Χ, ξεκίνησε η κατασκευή του ναού από τον τύραννο Λύγδαμη η οποία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Η ιστορία του ναού έχει διάφορες φήμες να τον ακολουθούν. Το ορθογώνιο σχήμα του έχει προσανατολισμό προς τη Δήλο.
Τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού ο ναός μετατράπηκε, όπως συνηθιζόταν εκείνη την περίοδο, σε βασιλική και παρέμεινε έτσι ως την περίοδο της Ενετοκρατίας. Διάφορα μαρμάρινα τμήματά του χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του Ενετικού Κάστρου. Επίσης σύμφωνα με τη μυθολογία στο νησάκι Παλάτια εγκατέλειψε ο Θησέας την Αριάδνη που στη συνέχεια έκλεψε ο Διόνυσος.
Το υλικό που χρησιμοποιήθηκε προέρχεται από το κοντινό αρχαίο λατομείο του Πετσοφά. Στο χώρο διακρίνονται ακόμα λείψανα δρόμου που ένωνε το ιερό με την πόλη της Αιολικής Αρίσβης, της οποίας ήταν τόπος προσκυνήματος και λατρείας.
Από τους δύο ναούς, ο Ναός Α θεωρείται πρωιμότερος και τοποθετείται, βάσει των αναλογιών της κάτοψης (29,20 x 18,70μέτρα), στους πρώιμους αρχαϊκούς χρόνους. Τα οικοδομικά λείψανα, τα οποία αποκαλύφθηκαν το 1924, καθώς και στο πλαίσιο των εργασιών του ΕΣΠΑ, μαρτυρούν ότι τον κυρίως ναό αποτελούσαν τρεις διαδοχικοί χώροι -πρόδομος, σηκός και οπισθόδομος- τους οποίους περιέβαλε εξωτερική κιονοστοιχία, το λεγόμενο «πτερό».
Λίγο βορειότερα του Ναού Α βρίσκεται ο Ναός Β, θεμελιωμένος στον φυσικό βράχο, στο πιο επίπεδο τμήμα του πλατώματος. Ο ναός σώζεται έως τον στυλοβάτη, το επίπεδο, δηλαδή, όπου εδράζονταν οι κίονες της εξωτερικής κιονοστοιχίας, της λεγόμενης «περίστασης», η οποία περιέβαλε τον κυρίως ναό. Μάλιστα, στη ΒΔ γωνία του στυλοβάτη βρέθηκαν στη θέση τους δύο βάσεις κιόνων, στοιχείο από το οποίο προκύπτει ότι η περίσταση αποτελούνταν από 46 συνολικά κίονες.
Η λατρευόμενη θεότητα του Ιερού συνδέθηκε με την γνωστή, από τις αρχαίες πηγές, λατρεία στη Λέσβο του «Ναπαίου» Απόλλωνος. Τα νέα ευρήματα, όπως το θραύσμα πήλινης πλάκας με εγχάρακτη επιγραφή «..ΛΩΝΟΣ» από τα θεμέλια του Ναού Α, καθώς και τμήμα χάλκινου ειδωλίου κούρου από το βάθρο του λατρευτικού αγάλματος του Ναού Β, τεκμηριώνουν την υπόθεση για τη λατρεία του θεού του Φωτός και της Μουσικής στο Αιολικό, αρχαϊκό Ιερό της Κλοπεδής.
Σήμερα, στον ίδιο χώρο μπορεί να δει κανείς μόνο τις δυο μεγάλες χριστιανικές εκκλησίες, του Χριστού της Ιερουσαλήμ και της Αγίας Σοφίας, οι οποίες ανεγέρθηκαν τον 5ο και 6ο αιώνα μ.Χ, αντίστοιχα.
Πριν από την έναρξη των ανασκαφικών εργασιών στο χώρο του ναού, το μνημείο κάλυπτε ένας χαμηλός στενόμακρος λόφος ύψους 2 μέτρων, ο οποίος δημιουργήθηκε από τη διάλυση των πλίνθων με τις οποίες είχε κατασκευαστεί το ανώτερο τμήμα των τοίχων του. Με αφορμή την έντονη λαθρανασκαφική δραστηριότητα, το 1994 ξεκίνησε η ανασκαφή, η οποία συνεχίστηκε μέχρι το 1997, φέρνοντας ανέλπιστα στο φως έναν εκατόμπεδο, περίπτερο, δωρικό ναό, με εσωτερική κιονοστοιχία, που χρονολογείται λίγο πριν τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ (560-550 π.Χ), με βάση το λατρευτικό χάλκινο άγαλμα, τον τύπο των δωρικών κιονοκράνων και την τυπολογία των ηγεμόνων καλυπτήρων της στέγης.
Στο μέσον περίπου του σηκού μπροστά από τον τρίτο κίονα της εσωτερικής κιονοστοιχίας και σε επαφή με αυτόν υπάρχει ορθογώνιο βάθρο για τα λατρευτικά αγάλματα του ναού. Πεσμένο πάνω και δίπλα σε αυτό βρέθηκε σε τρία μέρη το χάλκινο άγαλμα του Απόλλωνα στον τύπο του οπλίτη. Το γεγονός ότι βρέθηκε πάνω στο βάθρο, στην ίδια σχεδόν θέση, όπου λατρεύονταν για αιώνες, δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι το άγαλμα είναι λατρευτικό. Το άγαλμα ύψους 0,82 μέτρων, με βάση τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά του, χρονολογείται στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. Η μορφή φορά στο κεφάλι κωνικό κράνος με επαυχένιο, θώρακα στο στήθος, στα χέρια περιβραχιόνια και περιπήχια και στα πόδια περικνημίδες. Από τη στάση των χεριών υποθέτουμε πως στο σηκωμένο δεξί χέρι ο θεός κρατούσε δόρυ από το οποίο σώζεται το ανώτερο τμήμα του, ενώ στο αριστερό πιθανόν τόξο.
Η λατρεία του θεού Απόλλωνα («Άπλουν» στη Θεσσαλική διάλεκτο), με διάφορες επικλήσεις και τοπικές λατρείες, ήταν ιδιαίτερα αγαπητή στην αρχαία Θεσσαλία. Η ταύτιση του χάλκινου αγάλματος με τη θεϊκή μορφή του Aπόλλωνα, αν και αρχικά προβληματική, καθώς η απεικόνιση του θεού ως οπλίτη και μάλιστα με πλήρη εξοπλισμό, είναι σπάνια, επιβεβαιώνεται από το κείμενο μιας ενεπίγραφης αναθηματικής στήλης του 4ου αιώνα π.Χ, η οποία βρέθηκε, σε κομμάτια, μέσα στο σηκό του ναού. Τέλος από παραστάσεις νομισμάτων της αρχαίας Μητρόπολης, στην περιφέρεια της οποίας βρίσκονταν ο ναός, επιβεβαιώνεται η λατρεία του Απόλλωνα στην πόλη.
Το πρώτο οικοδόμημα, του 7ου αιώνα π.Χ, ήταν ένας τετράπλευρος σηκός με τέσσερις ξύλινους κίονες, στο κέντρο, για την υποστήριξη της στέγης. Οι εξωτερικοί τοίχοι και οι βαθμίδες του κρηπιδώματος καλύφθηκαν με αρχαϊκές επιγραφές. Στην ελληνιστική περίοδο προστέθηκε μνημειώδης πρόναος, ενώ ανάμεσα στους κίονες τοποθετήθηκαν στήλες με επιγραφές. Μετατροπές και προσθήκες έγιναν και στη Ρωμαϊκή περίοδο ενώ στα δυτικά του ναού οικοδομήθηκε ένα μικρό θέατρο. Στα μεσοβυζαντινά χρόνια, στον περιβάλλοντα χώρο του ναού, που είχε εγκαταλειφθεί, οικοδομήθηκαν κατοικίες και υδραγωγεία.
Η αρχαία Ζώνη ήταν η σημαντικότερη και ακμαιότερη από τις αποικίες της Σαμοθράκης. Η πόλη αναπτύχθηκε στις νότιες πλαγιές χαμηλού λόφου, στις παρυφές των Ζωναίων και έφθανε μέχρι την θάλασσα. Περιβάλλεται από οχυρωματικό περίβολο. Στα οικοδομικά τετράγωνα αναγνωρίζουμε αρκετά στοιχεία της τυπικής ελληνικής κατοικίας του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ. στην πόλη λατρεύονταν η θεά Αφροδίτη, ο Διόνυσος, η Δήμητρα και ο Απόλλωνας. Μέχρι στιγμής έχουν βρεθεί τα δύο ιερά: το μικρότερο, αφιερωμένο στη Δήμητρα και το δεύτερο, αφιερωμένο στον Απόλλωνα.
Ο ναός του Απόλλωνα είναι το σημαντικότερο δημόσιο κτήριο της αρχαίας Ζώνης και, παράλληλα, το μοναδικό ταυτισμένο αρχαϊκό ιερό Απόλλωνα σε όλο το χώρο της Θράκης. Ο ναός έχει διαστάσεις 9 x 15 μέτρα , με προσανατολισμό από Β προς Ν και σώζεται σε επίπεδο θεμελίωσης με τριβαθμιδωτή κρηπίδα στην νότια πρόσοψη. Έχει χαρακτηριστικά ναού πρόστυλου ή εν παραστάσι. Από τα σωζόμενα πήλινα αρχιτεκτονικά του μέλη φαίνεται ότι στην κύρια οικοδομική του φάση ήταν ιωνικού ρυθμού και χρονολογείται στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. Αποτελεί το βασικό οικοδόμημα ενός εντυπωσιακά μεγάλου, σε σχέση με το μέγεθος της πόλης συγκροτήματος, που καταλαμβάνει μια έκταση 65 x 105 μέτρων, στο κέντρο της πόλης. Ο χώρος του ιερού ορίζεται από περίβολο που σώζεται σε επίπεδο θεμελίωσης.
Η ταύτιση του ναού τεκμηριώνεται από την αναγραφή του ονόματος του θεού σε έναν ασυνήθιστα μεγάλο αριθμό (περίπου 300) θραυσμάτων ενεπίγραφης κεραμικής από το εσωτερικό του, αλλά και τον περιβάλλοντα χώρο του. Τα ενεπίγραφα αυτά όστρακα έχουν όμως ιδιαίτερη σημασία, γιατί μαζί με πέντε λίθινες επιγραφές (η μια εκ των οποίων και το δίγλωσσο δημόσιο ψήφισμα) μας έδωσαν τα πρώτα ερμηνεύσιμα στοιχεία για την γλώσσα των Θρακών στην περιοχή αυτή. Χαραγμένες με ελληνικούς χαρακτήρες, αλλά ακατανόητες στην αρχή, αποδείχθηκε ότι αποτελούν τη μεγαλύτερη συγκέντρωση θρακικών επιγραφών που έχει βρεθεί, μέχρι σήμερα, σε ολόκληρη τη Βαλκανική και μας επέτρεψαν για πρώτη φορά να προσεγγίσουμε μια διαπιστωμένη πλέον τοπική θρακική διάλεκτο, η οποία μάλιστα εμφανίζει εξαιρετική συγγένεια με την ελληνική γλώσσα.
Η ακμή του χρονολογείται στον 6ο αιώνα π.Χ, αλλά σύμφωνα με τις πρόσφατες έρευνες τα πρωιμότερα ίχνη λατρείας ανάγονται στον 8ο αιώνα π.Χ. Μέχρι σήμερα έχουν αποκαλυφθεί 12 κτίρια, μεταξύ των οποίων ο αρχαϊκός ναός και το εστιατόριο.
Εκτός από τον Απόλλωνα, στο ιερό συλλατρευόταν η Εστία και πιθανότατα και η Άρτεμη. Τα ευρήματα από το ιερό μαρτυρούν τον πλούτο του και τις επαφές τους με την Ηπειρωτική Ελλάδα και την Ανατολή: μαρμάρινοι κούροι και κόρες, περίτεχνα αγγεία, ελεφαντοστέινα αντικείμενα, κοσμήματα, ειδώλια κ.α.
Η αποκάλυψη του ιερού άλλαξε ριζικά το λατρευτικό τοπίο των γεωμετρικών και αρχαϊκών Κυκλάδων, αφού το πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση ιερό μετά από αυτό της Δήλου.
Σήμερα, μπορεί να επισκεφτεί κανείς το χώρο των ανασκαφών, με καραβάκι το οποίο ξεκινά από τον Άη Γιώργη της Αντιπάρου και περνά το στενό θαλάσσιο πέρασμα, που τον χωρίζει από το Δεσποτικό.
Οι περίοδοι χρήσης του ιερού είναι γνωστές και συνδέονται άμεσα με την ιστορία της περιοχής. Το ιερό ιδρύθηκε στην όψιμη αρχαϊκή εποχή από τους κατοίκους της Σάνης, αποικίας των Ανδρίων και επιβίωσε στα κλασικά χρόνια. Έχει μάλιστα βρεθεί θραύσμα επιγραφής του 5ου αιώνα π.Χ, που καθόριζε τα όρια του ιερού. Η ακμή του πάντως πρέπει να ήταν στην ελληνιστική εποχή, όταν ο αδελφός του Κασσάνδρου, Αλέξανδρος, έκτισε το 315 π.Χ, την Ουρανούπολη και ενσωμάτωσε το ιερό, επισκευάζοντας τα παλιά κτήρια και κτίζοντας νέα.
Το πρώτο κτήριο που έχει ανασκαφεί χρονολογείται στην όψιμη Αρχαϊκή εποχή. Πρόκειται για έναν οίκο με σηκό και πρόναο εν παραστάσι που υψώνεται επάνω σε πόδιο από διορίτη (ύψος 1 μέτρο) και έχει τοίχους από ασβεστόλιθο με διακοσμημένο το εξωτερικό μέτωπο με κυψελωτό κόσμημα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η στέγη του ναού με τα πήλινα κορινθιακά κεραμίδια και τα πήλινα ακρωτήρια-Νίκες με γραπτή διακόσμηση. Τα τελευταία είναι εξαιρετικά δείγματα υστεροαρχαϊκής γλυπτικής και παραπέμπουν σε ελάχιστα ανάλογα παραδείγματα από ιερά της νότιας Ελλάδας, όπως της Ολυμπίας.
Το δεύτερο κτίσμα είναι ένας ναός που χρονολογείται στην Ελληνιστική περίοδο. Αποτελείται από πρόναο με πρόσταση και σηκό με τρεις εισόδους, κτιστό θρανίο, τράπεζα για προσφορές και περίπου στο κέντρο τελετουργική εστία. Τα πιο ενδιαφέροντα ευρήματα από το κτήριο αυτό είναι δύο μαρμάρινα κεφάλια, Ήλιου και νέας γυναίκας, που βρέθηκαν κοντά στην ανατολική είσοδο του σηκού, ένας πήλινος βωμός με γραπτή διακόσμηση, ένας τύπος πήλινου εξαεδρικού αγγείου με προχοή και ταινιόσχημη λαβή, προϊόν ντόπιου εργαστηρίου, εφόσον δε συναντάται σε άλλα μέρη του Ελληνικού κόσμου.
Τα ευρήματα από το ιερό της Αρχαϊκής εποχής δεν παρέχουν στοιχεία που να οδηγούν στην ταύτιση της θεότητας ή των θεοτήτων που λατρεύονταν κατά την αρχαϊκή εποχή. Τα ευρήματα όμως από το Ελληνιστικό κτήριο δείχνουν πως ο Ήλιος ή ο Απόλλων-Ήλιος λατρευόταν ως κύρια θεότητα στο ναό, ενώ πιθανότατα υπήρχαν και σύνναοι θεοί, ίσως η Άρτεμις-Σελήνη.
Ο Δίας ή Ζευς σύμφωνα με την αρχαία ελληνική θεογονία είναι ο «Πατέρας των θεών και των ανθρώπων» που κυβερνά τους Θεούς του Ολύμπου. Αυτός είναι ο θεός του ουρανού και του κεραυνού στην ελληνική μυθολογία. Είναι το νεότερο παιδί του Κρόνου και της Ρέας. Στις περισσότερες παραδόσεις είναι παντρεμένος με την Ήρα, αν και στο μαντείο της Δωδώνης, σύζυγος του αναφέρεται η Διώνη. Ήταν ο δυνατότερος και σπουδαιότερος όλων των μυθολογικών όντων και θεών.
Ο Κρόνος απέκτησε πολλά παιδιά από τη Ρέα: την Εστία, την Δήμητρα, την Ήρα, τον Άδη και τον Ποσειδώνα, αλλά τα κατάπιε όλα τη στιγμή που γεννήθηκαν, αφού είχε μάθει από τη Γαία και τον Ουρανό ότι ο γιος του θα τον ανατρέψει, όπως ο ίδιος είχε ανατρέψει τον δικό του πατέρα. Όταν ο Δίας ήταν έτοιμος να γεννηθεί, η Ρέα ζήτησε από τη Γαία να επινοήσει ένα σχέδιο για να τον σώσει, έτσι ώστε ο Κρόνος να τιμωρηθεί για τις πράξεις του ενάντια στον πατέρα του Ουρανό και τα παιδιά του. Η Ρέα γέννησε το Δία στο Δικταίο Άντρο της Κρήτης, παραδίδοντας στον Κρόνο μια πέτρα τυλιγμένη στα σπάργανα, την οποία κατάπιε.
Ο Δίας μετά την ενηλικίωση του ανάγκασε τον Κρόνο να ξεράσει πρώτα την πέτρα και στη συνέχεια τα αδέλφια του, με την αντίστροφη σειρά της κατάποσης. Μαζί με τα αδέλφια του, με τους Γίγαντες, τους Κύκλωπες και τους Εκατόγχειρες ανέτρεψε τον Κρόνο και τους άλλους Τιτάνες στον αγώνα που ονομάστηκε Τιτανομαχία.
Η λατρεία του Δία σύμφωνα με τις φιλολογικές πηγές και τα αρχαιολογικά δεδομένα φαίνεται ότι επικρατούσε στην περιοχή γύρω από την Πνύκα. Άλλωστε με τον πατέρα των θεών και των ανθρώπων συνδέονται και οι λατρείες των Μουσών, των Νυμφών, του Πανός, της Ειλείθυιας και Αρτέμιδος που έχουν ιερά στην περιοχή.
Στο κέντρο του προβόλου, όπου ο κυρίως χώρος του ιερού, η λαξευτή κατασκευή με περιμετρικούς αγωγούς πιστεύεται ότι είναι ο βωμός του Θεού. Στα νότια η περιοχή αυτή ορίζεται από ραβδωτή οδό, στην οποία πιθανόν αναφέρεται η επιγραφή «HOROS».
Συνέχεια των αρχαίων λατρειών θεωρείται η λατρεία της Αγίας Μαρίνας με την ίδρυση μέσα σε αρχαία δεξαμενή του ομώνυμου μικρού ναού για τη λατρεία της ως προστάτιδας των άρρωστων παιδιών.
Τις γονιμοποιούς ιδιότητες της Ειλειθυίας και των Νυμφών διατήρησε μέχρι τα νεότερα χρόνια το έθιμο της «Κυλήθρας» (τσουλίθρας), όπου στα λειασμένα βράχια της Αγίας Μαρίνας οι άτεκνες γυναίκες γλιστρούσαν για να εξασφαλίσουν την γονιμότητα.
Η οικοδόμηση του ναού συνεχίσθηκε από τον Βασιλέα της Συρίας Αντίοχο τον Δ΄ τον Επιφανή, με τον Ρωμαίο αρχιτέκτονα Κοσσούτιο, το 175 π.Χ., στις ίδιες διαστάσεις και αναλογίες με τον αρχαϊκό αλλά από μάρμαρο, σε Κορινθιακό ρυθμό, αργότερα από τον Αύγουστο και αποπερατώθηκε τελικά από τον Φιλέλληνα αυτοκράτορα Αδριανό, ο οποίος και τον εγκαινίασε το 131-132 μ.Χ.
Στην κορυφή του όρους στη θέση που είναι σήμερα το εκκλησάκι του προφήτη Ηλία υπήρχε ο αρχαιότερος ναός της Ευρώπης (τρείς γενεές πριν από τον πόλεμο της Τροίας) αφιερωμένος στη λατρεία του Ελλανίου Διός. Μεγάλες πέτρες λαξευμένες εντοιχισμένες στο εκκλησάκι είναι πιθανά τμήματα του ναού εκείνου. Κάποτε στην Ελλάδα έπεσε μεγάλη ξηρασία, είχε να βρέξει τρία χρόνια σαν τιμωρία των θεών επειδή ο Πέλοπας σκότωσε τον βασιλιά Στύμφαλο. Απελπισμένοι οι ‘Ελληνες πήγαν να συμβουλευτούν το Μαντείο των Δελφών όπου η Πυθία τους είπε πως μόνον αν προσευχηθεί ο Αιακός θα στείλουν οι Θεοί την πολυπόθητη βροχή. Κι έτσι οι Έλληνες έστειλαν πρεσβεία στον Αιγινήτη βασιλιά για να τον παρακαλέσουν να προσευχηθεί. Κι έτσι ο Αιακός ανέβηκε στην πιο ψηλή κορυφή του νησιού και έκανε δέηση στον Δία. Οι θεοί έστειλαν την βροχή πριν ακόμα τελειώσει την προσευχή του ο Αιακός και εκείνος για να τους ευχαριστήσει έχτισε έναν ναό προς τιμήν του Διός, πατέρα όλων των Ελλήνων, τον Ελλάνιο Δία. Ο λαός πιστεύει ακόμα και σήμερα πως όταν το βουνό σκεπαστεί με σύννεφα θα βρέξει.
