Ο Σταυρός είναι ένα παραθαλάσσιο χωριό που βρίσκεται 17km βορειοανατολικά των Χανίων, στο βορειότερο άκρο του Ακρωτηρίου. Χαρακτηριστικό της περιοχής είναι το μεγάλο απότομο βουνό με σχήμα καμήλας που υψώνεται απέναντι από το λιμανάκι του χωριού. Στο βουνό αυτό γυρίστηκαν οι σκηνές της ταινίας Zorba the Greek, όπου ο Άντονι Κουίν χόρεψε το περίφημο συρτάκι το 1964. Τότε ο Σταυρός ήταν ένα μικρό ψαροχώρι.
Σήμερα η περιοχή έχει εξελιχθεί σε ένα μεγάλο τουριστικό θέρετρο, με πολλά ξενοδοχεία και τουριστικές υποδομές. Στην ανάπτυξη του συμβάλουν και οι δύο παραλίες της περιοχής.
Προσβάσιμο με σκάφος: ΝΑΙ
Προσβάσιμο με λεωφορείο: ΝΑΙ
Προσβάσιμο με αυτοκίνητο: ΝΑΙ
Προσβάσιμο από Α.Μ.Ε.Α: ΝΑΙ
Προσβάσιμο με τα πόδια: ΝΑΙ
Τύπος Παραλίας: ΑΜΜΟΣ
Γαλάζια σημαία: ΝΑΙ
Κοντά σε Εστιατόρια: ΝΑΙ
Ναυαγοσώστης: ΌΧΙ
Φυσική Σκιά: ΌΧΙ
Κοντά σε ξενοδοχείο: ΝΑΙ
Παραλία γυμνιστων: ΌΧΙ
Χωματόδρομος: ΌΧΙ
Δραστηριότητες στη θάλασσα: ΝΑΙ
Surfing: ΌΧΙ
Οργανωμένη Παραλία: ΝΑΙ
Βάθος: ΚΑΝΟΝΙΚΗ
Πηγή: www.incrediblecrete.gr
Στο οροπέδιο της Νίδας, σε υψόμετρο 1538 μ. βρίσκεται η «Σπηλιάρα της Βοσκοπούλας», το σπήλαιο όπου κατά τη μυθολογία μεγάλωσε, ή και γεννήθηκε, ο πατέρας των Θεών, ο Δίας.
Για την ακρίβεια η Ρέα έκρυψε στο σπήλαιο αυτό το νεογέννητο μωρό της για να το γλιτώσει από τη μανία του Κρόνου να καταβροχθίζει τα παιδιά του, επειδή φοβόταν ότι κάποιο απ΄ αυτά θα του έπαιρνε την εξουσία. Κρυμμένος στην σπηλιά ο Δίας μεγάλωνε με το γάλα της κατσίκας Αμάλθειας ενώ όταν έκλαιγε οι Κουρήτες κάλυπταν τις φωνές του χτυπώντας δυνατά τις χάλκινες ασπίδες τους.
Συνδεδεμένο λοιπόν το Ιδαίο Άντρο με το μύθο αυτό απέκτησε μεγάλη φήμη κατά την αρχαιότητα και αποτέλεσε λατρευτικό κέντρο με διαχρονική αξία από τα μινωικά χρόνια έως και τα ύστερα ρωμαϊκά. Η ιερότητα του σπηλαίου αποδείχθηκε από τις ανασκαφικές έρευνες που ξεκίνησαν το 1885 από τον Ιταλό αρχαιολόγο Federico Halbherr και συνεχίστηκαν συστηματικά από το 1983 κ.εξ. από του αρχαιολόγους Γιάννη και Έφη Σακελλαράκη.
Από την πληθώρα των αρχαιολογικών ευρημάτων που έχουν έρθει στο φως ξεχωρίζουν οι χάλκινες ασπίδες με ανάγλυφες παραστάσεις ιδαίου ρυθμού, οι σφραγιδόλιθοι, τα ελεφαντοστέινα αντικείμενα και τα χρυσά κοσμήματα, ενώ εντυπωσιάζει η πληθώρα της κεραμικής, των ειδωλίων, των εργαλείων και των μετάλλινων αντικειμένων.
