- Home
- Άρθρα
- Δώδεκα Θεοί
- Δήμητρα
Η Δήμητρα (Δημήτηρ στην αρχαία ελληνική), ήταν η ιδεατή ανθρωπόμορφη θεότητα της καλλιέργειας δηλαδή της γεωργίας, αλλά και της ελεύθερης βλάστησης, του εδάφους και της γονιμότητας αυτού συνέπεια των οποίων ήταν να θεωρείται και προστάτιδα του γάμου και της μητρότητας των ανθρώπων.
Η Δήμητρα και η κόρη της Περσεφόνη ήταν οι κεντρικοί χαρακτήρες στα Ελευσίνια μυστήρια.
Η μεγαλύτερη γιορτή που γινόταν προς τιμήν της Δήμητρας ήταν τα Θεσμοφόρια, το μήνα Πυανεψιώνα, δηλαδή μέσα Σεπτεμβρίου με μέσα Οκτωβρίου, την εποχή της σποράς. Τελούντο σε όλη την Ελλάδα και ήταν γιορτή που συμμετείχαν μόνο παντρεμένες γυναίκες. Όσο διαρκούσαν τα Θεσμοφόρια οι γυναίκες απείχαν από σαρκικές απολαύσεις, νήστευαν και αντάλλασσαν μεταξύ τους άσεμνα αστεία, πιθανώς προς τιμήν των αστείων της Ιάμβης που έκανε τη Δήμητρα να γελάσει. Η γιορτή ολοκληρωνόταν με τα Καλλιγένεια όπου οι γυναίκες γλεντούσαν. Από τη γιορτή των Θεσμοφορίων αποδόθηκαν στη Δήμητρα τα ονόματα Θεσμοφόρος και Καλλιγένεια.
Σύμβολα της Δήμητρας ήταν οι γερανοί, το στάχυ, ο νάρκισσος, η μυρτιά και ο κρόκος. Οι μέλισσες θεωρούντο ιέρειες της και στις θυσίες προς τιμήν της προσέφεραν ταύρους, μοσχάρια και μέλι.
Πριν το όργωμα οι αγρότες θυσίαζαν στην Προηροσία Δήμητρα, στο θερισμό στην Δρεπανηφόρον, στο αλώνισμα στην Αλωάδα και την άνοιξη στη Δήμητρα Χλόην. Άλλα ονόματα που της απέδιδαν είναι Ιουλώ, Αγλαόκαρπος, Σιτώ, Πολύκαρπος, Σπερμία, Σταχυοτρόφος και Φιλόπυρος.
Εκτός από τη Βιβλιοθήκη του Απολλόδωρου σημαντικές πηγές όπου αναφέρεται η Δήμητρα είναι οι Ομηρικοί Ύμνοι που αναφέρονται σε αυτήν, ο Ησίοδος με τη Θεογονία του και ο Παυσανίας.
Το όνομά της προέρχεται από το Δη (δωρικό τύπο του Γη) και το μήτηρ και σημαίνει μητέρα γη.
Στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. αντικαταστάθηκαν τα δύο μεγαροειδή κτίσματα από δύο ναούς εν παραστάσι, δωρικού ρυθμού. Στο εσωτερικό τους υπήρχαν βάσεις για τα λατρευτικά αγάλματα. Σε μια από αυτές τις βάσεις βρέθηκε το μαρμάρινο κεφάλι της θεάς Δήμητρας. Πρόκειται για γλυπτό που χρονολογείται στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. και επιβεβαιώνει, ότι το ιερό ήταν αφιερωμένο σ΄αυτήν. Για τις θυσίες κατασκευάστηκαν βωμοί στα ανατολικά του ιερού. Τα δύο αυτά κτήρια του 4ου αιώνα π.Χ. αποτελούσαν τον πυρήνα του συγκροτήματος, το οποίο πλαισιωνόταν από μικρότερους μονοθάλαμους «οίκους» λατρείας των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων. Οι ναΐσκοι διέθεταν λατρευτικό άγαλμα και λίθινα τραπέζια μπροστά από αυτό, όπου εναποθέτονταν πιθανόν οι πρώτοι καρποί της συγκομιδής.
Το Ιερό της Δήμητρας στο Δίον είναι το παλαιότερο γνωστό σήμερα μακεδονικό Ιερό, η ζωή του οποίου υπήρξε συνεχής ως τις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ.
Ο ναός είναι δωρικός περίπτερος με 6 x 11 κίονες. Έχει πρόναο με κίονες εν παραστάσι, σηκό χωρίς εσωτερική κιονοστοιχία, ενώ δεν υπάρχει οπισθόδομος. Είναι κατασκευασμένος από κογχυλιάτη λίθο, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε και για τη νεώτερη φάση του τείχους της πόλης. Από το ναό σώζεται η ευθυντηρία της περίστασης, το θεμέλιο του σηκού και αρκετά αρχιτεκτονικά μέλη (σπόνδυλοι κιόνων, κιονόκρανα, τμήματα του θριγκού). Η είσοδος στο ναό γινόταν από τρία σκαλοπάτια. Οι σπόνδυλοι των κιόνων φέρουν είκοσι ραβδώσεις και μερικοί σώζουν ίχνη λευκού επιχρίσματος. Οι μετόπες ήταν ακόσμητες, ενώ η κεράμωση από πηλό.