Στους πρόποδες του Ελλανίου Όρους υπάρχει επιγραφή που μας κάνει γνωστή τη ύπαρξη μικρού ιερού αφιερωμένου στις Κωλιάδες Νύμφες καθώς επίσης αναφέρεται ότι ίσως στην περιοχή που βρίσκονταν ο ναός του Ελλανίου Διός να υπήρχε και ναός αφιερωμένος στην Εκάτη.
Ο ναός έχει προσανατολισμό Α-Δ και είναι περίπτερος με έξι κίονες στις στενές και δεκατρείς στις μακρές πλευρές. Το ύψος των κιόνων ήταν 10,43 μ. και η κατώτερη διάμετρός τους 2,25 μ. Οι κίονες και οι τοίχοι ήταν κατασκευασμένοι από ντόπιο κογχυλιάτη λίθο και καλυμμένοι με λευκό μαρμαροκονίαμα, ενώ μόνο τα γλυπτά των αετωμάτων, η κεράμωση και οι λεοντοκεφαλές-υδρορροές ήταν από μάρμαρο. Ο ναός αποτελείται από πρόναο, σηκό και οπισθόδομο. Ο πρόναος και ο οπισθόδομος είναι δίστυλοι εν παραστάσι και στο δάπεδο του προνάου σώζεται ψηφιδωτό δάπεδο ελληνιστικών χρόνων με παράσταση τριτώνων. Μπροστά στην είσοδο του προνάου, σε μικρό τετράγωνο χώρο που είναι στρωμένος με εξαγωνικές μαρμάρινες πλάκες, γινόταν η στέψη των Ολυμπιονικών. Ο σηκός χωρίζεται σε τρία κλίτη από δύο σειρές δίτονης κιονοστοιχίας, με επτά δωρικούς κίονες η καθεμία. Στο βάθος του σηκού ήταν τοποθετημένο το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία, ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Κατασκευάσθηκε από το Φειδία γύρω στο 430 π.Χ. και είχε ύψος πάνω από 12 μ. Ο θεός παριστανόταν καθισμένος στο θρόνο του, κρατώντας στο αριστερό χέρι σκήπτρο και στο δεξί μία φτερωτή Νίκη. Τα γυμνά μέρη του σώματός του ήταν από ελεφαντόδοντο, ενώ από χρυσό ήταν το ιμάτιό του και ο θρόνος, που έφερε ανάγλυφες μυθολογικές παραστάσεις. Μετά την κατάργηση των Ολυμπιακών Αγώνων, το άγαλμα μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και καταστράφηκε από φωτιά γύρω στο 475 μ.Χ.
Στην κορυφή (ύψος 800 μ. περίπου), βρίσκεται σήμερα το παλιό μοναστήρι της Παναγίας Βουλκάνου το οποίο είναι κτισμένο από τα ίδια οικοδομικά υλικά του αρχαίου ναού του Διός.
Ανατολικότερα από την μονή Βουλκάνου σώζονται τα θεμέλια του ιερού του Διός.
Το χάλκινο πόδι αναθηματικού τρίποδα που βρέθηκε κοντά στο μοναστήρι της δείχνει ότι η λατρεία του Ιθωμάτα τελούνταν τουλάχιστο από την γεωμετρική περίοδο -900 έως -700.
Προς τιμήν του Ιθωμάτα τελούνταν αγώνες, τα Ιθωμαία, των οποίων την οργάνωση αναλάμβαναν αγωνοθέτες. Χώρος τέλεσης τους ήταν το Στάδιο.
Ο υπέρλαμπρος ήλιος που λούζει την κορυφή του φαίνεται να γέννησε και το όνομά του βουνού κατά την αρχαιότητα. «Λύκαιο» σημαίνει λαμπρό και άφθονο φώς και προέρχεται από την πανάρχαια ρίζα «λύκ» (από όπου προέρχονται οι λέξεις λυκόφως, κ.α.). Οι τοπικοί μύθοι, ήθελαν τον Δία να έχει γεννηθεί στη θέση «Κρητέα» του βουνού, και να έχει ανατραφεί από τις τρεις εντόπιες Νύμφες, την Αγνώ, την Νέδα και τη Θεισόα. Ο Παυσανίας αναφέρει:
«Στά αριστερά του ιερού της Δεσποίνης βρίσκεται το βουνό Λύκαιον. Μερικοί Αρκάδες το ονομάζουν και Όλυμπο, άλλοι Ιερή κορυφή. Και λένε ότι ο Ζεύς σ’ αυτό το βουνό ανατράφηκε. Υπάρχει κιόλας στο Λύκαιο και μία περιοχή που την λένε Κρητέα -αυτή η Κρητέα βρίσκεται αριστερά από το άλσος του λεγόμενου Παρρασίου Απόλλωνος- και οι Αρκάδες υποστηρίζουν ότι η Κρήτη, όπου κατά την Κρητική παράδοση ανατράφηκε ο Ζεύς, είναι αυτός ο τόπος και όχι το νησί.»
Σ’ αυτή την κορυφή υπήρχε ο περίφημος βωμός των θυσιών, «το χώμα γης» του Παυσανία, καθώς και το άβατο τέμενος του θεού. Αποτελούσε το μεγάλο υπαίθριο Iερό, το σπουδαιότερο και σεβαστότερο σε όλη την Αρκαδία, γι’αυτό και η κορυφή αυτή λεγόταν και Αρκαδικός Όλυμπος. Επιστεύετο μάλιστα πως εδώ η ύλη έχανε τον ίσκιο της και έφεγγε αυτόφωτα, ανατρέποντας έτσι κάθε εξήγηση των φυσικών φαινομένων. Σ’ αυτό το βωμό και το τέμενος του Λύκαιου Δία, απαγορευόταν η είσοδος των κοινών θνητών. Ο Παυσανίας περιγράφει τους αρκαδικούς μύθους, την λατρεία και ιστορικά στοιχεία και πολιτιστικά στοιχεία, όπως και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς και όπως αυτά αποκαλύφθηκαν με τις ανασκαφές.
«Το όρος Λύκαιον έχει να επιδείξει και άλλα αξιοθαύμαστα και προπάντων το ακόλουθο. Υπάρχει εκεί ένα τέμενος του Λυκαίου Διός στο οποίο δεν επιτρέπεται να μπή άνθρωπος. Αν κάποιος παραβή τον κανόνα και μπει μέσα, είναι αναπότρεπτο να μη ζήση πάνω από χρόνο. Έλεγαν ακόμα ότι όλα όσα θα τύχαινε να βρεθούν μέσα στο τέμενος, είτε ζώα είτε άνθρωποι, δεν έριχναν σκιά…»
Ο ναός ήταν ιωνικού ρυθμού, περίπτερος, με πρόναο και σηκό, και είχε διαστάσεις 19,30 x 11 μ. Από το μνημείο σώζεται μόνο η κρηπίδα και τμήμα της ευθυντηρίας, ενώ στον περιβάλλοντα χώρο βρέθηκαν διάσπαρτοι σπόνδυλοι των ιωνικών κιόνων. Σύμφωνα με τον ανασκαφέα του μνημείου, το πτερό διέθετε 6 x 11 κίονες, ενώ η διαμόρφωση του προδόμου δείχνει ότι ο ναός πρέπει να ήταν πρόστυλος με τέσσερις κίονες.
Υπάρχουν επιγραφικές μαρτυρίες ότι το Ιερό του Διός στο Δίον ήταν εξαιρετικά σημαντικός χώρος για το μακεδονικό βασίλειο, καθώς εκεί δημοσιεύονταν σε λίθινες στήλες σημαντικά κείμενα. Επίσης στο ιερό ήταν στημένα τα αγάλματα των Μακεδόνων βασιλέων.
Στην κορυφή του όρους Αταβύρου βρίσκεται ο Ναός του Αταβυρίου Διός, θεμελιωμένος ήδη από την ύστερη τρίτη χιλιετία π.Χ., σε υψόμετρο 1.215 μ. Ο αρχαιολογικός χώρος περιλαμβάνει σημαντικά αρχιτεκτονικά λείψανα, όπως τον ιερό περίβολο με το μεγάλο κτιστό ορθογώνιο βωμό, το προστώο ή ιεροθυτείο, δύο οίκους ή θησαυρούς, χρονολογημένα στους κλασικούς χρόνους (5ος αι. π. Χ.). Πλούσιοι λάκκοι με αποθέτες πρωϊμότεροι των κλασικών χρόνων έχουν εντοπισθεί διάσπαρτοι στον χώρο, οι οποίοι περιλαμβάνουν μεταλλικά, χάλκινα και μολύβδινα αναθήματα, κυρίως συμπαγή ειδώλια ποικίλων τύπων βοοειδών (βουβάλια, βίσονες, ταύροι), ερπετών (σαύρες, φίδια), εντόμων (ακρίδες) και μικρά ζώα (χελώνες, τρωκτικά), αλλά και περίτμητα ελάσματα ταύρων και βοών που χρονολογούνται στον 9ο και 8ο αι. π. Χ. καθώς και χάλκινα σκήπτρα εξουσίας ή αναθηματικά αγγεία. Εξαιρετικό ενδιαφέρον για τις απαρχές της ίδρυσης του ιερού έχουν τα προϊστορικά κινητά ευρήματα, όπως λίθινοι πελέκεις, οψιανοί και πυριτόλιθοι που ανάγονται στην Τελική Νεολιθική (ύστερη 3η π. Χ. χιλιετία) και πιθανώς συνδέονται με τη χρήση του χώρου ως ιερού κορυφής, αλλά και με το γνωστό μύθο της ίδρυσης του ιερού του Αταβυρίου Διός από τον κρητικό βασιλέα Αλθαιμένη που εξόριστος βρήκε προστασία στο όρος Ατάβυρος.
Η επιβίωση της λατρείας του Διός κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους στην κορυφή του όρους επιβεβαιώνεται από τις πάμπολλες επιγραφές, τις βάσεις αναθημάτων μαρμάρινων και χάλκινων αγαλματίων που αναθέτονταν στο ιερό, όπως των χάλκινων αγαλματίων εικονογραφικού τύπου του Διός Αταβυρίου, αλλά και μαρμάρινων μνημειωδών αναθημάτων (π. χ. εξέδρες, πολεμικές τριήρεις με ενεπίγραφα έμβολα), καθώς και της ευτελέστερης χρηστικής μελαμβαφούς και ερυθροβαφούς κεραμικής. (Οι παραπάνω πληροφορίες από το δικτυακό τόπο του εξαιρετικού αρχαιολόγου Παύλου Τριανταφυλλίδη).
Τα πρώτα στοιχεία χρήσης του χώρου του ιερού χρονολογούνται στην πρώιμη εποχή του χαλκού. Στη συνέχεια, μετά από τον αποικισμό της Χαλκιδικής από τους Έλληνες του νότου και την ίδρυση της Αφύτιος, αποικίας της Ερέτριας, η περιοχή του ιερού συμπεριλήφθηκε στη χώρα της αρχαίας πόλης. Η ομορφιά της φύσης, οι πηγές νερού, η βλάστηση και το σπήλαιο που υπήρχαν, ώθησαν τους Αφύτιους να ιδρύσουν ιερό του Διονύσου – πιθανότατα και των Νυμφών – στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ., το οποίο αναφέρεται από τον Ξενοφώντα (Ξεν. Ελληνικά 5,3, 13 κ.ε.).
Τμήματα μόνον των κτισμάτων του ιερού του Άμμωνος Διός που χρονολογούνται στο α’ μισό του 4ου αιώνα έχουν διασωθεί. Στο δεύτερο μισό του ίδιου αιώνα, μετά δηλαδή από την προσάρτηση της Χαλκιδικής στο βασίλειο των Μακεδόνων, χτίστηκε λαμπρός δωρικός ναός του θεού και στα ανατολικά του δύο παράλληλες σειρές με βάθρα που υποβάσταζαν γλυπτά.
Η ύπαρξη επιγραφής που χρονολογείται στον 3ο αιώνα ή στο α’ μισό του 2ου αιώνα π.Χ. προς τιμή του Ασκληπιού σε αναθηματικό βωμίσκο, που βρέθηκε στο χώρο και φυλάσσεται στη βιβλιοθήκη της Μονής Παντελεήμονος στο Άγιο Όρος, υποδηλώνει τη λατρεία του θεού στο ιερό αυτή την εποχή.
Το 2ο αι. μ.Χ. το ιερό γνωρίζει ακμή. Έξω από το ναό του Άμμωνος Διός κτίζονται κερκίδες και βόρεια του ναού κτίζεται το βαλανείο (μικρό λουτρό), το οποίο συνδέεται με τη λατρεία του Ασκληπιού και την ίαση.
Το ιερό εγκαταλείπεται και καταστρέφεται στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. Το λουτρό συνεχίζει να χρησιμοποιείται ως τα μέσα ή τέλη του ίδιου αιώνα και αυτή την εποχή, ή λίγο αργότερα, τον 5ο αιώνα μ.Χ., χτίζεται νερόμυλος κοντά στο σπήλαιο.
Δύο επιγραφές σε ριζιμιούς βράχους, χαραγμένες από τον ίδιο τεχνίτη τον 4ο π.Χ.αιώνα, με τα ίδια λόγια και γράμματα «ΟΡΟΣ ΔΙΟΣ ΜΗΛΩΣΙΟΥ» ορίζουν, προστατεύουν και προβάλλουν το ιερό.
Οι κάτοικοι της περιοχής που λάτρευαν το θεό, ντυμένοι με «μηλωτές» που σημαίνει προβιές προβάτων, ανέβαιναν στην κορυφή του Ζα το καλοκαίρι την εποχή της μεγάλης ξηρασίας, για να παρακαλέσουν το θεό να στείλει τους δροσερούς ανέμους του και να γλιτώσει τον κόσμο από την απελπισία της ζέστης.
Αναπτύσσει δυο κυρίως θαλάμους, με την κεντρική αίθουσα διαστάσεων 40Χ50μ., η πρόσβαση στους οποίους γίνεται κατόπιν έντονης κατωφερικής κλίσης, ενώ κατά περιοχές παρατηρείται περιορισμένης έκτασης λιθωματικός διάκοσμος. Η συνολική έκταση του σπηλαίου υπολογίζεται στα 800μ2 και διαιρείται σε τέσσερις χώρους.
Σύμφωνα με το μύθο και την αρχαία γραμματεία, το Ιδαίον Άντρον αναγνωρίζεται ως ο χώρος γέννησης του Δία. Τη γέννηση του Δία διεκδικεί και το σπήλαιο Ψυχρού (γνωστό και ως Δικταίον Άντρον) στην Ανατολική Κρήτη δεδομένου ότι ο Ησίοδος στη Θεογονία του δεν διευκρινίζει με ακρίβεια την τοποθεσία της γέννησης του Δία στην Κρήτη.
Αρχαιολογικά αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα λατρευτικά σπήλαια στην Κρήτη με χρονολογικό φάσμα χρήσης από το 4.000 π.Χ. έως τον 1ο μ.Χ. αιώνα. Αποκαλύφθηκαν πλούσιες αρχαιολογικές επιχώσεις της Μινωικής περιόδου (2ης χιλιετίας π.Χ.), αλλά και των γεωμετρικών-αρχαϊκών (8ος -6ος αι. π.Χ.) χρόνων.
Το πιο γνωστό επίθετο της Αθηνάς είναι Παλλάδα. Άλλα γνωστά και συνήθη επίθετα της θεάς είναι «Πρόμαχος-Σώτειρα» και «Εργάνη».
Σαν Εργάνη η Αθηνά είναι η εφευρέτρια όλων των τεχνών και βοήθησε τους ανθρώπους στον εκπολιτισμό τους. Η παρουσία της ήταν απαραίτητη σ’ όλα τα μεγάλα έργα. Συνέβαλε στην κατασκευή της Αργούς και άλλων πλοίων, όπως το πλοίο του Τηλέμαχου. Καθοδήγησε την κατασκευή του Δούρειου Ίππου, δίδαξε την ύφανση στην Πανδώρα και γενικά στους ανθρώπους, χάρισε την ελιά και την καλλιέργεια της στους Αθηναίους και φυσικά σ’ όλο τον κόσμο. Δίδαξε τον πυρρίχιο στους Κουρήτες και τη γλυπτική στην ανθρωπότητα φτιάχνοντας το πρώτο άγαλμα, το παλλάδιο. Αναδείχτηκε σε κύρια θεότητα της ειρήνης και του πολιτισμού.
Στα ομηρικά Έπη η Πρόμαχος-Σώτειρα Αθηνά είναι με το μέρος των Ελλήνων. Σε καιρούς ακόμα παλιότερους, βοήθησε τον Ηρακλή στο δύσκολο έργο του, να απαλλάξει την ανθρωπότητα από διάφορα δεινά αλλά και να τραυματίσει το θεό του πολέμου. Βοήθησε το Δία και τους άλλους θεούς στον αγώνα τους κατά των Γιγάντων και θάβει το φοβερό Εγκέλαδο εκσφενδονίζοντας του τη Σικελία ολόκληρη.
Ο ναός είναι μικρός, ιωνικού ρυθμού, αμφιπρόστυλος, με μία σειρά από τέσσερις μονολιθικούς κίονες σε κάθε στενή πλευρά. Δεν έχει πρόναο, αλλά μόνο μικρό σηκό, του οποίου οι πλαϊνοί τοίχοι καταλήγουν σε παραστάδες, που ανάμεσά τους έχουν δύο πεσσούς. Πάνω από το επιστύλιο ο ναός φέρει ζωφόρο, που φιλοτεχνήθηκε από τον Αγοράκριτο. Στις τρεις πλευρές της απεικονίζονται σκηνές από μάχες Ελλήνων με Πέρσες και Ελλήνων οπλιτών με άλλους οπλίτες και στην ανατολική πλευρά παρουσιάζονται οι θεοί του Ολύμπου να παρακολουθούν τις μάχες αυτές. Ελάχιστα τμήματα διασώζονται από τα αετώματα. Πιθανολογείται ότι στο δυτικό απεικονιζόταν η Γιγαντομαχία και στο ανατολικό η Αμαζονομαχία. Ο βωμός βρισκόταν ανατολικά, έξω από το ναό. Το 409 π.Χ., στην παρυφή του πύργου κατασκευάσθηκε ένα μαρμάρινο θωράκιο ύψους περίπου 1 μ., για την προστασία των προσκυνητών. Το θωράκιο αυτό αποτελείται από ανάγλυφες πλάκες, στις οποίες απεικονίζονται φτερωτές Νίκες που θυσιάζουν ή οδηγούν ταύρους στη θυσία ή στολίζουν τρόπαια, καθώς και η θεά Αθηνά καθιστή να παρακολουθεί τις σκηνές αυτές. Αρκετές από τις πλάκες των θωρακίων καθώς και τμήματα της ζωφόρου μπορεί να θαυμάσει ο επισκέπτης στο Μουσείο Ακροπόλεως, ενώ άλλα τμήματα της ζωφόρου βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο.
Ο ναός διατηρήθηκε για πολλούς αιώνες και τον 5ο αιώνα μ.Χ. μετατράπηκε σε εκκλησία. Την εποχή της Τουρκοκρατίας το εσωτερικό του χρησιμοποιήθηκε ως πυριτιδαποθήκη, αλλά το 1686 μ.Χ., οι Τούρκοι, για να αντιμετωπίσουν τους Βενετούς του Mοροζίνι, τον κατεδάφισαν προκειμένου να χρησιμοποιήσουν το δομικό του υλικό στο κτίσιμο του οχυρωματικού τοίχου, στην πρόσοψη των Προπυλαίων, όπου έκτισαν και έναν υψηλό πύργο, το λεγόμενο Κουλά.
Πρόκειται για περίπτερο διπλό δωρικό ναό, που παρουσιάζει πολλά πρωτότυπα και μοναδικά στοιχεία στον αρχιτεκτονικό του σχεδιασμό. Στον ναό ήταν τοποθετημένο το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου, που παριστανόταν πάνοπλη, φέρνοντας με το δεξί της χέρι τη Νίκη στους Αθηναίους. Τα αετώματα του ναού κοσμούνται με γλυπτές συνθέσεις εμπνευσμένες από τη ζωή της θεάς Αθηνάς. Στο ανατολικό εικονίζεται η γέννηση της θεάς από το κεφάλι του πατέρα της Δία με την παρουσία όλων των θεών του Ολύμπου και στο δυτικό η διαμάχη της Αθηνάς και του Ποσειδώνα για την κηδεμονία της πόλης των Αθηνών. Οι 92 μετόπες είναι διακοσμημένες με ανάγλυφες παραστάσεις, τα παλαιότερα από τα αρχιτεκτονικά γλυπτά του Παρθενώνα. Τα θέματα που απεικονίζουν προέρχονται από την ελληνική μυθολογία και αναπαριστούν μυθικές μάχες: στην ανατολική πλευρά παριστάνεται η Γιγαντομαχία, στη βόρεια ο Τρωικός πόλεμος, στη δυτική η Αμαζονομαχία και στη νότια η Κενταυρομαχία. Η ζωφόρος, ένα ακόμη ιωνικό στοιχείο που συνδυάζεται με το δωρικό ρυθμό, περιέτρεχε το επάνω μέρος του σηκού και των προστάσεων του ναού και το θέμα της διακόσμησής της ήταν η μεγαλοπρεπής πομπή των Παναθηναίων, της σημαντικότερης γιορτής των Αθηναίων προς τιμήν της θεάς Αθηνάς.