Προσβάσιμο από Α.Μ.Ε.Α: ΌΧΙ
Περιοχή: Ανώγεια
Πηγή: www.incrediblecrete.gr
Η Υρτακίνα, κτισμένη στο δυσπρόσιτο ύψωμα “Καστρί” κοντά στο χωριό Τεμένια Σελίνου, υπήρξε ισχυρή μεσόγεια, ανεξάρτητη δύναμη που ιδρύθηκε κατά την αρχαϊκή περίοδο και άκμασε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους.
Μαζί με την Λισό, η Υρτακίνα βάζει στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. τις βάσεις για τη σύσταση της Ομοσπονδίας των Ορείων, δημιουργώντας τον πρώτο κοινό μεταξύ τους νομισματικό τύπο.
Σύμφωνα με τις φιλολογικές πηγές και κυρίως τις επιγραφικές μαρτυρίες και τη μελέτη της νομισματικής, μέσα από την Ομοσπονδία των Ορείων, η Έλυρος, η Υρτακίνα, η Λισός, η Ποικιλασσός και η Τάρρα αντιμετώπισαν από κοινού την εσωτερική και εξωτερική πολιτική του νησιού για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, διατηρώντας συγχρόνως και την αυτονομία τους.
Στους χρόνους της ρωμαιοκρατίας η Υρτακίνα φαίνεται να περνάει σε φάση παρακμής, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες πόλεις που βρίσκονται σε ιδιαίτερη άνθηση, η οποία και συνεχίζεται και κατά τους επόμενους αιώνες.
Συντάκτες: Βάννα Νινιού – Κινδελή, Αγγελική Τσίγκου, αρχαιολόγοι
Προσβάσιμο από Α.Μ.Ε.Α: ΌΧΙ
Περιοχή: Δήμος Ανατολικού Σελίνου, Λόφος «Καστρί», Τεμένια
Πηγή: www.incrediblecrete.gr
Το κτηριακό σύνολο που αποκαλύφθηκε πάνω σε ένα λόφο (σε υψόμετρο 500 περίπου μ. από την επιφάνεια της θάλασσας), γνωστό ως Σουβλωτό Μουρί, απέναντι από το Χαμέζι Σητείας και χρονολογείται στη Μεσομινωική ΙΑ περίοδο (2160 / 1979 – 20ός αι. π.Χ.) εντυπωσιάζει με την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του μορφή.
Πρόκειται για μια οικία με ελλειψοειδή μορφή, η οποία χτίστηκε πάνω σε οικοδομήματα της Πρωτομινωικής περιόδου (3650/3500 – 2160/2025 π.Χ.), ενώ αργότερα έγιναν μικρές προσθήκες και αλλαγές. Οι παλαιότεροι μελετητές θεώρησαν το κτίσμα ως ιερό εξαιτίας του ελλειπτικού του σχήματος, όμως νεότερες έρευνες απέδειξαν ότι πρόκειται για οικία, τη μοναδική των μινωικών χρόνων με το σχήμα αυτό. Η θέση του μνημείου στην κορυφή του λόφου και η εξαιρετική θέα στον κόλπο της Σητείας παρείχαν στους κατοίκους του κτίσματος τη δυνατότητα της εποπτείας και του ελέγχου της γύρω περιοχής.
Πρόκειται για τον ενδιάμεσο αρχιτεκτονικό τύπο μεταξύ κυκλικού και ορθογώνιου κτηρίου. Σώζονται δύο οικοδομικές φάσεις. Τα παλαιότερα κτήρια, που ανήκουν στην Πρωτομινωική περίοδο, εκτείνονται και έξω από την ανατολική πλευρά του πρώιμου οικοδομήματος και πρόκειται για κατοικίες Μινωιτών αγροτών. Οι τοίχοι μάλιστα αυτών των κτισμάτων έχουν έντονη καμπυλότητα. Η ανακάλυψη ειδωλίων δημιούργησε την υπόνοια ότι επρόκειτο για ιερό κορυφής, φαίνεται όμως πως στην πραγματικότητα ήταν οικιακό ιερό που είχε ενσωματωθεί στην οικία. Η κύρια είσοδος της ελλειπτικής οικίας της Μεσομινωικής περιόδου βρισκόταν στη νοτιοανατολική πλευρά και ήταν πλακόστρωτη, ενώ υπήρχε και δεύτερη είσοδος στη βορειοδυτική πλευρά.