Στο εσωτερικό του σηκού έχουν αποκαλυφθεί θεμέλια που ανήκουν προφανώς σε παλαιότερο ναό. Σε απόσταση 7 μ. περίπου από την πρόσοψη του ναού έχει αποκαλυφθεί ορθογώνιο θεμέλιο διαστάσεων 4,90 x 1,46 μ., που είναι επίσης κατασκευασμένο από κογχυλιάτη λίθο και ανήκει προφανώς στο βωμό.
Η χρονολόγηση του ναού βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στην αρχιτεκτονική του, καθώς δεν είναι γνωστά άλλα ευρήματα. Μπορεί να συγκριθεί με ναούς που βρίσκονται στη γειτονική περιοχή και συγκεκριμένα με το Μητρώο της Ολυμπίας και με το ναό στο Μάζι. Θα πρέπει να χρονολογηθεί στις πρώτες δεκαετίες του 4ου αι. π.Χ.
Στο ανατολικό άκρο του δήμου εκτεινόταν το πανελλήνιας ακτινοβολίας ιερό της μυστηριακής λατρείας της θεάς Δήμητρας, η οποία εισήχθη στην Ελευσίνα το 1409 π.Χ. Σύμφωνα με μια παράδοση, η Δήμητρα, αναζητώντας την κόρη της Περσεφόνη, την οποία είχε απαγάγει και οδηγήσει στον Κάτω Κόσμο ο Πλούτων, έφθασε στην περιοχή, όπου δέχθηκε τις περιποιήσεις της βασιλικής οικογένειας της Ελευσίνας και αναγνωρίσθηκε ως θεά. Η Δήμητρα δίδαξε – καθώς λέγεται – στους ντόπιους κατοίκους τα μυστικά της καλλιέργειας της γης και παρήγγειλε στον βασιλέα να της χτίσει ένα ιερό στο παρακλάδι μιας προεξοχής του βράχου. Έκτοτε η παρουσία της συνδέθηκε άρρηκτα με την γονιμότητα της γης και με την Ελευσίνα, όπου εγκαθιδρύθηκε μόνιμα πλέον η λατρεία της. Οι ιεροτελεστίες που διεξάγονταν προς τιμήν της ήταν ανάλογες με αυτές που αποτείνονταν στους υπόλοιπους Ολύμπιους θεούς και είχαν άκρως μυστικιστικό χαρακτήρα· σε αυτές μετείχαν αποκλειστικά και μόνο οι μυημένοι, ενώ το αντίτιμο για όποιον τυχόν φανέρωνε τα εκεί τεκταινόμενα μυστήρια ήταν ο θάνατος. Χαρακτηριστικό ως προς αυτά είναι το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα ελάχιστα γνωρίζουμε με βεβαιότητα για την ακριβή φύση αυτών των τελετών και για τις λατρευτικές διαδικασίες που ακολουθούνταν.
Μολονότι έχουν εντοπισθεί κατάλοιπα της Εποχής του Χαλκού εντός του τεμένους, τα πρωιμότερα σημάδια λατρευτικής δραστηριότητας τοποθετούνται στον 8ο αι. π.Χ. και συνίστανται σε αναθηματικές προσφορές και σωρούς τέφρας (στάχτης) προερχόμενης από θυσίες. Από την ίδρυσή του και εξής, το ιερό παρέμεινε ζωντανό για περισσότερο από μία χιλιετία, μέχρι την καταστροφή του από τους Βησιγότθους του Αλάριχου το 395 μ.Χ.
Έως τις αρχές του 6ου αι. π.Χ. η Ελευσίνα και η ευρύτερη περιοχή της είχαν περιέλθει εξ’ ολοκλήρου στα χέρια των Αθηναίων, οι οποίοι ακολούθως απέκτησαν πλήρη έλεγχο του ιερού. Τότε οικοδομήθηκε το εστιακό σημείο αναφοράς της λατρείας, ο κεντρικός θάλαμος (Τελεστήριον) που αφιερώθηκε στην Δήμητρα, παίρνοντας την μορφή μεγάλης τετραγωνικής αίθουσας από κυανόχρωμο ελευσινιακό αβεστόλιθο με στέγη στηριζόμενη από εσωτερικούς κίονες, η οποία σταδιακά διευρύνθηκε περνώντας από οκτώ ή εννέα διαφορετικές οικοδομικές φάσεις μέχρι τον 2ο αι. μ.Χ. Στους χρόνους των Πεισιστρατιδών (δ΄ τέταρτο 6ου αι. π.Χ.) το τέμενος περιβλήθηκε από μεγάλο οχυρωματικό τείχος, που γνώρισε επίσης διάφορες οικοδομικές φάσεις στη συνέχεια, προκειμένου να προφυλάξει την Ελευσίνα από ενδεχόμενες επιθέσεις των μακροχρόνιων εχθρών των Αθηναίων που βρίσκονταν στην αντίπερα όχθη της Πελοποννήσου (Μεγαρείς, Κορίνθιοι, Σπαρτιάτες).
Το ιερό σύμφωνα με διάφορες ενδείξεις ήταν αφιερωμένο στον Απόλλωνα, τη Δήμητρα και την Κόρη, με έμφαση στις χθόνιες ιδιότητές τους. Η λατρεία χθόνιων θεοτήτων που σχετίζονται με τη γονιμότητα και την αύξηση της βλάστησης δικαιολογείται από την ίδρυση του ιερού στον πυρήνα μιας περιοχής πλούσιας σε παραγωγικούς πόρους, κατάλληλης κυρίως για αγροτική εκμετάλλευση. Επιπλέον το ιερό αυτό αποτέλεσε κέντρο λατρείας και παράγοντα συνοχής των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής του.
Ο μαρμάρινος ναός αντιπροσωπεύει ένα από τα σημαντικότερα βήματα στην εξέλιξη της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Κατά την Παλαιοχριστιανική περίοδο (στον 5ο – 6ο αι. μ. Χ.), ο αρχαίος ναός μετατράπηκε σε βασιλική.
Έως τον 8ο μ. Χ. αι., οπότε ο χώρος εγκαταλείφθηκε, γύρω του αναπτύχθηκαν διάφορες εργαστηριακές εγκαταστάσεις για την παραγωγή λαδιού, κρασιού και κεραμικών.
Αργότερα η λατρεία συνεχίστηκε στο μικρό μονόχωρο ναό, αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο, που οικοδομήθηκε στην αψίδα της ερειπωμένης Βασιλικής.
Ο ναΐσκος μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση το 1977 για τις ανάγκες αναστήλωσης του αρχαίου ναού.
Έρωχος ήταν το όνομα της αρχαίας πόλης που βρισκόταν τότε στο σημείο, ενώ θεωρείται πως ο ναός της Δήμητρας στον Έρωχο ήταν ο σπουδαιότερος της περιοχής.
Πλήθος αρχαιολογικών ευρημάτων ανακαλύφθηκε από τους αρχαιολόγους στο ναό της Δήμητρας στον Έρωχο, μεταξύ των οποίων και δύο επιγραφές που διευκρίνιζαν την χρήση του οικήματος και το πού ανήκε. Εξωτερικός περίβολος, δεύτερος εσωτερικός, μεγάλη κλίμακα που οδηγούσε σε βωμό ή ναΐσκο αποτελούσαν το ναό, η πλευρά του οποίου είχε μήκος περίπου 75 μέτρα. Οι ιέρειες θα πρέπει να τελούσαν στο ναό της Δήμητρας στον Έρωχο και απόκρυφα μυστήρια, όπως συνηθιζόταν στη λατρεία της θεάς.
Τα ευρήματα του ναού εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Άμφισσας και μεταξύ άλλων, περιλαμβάνουν σπάνια προκερματικά χρήματα.
Πήλινα και χάλκινα αγγεία και ειδώλια, ορισμένα με επιγραφές, ήρθαν στο φως από την ανασκαφή του ιερού. Οπως φαίνεται όμως, το σημαντικότερο, αφού επέτρεψε την ταύτισή του με τη Δήμητρα Χαμύνη, ήταν ένα ειδώλιο με επιγραφή που αναφέρει τη Δήμητρα και Κόρη (δηλαδή την Περσεφόνη) και τον βασιλιά του Κάτω Κόσμου, τον Αδη. Θεωρείται μάλιστα ότι η συγκεκριμένη θεότητα είχε προσλάβει και τις λειτουργίες και ιδιότητες της Αρτεμης σχετικά με τη γονιμότητα και τη βλάστηση, αφού κατά μία άποψη οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν στην αρχή τους ακριβώς αυτό. Μέρος της λατρείας της θεάς άλλωστε αποτελούσαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, γι’ αυτό και η ιέρειά της ήταν η μόνη γυναίκα που παρακολουθούσε τα αγωνίσματα, καθισμένη δίπλα στον πέτρινο βωμό της Δήμητρας Χαμύνης στην αριστερή πλευρά του σταδίου. Είναι πιθανό μάλιστα ο αγώνας δρόμου να γινόταν προς τιμήν της. Να σημειωθεί εξάλλου ότι στη Ρωμαϊκή Εποχή το αξίωμα αυτό το ανέλαβε η Ρήγιλλα, σύζυγος του Ηρώδη Αττικού.