Ο Παρθενώνας διατήρησε αυτή τη μορφή μέχρι τον 5ο αι. μ.Χ., οπότε μετατράπηκε σε ναό αφιερωμένο αρχικά στην Αγία Σοφία και αργότερα στην Παναγία, ενώ στα χρόνια της Τουρκοκρατίας έγινε τζαμί. Το 1687, κατά την πολιορκία της Ακρόπολης από τον Μοροζίνι, ο Παρθενώνας ανατινάχθηκε από μία βόμβα των Ενετών και μεγάλο μέρος του κατέρρευσε, ενώ σοβαρές ζημιές υπέστη και στις αρχές του 19ου αιώνα, με τη διαρπαγή και λεηλασία του γλυπτού διάκοσμου του από το λόρδο Έλγιν, που είχε ως αποτέλεσμα μεγάλο μέρος των γλυπτών να βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο.
Το οικοδόμημα έχει κατασκευασθεί από πεντελικό μάρμαρο, ενώ για τη ζωφόρο του χρησιμοποιήθηκε γκρίζα ελευσινιακή πέτρα και για τα θεμέλια πειραϊκός ακτίτης. Στο εσωτερικό του ναού αυτού φυλασσόταν το ξόανο, το άγαλμα της Αθηνάς, φτιαγμένο από ξύλο ελιάς, το οποίο έντυναν με τον πέπλο οι Αρρηφόροι κατά τη διάρκεια της γιορτής των Παναθηναίων.
Στο πλακόστρωτο της στοάς που σχηματίζει το πρόπυλο υπάρχουν, σύμφωνα με την παράδοση, τα ίχνη της τρίαινας με την οποία ο Ποσειδώνας χτύπησε τη γη και έκανε να αναβλύσει η πηγή με το αλμυρό νερό. Το δάπεδο του ναού ήταν μαρμάρινο και από κάτω, σύμφωνα πάντα με την παράδοση, υπήρχε η »Ερεχθηίς θάλασσα», όπου κατέληγαν τα νερά της αλμυρής πηγής του Ποσειδώνα. Μία μικρή πόρτα στο δυτικό τοίχο του ναού οδηγούσε στο ιερό της Πανδρόσου, στα δυτικά του Ερεχθείου. Μία άλλη πόρτα, τέλος, στο νότιο τοίχο του ναού αυτού, οδηγούσε μέσω μίας σκάλας στην πρόσταση των Καρυάτιδων. Αυτή είναι μικρή στοά σχήματος Π, όπου τη θέση των κιόνων καταλαμβάνουν έξι αγάλματα κορών, που στηρίζουν με το κεφάλι τους την οροφή της. Ονομάσθηκαν Καρυάτιδες μεταγενέστερα, επειδή σχετίσθηκαν με τις κοπέλες από τις Καρυές της Λακωνίας, που χόρευαν ένα χορό προς τιμήν της θεάς Αρτέμιδος. Φιλοτεχνήθηκαν από το γλύπτη Αλκαμένη ή, σύμφωνα με άλλους, από το γλύπτη Καλλίμαχο. Τα πέντε αγάλματα των Καρυάτιδων βρίσκονται σήμερα στο Μουσείο Ακροπόλεως και το έκτο στο Βρετανικό Μουσείο, ενώ στη θέση τους έχουν τοποθετηθεί αντίγραφα από χυτό υλικό.
Τον 1ο αι. π.Χ. το μνημείο κάηκε κατά τη διάρκεια επιδρομών και υπέστη μικρές επισκευές και τροποποιήσεις. Κατά τους πρώιμους χριστιανικούς χρόνους μετατράπηκε σε εκκλησία της Θεομήτορος, την εποχή της Φραγκοκρατίας (1204-1456) χρησιμοποιήθηκε ως παλάτι και κατά την Τουρκοκρατία (1456-1833) φιλοξένησε το χαρέμι του Τούρκου φρούραρχου. Το 1827, στη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων, το κτήριο ανατινάχθηκε από τουρκική οβίδα.
Στο δυτικό τμήμα υπήρχαν τρία δωμάτια αφιερωμένα σε διαφορετικές λατρείες: του Ποσειδώνα-Ερεχθέα, του Ήφαιστου και του Βούτη. Στο ναό αυτό αποδίδονται τα μαρμάρινα αετώματα με την απεικόνιση της Γιγαντομαχίας, που εκτίθενται στο Μουσείο Ακροπόλεως, καθώς και η σίμη που κατέληγε σε λεοντοκεφαλές και κριοκεφαλές. Από το ίδιο, παριανό μάρμαρο ήταν ακόμη οι μετόπες, τα γείσα και τα κεραμίδια της στέγης, ενώ ο υπόλοιπος ναός ήταν κατασκευασμένος από ασβεστόλιθο.
Ο ναός αποκαλύφθηκε το 1885 και ο W. Dorpfeld ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε το μνημείο. Σήμερα διασώζονται μόνο τα θεμέλιά του κατά μήκος της νότιας πλευράς του Ερεχθείου, ενώ στο χώρο είναι ορατές και δύο λίθινες βάσεις κιόνων, από το ναό των γεωμετρικών χρόνων.
Στο ναό της Αθηνάς, ο σηκός περιβάλλεται από κιονοστοιχία μόνον στην ανατολική και νότια πλευρά. Οι μαρμάρινοι, αρράβδωτοι κίονες επιστέφονταν με ιωνικά κιονόκρανα. Στο πίσω μέρος του σηκού διατηρούνται τα θεμέλια από το βάθρο του λατρευτικού αγάλματος της θεάς. Ο βωμός των θυσιών βρίσκεται νότια του ναού, προφανώς, γιατί στα νότια υπάρχει ευρύχωρο πλάτωμα κατάλληλο για να συγκεντρωθούν οι πιστοί και να στηθούν τα αφιερώματα. Ο ναός χτίστηκε γύρω στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Σύμφωνα με άλλη άποψη, ο σηκός προϋπήρχε των Περσικών πολέμων και απλώς προστέθηκαν οι εξωτερικές κιονοστοιχίες.
Ο μικρός ναός (4,96Χ6,80 μ.) βρίσκεται στα ΒΑ και αποτελείται από έναν απλό σηκό με δύο κίονες στην πρόσοψη (πρόστυλος). Στο πίσω μέρος του σηκού υπάρχει η βάση για το λατρευτικό άγαλμα, από γκρίζο μάρμαρο Ελευσίνας. Μπροστά από την πρόσοψη βρίσκεται ο ορθογώνιος βωμός. Ο ναός ήταν πιθανώς αφιερωμένος στην θεά Αρτέμιδα. Χρονολογείται στην αρχαϊκή περίοδο (600-550 π.Χ.) και καταστράφηκε από τους Πέρσες (480 π.Χ.). Κατ΄ άλλους, είναι σύγχρονος ή και νεώτερος από το μεγάλο ναό της Αθηνάς.
Πρόκειται για περίπτερο δωρικό ναό, αμφιπρόστυλο εν παραστάσι, με σαφείς τις επιδράσεις από το ναό της Φιγάλειας και τα Προπύλαια της Ακρόπολης των Αθηνών. Στο εσωτερικό του σηκού υπήρχε το λατρευτικό άγαλμα της θεάς Αθηνάς, εξ ολοκλήρου φτιαγμένο από ελεφαντόδοντο, για το οποίο ο Παυσανίας παραδίδει την πληροφορία ότι μεταφέρθηκε στη Ρώμη από τον ίδιο τον Αύγουστο, μετά τη νίκη του επί του Αντωνίου. Στα χρόνια του Παυσανία υπήρχε άλλο άγαλμα της θεάς, και εκατέρωθέν του τα αγάλματα του Ασκληπιού και της Υγείας, έργα του Σκόπα, κατασκευασμένα από πεντελικό μάραμαρο, ενώ μέσα στο ναό φυλάσσονταν πολλά και σπουδαία αναθήματα. H εξωτερική μορφή του ναού ήταν αρκετά λιτή, με εξαίρεση τις γλυπτές συνθέσεις των αετωμάτων, επίσης έργο του Σκόπα. Oι εναέτιες συνθέσεις αντλούν το θεματολόγιό τους από τοπικούς θρύλους: στο ανατολικό αέτωμα εγκωμιάζεται το ηρωικό κατόρθωμα της Aταλάντης, η οποία είχε ανατραφεί στα αρκαδικά βουνά, στο κυνήγι του Kαλυδωνίου κάπρου, ενώ στο δυτικό παριστάνεται η ηρωική μάχη του Tηλέφου, γιου του Hρακλή και της Aύγης, κόρης του βασιλιά Aλέα, εναντίον των Ελλήνων που εισέβαλαν στο κράτος της μικρασιατικής Mυσίας.
Η Θόλος συνθέτει σχεδόν όλους τους ρυθμούς του κλασικού αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Οι είκοσι κίονες του εξωτερικού περιστυλίου είναι δωρικοί και επιστέφονται από ζωφόρο με ανάγλυφες μετόπες που κοσμούνταν με παραστάσεις από την Αμαζονομαχία και την Κενταυρομαχία. Ο κυκλικός σηκός με συμπαγείς τοίχους επίσης επιστέφεται από δωρική ζωφόρο με τρίγλυφα και ανάγλυφες μετόπες μικρότερου μεγέθους, ενώ στο εσωτερικό του στέκονταν δέκα ημικίονες κορινθιακού ρυθμού. Όλο το κτήριο στηρίζεται σε κρηπίδωμα με τρεις χαμηλές βαθμίδες. Για την ανωδομή του μνημείου χρησιμοποιήθηκε συνδυασμός υλικών, που είχε ως αποτέλεσμα την πολυχρωμία: παριανό και πεντελικό μάρμαρο, καθώς και σκούρος γαλάζιος ελευσίνιος ασβεστόλιθος για τον τονισμό δομικών λεπτομερειών, στον τοιχοβάτη και στο δάπεδο. Η οροφή ήταν επίσης μαρμάρινη και από τη διακόσμησή της έχουν σωθεί ορισμένα ρομβοειδή φατνώματα. Προβληματική είναι αποκατάσταση της στέγης, ιδίως μετά την αποκάλυψη δύο σειρών από σίμες. Η πιο πρόσφατη θεωρία αποκαθιστά κωνική στέγη, σε σχήμα κινέζικου καπέλου. Η στέγη ήταν και αυτή κοσμημένη με ακρωτήρια σε μορφή γυναικών, σε στάση σχεδόν χορευτική. Τα ανάγλυφα, δυστυχώς, απολαξεύθηκαν από τους Χριστιανούς στα μεταγενέστερα χρόνια.
Η Θόλος αναστηλώθηκε μερικώς το 1938, ενώ αρχιτεκτονικά μέλη και, κυρίως, τα σωζόμενα τμήματα από το γλυπτό διάκοσμό της έχουν συντηρηθεί και εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών.
Το θέμα και των δύο αετωμάτων είναι οι μυθικές εκστρατείες στην Τροία, στις οποίες διακρίθηκαν Αιγηνίτες ήρωες. Στο ανατολικό αέτωμα απεικονίζεται η παλαιότερη εκστρατεία, με τον Ηρακλή κατά του βασιλιά της Τροίας Λαομέδοντα, στην οποία έλαβε μέρος ο Τελαμών, γιός του Αιακού. Στο δυτικό αέτωμα απεικονίζεται η νεότερη εκστρατεία με τον Αγαμέμνονα κατά του Πριάμου, στην οποία διακρίθηκαν τρεις απόγονοι του Αιακού, ο Αίας, ο Τεύκρος και ο Αχιλλέας. Παρούσα και στις δύο εκστρατείες είναι η Αθηνά, ως η κεντρική μορφή κάθε αετώματος. Το δυτικό αέτωμα απηχεί την αισθητική του 6ου αι. π.Χ., ενώ το ανατολικό με τη μεγαλύτερη κινητικότητα των μορφών και την απουσία σχηματοποίησης παραπέμπει στις αρχές του 5ου αι. π.Χ.
Πρόκειται για δωρικό, περίπτερο, εξάστυλο ναό των μέσων του 5ου αι. π.Χ. και ανήκει σε γνωστό
κτιριακό τύπο. Οι διαστάσεις του υπολογίζονται σε 16,35μ μήκος και 35,25μ πλάτος, έχοντας 6 κίονες στις στενές όψεις και 13 στις μακρές. Ο ναός ομοιάζει με τον ναό του Ηφαίστου, το γνωστό σε όλους Θησείο.
Κατά την ανασκαφή δεν ανακαλύφθηκε κανένα θραύσμα από την ανωδομή του ναού, (πλην ενός με μορφή λεοντοκεφαλής – υδρορροή σίμης). Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα πως πιθανόν κατά την ρωμαϊκή εποχή, ο ναός αποσυναρμολογήθηκε και μεταφέρθηκε σε νέα θέση όπου συναρμολογήθηκε εκ νέου.
Λίθους από τα θεμέλια του ναού μπορείτε να δείτε εντοιχισμένους στον βυζαντινό ναό του Αγίου Ιωάννη Θεολόγου.
Η ανασκαφική έρευνα έδειξε πως η ζωή στο συγκεκριμένο λόφο είχε αρχίσει από την προϊστορική ήδη εποχή. Το ιερό θα πρέπει να υπήρχε από την αρχαϊκή εποχή, όπως διαφαίνεται από αρχιτεκτονικά λείψανα και μέλη, καθώς και από αναθήματα. Στη βυζαντινή εποχή ή στην εποχή της Φραγκοκρατίας ο ναός φαίνεται να μετατράπηκε σε οικία.
Ο ναός του 4ου αι. π.Χ. είναι ένα ορθογώνιο κτήριο με πρόναο και σηκό. Είναι κατασκευασμένος από μεγάλους ορθογώνιους λιθοπλίνθους κατά το ακανόνιστο ισόδομο σύστημα και σώζεται σε μέγιστο ύψος τριών δόμων. Η είσοδος είναι στα ανατολικά και φέρει κατώφλι. Ο πρόναος επικοινωνεί με το σηκό μέσω ενός μονόλιθου κατωφλιού. Στο βάθος του σηκού βρέθηκε στη θέση του το λίθινο κυβικό βάθρο του λατρευτικού αγάλματος, ενώ μπροστά από αυτό υπήρχε τράπεζα προσφορών. Στο πλάτωμα που σχηματίζεται μπροστά από την πρόσοψη του ναού, υπήρχε πιθανότατα ο βωμός. Στα νότια του ναού εντοπίστηκε στο βράχο βαθειά σχισμή εν είδει χάσματος.
Ο ναός της Αθηνάς και του Διός Σωτήρος βρίσκεται στο νότιο τμήμα της αρχαίας Φιγάλειας. Η πόλη περιβάλλεται από ισχυρή οχύρωση μήκους 4,5 χλμ., που σώζεται σε μεγάλο ύψος και έχει ακρόπολη στα ΒΑ. Οι αρχαίες πηγές κάνουν λόγο για Αγορά, Γυμνάσιο, Θέατρο, καθώς και για ιερά της Αρτέμιδος Σωτήρος, του Διονύσου Ακρατοφόρου και της Ευρυνόμης. Από νομίσματα της πόλης φαίνεται πως υπήρχε λατρεία της Υγείας, του Ασκληπιού, της Αφροδίτης και της Νέδας ή Τύχης. Από την αρχαία πόλη έχει ανασκαφεί έως τώρα η κρήνη της πρώιμης ελληνιστικής εποχής και ταφικά μνημεία της ελληνιστικής εποχής που παρουσιάζουν ομοιότητες με αυτά της αρχαίας Αλίφειρας και Μεσσήνης.
Ο ναός της Αθηνάς και του Διός Σωτήρος αποτελούσε ένα θρησκευτικό και πολιτικό κέντρο της αρχαίας Φιγάλειας. Από τις επιγραφές που προέκυψαν, διαφαίνεται πως ο ναός είχε πολιτική σημασία και πως η εμβέλειά του εκτεινόταν πέραν των ορίων της Αρκαδίας. Παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες ως προς την κατασκευή και την εσωτερική διάταξη των χώρων με το ναό του Ασκληπιού στη γειτονική Αλίφειρα
Ο ναός της Αθηνάς παρουσιάζει αρκετά αρχαϊκά στοιχεία. Ο σηκός του μπορεί να είναι πρωϊμότερος και να κατασκευάστηκε αρκετά πριν το 500 π.Χ., υπόθεση που ενισχύεται και από την ανεύρεση αναθημάτων που χρονολογούνται από τα μέσα του 6ου αι. π.Χ. Σώζεται στο ύψος των θεμελίων και οι τοίχοι του θα πρέπει να ήταν κατασκευασμένοι από ωμές πλίνθους, ενώ περιβαλλόταν μάλλον από ξύλινους κίονες. Από τη φάση αυτή σώζονται επίσης πήλινα κεραμίδια με ανάγλυφη διακόσμηση Γοργονείου. Στο βάθος του σηκού θα πρέπει να ήταν στημένο το λατρευτικό άγαλμα, το αρχαϊκό ξόανο της θεάς.
Γύρω στα 500-490 π.Χ. ο ναός μετατράπηκε σε δωρικό περίπτερο με 6 επί 15 κίονες. Το μήκος του πτερού τον κατατάσσει στους Εκατόμπεδους ναούς. Από τη φάση αυτή σώζεται η βάση της κιονοστοιχίας και τμήματα των κιόνων και της ανωδομής που είναι κατασκευασμένα από κογχυλιάτη λίθο. Τα μέλη της ανωδομής δεν φέρουν γραπτό ή ανάγλυφο διάκοσμο. Έχουν επίσης σωθεί μαρμάρινα κεραμίδια από νησιωτικό μάρμαρο που μεταφέρθηκε προφανώς από τα νησιά του Αιγαίου στην ορεινή Αρκαδία. Ο ναός πρέπει να καταστράφηκε από σεισμό, όπως δείχνουν οι κίονες του που βρέθηκαν πεσμένοι. Στη βυζαντινή εποχή κατασκευάστηκε πάνω από τον πρόναο εκκλησάκι της Αγίας Ελένης.
Σε απόσταση 19 μ. βορείως της πρόσοψης του ναού αποκαλύφθηκε το λίθινο ορθογώνιο θεμέλιο του βωμού που έχει μήκος 10.88 μ. και πλάτος 1.36 μ.
Στο ιερό της Αθηνάς θα πρέπει να ήταν στημένα αρκετά αναθήματα, όπως μαρτυρούν τα βάθρα που αποκαλύφθηκαν και που προορίζονταν για αγάλματα ή και επιγραφές. Το σημαντικότερο από αυτά, το χάλκινο κολοσσικό άγαλμα της Αθηνάς που μνημονεύεται από τον Πολύβιο και τον Παυσανία, θα ήταν στημένο σε βάθρο που αποκαλύφθηκε απέναντι από το βωμό και που σώζει τμήμα της αναθηματικής επιγραφής. Το άγαλμα αυτό που ξεχώριζε για το μέγεθος και την τέχνη του, ήταν έργο του Θηβαίου γλύπτη Υπατόδωρου και πρέπει να κατασκευάστηκε στα τέλη του 5ου αι. π.Χ.
Η λατρεία της Αθηνάς ήταν ιδιαίτερα σημαντική στην αρχαία Αλίφειρα, καθώς υπήρχε η παράδοση πως η θεά γεννήθηκε και ανατράφηκε στη συγκεκριμένη πόλη. Ο ναός της αποτελεί σημαντικό μνημείο της ύστερης αρχαϊκής εποχής και παρουσιάζει ομοιότητες με το ναό της Αφαίας Αθηνάς στην Αίγινα αλλά και με τον μεταγενέστερο ναό του Επικουρίου Απόλλωνος στις Βάσσες, ο οποίος έχει αρκετά αρχαϊκά στοιχεία.
Ο κλασικός ναός της Αθηνάς Κραναίας οικοδομήθηκε κατά το δεύτερο μισό του 5ου π.Χ. και υπέστη αρκετές αλλαγές στον πήλινο διάκοσμό του κατά τη διάρκεια της ιστορίας του. Το άγαλμα της θεάς είχε φιλοτεχνηθεί από τους Αθηναίους γλύπτες Τιμοκλή και Τιμαρχίδη, γιούς του Πολυκλή. Η θεά παριστανόταν ως πρόμαχος και η ασπίδα της ήταν απομίμηση της ασπίδας του αγάλματος της Αθηνάς Παρθένου στην Αθήνα.
Το ιερό ανέσκαψε πρώτος ο Γάλλος αρχαιολόγος P. Paris τα έτη 1883 -1884. Η ανασκαφική έρευνα αποκάλυψε έναν δωρικό πρόστυλο ναό (6 Χ 13) με ύψος κιόνων 4,40 μ. και προσανατολισμό Βορρά-Νότο. Εκτός του τεμένους αποκαλύφθηκαν το εσωτερικό αναλημματικό τείχος του πλατώματος του ναού και μια στοά. Οι μετεγενέστερες ανασκαφές της ΙΔ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων αποκάλυψαν την κύρια είσοδο του ιερού στο νοτιοδυτικό άκρο του περιβόλου, η οποία πλαισιώνεται από δύο πύργους. Ταυτίστηκε επίσης ανασκαφικά το στρώμα καταστροφής του αρχαϊκού ναού της Αθηνάς Κραναίας και ενός ναΐσκου («περσικό στρώμα καταστροφής»).
Η Άρτεμις ήταν της Λητούς η σεμνή και άγρια θυγατέρα, του Διός το αδάμαστο τέκνο και η δίδυμη αδερφή του Απόλλωνα, βασίλισσα των βουνών και των δασών, θεά του κυνηγιού, προστάτιδα του τοκετού και των ζώων. «Νυκτερόφοιτος», Θεά δαδούχος που την νύκτα τρέχει στις πιο ψηλές απάτητες βουνοκορφές παρέα με τον Άνεμο.
Η γέννηση της θεάς, όπως και του αδελφού της, έγινε η αιτία της εμφάνισης της Δήλου στο Αιγαίο, για να γεννηθούν εδώ, οι δύο θεοί του Φωτός: ο Απόλλων, θεός του φωτός της ημέρας και η Άρτεμης, θεά του φωτός της νύχτας. Ένας τόπος ιερός, με καθορισμένη θέση στην Ελληνική Μυθολογία, δεδομένου ότι πριν γίνει Δήλος (ορατή), ήταν ένας πλωτός, περιπλανώμενος βράχος που ονομαζόταν Ορτυγία ή Άδηλος (αόρατη). Όταν η Λητώ, έγκυος έψαχνε να βρει τόπο να γεννήσει, μακρυά από την οργή της Ήρας, ο Δίας έκανε έκκληση στον αδελφό του, τον Ποσειδώνα, να τους βοηθήσει να βρουν ένα μέρος κάπου στη θάλασσα. Ο Ποσειδώνας τότε πήρε τον αόρατο πλωτό βράχο Άδηλο και τον αγκυροβόλησε στη θάλασσα, με τέσσερις στήλες διαμαντένιων αλυσίδων και τον ονόμασε Δήλο (ορατό). Και έτσι, η Λητώ πήγε στην Ιερή Λίμνη, στο κέντρο της οποίας βρισκόταν ένα φοινικόδεντρο. Εκεί, και χωρίς βοήθεια, καθώς η Ήρα είχε απαγορεύσει στην μαία-θεά Ειλείθυια να την βοηθήσει, γέννησε. Το πρώτο μωρό ήταν η Άρτεμις και, εννέα ημέρες αργότερα, γέννησε τον Απόλλωνα. Η Άρτεμις, θεϊκό βρέφος εννέα ημερών, βοήθησε τη μητέρα της να γεννήσει τον αδερφό της. Από τη στιγμή εκείνη και μετά, η Δήλος έγινε τόπος ιερός, παραμένοντας για πάντα λουσμένος στο φως του Απόλλωνα.
Ο χαρακτήρας της Αρτέμιδος ήταν πολύ ιδιαίτερος. Βρέφος ακόμη, ταυτίζεται με την μαία-θεά Ειλείθυια και γίνεται προστάτρια των τοκετών. Από παιδί ήξερε τι ήθελε, σταθερό και άκαμπτο στις αποφάσεις του. Ο Δίας τη θαύμαζε για την επιμονή της και την ευστροφία της, της είχε αδυναμία και της έκανε όλα τα χατίρια. Από τα πρώτα πράγματα που του ζήτησε η Άρτεμις, σαν δώρο, ήταν η αιώνια αγνότητα και παρθενία. Ήταν θεά αμείλικτη που ποτέ σχεδόν δε συγχωρούσε. Η αδυσώπητη οργή της ήταν έτοιμη να ξεσπάσει, ανά πάσα στιγμή, απέναντι στον παραβάτη των αυστηρών της κανόνων. Ήταν θεά δραστήρια, σκληρή και αεικίνητη, συνειδητοποιημένη, ώριμη κι αποφασιστική. Ήταν η «Πότνια Θηρών» (Δέσποινα των ζώων) και «Αγροτέρη» του Ομήρου, με καθολική κυριαρχία στη φύση: ήμερα και άγρια ζώα, ψάρια και πουλιά ήταν όλα τους κάτω από την προστασία της.
Ως «Θεά της Σελήνης» των Ορφικών ύμνων, συσχετίστηκε με τη Σελήνη, αλλά και την Εκάτη. Η Εκάτη, ως τρίμορφη και μεγάλη θεά, υπάρχει και στους τρεις κόσμους. Όταν όμως παίρνει συγκεκριμένη μορφή, σε έναν κόσμο, τότε το δεδηλωμένο μέρος αυτής γίνεται η Άρτεμις. Η δε Σελήνη εκφράζει τη συμπύκνωση των ιδεών της θεάς, όπως ο ήλιος του Απόλλωνα. Το όνομα της Σελήνης δηλώνει το σέλας, το φως, όχι το άπλετο φως του πρωινού αλλά τον ηδύ φωτισμό που συντροφεύει την Νύκτα αλλά και τη «νυκτερόφοιτη» θεά Άρτεμη. Είναι μια βαθειά συγγένεια που συνδέει τις δύο, διαφορετικές μεταξύ τους, θεές. Και οι δύο εμφανίζονται στις αναπαραστάσεις να κρατούν αναμμένη την δάδα τους. Ο Απόλλων ως αρσενική ενέργεια έχει το φως η Άρτεμις ως θηλυκή ενέργεια δέχεται το φως του Ηλίου, γι΄αυτό παρομοιάζεται με την Σελήνη. Η Άρτεμις ενσωμάτωσε, επίσης, πανάρχαιες θεότητες όπως τη Βριτομάρτυ της Αίγινας, τη Δίκτυννα, την Καλλιστώ της Αρκαδίας, τη Λαφρία της Καλυδώνας, μεταξύ άλλων.
Τα σύμβολα της Αρτέμιδος ήταν πολλά και ποικίλα. Ξεκινούσαν από ζώα και φυτά και κατέληγαν σε όπλα. Τα βασικά της σύμβολα το τόξο, η ημισέληνος και το ελάφι.
Εδώ, ανάμεσα στα ιερά οικήματα, στο κεντρικό τμήμα του ιερού και ΝΑ του ναού του Ασκληπιού, υπάρχει μικρός ναός αφιερωμένος στην Αρτέμιδα. Ο ναός κτίστηκε στο τέλος του 4ου αιώνα π.Χ, μαζί με τα, μοναδικής ομορφιάς, υπόλοιπα κτίσματα του ιερού, που αναβαθμίστηκε, τον αιώνα αυτό, για να αποτελέσει κέντρο θεραπείας και μέσω της τέχνης (art therapy).
Ο ναός της ήταν πρόστυλος με 6 δωρικούς κίονες στην πρόσοψη και εσωτερική κορινθιακή κιονοστοιχία σε σχήμα Π. Στο σηκό υπήρχε το λατρευτικό της άγαλμα. Εξωτερικά, ο ναός έφερε θριγκό δωρικού ρυθμού ενώ η σίμη του ήταν διακοσμημένη με ανάγλυφες ακάνθους. Ως υδρορροές είχαν χρησιμοποιηθεί κεφαλές αγριόχοιρων και σκύλων αντί των συνήθων λεοντοκεφαλών, οι οποίες σχετίζονταν με τον κυνηγετικό χαρακτήρα της θεάς. Σύμφωνα με επιγραφή, η θεά λατρεύεται στο Ασκληπιείο από τον 5ο αιώνα π.Χ και φαίνεται πως η θεά είχε εδώ τονισμένη τη χθόνια υπόστασή της και λατρευόταν ως Άρτεμις-Εκάτη. Μια υπόσταση που είναι συμβατή και με αυτήν του χθόνιου Ασκληπιού, του ανηψιού της, μιας και ο Ασκληπιός ήταν γθιός του Απόλλωνα. Μπροστά από το ναό, στα ανατολικά, υπήρχε ο βωμός της θεάς, ο οποίος συνδεόταν με το ναό μέσω ενός πλακόστρωτου διαδρόμου.
Η ύπαρξη ναού αφιερωμένου στην αδελφή του Απόλλωνα στο Ιερό της Επιδαύρου ήταν γνωστή από τη μαρτυρία του περιηγητή Παυσανία. Η ταύτισή του ωστόσο με τα συγκεκριμένα κατάλοιπα πραγματοποιήθηκε μετά την αποκάλυψη, στην ανατολική πλευρά του κτιρίου, ενεπίγραφου βάθρου με το όνομα της θεάς.
Γεωγραφικά, η περιοχή της Αυλίδας αποτελεί προεξοχή της ΒΑ ακτής της Βοιωτίας, στο Νότιο Ευβοϊκό κόλπο. Τη συναντάμε στον παλιό δρόμο για τη Χαλκίδα, σε μια έκταση που οριοθετείται από «Μεγάλο Βουνό» και τους φυσικούς όρμους «Μικρό Βαθύ» και «Μεγάλο Βαθύ». Το ιερό της Αρτέμιδος, το οποίο βρίσκεται στο Μικρό Βαθύ, μέσα σε βιομηχανική περιοχή, ανακαλύφθηκε τυχαία το 1941. Το έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη του αείμνηστου Ιωάννη Θρεψιάδη το 1956. Μάλιστα, η οδός που διασχίζει τον αρχαιολογικό χώρο έχει ονομαστεί οδός Ιωάννη Θρεψιάδη προς τιμήν του αρχαιολόγου.
Η Αυλίδα έγινε γνωστή από τον Τρωικό Πόλεμο και τη θυσία της Ιφιγένειας. Εδώ, αναγκάστηκε ο Αγαμέμνων να θυσιάσει την κόρη του Ιφιγένεια, στη θυμωμένη Άρτεμη, ώστε να έρθει ούριος άνεμος για τον απόπλου προς την Τροία. Τα 1.000 πλοία, τα οποία σίγουρα δεν χωρούσαν στο μικρό όρμο της Αυλίδας, ήταν μάλλον αγκυροβολημένα, λίγο πιο μακρυά, στη θέση Γλύφα, κοντά στη Χαλκίδα.
Στην ευρύτερη περιοχή της Αυλίδας, έχουμε ίχνη κατοίκησης από τα Μυκηναϊκά χρόνια(16ος – 12ος αιώνας π.Χ) -ο Τρωικός Πόλεμος έγινε στα τέλη του 12ου αιώνα π.Χ. Στο ιερό, έχει βρεθεί τμήμα αψιδωτού κτίσματος των γεωμετρικών χρόνων (10ος – 8ος αιώνας π.Χ) κάτω από τον κλασσικό ναό της Αρτέμιδας. Το ιερό της Αυλιδείας Αρτέμιδος αποτελείται από το ναό, την Ιερή κρήνη και διάφορα άλλα κτήρια που προστέθηκαν κατά την ελληνιστική περίοδο (3ος – 2ος αιώνας π.Χ), καθώς επίσης και από συγκρότημα λουτρών (θέρμες) της ύστερης ρωμαϊκής εποχής.
Από τα μνημεία, ξεχωρίζει ο κλασικός ναός της θεάς, στα ΝΑ του ιερού. Κτίστηκε τον 5ο αιώνα π.Χ, πιθανόν πάνω στα ερείπια παλαιότερου ναού. Οι διαστάσεις του είναι 9,40 x 31 μέτρα και αποτελείται από πρόναο ανοιχτό με 4 ή 6 δωρικούς κίονες στην πρόσοψη, σηκό που διαιρείται σε 3 κλίτη, με δύο σειρές τεσσάρων ιωνικών κιόνων και άδυτο, το οποίο χωριζόταν από το σηκό με μαρμάρινη πόρτα. Τα αγάλματα του Απόλλωνα και της Αρτέμιδος στέκονταν στην είσοδο του άδυτου. Στο εσωτερικό του ναού βρέθηκαν αγάλματα, βάσεις αναθημάτων, μικροί «θησαυροί» και τράπεζες προσφορών.
Η Ιερή κρήνη του ιερού, με το «αγλαόν ύδωρ» (Όμηρος) βρίσκεται 8 μέτρα, ανατολικά του ναού και πλαισιώνεται από περίβολο. Το νερό αντλούνταν από μια τετράγωνη δεξαμενή, που ήταν προσιτή από κτιστή κλίμακα. Ίσως από την πηγή αυτή και τους βωμούς που βρίσκονταν γύρω της να ξεκίνησε η τοπική λατρεία (Ιλιάδα Β, 303-307). Στην ελληνιστική περίοδο κατασκευάστηκε συγκρότημα κτηρίων, γύρω από κεντρική αυλή, τα οποία χρονολογούνται στον 3ο και 2ο αιώνα π.Χ, στα νότια του ναού. Κάποια από τα κτήρια ήταν οργανωμένα εργαστήρια αγγειοπλαστικής και κοροπλαστικής, ενώ άλλο, στα ΝΔ του ναού, ήταν μάλλον ξενώνας, για τους επισκέπτες του ιερού. Αργότερα, στο σηκό του ναού, που καταστράφηκε το 396 μ.Χ, ιδρύθηκαν λουτρικές εγκαταστάσεις (θέρμες). Ως οικοδομικό υλικό χρησιμοποιήθηκαν αρχιτεκτονικοί λίθοι και γλυπτά από το ναό.
Ο Όμηρος στην Ιλιάδα γράφει, ότι τεράστιος τρικέφαλος δράκοντας (φίδι) κατακόκκινος στην ράχη, φανερώθηκε στην Αυλίδα την ώρα που έκαναν θυσία οι Αχαιοί, κάτω από το μεγάλο πλατάνι, κοντά στη βρύση με το ολοκάθαρο νερό και κατέφαγε οκτώ μικρά σπουργίτια και τη μητέρα τους και κατόπιν εξαφανίστηκε. Το αλάνθαστο αυτό σημάδι, κατά τον μάντη Κάλχα, σήμαινε ότι 9 χρόνια θα πολιορκούν την Τροία οι Έλληνες και την 10η χρονιά θα τη κυριεύσουν. Από την ιερή πλάτανο σωζόταν, σύμφωνα με αναφορά του Ομήρου στην Ιλιάδα, τμήμα από τον κορμό της και, σύμφωνα με πληροφορία του Παυσανία, αυτό φυλασσόταν στον ναό: ως θέση στήριξης του ιερού ξύλου, θα μπορούσε, υποθετικά, να είναι το λίθινο βάθρο, κοντά στο 2ο κίονα αμέσως μετά την είσοδο στο ναό.
Όπως είναι γνωστό από τις φιλολογικές πηγές, το ιερό αυτό ήταν το θρησκευτικό κέντρο της σπαρτιατικής αγωγής των νέων ενός ζητήματος εξαιρετικά σημαντικού για τη σπαρτιατική πολιτεία, όπου η πειθαρχία, σε συγκεκριμένους κανόνες, ήταν ζήτημα επιβίωσης.
Η ανασκαφική έρευνα έδειξε ότι η λατρεία στο συγκεκριμένο χώρο ξεκίνησε τουλάχιστον από τον 9ο αιώνα π.Χ. Το ιερό θα αποτελούσε αρχικά ένα υπαίθριο τέμενος με έναν απλό βωμό. Ο πρώτος ναός κτίστηκε κατά τον 8ο ή 7ο αιώνα π.Χ. Ο πρώτος αυτός ναός καταστράφηκε κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα π.Χ, πιθανότατα από πλημμύρα και μόνο μια γωνία του διασώθηκε από τις μετέπειτα μετασκευές του κτηρίου. Στη θέση του κτίστηκε ένας νέος ναός, τα κατάλοιπα του οποίου με νεώτερες επισκευές είναι ορατά μέχρι σήμερα. Στα ανατολικά του ναού σώζεται ο μεγάλος ορθογώνιος βωμός που είναι κτισμένος από πλακοειδείς πέτρες.
Από τα πορίσματα της ανασκαφικής έρευνας προκύπτει ότι ο δεύτερος αυτός ναός διατηρήθηκε έως το 2ο αιώνα π.Χ, οπότε και επισκευάστηκε όπως και ο βωμός ή αντικαταστάθηκε πάνω στα ίδια θεμέλια. Η μεγάλη όμως επέμβαση στο χώρο πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του 3ου αιώνα μ.Χ, όταν στα ανατολικά του ναού κτίστηκε ένα αμφιθέατρο και ένας νέος μεγαλύτερος βωμός πιο κοντά στο ναό. Στο αμφιθέατρο κάθονταν οι λατρευτές και οι θεατές των αγώνων των νέων Σπαρτιατών. Στο χώρο βρέθηκαν μάλιστα και πήλινες μάσκες. Αυτές προφανώς χρησιμοποιούνταν σε οργιαστικές τελετουργίες που γίνονταν στο ιερό. Οι μαρμάρινες στήλες με τα δρεπάνια και οι βωμοί που φέρουν επιγραφές αποτελούν αφιερώματα των νέων που πέρασαν επιτυχώς τη δοκιμασία της «Διαμαστιγώσεως» και πέτυχαν να καταταγούν στις ομάδες των εφήβων.
Για τη Θεά «Ορθία» ή «Ορθωσία», ο Πίνδαρος μας μεταφέρει ότι πίστευαν ότι «ορθοί εις σωτηρίαν» ή «ορθοί τους γεννωμένους», δηλαδή παραστέκει στο μεγάλωμα, των παιδιών, ή σηκώνει εκείνους που πέφτουν. Ο δε Παυσανίας (Λακωνικά 16, 7) μας πληροφορεί ότι το λατρευτικό άγαλμα, το ξόανο της Θεάς το είχαν κλέψει από την ταυρική ο Ορέστης και η Ιφιγένεια και το μετέφεραν στη Λακωνία και ότι δεν ονομαζόταν μόνον «Ορθία» αλλά και «Λυγοδέσμα», γιατί βρέθηκε μέσα σε θάμνο λυγαριάς, η οποία είχε τυλίξει το άγαλμα με τα κλαδιά της και το μετέφεραν σε όρθια στάση. Το βέβαιο πάντως είναι ότι επρόκειτο για χθόνια θεότητα και προστάτιδα της βλαστήσεως. Η δε προσωνυμία «Ορθία» ίσως ανήκε αρχικά σε μια μυκηναϊκή θεότητα της γονιμότητας, με την οποία, αργότερα, στους ιστορικούς χρόνους, ταυτίστηκε η Άρτεμις. Από τον Παυσανία, επίσης, μαθαίνουμε ότι όταν οι Σπαρτιάτες βρήκαν το άγαλμα της θεάς παραφρόνησαν και όταν θυσίασαν στην Άρτεμη ήρθαν σε αντιπαράθεση και κατέληξαν σε βιαιοπραγίες. Πολλοί έπεσαν νεκροί πάνω στο βωμό και άλλοι εξοντώθηκαν από κάποια αρρώστια. Το Μαντείο συμβούλευσε να βρέχουν το βωμό με ανθρώπινο αίμα. Ο Λυκούργος τότε καθιέρωσε τη μαστίγωση των εφήβων πάνω στο βωμό αντί της ανθρωποθυσίας, με κλήρο. Ήταν η τελετή «Διαμαστίγωσης» ή καρτερίας. Κατά τη διάρκεια της γιορτής, πλήθος κόσμου παρακολουθούσε τις ιεροπραξίες, τους λατρευτικούς χορούς και τους αγώνες παίδων και εφήβων.
Το Ιερό της Ορθίας Αρτέμιδος ήτο το κέντρο της αγωγής των παιδιών (7-13 ετών) και οι εορτές περιελάμβαναν τρία κύρια αγωνίσματα για τα οποία το έπαθλον ήτο ένα σιδερένιο δρεπάνι. Το δρεπάνι αυτό με τη λίθινη στήλη που ανέγραφε το όνομα του νικητή και το αγώνισμα, αφιερώνονταν στη Θεά. Τα αγωνίσματα ήταν ένα είδος παιδικού κυνηγητού που λεγόταν «καθθηρατόριον», ένα αγώνισμα τραγουδιού που λεγόταν «μώα» (μούσα), και άλλο τραγουδιού ή απαγγελίας που λεγόταν «κελήα».
Για τα μεγαλύτερα παιδιά γινόταν παρά το βωμό της Θεάς η «Διαμαστίγωση» ή αγώνας καρτερίας, δηλαδή αντοχής στο μαστίγωμα που συνηθιζόταν τους μετακλασικούς χρόνους. Όσοι υπέμεναν το μαστίγωμα κατά τη διάρκεια του οποίου το αίμα «έτρεχε στο βωμό», ανακηρύσσονταν «βωμονίκαι». Η Διαμαστίγωση εγένετο με χυμώδη ευλύγιστα ραβδιά, και επιστεύετο ότι η θαυμαστή φυτική δύναμη που κάνει τα δένδρα να βλαστάνουν, μεταβιβάζεται σ’ αυτόν που μαστιγώνεται και τον δυναμώνει.
Οι ανασκαφές έδειξαν ακόμη ότι στους αρχαϊκούς ήδη χρόνους γίνονταν περί τον βωμό της Θεάς λατρευτικοί χοροί από μεταμφιεσμένους και προσωπιδοφόρους πολίτες, ανάλογοι προς τους διθυραμβικούς χορούς τραγόμορφων σατύρων.
Στο εσωτερικό του ναού βρέθηκαν ενδιαφέροντα αφιερώματα. Τη σημαντικότερη ομάδα απαρτίζουν πήλινα ειδώλια, αποκλειστικά γυναικείων μορφών, που παρουσιάζουν εντυπωσιακή ποικιλία τύπων. Χρονολογούνται από τον 7ο έως τον πρώιμο 5ο αιώνα π.Χ και υποδηλώνουν ότι στο χώρο λατρευόταν η Άρτεμις με την ιδιότητα της προστάτριας της βλάστησης και κουροτρόφου. Μεταξύ των ειδωλίων, ξεχωρίζουν επιβλητικές πεπλοφόροι σημαντικού ύψους, ένας τύπος που πρωτοεμφανίζεται στο ιερό της δυτικής πλαγιάς. Από τα υπόλοιπα ευρήματα της ανασκαφής αξίζει να μνημονευθεί ένα μοναδικό σε όγκο και διατήρηση σύνολο από σιδερένιες περόνες, που επαναλαμβάνουν ως προς την τυπολογία τις χάλκινες περόνες, που βρέθηκαν επίσης σε αφθονία στο ναό. Χαρακτηριστικά δείγματα από τα αφιερώματα αυτά εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Τρίπολης.
Στο μέσον του ιωνικού εν παραστάσι ναού, σώζεται στη θέση του το ασβεστολιθικό βάθρο του λατρευτικού αγάλματος. Επίσης, αποκαλύφθηκε ο βωμός, τμήμα του περιβόλου και προσκτίσματα νότια και ΝΔ του τεμένους. Σύμφωνα με την πρόταση του Le Bas, η Άρτεμις «Λιμνάτις» πρέπει, ως φαίνεται, να ταυτιστεί με την «Λαφρία», πανάρχαια προελληνική θεότητα της φύσης, της ζωής και του θανάτου. Το γεγονός ότι ο Παυσανίας δεν μνημονεύει το σημαντικό σε ποιότητα και μέγεθος ιερό της Αρτέμιδος Λιμνάτιδος, μπορεί να ερμηνευθεί από την ταύτιση της «Λαφρίας» με την «Λιμνάτιδα», μιας και αναφέρει την Λαφρία Αρτέμιδα και το λατρευτικό της άγαλμα, στο ιερό, έργο του Μεσσήνιου γλύπτη Δαμοφώντος, καθώς και λατρευτικά δρώμενα προς τιμήν της, ανάλογα των οποίων τελούνταν στην Πάτρα. Οι Μεσσήνιοι δέχτηκαν και υιοθέτησαν τη λατρεία της Αρτέμιδος Λαφρίας από τους κατοίκους της Καλυδώνος όταν αυτοί είχαν εγκατασταθεί στη Ναύπακτο ως εξόριστοι-φυγάδες από τον τόπο τους.
Η πρόσβαση στο ιερό της Αρτέμιδος Λαφρίας ξεκινά από τη ΝΔ πύλη της οχύρωσης της πόλης και συνεχίζει, εκτός των τειχών, με την Ιερά Οδό, η οποία καταλήγει στο ιερό, στα δυτικά της πόλης, σε έναν ξεχωριστό λόφο. Το ιερό αυτό ήταν το δεύτερο σε σπουδαιότητα ιερό των Αιτωλών, μετά από αυτό του Θέρμου, πάνω από τη λίμνη Τριχωνίδα.
Εδώ, μαζί με την Αρτέμιδα Λαφρία, λατρεύεται και ο αδελφός της Απόλλωνας Λάφριος. Για το όνομα υπάρχουν δύο ερμηνείες: είτε ότι Λάφριος είναι το όνομα κάποιου δωρητή του λατρευτικού αγάλματος της θεάς, είτε ότι «λαφρία» σημαίνει «ελαφριά», μιας και ο θυμός της θεάς εναντίον του βασιλιά Οινέα, με το χρόνο έγινε ελαφρύτερος. Ήταν τότε που ο Οινέας, σε μια ομαδική θυσία για όλους τους θεούς είχε ξεχάσει την Αρτέμιδα και αυτή, ως τιμωρία, είχε στείλει τον καλυδώνιο κάπρο που κατέστρεφε τα πάντα στην περιοχή.
Οι αρχαιότερες ενδείξεις λατρείας της Αρτέμιδος ανάγονται στα γεωμετρικά χρόνια (8ος – 7ος αιώνας π.Χ), όπως μαρτυρείται από αψιδωτό οίκημα που έχει βρεθεί, και η μεγαλύτερη ακμή του ιερού τοποθετείται στα αρχαϊκά χρόνια (6ος αιώνας π.Χ). Το ιερό βρίσκεται σε περίοπτο σημείο το οποίο προσφέρει υπέροχη θέα στο δέλτα του ποταμού Εύηνου.
Το ιερό των δύο θεών αποκαλύφθηκε με ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν το α΄ μισό του 20ου αιώνα. Τα ευρήματα των ανασκαφών είναι πολλά, για τα οποία αντλούμε πληροφορίες από τον τόμο «Das Laphrion», ο οποίος εκδόθηκε το 1948 στην Κοπεγχάγη από τους Dyggve και Poulsen, οι οποίοι τον αφιέρωσαν στην «ηρωική πόλη του Μεσολογγίου».
Το μεγάλο λίθινο αέτωμα του ναού που κοσμούσε τη δυτική πλευρά του ναού, με την κεντρική παράσταση της Γοργούς και τους λεοντοπάνθηρες εκατέρωθεν της, που πλαισιώνονται στις δύο γωνίες του από σκηνές τιτανομαχίας, σήμερα εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κερκύρας.
Από το ναό, πλακόστρωτος δρόμος πλάτους 3 μέτρων οδηγεί στα ανατολικά σε βωμό, του οποίου το νότιο άκρο εισχωρεί κάτω από το Μοναστήρι των Αγ. Θεοδώρων. Ο βωμός, του οποίου το μήκος αντιστοιχεί στο πλάτος του ναού αποτελείται από θεμελίωση και βάθρο με τρίγλυφα και μετόπες. Κατά μήκος της βόρειας πλευράς του ναού υπάρχει τμήμα μεγάλου αναλημματικού τοίχου, μπροστά από τον οποίο βρέθηκε κρηπίδωμα, που στήριζε πιθανότατα τους κίονες μιας στοάς.
Το ναϊκό συγκρότημα περιλαμβάνει μια μεγάλη κεντρική πλακόστρωτη αυλή, η οποία ήταν υπαίθρια, μιας και η Άρτεμις λατρευόταν ως η θεά των ουρανών. Αυτή ήταν μια τάση η οποία παρατηρήθηκε σε πολλούς ελληνικούς ναούς και προέρχεται από την αρχαία αιγυπτιακή λατρεία του θεού Ήλιου. Περιμετρικά της αυλής υπήρχαν ποικίλα βοηθητικά δωμάτια, τα οποία χρησιμοποιούνταν από τους ιερείς της λατρείας για αποθηκευτικές προμήθειες και τη γενική καθημερινή λειτουργία του ναού. Το ιερό περιβαλλόταν από διπλό «περίβολο» και η πρόσβαση στο ναό ήταν περιορισμένη σε δύο εισόδους: η μια κοιτούσε την πόλη και η άλλη τη θάλασσα, η οποία μπορεί και να ερμηνευθεί ως πρόταση για την ύπαρξη ενός μικρού λιμανιού στον κόλπο. Επίσης υπήρχαν τρία ακόμη πηγάδια, μιας και το λατρευτικό νερό ήταν απαραίτητο στις λατρευτικές τελετουργίες. Στο ΒΔ άκρο του περιβόλου οι ανασκαφείς βρήκαν ένα ορθογώνιο δωμάτιο το οποίο περιλάμβανε θρανία και έμοιαζε με ένα χώρο συνάθροισης. Πιθανόν αυτό συνδέεται με τις τελετές μύησης των πιστών ή τις απόκρυφες τελετές.
Ο χώρος του ιερού της Άρτεμις είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρων και χρήσιμος στους ιστορικούς εξαιτίας της μακράς περιόδου της χρήσης του. Βρισκόταν σε χρήση επανειλημμένα ως λειτουργικός ναός ήδη από την αρχαϊκή, την κλασική και την ελληνιστική περίοδο, καλύπτοντας ένα χρονικό διάστημα που εκτείνεται πάνω από οκτώ αιώνες.
Η ανασκαφή απέδωσε πολλά τεχνουργήματα και λείψανα, συμπεριλαμβανομένου ενός πλούτου κεραμικής, ειδώλια, αρωματοδοχεία, υφαντικά βάρη, κοσμήματα, τα οποία μπορούμε να δούμε στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Μύρινας. Περισσότερο αξιοσημείωτα ήταν μερικά ειδώλια ταύρου, ανάμεσα στα λείψανα ενός θυσιασμένου ταύρου το οποίο θεωρείται ότι βρισκόταν στο πιο ιερό σημείο του ναού. Οι ιστορικοί θεωρούν πως αυτό συνδέεται άμεσα με τη λατρεία της θεάς Άρτεμις στη Βραυρώνα της Αττικής. Αυτό δεν θα ήταν απίθανο εξαιτίας της στρατηγικής της θέσης στο Αιγαίο, μιας και η Λήμνος ήταν συνεχώς εκτεθειμένη σε διαφορετικούς πολιτισμούς και λαούς μέσω των συναλλαγών και του εμπορίου.
Τίποτε δε σώθηκε από το λατρευτικό άγαλμα της θεάς, το οποίο μερικοί ταυτίζουν με το «άγαλμα ορθόν» των επιγραφών της Αθηναϊκής Ακρόπολης και το αποδίδουν στον Πραξιτέλη, και στο οποίο έχουν αναφερθεί ο Ευριπίδης, ο Παυσανίας και ο Πλούταρχος.
Στο ιερό εκτός από την Άρτεμη, που αποτελεί μια από τις αρχαιότερες θεές στο πάνθεον των θεών λατρευόταν η Ιφιγένεια, η Λητώ, ο Απόλλων και ο Διόνυσος. Τα πλούσια αναθήματα που βρέθηκαν και εκτίθενται στο Μουσείο της Βραυρώνας, αποδεικνύουν τη λατρεία της Αρτέμιδας ως θεάς της φύσης, κουροτρόφου, προστάτιδας των παιδιών, καθώς και των μικρών ζώων. Μια μεγαλοπρεπής πομπή (θεωρία) ξεκινούσε, κάθε 5 χρόνια από την Ακρόπολη, για να γιορτάσει τα «Βραυρώνια» στο ιερό της θεάς, κατά τη διάρκεια των οποίων εκτός από τις θυσίες πραγματοποιούνταν αθλητικοί και μουσικοί αγώνες, καθώς και αρματοδρομίες. Σημαντική στιγμή της γιορτής ήταν η τελετή των «αρκτείων» με την οποία τα νεαρά παιδιά ολοκλήρωναν τη μύησή τους: επρόκειτο για μια τελετή μυστηριακού χαρακτήρα, στην οποία έπαιρναν μέρος τα κορίτσια, πριν φθάσουν στην ηλικία της ήβης. Οι παρθένες, που ονομάζονταν «άρκτοι», έπαιρναν υποχρεωτικά μέρος στην τελετή των «Βραυρωνίων», που γινόταν κάθε τέσσερα χρόνια.
Το ιερό της Βραυρωνίας Αρτέμιδος εκτεινόταν βόρεια του ιερού της Αρτέμιδας «Ταυροπόλου», στο Δήμο Αραφηνίδων Αλών (σημερινή Λούτσα) και σχετίζονταν με την Ιφιγένεια , η οποία σύμφωνα με τον Ευριπίδη ήταν κλειδούχος ιέρεια της Αρτέμιδας και λατρευόταν στη Βραυρώνα, ως χθόνια ηρωίδα, με κέντρο λατρείας, το σπηλαιώδη τάφο της. Σήμερα, από το ναό της Βραυρωνίας Αρτέμιδας σώζεται μόνο η κατώτατη στρώση θεμελίων.
Η αναγνώριση του ναού παραμένει αδιευθέτητο πρόβλημα στη σύγχρονη έρευνα. Κατά μία άποψη, πρόκειται για το ιερό της Αρτέμιδος Αγροτέρας (Θηρεύτριας και Κυνηγού), μίας από τις θεότητες που συνδέθηκαν, από τους Αθηναίους, με την νίκη επί των Περσών στον Μαραθώνα και έγιναν αποδέκτες μεγάλων τιμών από τότε. Διάφορες αρχαίες πηγές (Αριστοφάνης, Πλούταρχος, Ξενοφών, Αιλιανός) ομιλούν περί προσφοράς θυσιών στην θεά κάθε χρόνο, σε ανάμνηση της λαμπρής νίκης, στο ιερό της στην νότια όχθη του Ιλισσού, του οποίου την ύπαρξη μνημονεύει ο Παυσανίας σε περιοχή με το όνομα «Άγραι». Άλλοι πάλι ταυτίζουν τον ναό με το λεγόμενο «Μητρώον εν Άγραις», μικρό ιερό αφιερωμένο στην θεά Δήμητρα, όπου τελούνταν τα προπαρασκευαστικά των Μεγάλων Ελευσινίων Μυστήρια, που μεταξύ άλλων περιλάμβαναν και τελετουργικό καθαρμό στα νερά του Ιλισσού.
Ο ναός μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία κατά τους βυζαντινούς χρόνους και διατηρήθηκε σχεδόν ακέραιος μέχρι το 1778, οπότε καταστράφηκε ολοκληρωτικά από τους Τούρκους, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί το υλικό του στις οχυρώσεις της πόλης. Τα λίγα διασωθέντα λείψανά του, κυρίως επάνω στον βράχο, καλύπτονται σήμερα από σύγχρονες οικίες.
Σώζεται μόνο το θεμέλιο του ναού από πωρόλιθο, ο οποίος ήταν δωρικός περίπτερος. Ο σηκός διαιρείται σε ένα μεγάλο ανατολικό τμήμα και σε ένα μικρότερο δυτικό, το οποίο έχει ερμηνευτεί ως άδυτο. Η κατασκευή του ναού, στον οποίο ανήκουν τα ορατά σήμερα θεμέλια, χρονολογείται στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ.
Ο Ευριπίδης, αλλά και ο Μένανδρος στην κωμωδία του «Επιτρέποντες» παρέχουν πληροφορίες για τον χαρακτήρα και τα δρώμενα που περιλάμβανε η εορτή των «Ταυροπολίων» που τελούνταν προς τιμήν της θεάς: νυχτερινές πομπές, τελετές ξέφρενου διονυσιακού χαρακτήρα και δρώμενα με συμβολική μίμηση ανθρωποθυσιών.
Το ιερό της Ταυροπόλου αποτελούσε σημαντικό χώρο λατρείας και κέντρο του αρχαίου αττικού δήμου των Αλών Αραφηνίδων. Η λειτουργία του ιερού τεκμηριώνεται από τον 7ο αιώνα π.Χ έως και τον 1ο αιώνα μ.Χ, όπως μαρτυρούν τα αναθηματικού χαρακτήρα ευρήματα, αλλά και χρηστικά και μαγειρικά αγγεία που δείχνουν την τέλεση συνεστιάσεων στα πλαίσια της λατρείας .
Στον χώρο του ιερού έχουν εντοπισθεί δύο πρόπυλα (ανατολικό και δυτικό), χαλικόστρωτος δρόμος και βάθρα αναθημάτων. Σε απόσταση 200 μέτρων, νοτίως του ναού της Ταυροπόλου Αρτέμιδος, αποκαλύφθηκε ένας μικρός ναός με αποθέτη με πλήθος αφιερωμάτων που χρονολογούνται από τους γεωμετρικούς μέχρι και τους κλασικούς χρόνους.
Τα ευρήματα από το ιερό της Αρτέμιδος Ταυροπόλου εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Βραυρώνας.
Το ιερό της Προσηώας Αρτέμιδος ήταν από τα σημαντικότερα της Εύβοιας. Βρίσκεται στο χαμηλό λόφο του Αγίου Γεωργίου στο Πευκί, αμέσως νότια του δρόμου που οδηγεί από την Ιστιαία στα χωριά του Αρτεμισίου και στη Χαλκίδα. Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές το ιερό βρισκόταν κοντά στην παραλία, όπου βρίσκονταν τα ελληνικά πλοία (Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Ζ΄ 176 / Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Θεμιστοκλής, VIII / Πλούταρχος, Περί της Ηροδότου κακοηθείας, 34). Σύμφωνα με την περιγραφή του Πλουτάρχου το ιερό διέθετε ένα μικρό ναό μέσα σε ένα άλσος, ενώ διάφορες αναθηματικές στήλες ήταν στημένες στο ύπαιθρο. Μια από τις στήλες αυτές ήταν και το τρόπαιο που αφιέρωσαν στη θεά οι Αθηναίοι μετά το τέλος του πολέμου.
Πότε ιδρύθηκε το ιερό είναι άγνωστο, όπως επίσης άγνωστη είναι και η πορεία του στο χρόνο. Από δυο επιγραφές εξάγονται κάποια συμπεράσματα για την ιστορία του και για τη λατρεία της θεάς. Η πρώτη φυλάσσεται στο Επιγραφικό Μουσείο, χρονολογείται στον 2ο αιώνα π.Χ και αναφέρει τα ονόματα εκείνων που συνέβαλαν στην ανακατασκευή του ιερού και την αφιέρωση ενός λατρευτικού αγάλματος. Τα χρήματα που συλλέχθηκαν τότε ήταν 8.125 δραχμές, πολύ μεγάλο ποσό για το μέγεθος του ιερού, αν και αποτελεί μια ένδειξη για την ευρεία έκταση και την πολυτέλεια των εργασιών. Η δεύτερη επιγραφή που βρέθηκε στον χώρο του ιερού, χρονολογείται στον 4ο ή 5ο αιώνα π.Χ και αναφέρεται στον πυρρίχιο χορό. Η θεά Άρτεμις ονομάζεται «αγροτέρα» και προς τιμή της γινόταν ο πυρρίχιος χορός. Είναι πιθανό ο χορός να εκτελούνταν από νέους της περιοχής σε ανάμνηση της ναυμαχίας και με τον τρόπο αυτό συνδέεται η λατρεία της θεάς με αυτή. Τέλος κατά την εξέταση της επιγραφής μιας ερμαϊκής στήλης, που βρίσκεται στην Αρχαιολογική Συλλογή Ωρεών και χρονολογείται στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ, υποστηρίχθηκε ότι η στήλη αυτή αφιερώθηκε στο ιερό της θεάς από τον Κέφαλο, γιο του Ηγεμόνος, και τοποθετήθηκε στην είσοδο του ιερού. Το ιερό της Αρτέμιδας πρέπει να καταστράφηκε από φωτιά λίγο μετά το 569 μ.Χ, όπως έδειξε η εύρεση ενός τεσσαρακοντανούμμιου, νόμισμα του αυτοκράτορα Ιουστίνου Β΄. Η ανακάλυψη, στα τέλη του 19ου αιώνα, της επιγραφής του Αρτεμισίου, στο λόφο του Αγίου Γεωργίου στο Πευκί, οδήγησε το Γερμανό αρχαιολόγο G. Lolling να ξεκινήσει ανασκαφική έρευνα στην περιοχή με σκοπό την αποκάλυψη του ιερού. Η ανασκαφή ξεκίνησε το 1883 και διήρκησε μόλις 7 μέρες. Τα αποτελέσματά της ήταν όμως ιδιαίτερα σημαντικά, καθώς οδήγησαν στην ανακάλυψη του ιερού της Αρτέμιδας Προσηώας. Το 1910 κτίστηκε το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου και αργότερα εγκαταστάθηκε στην περιοχή το νεκροταφείο του νεότερου οικισμού του Πευκιού, δείχνοντας πως η ανασκαφή του Lolling είχε ξεχαστεί. Σήμερα, το νεκροταφείο έχει μεταφερθεί.