Οι εξωτερικοί τοίχοι της σώζονται σε ύψος από ένα μέτρο μέχρι πενήντα πόντους και έχουν πλάτος 1 μ. Πυρήνας του κτηρίου ήταν ένα πλακόστρωτο αίθριο, με το οποίο συγκοινωνούσαν με ανοίγματα (θύρες) τα γύρω δωμάτια. Στο κέντρο του αιθρίου υπήρχε δεξαμενή στην οποία συγκεντρώνονταν τα νερά της βροχής από τη στέγη της κατοικίας, ενώ ένας αγωγός, καλυμμένος από πλάκες, χρησίμευε για την εκροή του νερού σε περίπτωση υπερχείλισής της. Οι εσωτερικοί τοίχοι έχουν κατασκευαστεί με μικρές πέτρες και πηλό και δε φέρουν ίχνη κονιάματος, ενώ τα δάπεδα είναι από κοινή πατημένη γη και μόνο η είσοδος ενός δωματίου είναι πλακόστρωτη. Στο βόρειο δωμάτιο υπήρχε μικρό οικιακό ιερό όπου βρέθηκε εστία, πήλινος βωμός και ειδώλια. Σώζεται επίσης η σκάλα που οδηγούσε στον επάνω όροφο της κατοικίας. Στα κινητά ευρήματα συμπεριλαμβάνονται τμήματα πίθων, πλήθος οστράκων, πολλά υφαντικά βάρη, λίθινα αγγεία και πώματα, καθώς και τριπτήρες και ακόνια.
Η οικία του Χαμεζίου ανασκάφηκε το 1903 από τον Στ. Ξανθουδίδη, ενώ ο D. Mackenzie διατύπωσε στην ανασκαφική του έκθεση (1907) σωστές παρατηρήσεις σχετικά με την αρχιτεκτονική διαρρύθμιση του κτηρίου. Το 1971, σε νεότερες έρευνες καθαρισμού και στερεώσεων από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ανατολικής Κρήτης που διηύθυνε ο τότε έφορος αρχαιοτήτων Κ. Δαβάρας, ήλθαν στο φως στοιχεία που μετέβαλαν ή ενίσχυσαν κάποια από τα προηγούμενα συμπεράσματα. Παρατηρήσεις για τη χρήση του κτηρίου έκαναν επίσης ο Στ. Αλεξίου και ο Ν. Πλάτων.
Συντάκτης: Χρ. Σοφιανού, αρχαιολόγος
Προσβάσιμο από Α.Μ.Ε.Α: ΝΑΙ
Fax: +3028410 22462
Email: protocol@kgepka.culture.gr
Τηλέφωνο: +3028410 22462, +3028410 24943, +3028410 22382
Πηγή: www.incrediblecrete.gr
Μέσα σε μια μικρή, κλειστή κοιλάδα, 15 χιλ. νότια από την Κνωσό της Κρήτης, αποκαλύφτηκε η μινωική πόλη των Αρχανών με το ανακτορικό της συγκρότημα. Πρόκειται για μια από τις πιο σημαντικές περιοχές της Κρήτης, στην οποία η ανθρώπινη παρουσία κάνει την εμφάνισή της από την Ύστερη Νεολιθική περίοδο και παραμένει αισθητή μέχρι και τους ιστορικούς χρόνους.
Η διάρκεια λειτουργίας των οικιστικών συγκροτημάτων και των ταφικών μνημείων καθιστούν το χώρο ένα σπουδαίο σύνολο, όπου αντιπροσωπεύονται διάφορες μορφές και δραστηριότητες της κοινότητας αυτής. Κατά την υστερομινωική περίοδο σημειώνεται η μεγάλη ακμή της μινωικής Κρήτης με την ανοικοδόμηση των νέων πολυτελών ανακτόρων και την επικράτηση της “pax minoica”.
Μαρτυρίες για την πρώτη ανθρώπινη εγκατάσταση στην ευρύτερη περιοχή των Αρχανών δίνουν νεολιθικά εργαλεία της Ύστερης Νεολιθικής και Υπονεολιθικής περιόδου. Πιθανόν την εποχή αυτή να υπήρχαν ορισμένοι διάσπαρτοι οικισμοί. Με την εισαγωγή του χαλκού στον ελλαδικό χώρο διαμορφώνονται νέες συνθήκες. Κατασκευάζονται σταθερότερα σπίτια, η λατρεία γίνεται μέσα σε σπήλαια και σε μικρά οικιακά ιερά, ενώ αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους θολωτοί τάφοι και ταφικά περιφράγματα.
Παράλληλα ξεκινούν και οι επαφές με τις Κυκλάδες, την Αίγυπτο και την Ανατολή. Αρχιτεκτονικά λείψανα που βρέθηκαν κοντά στο ανακτορικό συγκρότημα, αλλά και κεραμική του ρυθμού της Βασιλικής μαρτυρούν την ύπαρξη ενός πρωτομινωικού οικισμού. Τις σημαντικότερες πληροφορίες προσφέρουν όμως τα ταφικά μνημεία της νεκρόπολης του Φουρνιού. Τα κτερίσματα, που αποτελούνται από κεραμική, σφραγίδες, κυκλαδικά ειδώλια, κοσμήματα, αιγυπτιακούς σκαραβαίους αποδεικνύουν τον πλούτο των κατοίκων, αλλά και μια οργανωμένη κοινωνική ζωή με έντονες εξωτερικές επαφές.
Κατά τη μεσομινωική περίοδο η ζωή συνεχίζεται στις Αρχάνες και ο οικισμός εξελίσσεται σε μια σημαντική μινωική κοινότητα, η οποία διαθέτει πλέον και ανακτορικό συγκρότημα. Τα αρχιτεκτονικά λείψανα βρίσκονται κάτω από το μεταγενέστερο ανάκτορο, ενώ θαυμάσια δείγματα καμαραϊκής κεραμικής βρέθηκαν στην Τουρκογειτονιά, στη Δεξαμενή, στο Θεατρικό χώρο και αλλού. Πυκνή κατοίτηση διαπιστώνεται τώρα, ενώ οι πρωτομινωικές νησίδες ενώνονται σε ενιαία οικιστικά σύνολα.
Σπουδαίες πληροφορίες για τη λατρεία των κατοίκων δίνουν τα ιερά της περιοχής των Αρχανών. Ένα ιερό κορυφής ιδρύεται στην Ψηλή Κορφή του Γιούχτα. Πολύ σημαντικό ιερό αποτελεί και ο ανεξάρτητος ναός στην Ανεμόσπηλια, στη βόρεια πλευρά του Γιούχτα, όπου έχει διαπιστωθεί και πιθανή ανθρωποθυσία.
Κατά την υστερομινωϊκή περίοδο το ανάκτορο των Αρχανών γίνεται λαμπρότερο, αλλά και ο οικισμός γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη. Σημαντικές μεμονωμένες οικίες ή επαύλεις κατασκευάζονται στη γύρω περιοχή (Βιτσίλα, Καρνάρι, Χωματόλακκος, Ξερή Καρά, Βαθύπετρο). Το ανασκαμμένο τμήμα του ανακτόρου των Αρχανών ανήκει στην περίοδο αυτή.
Γύρω στο 1450 π.Χ. ένας ακόμη μεγάλος σεισμός καταστρέφει την Κρήτη και μαζί τις Αρχάνες. Έτσι κλείνει μια έξοχη περίοδος, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει ότι η πόλη και το ανάκτορο παύουν να λειτουργούν. Η ζωή συνεχίζεται, ενώ η νεκρόπολη στο Φουρνί προσφέρει σημαντικά στοιχεία για την ακμή του οικισμού. Η εμφάνιση των Μυκηναίων στην Κρήτη δεν επιφέρει την τελμάτωση της ζωής. