Ο Άρης είναι ο Έλληνας θεός του πολέμου. Είναι ένας από τους Δώδεκα Ολύμπιους, και γιος του Δία και της Ήρας. Στους μύθους ο Άρης εμφανίζεται πολεμοχαρής και προκλητικός και εκπροσωπεί την παρορμητική φύση του πολέμου.
Χάρη στον γιο του τον Οινόμαο από την Στερόπη, ο Άρης έγινε πρόγονος ονομαστών προσώπων, όπως του Ατρέα, του Θυέστη, του Αγαμέμνονα, του Μενέλαου, του Αίγισθου, του Ορέστη, της Ηλέκτρας, του Πυλάδη, του Πιτθέα, του Θησέα, του Ιππόλυτου, της Ιφιγένειας, του Δημοφώντα, του Ακάμαντα, του Ευρυσθέα, του Αμφιτρύωνα, της Αλκμήνης, του Ιόλαου, του Ηρακλή, της Αδμήτης, του Κοπρέα, του Αλκάθοου και του Αία του Τελαμώνιου.
Συνήθως μάχεται πεζός σπάζοντας με την ορμή του τα άρματα και ανατρέποντας τα τείχη. Άλλες φορές είναι σε άρμα με δύο (Δείμος και Φόβος) ή τέσσερις μεγαλοπρεπείς ίππους (παιδιά τού Βορέα και της Ερινύας) (Φόβος, Αιθωνας, Φλόγιος και Κόναβος όπως τους ονομάζει ο Κόϊντος ο Σμυρναίος).
Ο Ερμής γεννήθηκε σε μια σπηλιά στο όρος Κυλλήνη της Κορινθίας (σημερινή Ζήρεια), από τον Δία και την πανέμορφη πλειάδα Νύμφη Μαία, την κόρη του Άτλαντα. Αμέσως μετά τη γέννησή του επινόησε και κατασκεύασε την πρώτη λύρα και έδειξε, από τη βρεφική του ακόμη ηλικία, την επιδεξιότητά του να μπορεί να κλέβει ακόμη και τα βόδια του Απόλλωνα.
Ο Ερμής έγινε ο πλέον πολυτάλαντος και πολυάσχολος από τους θεούς: αγγελιαφόρος τους, προστάτης του εμπορίου («αγοραίος» ή «κερδώος») και προστάτης, όχι μόνον του νόμιμου εμπορεύματος, αλλά και του τυχαίου, το λεγόμενο «έρμαιον» (δώρο του Ερμή) ή και του προϊόντος κλοπής («ληιστήρ»), προστάτης των θυσιαστικών τελετών, των οδοιπόρων, των σταυροδρομιών («τρικέφαλος» ή «τετρακέφαλος») και των συνόρων, προστάτης των θυρών των σπιτιών («πύλαιος») και των πυλών των ναών («προπύλαιος»), των αθλητών και των αγώνων («αγώνιος»), αλλά και θεός των γραμμάτων και της ρητορικής («λόγιος»), μιας και αυτά διδάσκονταν στα γυμναστήρια. Ήταν δε ο ψυχοπομπός των ανθρώπων, όταν ερχόταν η στιγμή να περάσουν στην άλλη όχθη.
Σε όλη την αρχαιότητα ο Ερμής θεωρούνταν ο πιο έξυπνος και ο πιο φιλάνθρωπος θεός και ήταν ιδιαίτερα αγαπητός και διασκεδαστικός: η έκφραση όλων των προτερημάτων και όλων των ελαττωμάτων του αρχαίου Έλληνα. Με τον Ερμή, εκφράζονται, με ένα αρχετυπικό τρόπο η ταχύτητα, η ευλυγισία, η μεταβλητότητα, αλλά και οι απατηλοί δρόμοι που κάποιες φορές ακολουθεί ο νους. Σημαντική θέση για τις δοξασίες των αρχαίων, είχαν τα χθόνια γνωρίσματά του, ως ψυχοπομπού ή ψυχαγωγού. Ο Ερμής μεταφέρει τις ψυχές των νεκρών και συγχρόνως παρευρίσκεται στο δικαστήριο του Άδη, εκτελώντας χρέη θεού του κάτω κόσμου, άρα «χθόνιου» θεού. Ήταν ο μοναδικός θεός που μπαινόβγαινε στον Άδη.
Ο Ερμής παριστάνεται συνήθως και με φτερωτά πέδιλα και με το πλατύγυρο καπέλο του, τον πέτασο, σύμβολα της αέρινης ταχύτητας και κρατώντας τη μαγική χρυσή ράβδο του, το κηρύκειον, σύμβολο της ποιμενικής του φύσης και της αφθονίας. Ο Βρετανός ακαδημαϊκός Ρ. Φ. Γουΐλετς γράφει: «…ο Ερμής είναι ο πλέον συμπαθής, ασταθής, συγκεχυμένος, πολυσύνθετος και επομένως ο πιο Έλληνας από όλους τους ολύμπιους θεούς».
Η θεϊκή του υπόσταση ξεκινά από τους παρόδιους λιθοσωρούς-σήματα δρόμων ή τάφων. Οι αρχαίοι αγρότες, όταν έβρισκαν στο δρόμο τους ένα σωρό από πέτρες, έριχναν άλλη μια πέτρα επάνω του, θεωρώντας πως κάποια θεϊκή δύναμη κατοικούσε μέσα σ’ αυτές. Τις ονόμαζαν «έρμα» και την πέτρα, στην κορυφή του σωρού, την ονόμαζαν «Ερμή». Συν τω χρόνω, αυτοί οι λιθοσωροί μεταμορφώθηκαν σε ερμαϊκές στήλες, που λειτουργούσαν σαν οδοδείκτες, σύνορα οικοπέδων και ιδιοκτησιών αλλά και σύνορα χωρών. Ο φαλλός, επάνω τους, αποτελεί το αρχετυπικό στοιχείο της γονιμικής ιδιότητας της θεότητας.
Δεν υπάρχουν πολλοί ναοί ή ιερά αφιερωμένα στον Ερμή, μιας και αυτός βρισκόταν παντού, σε κάθε σχεδόν ανθρώπινη εκδήλωση. Οι εκατοντάδες ερμαϊκές στήλες που έχουν βρεθεί στις ανασκαφές το δηλώνουν αυτό.
Κόρη της Ρέας και του Κρόνου και αδελφή του Δία. Όταν ο Δίας κατέλαβε την θεϊκή εξουσία, η Εστία ζήτησε από τον αδελφό της, ως χάρη, να μείνει αιωνίως παρθένα, προκειμένου να ξεφύγει από τις ερωτικές διαθέσεις του Απόλλωνα και του Ποσειδώνα. Καθώς αποτελούσε προσωποποίηση του εξαγνιστικού ιερού πυρός που έκαιγε ασταμάτητα στις εστίες των οικιών και των ναών, η Εστία λατρευόταν ως προστάτιδα της οικογένειας, της πόλεως και των αποικιών. Κάθε ελληνική πόλη διατηρούσε στο πρυτανείο της το άσβεστο πυρ προς τιμήν της Εστίας, το οποίο, σε περίπτωση ίδρυσης νέας αποικίας, μεταφερόταν για να ανάψει την ιερή εστία της νέας πόλεως.
διαβάστε περισσότεραΓιος του Δία και της Σεμέλης κόρης του Κάδμου ο Διόνυσος διασώζεται από τις φλόγες που έζωσαν το παλάτι του πατέρα της -μετά από την εμφάνιση του Δία σε όλο του το μεγαλείο- χάρη στην παρέμβαση της Γης, που άφησε τον κισσό να τυλίξει τους κίονες του ανακτόρου και να διασώσει το θείο βρέφος. Ο Δίας τοποθέτησε το βρέφος στον μηρό του εν αγνοία της Ήρας και το έβγαλε στο φως την κατάλληλη στιγμή, όταν ολοκληρώθηκε η κύησή του. Φέρεται ότι ο Διόνυσος γεννιέται στη νήσο Ικαρία, και παραδίδεται σε δώδεκα νύμφες ή υδάτινα πνεύματα, τις Υάδες, οι οποίες γίνονται τροφοί του θεϊκού παιδιού. Αργότερα, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης την υπηρεσία τους, οι Υάδες εξυψώθηκαν στο ουράνιο στερέωμα όπου λάμπουν ως αστερισμός των Υάδων. Είναι Πυριγενής, και Λιμναίος, φέροντας εγγενώς την ποιότητα της ‘λίμνης ή του έλους’. Ο Διόνυσος είναι επίσης Διθύραμβος, δηλαδή διγενής, γεννημένος πρώτα από τη φωτιά και κατόπιν από το νερό, ακολουθώντας την παράδοση ανάλογων αρχέγονων θεοτήτων.
Ο Διόνυσος, επίσης, συνδέεται με τη γονιμότητα, μέσω του εκπληρωμένου έρωτα και το επίγραμμα του Ανακρέοντα στον θεό αρχίζει με τις λέξεις «Ω Κύριε, που σύντροφοί σου στο παιχνίδι είναι ο ισχυρός Έρως, οι μαυρομάτες νύμφες και η Αφροδίτη!».
Η Ρέα, είναι εκείνη που τον διδάσκει την τελετουργική λατρεία και ορίζει το ένδυμα του θεού και των Μαινάδων ακολούθων του. Η ακολουθία του θεού συμπληρώνεται με τους Σατύρους και τους Σειληνούς. Θεός εκπολιτιστής ο Διόνυσος δίδαξε ανά τον κόσμο τις ιδιαίτερες τελετές του και την καλλιέργεια της αμπέλου.
Πληροφορίες που προσλαμβάνουμε από τη Γραμμική Β΄ μας οδηγούν στην υπόθεση πως ο Διόνυσος ως αρχαία θεότητα ήταν ήδη γνωστός στον 12ο αιώνα π.Χ. Η λατρεία του σχετίζεται με τους εορτασμούς της βλάστησης, της ιερής μανίας που προκαλεί η πόση του οίνου και της γονιμότητας. Κοινό στοιχείο στις λατρευτικές πρακτικές του είναι το στοιχείο της έκστασης, ενίοτε της οργιαστικής φρενίτιδας, που απελευθερώνει από τις φροντίδες της καθημερινότητας, προσδίδοντάς του την προσωνυμία Λύσιος.
Πέραν του γεγονότος λοιπόν ότι το όνομά του συνδέθηκε με μία από τις αρτιότερες μορφές του ελληνικού λόγου, το δράμα, προς τιμήν του διοργανώνονταν μεγαλοπρεπείς γιορτές, όπως τα Κατ’ αγρούς Διονύσια, τα Λήναια, τα Ανθεστήρια και τα Μεγάλα Διονύσια.