Η σύντομη ανασκαφική έρευνα είχε φέρει στο φως ένα μεγάλο κτήριο ρωμαϊκών ή πρώιμων βυζαντινών χρόνων. Οι διαστάσεις του είναι 30 x 13 μ. και καταλαμβάνει όλη την κορυφή του λόφου. Από τον αρχαίο ναό βρέθηκαν λίγα αρχιτεκτονικά μέλη και τμήμα του επιστυλίου. Ο ανασκαφέας υπέθεσε, λαμβάνοντας υπόψη και την περιγραφή του Πλούταρχου, ότι ο ναός της Αρτέμιδας πρέπει να ήταν δωρικού ρυθμού με διαστάσεις περίπου 6,50 x 13 μ. Θεώρησε ότι πρέπει να διέθετε δυο κίονες στην πρόσοψη ανάμεσα στις προεκτάσεις των μακρών τοίχων. Από το ναό βρέθηκαν ακόμη τμήματα της πήλινης σίμης με γραπτή διακόσμηση, καθώς και ακροκέραμα κλασικής και ελληνιστικής περιόδου. Στο εσωτερικό του ναού βρισκόταν το λατρευτικό άγαλμα της θεάς. Ο ανασκαφέας αναφέρει ακόμη την ανακάλυψη γλυπτών από λευκό μάρμαρο, τμήμα ύψους 0,45 μ. από κορμό ντυμένου γυναικείου αγάλματος, τμήμα στήλης με παράσταση ενός γοργονείου, και τμήμα στήλης με παράσταση δυο γυναικείων μορφών (μια ένθρονη και μια ικέτιδα). Εκτός όμως από την επιγραφή του Αρτεμισίου όλα τα υπόλοιπα ευρήματα θεωρούνται σήμερα πλέον χαμένα.
Η επωνυμία «Ορθασία», «Ορθωσία» ή «Ορθία» αναφέρεται στην Άρτεμη, όπως λατρευόταν κυρίως στη Σπάρτη, απ’ όπου η λατρεία της μεταφέρθηκε και σε άλλες περιοχές, όπως στις Βάσσες της Αρκαδίας.
Ο ναός της Αρτέμιδος Ορθασίας, προστάτιδας των μικρών παιδιών, βρίσκεται ψηλότερα από το ναό του Επικουρίου Απόλλωνα, στην ψηλότερη κορυφή του όρους Κωτύλιο, σε υψόμετρο περίπου 1.230 μ. Ο ναός οικοδομήθηκε κατά την αρχαϊκή εποχή, μαζί με ένα δεύτερο, αφιερωμένο στην Αφροδίτη, πιθανότατα από φτωχούς Φιγαλείς που είχαν εγκατασταθεί στις Βάσσες, γι’ αυτό και η κατασκευή του δεν είναι ιδιαίτερα επιμελημένη. Τα ευρήματα από το χώρο, όπως χάλκινα κάτοπτρα, πήλινες γυναικείες προτομές και οστά ζώων από θυσίες, φανερώνουν ότι και οι δύο ναοί ήταν σε χρήση σε όλη τη διάρκεια της αρχαϊκής και κλασικής εποχής, και εγκαταλείφθηκαν στο τέλος του 3ου αιώνα π.Χ. Συγκεκριμένα, ο ναός της Αρτέμιδος είναι ο νοτιότερος και ο μεγαλύτερος από τους δύο. Αποτελείται μόνο από πρόναο και σηκό και οι τοίχοι του είναι κτισμένοι από πρόχειρα λαξευμένους λίθους, με πηλό ως συνδετικό υλικό, ενώ δεν σώζεται κανένα ίχνος κιόνων ή γλυπτού διακόσμου. Δεν έχει το συνήθη προσανατολισμό των αρχαίων ναών, αλλά ακολουθεί και αυτός κατεύθυνση από νότο προς βορρά, όπως και ο ναός του Επικουρίου Απόλλωνα, ίσως για λατρευτικούς λόγους, που συνδέονται με την αρκαδική θρησκευτική παράδοση. Βόρεια του ναού διατηρείται στη θέση του ένα χαμηλό βάθρο από ασβεστόλιθο, όπου πιθανότατα ήταν στημένο το λατρευτικό άγαλμα. Μία απελευθερωτική επιγραφή χαραγμένη σε χάλκινη πλάκα, που βρέθηκε στη ΝΑ γωνία του ναού, αναφέρεται στη λατρεία της Αρτέμιδος Ορθασίας, του Απόλλωνος Βασσίτα και του Πανός Σινόεντα.
Οι αρχαίοι Λουσοί απλώνονται στο οροπέδιο των Σουδενών, στους πρόποδες των Αροανίων Ορέων (Χελμός), σε υψόμετρο 1200 μέτρων. Τα ερείπια του ιερού της Αρτέμιδος Ημέρας εκτείνονται στην κλιτύ του πυκνοδασωμένου Προφήτη Ηλία, που χωρίζει το οροπέδιο προς νότο από εκείνο της Κλειτορίας. Οι Λουσοί, στα αρχαία χρόνια, ήταν μια αυτόνομη και ακμαία πόλη, μέχρι που, κάποια στιγμή, εξαρτήθηκε από τον γειτονικό αρχαίο Κλείτορα.
Στα 1898 το αυστριακό ινστιτούτο Αθηνών άρχισε τις ανασκαφές στην περιοχή, ξεκινώντας από το ξωκκλήσι της Παναγίας του Λουσικού, το οποίο ήταν ερειπωμένο και χτισμένο με οικοδομικό υλικό του αρχαίου ναού της Αρτέμιδος. Κατά την ανασκαφή αποκαλύφθηκαν τα θεμέλια του ναού της Αρτέμιδος, με την ιδιόρρυθμη κάτοψη και άλλων μνημείων του ιερού: βρέθηκαν βουλευτήριο, πρόπυλο, μνημειακή κρήνη, μικρότερα ιερά και αναλημματικοί τοίχοι. Όλα αυτά τα ερείπια χρονολογούνται στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ και στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ, όταν το ιερό γνώριζε ιδιαίτερη άνθιση. Βεβαιώθηκε και η χρήση ενός παλαιότερου ναού ύστερα από την εύρεση ενός κομματιού από το μαρμάρινο λατρευτικό άγαλμα της θεάς, χρονολογημένο τον 6ο αιώνα π.Χ.
Με τις νεότερες ανασκαφές αποκαλύφτηκαν αναθήματα της περιόδου από τα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ έως τον πρώιμο 5ο αιώνα π.Χ, τα οποία προέρχονται, εν μέρει, από κλειστά σύνολα: ένας χάλκινος σκαραβαίος, χάλκινα, ασημένια ή σιδερένια κοσμήματα (βελόνες, πόρπες, περίαπτα), υάλινες ή κεχριμπαρένιες χάντρες. Επίσης απαντούν και μολύβδινα και οστέϊνα αναθήματα. Άξιο αναφοράς είναι και ένα λιοντάρι που ανήκε σε χάλκινο σκεύος των μέσων του 6ου αιώνα π.Χ. Μεταξύ των πήλινων αγγείων διακρίνονται κυρίως λατρευτικές πυξίδες ντόπιας παραγωγής και μικρογραφικά αγγεία ως αναθήματα. Απαντά, επίσης στους Λουσούς, μια ομάδα αγγείων, του ύστερου 8ου αιώνα π.Χ, με εμπίεστη διακόσμηση που περιορίζεται σε λίγες θέσεις της Αχαΐας. Η τυπολογία των πήλινων ειδωλίων αποτελείται από ευρέως διαδεδομένους τύπους στην Πελοπόννησο, αλλά και γυναικεία ειδώλια με μια χαρακτηριστική για τους Λουσούς “κρανοειδή” κόμμωση. Υπάρχουν και θραύσματα ειδωλίων μεγάλου μεγέθους. Στην περίοδο του νεότερου ναού ανήκουν λίγα χάλκινα κιβωτίδια, που θυμίζουν – σε μικρότερο μέγεθος – τις χρυσές λάρνακες της Βεργίνας. Η ανασκαφική έρευνα περιορίστηκε μόνο στο ιερό και δεν επεκτάθηκε στην αρχαία πόλη των Λουσών, η οποία βρισκόταν σε χαμηλότερο μέρος, σ’ απόσταση 15 λεπτών, δυτικά του ιερού.
Σύμφωνα με το Βακχυλίδη (11ος Επίνικος, για τον Αλεξίδαμο από το Μεταπόντιο) οι κόρες του βασιλιά της Τίρυνθας Προίτου γιατρεύτηκαν, από τον Μελάμποδα, με την παρέμβαση της θεάς Αρτέμιδος, από παραφροσύνη. Ως δείγμα ευγνωμοσύνης προς τη θεά, οι νεαρές κοπέλες εισήγαγαν γυναικείους χορούς, ίδρυσαν ένα ιερό άλσος, όπου και ανέγειραν βωμό, τον οποίον έραιναν με αίμα από αίγες και πρόβατα.
Από τότε δε ονομάστηκε η Άρτεμις «Ημέρα» ή «Ημερασία». Προς τιμήν της γινόταν από τους Λουσιάτες μεγάλη επίσημη γιορτή, τα «Ημεράσια», με αγώνες όπου έπαιρναν μέρος και ξένοι. Τη γιορτή αυτή την αναφέρει και ο Παυσανίας. Η Άρτεμις γινόταν «ημέρα» (καλόβουλη, ευμενής) με προσφορές και κατάλληλες ιεροπραξίες στο ιερό της.
Από τον 3ο αιώνα π.Χ, πληθαίνουν οι αρχαίες πηγές. Επιγραφές χάλκινες της περιόδου 300 ως 200 π.Χ μας διασώζουν ονόματα προξένων και ευεργετών του ιερού. Ο Καλλίμαχος αναφέρει, στον Ύμνο της Αρτέμιδος, ναό της θεάς στους Λουσούς. Από τον Πολύβιο (IV 18,9 και 34,9) μαθαίνουμε ότι κατά το συμμαχικό πόλεμο (220-217 π .Χ), οι Αιτωλοί έφτασαν στο φημισμένο ιερό της Αρτέμιδος, το οποίο σήμερα, βρίσκεται κοντά στο ξωκκλήσι της Παναγίας του Λουσικού. Το ιερό ήταν σεβαστό από όλους τους Έλληνες και «άσυλο». Οι Λουσιάτες κατάφεραν να διαπραγματευτούν με τους Αιτωλούς, ώστε να μην λεηλατηθεί το ιερό, προσφέροντας τους μερικά από τα πολύτιμα αναθήματα της θεάς, αλλά τελικά οι Αιτωλοί διέπραξαν ιεροσυλία, αρπάζοντας τα κοπάδια των ζώων τα οποία ήταν περιουσία του ιερού της Άρτεμης.
Ο Ποσειδώνας έχει υμνηθεί από τους Ορφικούς σαν ο «γαιήοχος» και «κυανοχαίτης» θεός που «κατέχει τη γη» και έχει «γαλανή χαίτη» (κατέχει και τη θάλασσα). Είναι ο θεός που «κατοικεί στα θεμέλια του πόντου» και με την χάλκινη τρίαινά του σείει τη γη και φέρνει τους σεισμούς και τα κύματα. Είναι ο «σαλευτής της γης» του Ομήρου.
Ο Ποσειδώνας ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας και, εκτός των άλλων θεών και θεαινών, αδελφός του Δία και, όταν δεν κατοικούσε στον Όλυμπο, κατέβαινε στο παλάτι του, στα βάθη της θάλασσας, όπου ζούσε με τη γυναίκα του, τη Νηρηίδα Αμφιτρίτη. Κατά μια εκδοχή μεγάλωσε στη Ρόδο όπου, μετά την ένωσή του με την Αλία, αδελφή των Τελχινών, γεννήθηκαν έξι γιοι και μια κόρη, η Ρόδη, που έδωσε το όνομά της στο νησί. Ήταν πατέρας ακόμα του Θησέα, αλλά και του Προκρούστη και του Σκίρωνα και των γιγάντων: των δίδυμων Ώτου και Εφιάλτη (από την ένωσή του με την Ιφιμέδεια, κόρη του βασιλιά της Θεσσαλίας), του Τιτυού (από την Ελαρά, κόρη του Ορχομενού και του Ωρίωνα (από την Ευρυάλη, κόρη του Μίνωα). Θεωρούνταν ακόμα εξημερωτής του πρώτου αλόγου αλλά και γεννήτορας του μυθικού αλόγου Πήγασου, από την ένωσή του με τη Μέδουσα.
Σύμβολά του, το ψάρι και κυρίως το δελφίνι και το άλογο, εξ’ ου και «Ίππιος» Ποσειδών . Το άλογο είναι τα ζώα που σείουν με τα πόδια τους την γη. Είναι φανερό ότι τα πόδια ανήκουν στην επικράτεια του Θεού εφόσον ο Σωκράτης λέγει στον «Κρατύλο» ότι ο Ποσειδών είναι «ποσίδεσμος», δηλαδή δένει τα πόδια των θνητών για να μην χρησιμοποιούν την λογική αλλά μόνο το συναίσθημα, του οποίου ο ίδιος είναι ο Άρχων. Σε όλες δε τις γιορτές προς τιμήν του περιλαμβάνονταν ιπποδρομίες. Ο Ποσειδώνας έγινε ο προστάτης των ναυτικών, στον οποίο θυσίαζαν πριν από κάθε ταξίδι ή κατά τη διάρκεια, όταν ο Θεός «θύμωνε», για να τον εξευμενίσουν.
Ο Ποσειδών συμβολίζει την αέναη κίνηση και τη ρευστότητα –όπως ακριβώς είναι η φύση του υγρού στοιχείου και κατ’ επέκταση τον κόσμο των συναισθημάτων. Και αυτό γιατί τα συναισθήματά μας δεν βρίσκονται ποτέ σε μια μόνιμη κατάσταση αλλά μεταβάλλονται ανάλογα με τις συνθήκες και το περιβάλλον. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ψυχικές νόσοι αποδίδονταν στον μεγάλο αυτό Θεό που κινεί τα ανθρώπινα συναισθήματα με την τρίαινά του όπως τα ύδατα των ωκεανών.
Σύμφωνα με τον Παυσανία, ο Ποσειδών ήταν ένας από τους επιστάτες του χρησμού στους Δελφούς προτού να τους αναλάβει ο Ολύμπιος Απόλλωνας. Απόλλωνας και Ποσειδών λειτούργησαν στενά σε πολλά σημεία: στην αποίκιση, παραδείγματος χάριν. Ο Δελφικός Απόλλωνας παρείχε την έγκριση την εγκατάσταση ανθρώπων σε αποικίες, ενώ ο Ποσειδών πέρα από τους αποίκους βοήθησε δίνοντάς τους το εξαγνιστικό ύδωρ για τη θυσία που αφορούσε την ίδρυση της αποικίας. Η Ανάβασις του Ξενοφώντα περιγράφει μια ομάδα στρατιωτών στο 400-399 π.Χ τραγουδώντας στον Ποσειδώνα έναν παιάνα, ένα είδος ύμνου που τραγουδιέται κανονικά για τον Απόλλωνα.
Το ιερό τέμενος του Ποσειδώνος καταλαμβάνει έκταση περίπου 5 στρεμμάτων. Ορίζεται με κτιστό περίβολο και είναι προσιτό μέσα από μνημειώδες πρόπυλο στα ΒΑ. Το σημαντικότερο οικοδόμημα είναι ο ναός του Ποσειδώνος στο νότιο τμήμα του, ενώ την ΒΔ πλευρά του τεμένους καταλαμβάνουν η μεγάλη βόρεια και η μικρότερη δυτική στοά.
Ο ναός είναι δωρικός και οικοδομήθηκε από τοπικό μάρμαρο της Αγριλέζας (βραχώδης περιοχή του Σουνίου). Την αετωματική στέγη του επέστεφαν ανθεμωτά ακρωτήρια. Τουλάχιστον το ανατολικό αέτωμα (στην πλευρά της εισόδου) κοσμείτο με αγάλματα. Στην ίδια πλευρά, ανάγλυφη ζωφόρος περιέτρεχε το εσωτερικό του «πτερού» (κιονοστοιχίας που τον περιέτρεχε) στο πάνω μέρος. Οι πλάκες της ζωφόρου από μάρμαρο της Πάρου εικονίζουν σκηνές από την Κενταυρομαχία και τους άθλους του Θησέα. Πρόκειται για αλληγορία της νίκης των Ελλήνων με πρωτοστάτες τους Αθηναίους κατά των Περσών, δηλαδή της υπεροχής της Αθηναϊκής δημοκρατίας έναντι της ανατολικής απολυταρχίας. Αποδίδεται στον ίδιο αρχιτέκτονα με τους ναούς του Ηφαίστου («Θησείο») στην Αγορά των Αθηνών, του ναού του Άρεως στις Αχαρνές (αρχαίος δήμος της πόλης-κράτους των Αθηνών) και του ναού της Νεμέσεως στο Ραμνούντα της Αττικής.
Οι αρχαίες γραπτές πηγές δεν έχουν διασώσει καμία πληροφορία για την οικοδομική δραστηριότητα του χώρου του ιερού. Τα μέχρι σήμερα αρχαιολογικά ευρήματα τοποθετούν την πρώτη χρήση του χώρου στην πρωτοελλαδική, ίσως και τη νεολιθική περίοδο. Εξακολουθεί να χρησιμοποιείται στα μυκηναϊκά, γεωμετρικά και αρχαϊκά χρόνια. Στο τέλος του 6ου – αρχές 5ου αιώνα π.Χ, χρονολογείται πιθανώς ο ναός του Ποσειδώνα εκεί. Το ιερό επεκτείνεται προς τα νότια στα τέλη του 4ου αι. π.Χ, με την κατασκευή των κτηρίων C και D και πιθανόν και των προπυλαίων. Στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια συνεχίζεται η δραστηριότητα σε αυτό ενώ είναι άγνωστο πότε και γιατί σταμάτησε να λειτουργεί. Σώζονται τέλος ίχνη βυζαντινής κεραμικής.
Το ιερό ανασκάφτηκε από του Σουηδούς αρχαιολόγους Samuel Wide και Lennart Kjellberg το 1894 και αποτελεί την πρώτη σουηδική ανασκαφή στον ελλαδικό χώρο. Στη δημοσίευσή της (Athenische Mitteilungen 1895) δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, με σκοπό να χρονολογηθούν τα διάφορα κτήρια. Η μυκηναϊκή κεραμική που βρέθηκε, κυρίως μέσα στο ναό, οδήγησε τους Wide και Kjellberg στη σκέψη ότι ίσως η ίδρυση της αμφικτιονίας να τοποθετείται στα χρόνια αυτά. Με την άποψη αυτή διαφώνησαν αρκετοί μετέπειτα ερευνητές.
Ένας νέος κύκλος ανασκαφικής έρευνας στο χώρο ξεκίνησε το 1997 από το Σουηδικό Ινστιτούτο Αθηνών με Διευθύντρια την Καθηγήτρια Berit Wells και Υποδιευθυντή τον Arto Penttinen.
Δοκιμαστική τομή στα δυτικά του περιβόλου του ναού αποκάλυψε τοίχους ενός οικισμού, οι οποίοι χρονολογήθηκαν στην υστεροελλαδική ΙΙΙ Γ περίοδο. Από το 1999 όμως και έπειτα η έρευνα επικεντρώθηκε στη νότια πλευρά του χώρου και συγκεκριμένα στα κτήρια C και D, με βασικό στόχο να μελετηθεί η καθημερινή ζωή και το περιβάλλον σε ένα ιερό των αρχαίων Ελλήνων. Η διερεύνηση των ήδη ανασκαμμένων αυτών κτηρίων καθίσταται δυνατή καθώς οι Wide και Kjellberg περιορίστηκαν απλά στο να αποκαλύψουν τους τοίχους τους, χωρίς να σκάψουν στο εσωτερικό. Το παλαιότερο αρχιτεκτονικό εύρημα στην περιοχή των κτηρίων C και D είναι προς το παρόν ένας τοίχος του 8ου αι. π.Χ. Τα μέχρι στιγμής στοιχεία και κυρίως ο βωμός ο οποίος ανασκάφτηκε οδηγούν στο να θεωρήσουμε το κτήριο D, η χρήση του οποίου ξεκινά στο τέλος του 4ου αι. π.Χ, λατρευτικό. Το 2003 δυτικά του κτηρίου αυτού βρέθηκε ένα πολύ μεγάλο σύνολο κεραμικής, οστών και περιβαλλοντικών καταλοίπων του πρώτου μισού του 2ου αι. π.Χ, το οποίο αναμένεται να βοηθήσει στην περαιτέρω διερεύνηση των βασικών στόχων του ερευνητικού προγράμματος.
Το κτίριο θα πρέπει να στεγαζόταν με κεραμίδια λακωνικού τύπου, σε πολλά από τα οποία υπήρχαν εγχάρακτα γράμματα Δ και ΔΑ, δηλαδή: ΔΑ[ΜΟΣΙΟΣ], που μαρτυρούν το δημόσιο χαρακτήρα του. Μεταξύ των ευρημάτων υπήρχαν και σιδερένια ομοιώματα εξαρτημάτων λέμβων και πλοιαρίων, σε σχήμα κουπιού ή πηδαλίου πιθανότατα αφιερώματα ναυτικών, ενώ δύο ενεπίγραφα όστρακα αγγείων επιβεβαιώνουν τη χρήση του χώρου ως Ιερού του Ποσειδώνα κατά την Αρχαϊκή (700-480 π.Χ) και Κλασική εποχή ( 480-323 π.Χ).
Το οικοδόμημα έχει κατασκευασθεί από πεντελικό μάρμαρο, ενώ για τη ζωφόρο του χρησιμοποιήθηκε γκρίζα Ελευσινιακή πέτρα και για τα θεμέλια πειραϊκός ακτίτης (τοπικός ασβεστόλιθος). Στην πρόσοψη του ανατολικού τμήματος υψώνεται εξάστυλη ιωνική στοά, από όπου ήταν και η είσοδος, με δύο παράθυρα εκατέρωθεν. Στο εσωτερικό του ναού αυτού φυλασσόταν το ξόανο, το άγαλμα της Αθηνάς, φτιαγμένο από ξύλο ελιάς, το οποίο έντυναν με τον πέπλο οι Αρρηφόροι (νεαρές Αθηναίες παρθένες) κατά τη διάρκεια της γιορτής των Παναθηναίων. Στο δυτικό τμήμα, που βρισκόταν σε χαμηλότερο επίπεδο, η είσοδος γινόταν από ένα πρόπυλο σε σχήμα Π, στη βόρεια πλευρά, με τέσσερις ιωνικούς κίονες στην πρόσοψη και από έναν σε κάθε πλευρά. Στο πλακόστρωτο της στοάς που σχηματίζει το πρόπυλο υπάρχουν, σύμφωνα με την παράδοση, τα ίχνη της τρίαινας με την οποία ο Ποσειδώνας χτύπησε τη γη και έκανε να αναβλύσει η πηγή με το αλμυρό νερό. Το δάπεδο του ναού ήταν μαρμάρινο και από κάτω, σύμφωνα πάντα με την παράδοση, υπήρχε η »Ερεχθηίς θάλασσα», όπου κατέληγαν τα νερά της αλμυρής πηγής του Ποσειδώνα. Μία μικρή πόρτα στο δυτικό τοίχο του ναού οδηγούσε στο ιερό της Πανδρόσου, στα δυτικά του Ερεχθείου. Η δυτική πλευρά εξωτερικά είχε τέσσερις ιωνικούς κίονες επάνω σε ψηλό στυλοβάτη, οι οποίοι ενώνονταν με χαμηλό τοίχο και κιγκλιδώματα. Μία άλλη πόρτα, τέλος, στο νότιο τοίχο του ναού αυτού, οδηγούσε μέσω μίας σκάλας στην πρόσταση των Καρυάτιδων. Αυτή είναι μικρή στοά σχήματος Π, όπου τη θέση των κιόνων καταλαμβάνουν έξι αγάλματα κορών, που στηρίζουν με το κεφάλι τους την οροφή της. Ονομάσθηκαν Καρυάτιδες μεταγενέστερα, επειδή σχετίσθηκαν με τις κοπέλες από τις Καρυές της Λακωνίας, που χόρευαν ένα χορό προς τιμήν της θεάς Αρτέμιδος. Φιλοτεχνήθηκαν από το γλύπτη Αλκαμένη ή, σύμφωνα με άλλους, από το γλύπτη Καλλίμαχο. Τα πέντε αγάλματα των Καρυάτιδων βρίσκονται σήμερα στο Μουσείο Ακροπόλεως και το έκτο στο Βρετανικό Μουσείο, ενώ στη θέση τους έχουν τοποθετηθεί αντίγραφα από χυτό υλικό. Όλο το οικοδόμημα διακοσμούσε μία ζωφόρος, όπου πιθανόν απεικονίζονταν σκηνές σχετικές με τους μυθικούς βασιλείς της Αθήνας.
Τον 1ο αι. π.Χ, το μνημείο κάηκε κατά τη διάρκεια βαρβαρικών επιδρομών και υπέστη μικρές επισκευές και τροποποιήσεις. Κατά τους πρώιμους χριστιανικούς χρόνους μετατράπηκε σε εκκλησία της Θεομήτορος, την εποχή της Φραγκοκρατίας (1204-1456) χρησιμοποιήθηκε ως παλάτι και κατά την Τουρκοκρατία (1456-1833) φιλοξένησε το χαρέμι του Τούρκου φρούραρχου. Στις αρχές του 19ου αιώνα, μία από τις Καρυάτιδες και ένας κίονας αποσπάσθηκαν κατά τη διάρκεια της διαρπαγής των μαρμάρων του Παρθενώνα από το λόρδο Έλγιν, ενώ λίγο αργότερα, το 1827, στη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων, το κτήριο ανατινάχθηκε από τουρκική οβίδα. Προσπάθειες για την αποκατάσταση του μνημείου έγιναν αμέσως μετά την απελευθέρωση. Το Ερέχθειο είναι το πρώτο από τα μνημεία της Ακρόπολης, του οποίου ολοκληρώθηκε η αναστήλωση κατά τη διάρκεια των ετών 1979-1987, στο πλαίσιο των αναστηλωτικών εργασιών που εκτελούνται στο χώρο της Ακρόπολης. Η αναστήλωση αυτή βραβεύθηκε από την Europa Nostra.
Πιθανότατα κτίστηκε από τους Ερετριείς, οι οποίοι αποίκησαν τη Μένδη και είχαν προστάτη τους τον Ποσειδώνα. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως τέσσερα μεγάλα κτίρια: τον κυρίως ναό, δύο κτίρια εκατέρωθεν του ναού και ένα αψιδωτό κτίσμα στο ανατολικό μέρος αυτού. Το τελευταίο, που είναι και το αρχαιότερο, χρονολογείται από την πρωτογεωμετρική περίοδο (11ος-10ος αι. π.Χ). Το δάπεδό του είναι πήλινο και οι τοίχοι είναι από μεγάλες κροκάλες.
Τα υπόλοιπα κτίσματα χρονολογούνται από τον 7ο – 6ο αιώνα π.Χ, ενώ ο κυρίως ναός από τον 5ο αιώνα π.Χ. αι. Όλα τα κτίρια είχαν λατρευτικό χαρακτήρα και παντού υπάρχουν βωμοί για θυσίες και χώροι για ιερές τελετές. Το 1864 χτίστηκε στην άκρη του ακρωτηρίου και ένα φάρος που διασώζεται μέχρι και σήμερα.
Τα πρώτα ίχνη ναού, στον χώρο της Ισθμίας, ανήκουν στον 7ο αιώνα π.Χ, αλλά είναι πολύ φτωχά. Από τον ναό αυτό ευρέθησαν, μεταξύ άλλων , κεραμίδες στέγης και ένα μαρμάρινο περιρραντήριο. Μεταξύ του 470 και 460 π.Χ, ο ναός και ολόκληρη η περιοχή του Ισθμού κατεστράφη από μεγάλη πυρκαγιά. Ο ναός ξανακτίσθηκε ως δωρικός περίπτερος (με κιονοστοιχία που τον περιέβαλε) από τοπικό πωρόλιθο. Το πτερό (κιονοστοιχία) είχε 6×13 κίονες και διαστάσεις στυλοβάτη περίπου 54×23 μέτρων. Ο ναός αυτός κατεστράφη από πυρκαγιά την άνοιξη του 390 π.Χ, όταν ο βασιλεύς της Σπάρτης Αγησίλαος πολεμούσε στην Ισθμία κατά των Κορινθίων και των συμμάχων τους Αργείων και Αθηναίων. Ο ναός επισκευάσθηκε και το ιερό εξακολούθησε να ακμάζει μέχρι την καταστροφή της Κορίνθου από τον Ρωμαίο στρατηγό Μόμμιο το 146 π.Χ. Μετά τον επανοικισμό της Κορίνθου από τον Ιούλιο Καίσαρα και τον Οκταβιανό Αύγουστο, πιθανότατα κατά την βασιλεία του Τιβερίου, ανοικοδομήθηκε το ιερό και φυσικά και ο ναός και κατασκευάσθηκε και νέος βωμός. Πέριξ του ναού αρχικώς υπήρχε περίβολος κτιστός και αργότερα αντικαταστάθηκε με στοές, βάθους επτά μέτρων. Η κυριότερη είσοδος βρισκόταν στο πρόπυλο, στην νοτιοανατολική γωνία. Ο ναός του 5ου αιώνος π.Χ είχε μαρμάρινη κεράμωση, στην δε πρόσοψη της υδρορροής των δύο μακρών πλευρών υπήρχε σειρά μαρμάρινων λεοντοκεφαλών.
Ο ναός του 4ου αιώνος π.Χ είχε πήλινα κεραμίδια, διατήρησε όμως τον μαρμάρινο διάκοσμο της υδρορροής.
Ο ναός, κατόπιν των διαταγμάτων των βυζαντινών αυτοκρατόρων, Θεοδοσίου Α’, Αρκαδίου και Θεοδοσίου Β’, που ήταν κατά της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, άρχισε να παραμελείται και, μετά από έναν καταστρεπτικό σεισμό, κατέρρευσε. Έχουμε και μία επιπλέον καταστροφή από τους Βησιγότθους του Αλαρίχου, οι οποίοι ήταν Αρειανοί και κατήλθαν στην Νότιο Ελλάδα το 396 μ.Χ.
Επί Ιουστινιανού (6ος αιώνας μ.Χ), οι υπεύθυνοι για την ανέγερση του τείχους του Εξαμιλίου λεηλάτησαν άγρια το ερειπωμένο ιερό για να χρησιμοποιήσουν το οικοδομικό υλικό στο κτίσιμο του Ιουστινιανείου τείχους του Ισθμού, όπως ανεφέρθη ανωτέρω.
Το ιερό βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της αρχαίας αρκαδικής πόλης της, πλησίον της πηγής Άρνης, μέσα στην οποία και γεννήθηκε ο θεός. Ο ναός υπήρξε άβατο και μόνον μια φορά το χρόνο ένας ιερέας τελούσε τα μυστήρια προς τιμή του Ποσειδώνα, μακριά από τα μάτια των πιστών.
Ο ναός είναι πολύπαθος. Χτίστηκε από τους Βοιωτούς αρχιτέκτονες Τροφώνιο και Αγαμήδη, που φημίζονταν πως χτίζουν για αθάνατους. Τόσο στέρεες ήταν οι κατασκευές τους. Όμως στη ρωμαϊκή εποχή ερειπώθηκε. Ο Αδριανός φρόντισε για την πλήρη αποκατάστασή του όταν επισκέφθηκε τη Μαντινεία το 130 π.Χ. Ο ναός έμελλε να ανακαλυφθεί εκ νέου από τον αρχαιολόγο Fougeres, τον Γάλλο που τόσο μόχθησε στην αρκαδική γη. Κατόπιν ανέλαβε το έργο ο Έλληνας αρχαιολόγος Θ. Σπυρόπουλος. Αποκαλύφθηκαν η βάση του ιερού, το πλέγμα των ιερών δωματίων και βάσεις από πεσσούς του πολύθυρου. Από τον κιβωτιόσχημο βυζαντινό τάφο που βρέθηκε εκεί, συνάγεται πως ο ναός χρησιμοποιήθηκε από κάποιον επιφανή γαιοκτήμονα ως προσωπικός χώρος. Ήρθε στο φως επίσης το αρχαίο υδραγωγείο και πλούσιο επιγραφικό και αρχιτεκτονικό υλικό.
Κάποια ίχνη προϊστορικής κατοίκησης βρέθηκαν στην περιοχή δυτικά του ιερού, χωρίς όµως να διαπιστωθεί καµία συνέχεια µέχρι τα µέσα του 4ου αιώνα π.Χ, όπου ανάγονται οι πρώτες ενδείξεις λατρείας στο χώρο. Την ίδια εποχή µετατοπίστηκε από το Ξώµπουργο, στην περιοχή της σηµερινής χώρας της Τήνου, το αστικό και διοικητικό κέντρο του νησιού, ενώ προς το τέλος του ίδιου αιώνα εµφανίζονται και τα πρώτα µνηµειώδη κτίρια στα Κιόνια. Πριν από την ίδρυσή του, υπάρχουν µαρτυρίες ότι προϋπήρχε ένα άλλο ιερό, χτισµένο µέσα σε άλσος. Εκεί λέγεται ότι κατέφευγαν οι ναυτικοί και όσοι ταξίδευαν, για να εξευµενίσουν το θεό της θάλασσας, ώστε να έχουν καλό ταξίδι και να µπορέσουν χωρίς προβλήματα να «περάσουν» απέναντι στο νησί της ∆ήλου, όπου θα κάνουν το προσκύνηµά τους.
Η ανοικοδόµηση του µεγαλόπρεπου ναού του Ποσειδώνα και της Αµφιτρίτης χρονολογείται στα µέσα του 4ου αιώνα π.Χ. Ο ναός είναι δωρικός-αυστηρός και λιτός, αλλά µε πρωτότυπες πινελιές, όπως είναι η κρήνη-εξέδρα, που οφείλονται στην τηνιακή έµπνευση. Τα οικοδοµικά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν είναι εξολοκλήρου ντόπια και, µεταξύ αυτών, γνεύσιος και µάρµαρο σε διάφορες αποχρώσεις. Το ιερό προσκλήθηκαν να διακοσµήσουν γλύπτες από διάφορα µέρη, όπως ο Τελεσίνος ο Αθηναίος, ο Αγασίας ο Εφέσιος, ενώ ο Μακεδόνας Ανδρόνικος από την Κύρηστο κατασκεύασε ένα περίφηµο ηλιακό ρολόι (βρίσκεται τώρα στο Αρχαιολογικό Μουσείο του νησιού). Το οικοδοµικό πρόγραµµα του τέλους του 2ου αιώνα π.Χ, που περιελάµβανε επιβλητικά σε όγκο κτίρια, όπως τη µεγάλη στοά και το µνηµειώδη βωµό, συµπίπτει µε τη µεγάλη οικονοµική άνθηση των Κυκλάδων, όταν η ∆ήλος γίνεται ελεύθερο λιµάνι, όπου εγκαθίστανται πολλοί ξένοι, κυρίως Ιταλοί. Περιορισµένη, σε κλίµακα οικοδοµική, δραστηριότητα διαπιστώνεται στη Ρωµαϊκή εποχή, ύστερα από µια περίοδο παρακµής. Από τα µέσα του 1ου αιώνα π.Χ, όµως, η παλιά αίγλη σβήνει και στα µέσα του 3ου αιώνα π.Χ, το ιερό εγκαταλείπεται. Τα προβλήµατα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, σε συνδυασµό µε τις επιδροµές των Ερούλων, που κατέστρεψαν και την Αθήνα το 267/8 µ.Χ., έβαλαν τέλος σε ιστορία έξι αιώνων. Ένας κεραµικός κλίβανος λειτουργεί για λίγο πάνω στα ερείπια των θερµών και φαίνεται ότι το ιερό δεν ήταν πια παρά ένας ερειπιώνας, όπου θα σύχναζαν µόνο όσοι αναζητούσαν έτοιµο οικοδοµικό υλικό για να το χρησιµοποιήσουν αλλού.
Πόσο φηµισµένος ήταν ο ναός αυτός, µπορούµε να το διαπιστώσουµε από την αναφορά του Στράβωνα σ’ αυτόν ως «µέγα και θέας άξιον», αλλά και από τη µεγάλη εµβέλεια της φήµης του, που ξεπερνούσε τα σύνορα του τότε ελληνικού κόσµου και έφτανε µέχρι την Ιταλία και τη Μ. Ασία. Στο ιερό αυτό, επίσης, διοργανώνονταν και εορτές προς τιµήν του θεού, τα ξακουστά «Ποσειδώνια» και «Ποσείδια» (τους µήνες Ιανουάριο-Φεβρουάριο). Τότε συγκεντρωνόταν πολύς κόσµος από όλη την Ελλάδα, διοργανώνονταν θεατρικοί αγώνες και τελούνταν θυσίες αιγοπροβάτων. Από περιγραφές του ναού και ανασκαφές που έχουν γίνει μαθαίνουμε ότι στο ιερό υπήρχαν υπερμεγέθη αγάλματα του Ποσειδώνα και της Αµφιτρίτης.
Την ίδια εποχή καθιερώθηκε και η λατρεία της Αµφιτρίτης, συζύγου του Ποσειδώνα, η οποία λατρευόταν για τις θεραπευτικές ιδιότητες που ασκούσε σε γυναίκες, που δεν µπορούσαν να τεκνοποιήσουν. Το ιερό αυτό είχε παρόμοια φήµη µε το Ασκληπιείο της Επιδαύρου και άρρωστοι το επισκέπτονταν, εμπιστευόμενοι τις ευεργετικές του ικανότητες. Είναι γεγονός, άλλωστε, ότι το περιβάλλον, όπου ήταν χτισµένο, µέσα σε άλσος και δίπλα στη θάλασσα, ευνοούσε την ανάρρωσή τους. Οι ιερείς του ναού, εκτός των άλλων καθηκόντων τους, έκαναν και επεμβάσεις σε ασθενείς.
Η λατρεία του Ιερού αυτού διήρκεσε ως τον 4ο αιώνα μ.Χ, όταν διαδόθηκε ο Χριστιανισµός, η καινούρια θρησκεία, και εγκαταλείφθηκε το µέχρι τότε ελληνικό δωδεκάθεο. Μετά την εγκατάλειψη της λατρείας του ιερού, πολλά οικοδοµικά του σκέλη χρησιμοποιήθηκαν από τους ντόπιους για ανέγερση σπιτιών, εκκλησιών, καθώς και για «πεζούλες» στα χωράφια τους. Η τελειωτική καταστροφή του ναού επήλθε επί Ενετοκρατίας και Τουρκοκρατίας, όταν οι κατακτητές εκµεταλλεύτηκαν ό,τι είχε απομείνει στο µέρος, αγάλματα, κίονες και άλλα σκέλη, για ανέγερση εκκλησιών και άλλων κτιρίων.
Από τις ανασκαφές των Βέλγων αρχαιολόγων H. Demoulin και P. Graindor στις αρχές του περασµένου αιώνα (1903 και 1905) ανακαλύφθηκαν τα κατάλοιπα του ναού, η κρήνη, τα αγάλµατα, τα ψηφιδωτά, το περίφημο ηλιακό ρολόι του Ανδρόνικου από την Κύρηστο και άλλα. Μερικά από αυτά τα ευρήµατα εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Τήνου.
Η Δήμητρα (Δημήτηρ στην αρχαία ελληνική), ήταν η ιδεατή ανθρωπόμορφη θεότητα της καλλιέργειας δηλαδή της γεωργίας, αλλά και της ελεύθερης βλάστησης, του εδάφους και της γονιμότητας αυτού συνέπεια των οποίων ήταν να θεωρείται και προστάτιδα του γάμου και της μητρότητας των ανθρώπων.
Η Δήμητρα και η κόρη της Περσεφόνη ήταν οι κεντρικοί χαρακτήρες στα Ελευσίνια μυστήρια.
Η μεγαλύτερη γιορτή που γινόταν προς τιμήν της Δήμητρας ήταν τα Θεσμοφόρια, το μήνα Πυανεψιώνα, δηλαδή μέσα Σεπτεμβρίου με μέσα Οκτωβρίου, την εποχή της σποράς. Τελούντο σε όλη την Ελλάδα και ήταν γιορτή που συμμετείχαν μόνο παντρεμένες γυναίκες. Όσο διαρκούσαν τα Θεσμοφόρια οι γυναίκες απείχαν από σαρκικές απολαύσεις, νήστευαν και αντάλλασσαν μεταξύ τους άσεμνα αστεία, πιθανώς προς τιμήν των αστείων της Ιάμβης που έκανε τη Δήμητρα να γελάσει. Η γιορτή ολοκληρωνόταν με τα Καλλιγένεια όπου οι γυναίκες γλεντούσαν. Από τη γιορτή των Θεσμοφορίων αποδόθηκαν στη Δήμητρα τα ονόματα Θεσμοφόρος και Καλλιγένεια.
Σύμβολα της Δήμητρας ήταν οι γερανοί, το στάχυ, ο νάρκισσος, η μυρτιά και ο κρόκος. Οι μέλισσες θεωρούντο ιέρειες της και στις θυσίες προς τιμήν της προσέφεραν ταύρους, μοσχάρια και μέλι.
Πριν το όργωμα οι αγρότες θυσίαζαν στην Προηροσία Δήμητρα, στο θερισμό στην Δρεπανηφόρον, στο αλώνισμα στην Αλωάδα και την άνοιξη στη Δήμητρα Χλόην. Άλλα ονόματα που της απέδιδαν είναι Ιουλώ, Αγλαόκαρπος, Σιτώ, Πολύκαρπος, Σπερμία, Σταχυοτρόφος και Φιλόπυρος.
Εκτός από τη Βιβλιοθήκη του Απολλόδωρου σημαντικές πηγές όπου αναφέρεται η Δήμητρα είναι οι Ομηρικοί Ύμνοι που αναφέρονται σε αυτήν, ο Ησίοδος με τη Θεογονία του και ο Παυσανίας.
Το όνομά της προέρχεται από το Δη (δωρικό τύπο του Γη) και το μήτηρ και σημαίνει μητέρα γη.
Στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. αντικαταστάθηκαν τα δύο μεγαροειδή κτίσματα από δύο ναούς εν παραστάσι, δωρικού ρυθμού. Στο εσωτερικό τους υπήρχαν βάσεις για τα λατρευτικά αγάλματα. Σε μια από αυτές τις βάσεις βρέθηκε το μαρμάρινο κεφάλι της θεάς Δήμητρας. Πρόκειται για γλυπτό που χρονολογείται στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. και επιβεβαιώνει, ότι το ιερό ήταν αφιερωμένο σ΄αυτήν. Για τις θυσίες κατασκευάστηκαν βωμοί στα ανατολικά του ιερού. Τα δύο αυτά κτήρια του 4ου αιώνα π.Χ. αποτελούσαν τον πυρήνα του συγκροτήματος, το οποίο πλαισιωνόταν από μικρότερους μονοθάλαμους «οίκους» λατρείας των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων. Οι ναΐσκοι διέθεταν λατρευτικό άγαλμα και λίθινα τραπέζια μπροστά από αυτό, όπου εναποθέτονταν πιθανόν οι πρώτοι καρποί της συγκομιδής.
Το Ιερό της Δήμητρας στο Δίον είναι το παλαιότερο γνωστό σήμερα μακεδονικό Ιερό, η ζωή του οποίου υπήρξε συνεχής ως τις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ.
Ο ναός είναι δωρικός περίπτερος με 6 x 11 κίονες. Έχει πρόναο με κίονες εν παραστάσι, σηκό χωρίς εσωτερική κιονοστοιχία, ενώ δεν υπάρχει οπισθόδομος. Είναι κατασκευασμένος από κογχυλιάτη λίθο, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε και για τη νεώτερη φάση του τείχους της πόλης. Από το ναό σώζεται η ευθυντηρία της περίστασης, το θεμέλιο του σηκού και αρκετά αρχιτεκτονικά μέλη (σπόνδυλοι κιόνων, κιονόκρανα, τμήματα του θριγκού). Η είσοδος στο ναό γινόταν από τρία σκαλοπάτια. Οι σπόνδυλοι των κιόνων φέρουν είκοσι ραβδώσεις και μερικοί σώζουν ίχνη λευκού επιχρίσματος. Οι μετόπες ήταν ακόσμητες, ενώ η κεράμωση από πηλό.
Στο εσωτερικό του σηκού έχουν αποκαλυφθεί θεμέλια που ανήκουν προφανώς σε παλαιότερο ναό. Σε απόσταση 7 μ. περίπου από την πρόσοψη του ναού έχει αποκαλυφθεί ορθογώνιο θεμέλιο διαστάσεων 4,90 x 1,46 μ., που είναι επίσης κατασκευασμένο από κογχυλιάτη λίθο και ανήκει προφανώς στο βωμό.
Η χρονολόγηση του ναού βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στην αρχιτεκτονική του, καθώς δεν είναι γνωστά άλλα ευρήματα. Μπορεί να συγκριθεί με ναούς που βρίσκονται στη γειτονική περιοχή και συγκεκριμένα με το Μητρώο της Ολυμπίας και με το ναό στο Μάζι. Θα πρέπει να χρονολογηθεί στις πρώτες δεκαετίες του 4ου αι. π.Χ.
Στο ανατολικό άκρο του δήμου εκτεινόταν το πανελλήνιας ακτινοβολίας ιερό της μυστηριακής λατρείας της θεάς Δήμητρας, η οποία εισήχθη στην Ελευσίνα το 1409 π.Χ. Σύμφωνα με μια παράδοση, η Δήμητρα, αναζητώντας την κόρη της Περσεφόνη, την οποία είχε απαγάγει και οδηγήσει στον Κάτω Κόσμο ο Πλούτων, έφθασε στην περιοχή, όπου δέχθηκε τις περιποιήσεις της βασιλικής οικογένειας της Ελευσίνας και αναγνωρίσθηκε ως θεά. Η Δήμητρα δίδαξε – καθώς λέγεται – στους ντόπιους κατοίκους τα μυστικά της καλλιέργειας της γης και παρήγγειλε στον βασιλέα να της χτίσει ένα ιερό στο παρακλάδι μιας προεξοχής του βράχου. Έκτοτε η παρουσία της συνδέθηκε άρρηκτα με την γονιμότητα της γης και με την Ελευσίνα, όπου εγκαθιδρύθηκε μόνιμα πλέον η λατρεία της. Οι ιεροτελεστίες που διεξάγονταν προς τιμήν της ήταν ανάλογες με αυτές που αποτείνονταν στους υπόλοιπους Ολύμπιους θεούς και είχαν άκρως μυστικιστικό χαρακτήρα· σε αυτές μετείχαν αποκλειστικά και μόνο οι μυημένοι, ενώ το αντίτιμο για όποιον τυχόν φανέρωνε τα εκεί τεκταινόμενα μυστήρια ήταν ο θάνατος. Χαρακτηριστικό ως προς αυτά είναι το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα ελάχιστα γνωρίζουμε με βεβαιότητα για την ακριβή φύση αυτών των τελετών και για τις λατρευτικές διαδικασίες που ακολουθούνταν.
Μολονότι έχουν εντοπισθεί κατάλοιπα της Εποχής του Χαλκού εντός του τεμένους, τα πρωιμότερα σημάδια λατρευτικής δραστηριότητας τοποθετούνται στον 8ο αι. π.Χ. και συνίστανται σε αναθηματικές προσφορές και σωρούς τέφρας (στάχτης) προερχόμενης από θυσίες. Από την ίδρυσή του και εξής, το ιερό παρέμεινε ζωντανό για περισσότερο από μία χιλιετία, μέχρι την καταστροφή του από τους Βησιγότθους του Αλάριχου το 395 μ.Χ.
Έως τις αρχές του 6ου αι. π.Χ. η Ελευσίνα και η ευρύτερη περιοχή της είχαν περιέλθει εξ’ ολοκλήρου στα χέρια των Αθηναίων, οι οποίοι ακολούθως απέκτησαν πλήρη έλεγχο του ιερού. Τότε οικοδομήθηκε το εστιακό σημείο αναφοράς της λατρείας, ο κεντρικός θάλαμος (Τελεστήριον) που αφιερώθηκε στην Δήμητρα, παίρνοντας την μορφή μεγάλης τετραγωνικής αίθουσας από κυανόχρωμο ελευσινιακό αβεστόλιθο με στέγη στηριζόμενη από εσωτερικούς κίονες, η οποία σταδιακά διευρύνθηκε περνώντας από οκτώ ή εννέα διαφορετικές οικοδομικές φάσεις μέχρι τον 2ο αι. μ.Χ. Στους χρόνους των Πεισιστρατιδών (δ΄ τέταρτο 6ου αι. π.Χ.) το τέμενος περιβλήθηκε από μεγάλο οχυρωματικό τείχος, που γνώρισε επίσης διάφορες οικοδομικές φάσεις στη συνέχεια, προκειμένου να προφυλάξει την Ελευσίνα από ενδεχόμενες επιθέσεις των μακροχρόνιων εχθρών των Αθηναίων που βρίσκονταν στην αντίπερα όχθη της Πελοποννήσου (Μεγαρείς, Κορίνθιοι, Σπαρτιάτες).
Το ιερό σύμφωνα με διάφορες ενδείξεις ήταν αφιερωμένο στον Απόλλωνα, τη Δήμητρα και την Κόρη, με έμφαση στις χθόνιες ιδιότητές τους. Η λατρεία χθόνιων θεοτήτων που σχετίζονται με τη γονιμότητα και την αύξηση της βλάστησης δικαιολογείται από την ίδρυση του ιερού στον πυρήνα μιας περιοχής πλούσιας σε παραγωγικούς πόρους, κατάλληλης κυρίως για αγροτική εκμετάλλευση. Επιπλέον το ιερό αυτό αποτέλεσε κέντρο λατρείας και παράγοντα συνοχής των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής του.
Ο μαρμάρινος ναός αντιπροσωπεύει ένα από τα σημαντικότερα βήματα στην εξέλιξη της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Κατά την Παλαιοχριστιανική περίοδο (στον 5ο – 6ο αι. μ. Χ.), ο αρχαίος ναός μετατράπηκε σε βασιλική.
Έως τον 8ο μ. Χ. αι., οπότε ο χώρος εγκαταλείφθηκε, γύρω του αναπτύχθηκαν διάφορες εργαστηριακές εγκαταστάσεις για την παραγωγή λαδιού, κρασιού και κεραμικών.
Αργότερα η λατρεία συνεχίστηκε στο μικρό μονόχωρο ναό, αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο, που οικοδομήθηκε στην αψίδα της ερειπωμένης Βασιλικής.
Ο ναΐσκος μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση το 1977 για τις ανάγκες αναστήλωσης του αρχαίου ναού.
Έρωχος ήταν το όνομα της αρχαίας πόλης που βρισκόταν τότε στο σημείο, ενώ θεωρείται πως ο ναός της Δήμητρας στον Έρωχο ήταν ο σπουδαιότερος της περιοχής.
Πλήθος αρχαιολογικών ευρημάτων ανακαλύφθηκε από τους αρχαιολόγους στο ναό της Δήμητρας στον Έρωχο, μεταξύ των οποίων και δύο επιγραφές που διευκρίνιζαν την χρήση του οικήματος και το πού ανήκε. Εξωτερικός περίβολος, δεύτερος εσωτερικός, μεγάλη κλίμακα που οδηγούσε σε βωμό ή ναΐσκο αποτελούσαν το ναό, η πλευρά του οποίου είχε μήκος περίπου 75 μέτρα. Οι ιέρειες θα πρέπει να τελούσαν στο ναό της Δήμητρας στον Έρωχο και απόκρυφα μυστήρια, όπως συνηθιζόταν στη λατρεία της θεάς.
Τα ευρήματα του ναού εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Άμφισσας και μεταξύ άλλων, περιλαμβάνουν σπάνια προκερματικά χρήματα.
Πήλινα και χάλκινα αγγεία και ειδώλια, ορισμένα με επιγραφές, ήρθαν στο φως από την ανασκαφή του ιερού. Οπως φαίνεται όμως, το σημαντικότερο, αφού επέτρεψε την ταύτισή του με τη Δήμητρα Χαμύνη, ήταν ένα ειδώλιο με επιγραφή που αναφέρει τη Δήμητρα και Κόρη (δηλαδή την Περσεφόνη) και τον βασιλιά του Κάτω Κόσμου, τον Αδη. Θεωρείται μάλιστα ότι η συγκεκριμένη θεότητα είχε προσλάβει και τις λειτουργίες και ιδιότητες της Αρτεμης σχετικά με τη γονιμότητα και τη βλάστηση, αφού κατά μία άποψη οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν στην αρχή τους ακριβώς αυτό. Μέρος της λατρείας της θεάς άλλωστε αποτελούσαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, γι’ αυτό και η ιέρειά της ήταν η μόνη γυναίκα που παρακολουθούσε τα αγωνίσματα, καθισμένη δίπλα στον πέτρινο βωμό της Δήμητρας Χαμύνης στην αριστερή πλευρά του σταδίου. Είναι πιθανό μάλιστα ο αγώνας δρόμου να γινόταν προς τιμήν της. Να σημειωθεί εξάλλου ότι στη Ρωμαϊκή Εποχή το αξίωμα αυτό το ανέλαβε η Ρήγιλλα, σύζυγος του Ηρώδη Αττικού.
Η Αφροδίτη είναι η θεά του έρωτα και της ομορφιάς της ελληνικής μυθολογίας.
Σύμφωνα με τον ομηρικό μύθο γεννήθηκε στην Πέτρα του Ρωμιού, μια ακτή της Πάφου στην Κύπρο. Σπρωγμένη από το Ζέφυρο στη θάλασσα, η θεά καλλωπίστηκε από τις θεραπαινίδες της Ώρες και μεταφέρθηκε στον Όλυμπο, όπου παρουσιάστηκε στο Δία και τους υπόλοιπους θεούς. Σύμφωνα με την εκδοχή του Ησίοδου, η Αφροδίτη γεννήθηκε στα ανοιχτά των Κυθήρων από τον αφρό που δημιούργησαν τα γεννητικά όργανα του Ουρανού πέφτοντας στη θάλασσα μετά τον ακρωτηριασμό του από τον Κρόνο. Πάλι με τη βοήθεια του Ζέφυρου ταξίδεψε μέχρι την Πάφο. Πέρασε από τα Κύθηρα και κατόπιν κατευθύνθηκε στην Κύπρο. Τα Κύθηρα θεωρούνται το νησί της Ουράνιας Αφροδίτης, όπου και υπήρχε το πρώτο ιερό της στον Ελλαδικό χώρο. Ήταν γνωστή ως Αφροδίτη η «Πάφια», ενώ ο Όμηρος στην Ιλιάδα την αναφέρει ως «Κυθέρεια θεά του έρωτα τροφός»
Ήταν σύζυγος του Ηφαίστου, αλλά περιγράφεται ως ερωμένη του Άρη, με τον οποίο φέρεται ότι απέκτησε τον Έρωτα, τον Δείμο και τον Φόβο. Με τον Ποσειδώνα έφερε στη ζωή τον Έρυκα, που έδωσε το όνομά του στο ομώνυμο βουνό της Σικελίας και τη Ρόδο, ενώ με το Διόνυσο, χάρη στη μαγική μεσολάβηση της Ήρας, γέννησε τον Πρίαπο. Γιος της θεωρείται επίσης ο Ερμαφρόδιτος, τον οποίο έφερε στη ζωή η θεά μαζί με τον Ερμή. Έκανε τον Αινεία μαζί με τον Αγχίση, τον αδελφό του Πριάμου.
Στην αρχαία Ελλάδα, ειδικά στην Σπάρτη, η Αφροδίτη λατρευόταν ως πολεμίστρια, όπως βεβαιώνεται από το επίθετο Αρεία.
Το κύριο σημείο της λατρείας στην αρχαϊκή ελληνική περίοδο (7ος και 6ος αιώνας π.Χ.) ήταν ένας υπαίθριος βωμός, με στρώμα πύρας και οστών γύρω του, από τις θυσίες ζώων. Μέσα στη στάχτη βρέθηκαν χαρακτηριστικά σωληνοειδή σπονδικά σκεύη, λίθινες τράπεζες προσφορών, πήλινα κύπελλα ιεράς κοινωνίας λάτρεων λαμπρής τέχνης υστερομινωικών χρονών, πολλά χάλκινα ειδώλια και ομοιώματα ζώων, ελάσματα με θαυμάσιες χαράκτες παραστάσεις ανδρών, που οδηγούν ή σηκώνουν αγρίμια και άλλα ζώα, ή μέλη ζώων που προσφέρουν για θυσία, και τρία ξίφη (Υστερομινωικά II), εξαίρετης τέχνης.
Βρέθηκαν επίσης πήλινα ειδώλια γυμνής θεάς, παραστάσεις του Ερμή και άλλα. Υπάρχουν επίσης ενεπίγραφα κεραμίδια του ναού με ονόματα δωρητών. Πεζούλες στις γύρω πλαγίες του βουνού χρησίμευαν κατά τις ημέρες της πανήγυρης για την διαμονή των προσκυνητών.
Κοντά στο βωμό, λίγο νοτιότερα, βρέθηκε παλαιότερο ιερό των Μεσομινωικών χρόνων με διάφορα ευρήματα. Λατρευτικά σκεύη, είδος κερνών για πολλαπλές προσφορές σωληνοειδή σκευή για σπονδές.
Λίγο ανατολικότερα ανακαλύφτηκε σχεδόν ολόκληρος ο μικρός ναός των υστέρων ελληνιστικών χρονών, ειδώλια πήλινα, ως και αναθηματική επιγραφή ρωμαϊκών χρονών, που αναφέρει τον Ερμή και κάποιον Νικάνορα Θεομνάστου, ο οποίος, ως φαίνεται, είχε κάποτε επισκευάσει το ναό. Άλλα οικήματα στην περιοχή του ιερού χρησιμοποιούνταν ασφαλώς ως κατοικίες των ιερέων.
Ο ορθογώνιος γεωμετρικός ναός, διαστάσεων 4 x 9 μ. είχε προσανατολισμό προς τα δυτικά. Μπροστά από την πρόσοψή του υπήρχε τραπεζοειδής βωμός, που πιθανώς βρισκόταν στο κέντρο ενός προθαλάμου με πέντε κίονες. Το κτήριο δεν είχε χρησιμοποιηθεί σύμφωνα με τους ανασκαφείς μετά από τους γεωμετρικούς χρόνους και πιθανώς στο τέλος του 2ου αι. π.Χ. είχε ήδη ερειπωθεί.
Στα δυτικά του βωμού των γεωμετρικών χρόνων ιδρύθηκε από τη πόλη της Λατούς ο νεώτερος δίκλιτος ναός με προσανατολισμό προς τα ανατολικά και κοινό για τα δύο κλίτη προθάλαμο, που κατασκευάστηκε αργότερα πάνω στο γεωμετρικό βωμό. Για καθέναν από τους οίκους υπήρχε θύρα εισόδου από τον κοινό προθάλαμο. Σώζεται το λίθινο υπέρθυρο της ανατολικής πόρτας του νότιου κλίτους, αφιερωμένου στον Άρη, όπως συνάγεται από την εύρεση μιας επιγραφής που αναφέρεται σε οικοδομικές εργασίες στο ναό του Άρη, ενώ υπήρχε μια ακόμη πρόσβαση σε αυτό από το νότιο τοίχο του κτηρίου.
Από τις επιγραφές γίνεται φανερή η πορεία των έργων κατασκευής και μεταγενέστερων προσθηκών και επισκευών του νεότερου ναού καθώς και η εξέλιξη των συνοριακών διαφορών που επιλύθηκαν, αφού απαιτήθηκε η συνδρομή, μέσω διαιτησιών και οροθεσιών, Κνωσίων, Ρωμαίων και Μιλησίων. Οι διαιτησίες και οι σχετικές συνθήκες θα έπρεπε να τοποθετηθούν και στο «ιερό Δέρα» ή το ιερό του Άρη στην περιοχή Δέρα -και πράγματι πολλές από αυτές βρέθηκαν στην περιοχή του ιερού των Λενικών. Τελικά το ιερό και η περιοχή του αποδόθηκαν στη Λατώ.
Ο ναός της Αφροδίτης είναι ο βορειότερος από τους δύο. Είναι ο μικρότερος σε διαστάσεις, κτισμένος χωρίς θεμελίωση επάνω στο φυσικό βράχο και έχει το συνήθη προσανατολισμό Α-Δ, τον οποίο δεν ακολουθούν ο γειτονικός του ναός της Αρτέμιδος και ο μεγαλειώδης ναός του Επικούριου Απόλλωνα. Αποτελείται μόνο από πρόναο και σηκό και οι τοίχοι του είναι κτισμένοι με αμελώς λαξευμένους δόμους, που συνδέονται μεταξύ τους με πηλό, ενώ δεν σώζεται κανένα ίχνος κιόνων ή γλυπτού διακόσμου. Στο εσωτερικό του σηκού διατηρείται λίθινο βάθρο, όπου πιθανότατα στεκόταν το λατρευτικό άγαλμα της θεάς.
Ο ναός ερευνήθηκε κατά τα έτη 1902-1903, από τον Π. Καββαδία και τον τότε έφορο αρχαιοτήτων Κ. Κουρουνιώτη, ο οποίος ταύτισε το μνημείο με το ναό της Αφροδίτης του Κωτίλου, βασιζόμενος στην περιγραφή του Παυσανία.
Ο ναός είναι μικρός, με διαστάσεις 8,50 x 4,70 μ., δωρικού ρυθμού, αλλά διαφέρει κάπως από τον καθιερωμένο τύπο της Δωδώνης. Είναι απλός, με πρόναο και σηκό, δίστυλος εν παραστάσι, έχει, δηλαδή, μεταξύ των παραστάδων του πρόναου δύο οκτάπλευρους δωρικούς κίονες, αντί για τέσσερις ιωνικούς κίονες που έχουν οι άλλοι ναοί. Δύο σπόνδυλοι αυτών των κιόνων είναι εντοιχισμένοι στο τετράγωνο κτίσμα ρωμαϊκών χρόνων, που βρίσκεται αμέσως ανατολικά. Στο μέσο του τοίχου, που χωρίζει το σηκό από τον πρόναο, διατηρείται σπασμένο το κατώφλι της εισόδου με μονόφυλλη θύρα, πλάτους 1 μ. Οι τοίχοι του ναού ήταν κατασκευασμένοι με μικρά λιθάρια, όπως και στο οικοδόμημα Μ, ενώ για τα επίκρανα των κιόνων είχε χρησιμοποιηθεί μαλακός αμμόλιθος. Στα ευρήματα που σχετίζονται με το κτίσμα, περιλαμβάνονται μολύβδινες επιγραφές και ειδώλια, που παριστάνουν γυναικεία μορφή, ένα πήλινο λεοντόκρανο, που χρονολογείται στον 4ο αι. π.Χ., καθώς και ένα μαρμάρινο κομμάτι γυναικείου κορμού αρχαϊστικής τέχνης, σε μέγεθος μικρότερο του φυσικού, που πιθανώς προέρχεται από το λατρευτικό άγαλμα της θεάς.