6η Μπιενάλε Αθήνας: Ήρθε η ώρα να ενδώσουμε σε μία αντι-Mπιενάλε

Μετά τα αδιέξοδα της δημόσιας συζήτησης για την πεζοδρόμηση της οδού Σταδίου πριν από περίπου τέσσερα χρόνια (ως εναλλακτική στο προγενέστερο re-think της Πανεπιστημίου ), η σημαντικότατη αρτηρία της πόλης παρέμεινε μετέωρη στον απόηχο της κρίσης, αφήνοντας μερικά από τα πιο κεντρικά αθηναϊκά τοπόσημα σε λήθαργο. Πλέον, σε ένα momentum που θέλει αρκετά από αυτά τα κτίρια να έχουν περάσει σε επιχειρηματίες και να προορίζονται για ξενοδοχειακές μονάδες υψηλών προδιαγραφών, η 6η Μπιενάλε της Αθήνας τραβάει χειρόφρενο μερικά μέτρα μακριά από την Πλατεία Συντάγματος, λίγο προτού η χρήση της περιοχής αλλάξει σελίδα, και ανοίγει τις πόρτες τεσσάρων εμβληματικών οικοδομημάτων γύρω από την Πλατεία Κολοκοτρώνη: το πρώην κεντρικό κτίριο του ΟΤΕ (Σταδίου 15 ), το πρώην ξενοδοχείο «Εσπέρια Παλλάς» (Σταδίου 22 ), η Μπενάκειος Βιβλιοθήκη της Παλαιάς Βουλής (Ανθίμου Γαζή 2 ) και το πρώην Μέγαρο ­ΤΣΜΕΔΕ (Κολοκοτρώνη 4 ).

Με επιμελητές τη Stefanie Hessler, τον Κωστή Σταφυλάκη και τον Poka-Yio, η φετινή έκδοση του επιδραστικότερου εικαστικού θεσμού της πόλης διαλέγει ως κύριο χώρο το κτίριο της οδού Σταδίου 15, το επιβλητικό καφετί εξαώροφο δείγμα μοντερνισμού που αναμφίβολα κερδίζει το βλέμμα σου όποτε διασχίζεις την Πλατεία Κολοκοτρώνη. Το μέχρι σήμερα άτυπα γνωστό ως «ΤΤΤ» γράφτηκε στην ιστορία το ’42, όταν οι «τριατατικοί» οργάνωσαν την πρώτη απεργία κατά των Γερμανών σε όλη την Ευρώπη, ενώ στην πιο πρόσφατη πορεία του στέγασε για αρκετές δεκαετίες τις διοικητικές υπηρεσίες του ΟΤΕ.

Μέσα σε αυτό το πολυσήμαντο τοπόσημο, που αφενός ενσαρκώνει το πέρασμα από την αναλογική στην ψηφιακή εποχή και αφετέρου συνδέεται συνειρμικά με την έννοια της αντίστασης, η Μπιενάλε της Αθήνας, με τη συγχρηματοδότηση της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (καθοριστική υπήρξε η στήριξή της από την Περιφέρεια Αττικής με την ένταξη στο ΠΕΠ Αττικής 2014-2020 ) και σε συνεργασία με το Ίδρυμα Ωνάση, στήνει το «ΑΝΤΙ», μια εικαστική παλμογράφηση των πολλαπλών αντιθέσεων και αντιστάσεων που βλέπουμε γύρω μας σήμερα, από το πεδίο του πολιτικού λόγου και την pop κουλτούρα μέχρι τη δημόσια σφαίρα, τα βιντεοπαιχνίδια, το διαδίκτυο και την post digital επικοινωνία.

Αναπαράγοντας τους μηχανισμούς (devices ) της σύγχρονης καθημερινότητας (όπως είναι ένα γυμναστήριο, ένα γραφείο, ένα κλαμπ, ένα σπα κοκ ) το κοινό βρίσκει αναφορές που γνωρίζει και καλείται να μπει στη συνθήκη του έργου, να αναλάβει ενεργό ρόλο και να αντιδράσει.

«Ξεκινώντας από μια κριτική σε εμάς τους ίδιους, συνειδητοποιήσαμε μέσα από τις τελευταίες δύο μπιενάλε, την “Αγορά” και την “Ομόνοια”, πως όσο κι αν θέλαμε τον καλλιτέχνη να έχει έντονη επιρροή στη δημόσια σφαίρα, στην πραγματικότητα είναι αρκετά πιο αδύναμος», μας λέει ο Poka-Yio, συνιδρυτής του θεσμού κι επιμελητής στις τελευταίες εκδόσεις. Μπορεί η 4η Μπιε­νάλε της Αθήνας να αναγνωρίστηκε παγκοσμίως ως case study, με τις επιτελεστικές πρακτικές της συνέλευσης και της συνάθροισης να γεννούν έναν ζωντανό εικαστικό οργανισμό, όμως η 5η έκδοση άφησε μια πικρή αμηχανία στα χείλη των κριτικών για την αποτελεσματικότητα της διαλεκτικής, συμμετοχικής μορφής, την αδυναμία εμπλοκής του μεγάλου κοινού και το συνολικό ρόλο του θεσμού στη σκηνή. Πλέον, άμεσα προβληματισμένοι με την «παράλληλη αγορά αξιών που γεννιέται τη στιγμή που καταργείται η αγορά της τέχνης», οι επιμελητές στρεφονται σε μια μπιενάλε-λιχουδιά για τα μάτια, που δεν κρίνει αποστασιοποιημένα τα πράγματα, ούτε υπόσχεται κοινωνική προσφορά, αλλά προσκαλεί σαγηνευτικά τους επισκέπτες να ενδώσουν στο «αντί».

View this post on Instagram

A post shared by Athens Biennale (@athensbiennale ) on

Αναζητώντας τη σύγχρονη αντι-ταυτότητα

Αντικαπιταλιστής, αντικομφορμιστής, αντιφασίστας, αντι-αντιφασίστας (; ). «Την τελευταία δεκαετία στην Ελλάδα κυοφορούνταν ένα “αντί” που έφτασε να γίνει συστημικό, δημιουργώντας ένα νέο διάλογο στον οποίον ο καθένας προσδιορίζεται με βάση το αντίθετό του», εξηγούν οι επιμελητές. «Είδαμε πως η νέα συντηρητική ιδεολογία χτίζεται αποφατικά, μέσα σε έναν παροξυσμό όπου κάθε θέση δημιουργεί αυτομάτως πόλωση και γεννά αντιθέσεις που συνεχώς πολλαπλασιάζονται και κανονικοποιούνται». Ειδικότερα μετά τη διάχυση των social media και της ψηφιακής επικοινωνίας, η ασφάλεια της ανωνυμίας τροφοδότησε απλόχερα το τερέν των συγκρούσεων, φτάνοντας τελικά σε ένα σημείο όπου το παραμικρό statement ή στοιχείο είναι αρκετό για να πυροδοτήσει πολλαπλές αφοριστικές αντιδράσεις, πολλές από τις οποίες κρύβουν ηθικό μανιχαϊσμό και πρακτικές νεοφασισμού.

Πάνω σε αυτήν την ανακάλυψη του σύγχρονου τρόπου ανάπτυξης ταυτοτήτων, οι Stefanie Hessler, Κωστής Σταφυλάκης και Poka-Yio δημιούργησαν «ένα καθαρτήριο χωρίς κάθαρση», μια έκθεση δηλαδή που ουσιαστικά δεν προτείνει κάποια μονομερή θέση (ή αντίθεση ), ούτε επικαλείται την επίλυση όλων αυτών των συγκρούσεων, παρά στρώνει ένα αγωνιστικό πεδίο για τον θεατή μεταξύ εξουσίας κι εξέγερσης. Κατόπιν πολύμηνης έρευνας κι εξέτασης περίπου χιλίων εικαστικών μονάδων και κολλεκτίβων, η AB6 συγκεντρώνει πάνω από εκατό διεθνείς καλλιτέχνες, δημιουργούς πολυμέσων και θεωρητικούς μέσα σε μια αρένα που εστιάζει στις σύγχρονες συγκρουσιακές συνθήκες με πολλούς και διάφορους τρόπους.

 

«Την τελευταία δεκαετία στην Ελλάδα κυοφορούνταν ένα “αντί” που έφτασε να γίνει συστημικό, δημιουργώντας ένα νέο διάλογο στον οποίον ο καθένας προσδιορίζεται με βάση το αντίθετό του», εξηγούν οι επιμελητές.

Εικόνες μιας μετα-αποκαλυπτικής Ελλάδας, όπως τα ιεροποιημένα συντρίμμια του Πάνου Σκλαβενίτη στο «Cargo», επαυξημένες πραγματικότητες που συνομιλούν με την ουτοπία και τη δυστοπία του ψηφιακού εαυτού, όπως τα new media έργα των Θεόκλητου Τριανταφυλίδη και Λουκίας Αλαβάνου, post human εργαστήρια που βρίθουν από αλγόριθμους και θίγουν την εξουσία της σύγχρονης βιοπολιτικής (με τον τρόπο που την έθεσε ο Αγκάμπεν ), όπως η εγκατάσταση «Sugar Walls Teardom (Homage to Dark Labia )» της Νοτιοαφρικανής Tabita Rezaire με τα επιστημονικά πειράματα στις μήτρες μαύρων γυναικών, διαστρεβλωμένες συνθήκες από πράγματα που συναντάμε στην καθημερινή μας ζωή, όπως το περίεργα κεκλιμένο ράφι με προϊόντα από την ελληνική μαζική αγορά στην πρόταση του Σουηδού Sirous Namazi, διάσημα memes από τις διαδικτυακές κοινότητες που κρέμονται ταριχευμένα από το ταβάνι, επιτελεστικά μοντέλα ανθρώπινων οργανισμών, έντονα φορτισμένα οράματα για έναν άλλο κόσμο αλλά και ψυχωτικές εξάρσεις μέσα στον μετα-ψηφιακό απόηχο…

«Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ο θεατής μπαίνει σε ένα μυθολογικό, θρησκευτικό και μερικές φορές αντιδραστικό περιβάλλον και καλείται να περάσει μέσα από αυτό το αντι-πουργκατόριο επιθυμιών και αποστροφών, οδηγούμενος σε μια τελική αυτοεξομολόγηση, όπου συνειδητοποιεί πως βρίσκεται βαθιά χωμένος στο rabbit hole, χωρίς να υπάρχει εύκολη διαφυγή», εξηγεί ο Κωστής Σταφυλάκης για την επιμελητική σύνθεση που ξεδιπλώνεται ημι-γραμμικά, πρώτα σε όλους τους ορόφους του «ΤΤΤ» (που έτσι κι αλλιώς αρχιτεκτονικά αποπνέουν μια καφκική κλειστοφοβική εσάνς ) κι έπειτα στα διπλανά κτίρια.

Τι ταυτότητες όμως γεννά το «αντί» μέσα στον σύγχρονο post digital κόσμο; Κάποιες από αυτές είναι οι εκκεντρικά γκροτέσκο εαυτότητες της Σκοτσέζας Rachel Maclean, η άφυλη περσόνα του Ευριπίδη Λασκαρίδη, οι BDSM και ταυτόχρονα α-σέξουαλ μούμιες των Bound Collective, η άλιεν φιγούρα Schwarmwesen του Johannes Paul Raether, που εμπλέκει επιτελεστικά το κοινό σε έναν αυτοπροσδιορισμό στο δημόσιο χώρο, ή τα ταριχευμένα ποντίκια-πίκατσου της γιαπωνέζικης κολεκτίβας Chim Pom, που επαναφέρουν το ψηφιακό στη φθαρτή υλικότητα.

«Συνειδητά επιλέξαμε ένα μεγάλο αριθμό γυναικών καλλιτεχνών», σχολιάζει με τη σειρά της η επιμελήτρια Stefanie Hessler, «και προκειμένου να πάμε την έκθεση πέρα από τον έμφυλο εσενσιαλισμό, διαλέξαμε πολλά projects που βάζουν μπροστά το gender fluidity και την queer κριτική, με παραδείγματα που είτε δηλώνουν ανοιχτά τις μετα-φεμινιστικές θεωρητικές καταβολές τους και την queer αμεσότητα, είτε αμφισβητούν επιτελεστικά τα στερεότυπα της γυναικείας σεξουαλικότητας, είτε χρησιμοποιούν δια­δικασίες που επεκτείνουν τους ρόλους και τις ταυτότητες στη θεατρικότητα της καθημερινότητας».

View this post on Instagram

A post shared by Athens Biennale (@athensbiennale ) on

Θεατές και καλλιτέχνες στο πετσί του ρόλου

Με το βλέμμα έξω από την κλειστή «φούσκα πολιτισμού» –όπως είχε τονίσει η επιμελητική ομάδα από την πρώτη συνέντευξη Τύπου της AB6 στην Αγγλικανική Εκκλησία του Αγίου Παύλου το καλοκαίρι–, η πρακτική παρουσίασης δεν θα μπορούσε να μείνει εγκλωβισμένη σε προηγούμενες εποχές. Παρατηρώντας το εκθεσιακό πρόγραμμα αλλά και τα πολλά παράλληλα δρώμενα, η επιτελεστικότητα μπαίνει σε πρώτο πλάνο, αλλά όχι με τον τρόπο της performance art όπως την έχουμε γνωρίσει ιστορικά αλλά και παρακολουθήσει στις προηγούμενες μπιεναλικές εκδόσεις της Αθήνας.

Αναπαράγοντας τους μηχανισμούς (devices ) της σύγχρονης καθημερινότητας όπως είναι ένα γυμναστήριο, ένα γραφείο, ένα εμπορικό κέντρο, ένα στούντιο τατουάζ, ένα club, μια εκκλησία ή ένα forum γνωριμιών, το κοινό αφενός βρίσκει αναφορές που γνωρίζει και αφετέρου καλείται να μπει στη συνθήκη του έργου, να αναλάβει ενεργό ρόλο και να αντιδράσει.

«Πρόκειται περισσότερο για νεοκαταστασιακές συνθήκες, που όλες με τον τρόπο τους προϋποθέτουν την αμφισβήτηση του θεατή και της ίδιας της θέασης, μια κι εξερευνούμε περισσότερο τον τρόπο που η επιθυμία και η αποστροφή μας συνδέονται με όλες αυτές τις πολιτισμικής εκφράσεις του σύγχρονου ψηφιακού κόσμου», εξηγεί ο Κωστής Σταφυλάκης. Έτσι κυρίαρχη θέση στην έκθεση έχει η τέχνη που χρησιμοποιεί το LARP (Live Action Role Play ), μια στρατηγική που αν και προέρχεται από το επιτραπέζιο «Dungeons & Dragons», τα τελευταία χρόνια αποκτάει όλο και περισσότερη δημοφιλία στο φυσικό κόσμο με ολόκληρα fictional σύμπαντα να δημιουργούνται, παρασύροντας μια μερίδα εικαστικών στις συμμετοχικές πρακτικές του. Σε αυτό το φορμά, για ένα συγκεκριμένο διάστημα, ο καλλιτέχνης γίνεται game master και θέτει ένα σενάριο, ορίζει τις συνθήκες και μοιράζει ρόλους, υποχρεώσεις και αρμοδιότητες στους συμμετέχοντες.

Μερικοί από τους πιο αναγνωρισμένους εικαστικούς του LARP art παγκοσμίως έρχονται στην Αθήνα. Ο Αμερικανός (με βάση το Βερολίνο ) Brody Condon, για παράδειγμα, οργανώνει συλλογικά role play sessions σε συνεργασία με το τμήμα Ψυχολογίας του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, ζητώντας από το κοινό να εκδραματίσει συγκεκριμένες ψυχολογικές καταστάσεις.

Επίσης το OMSK Social Club μαζί με την Penny Rafferty φτιάχνουν μια απόλυτα ρεαλιστική συνθήκη ξενοδοχείου στο ΤΣΜΕΔΕ, όπου οι συμμετέχοντες θα μείνουν εγκλωβισμένοι για μερικά εικοσιτετράωρα μέσα στο σκηνοθετημένο σκηνικό και θα κληθούν να ερμηνεύσουν αντίστοιχους ρόλους (ρεσεψιονίστ, καμαριέρες, μπάτλερ, επισκέπτες κ.ο.κ. ). Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας των εγκαινίων δε, η Zhala συνεργάζεται με τον Tony Karlsson κι ένα γκρουπ από Σουηδούς καλλιτέχνες, σεναριογράφους και σκηνοθέτες για τη ζωντανή παραγωγή μιας τελενοβέλας, μια μουσική περφόρμανς που θα εξελιχτεί σε LARP.

Βέβαια, πέρα από τα projects διανομής ρόλων στο κοινό, κρίνοντας από το background των φετινών επιμελητών αλλά και την queer δεξαμενή της AB6, δεν θα μπορούσαν να λείπουν πειραματισμοί υπερταύτισης και χρήση της λεγόμενης «πολιτικής του ψεύδους». Περιπτώσεις όπως αυτή του Front Deutscher Äpfel, της ομάδας που δημιουργήθηκε μετά τις διαδηλώσεις του ακροδεξιού NPD και αποτελεί σατιρική προσομοίωση-παρακλάδι του γερμανικού κόμματος με σημαία ένα μήλο, αλλά και της εικαστικού Shana Moulton, η οποία θα ενσαρκώσει το φιλμικό της alter ego Cynthia μέσα σε έναν κόσμο αυτοθεραπείας και δοκιμής προϊόντων τηλεμάρκετινγκ, φανερώνουν μια ιδιαίτερη διαχείριση των φόβων και των απευκταίων μέσα στη σύγχρονη εποχή της μετα-αλήθειας.

Οι καλλιτέχνες, αντί να αντιπαλέψουν μια ιδέα με το αντίθετό της, μπαίνουν στον ρόλο του διακομιστή και παράγουν μια υπερβολική και πολλές φορές χιουμοριστική εκδοχή όσων φοβούνται, βάζοντας το κοινό να επιλέξει τι θέλουν να πουν: κριτική στάση ή πλήρης αποδοχή;

«Δεν φιλοξενούνται καλλιτεχνικές πρακτικές που προσφέρουν μια εύκολη χειραφέτηση για τον θεατή», σχολιάζουν στο κλείσιμο οι επιμελητές. «Αντίθετα η χειραγώγηση και η παραπλάνηση γίνονται εργαλεία, χωρίς ωστόσο να καταλήγουμε σε κάποιο διδακτικό διά ταύτα». Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, η AB6 αφήνει τον επισκέπτη ελεύθερο να βρει το δικό του δρόμο στην έκθεση, να μπει μέσα σε εμπειρίες πολλών αισθήσεων, να πειραματιστεί με τα όσα γνωρίζει και με τα όσα δεν θα ήθελε να γνωρίζει ότι επιθυμεί, να ζήσει για λίγο μέσα σε ένα post digital τούνελ και να συνειδητοποιήσει ότι δεν γίνεται να βγει – μια και αυτό είναι απλώς μια διαφορετική εκδοχή της καθημερινής του πραγματικότητας, μέσα σε αμέτρητα «αντί».

i Η 6η Μπιενάλε της Αθήνας διαρκεί από 26/10 έως 9/12. Περισσότερες από σαράντα παράλληλες δράσεις περιμένουν το κοινό το εναρκτήριο τριήμερο. Αναλυτικό πρόγραμμα στο www.athensbiennale.org

Πηγή : Αθηνόραμα

Comments are closed.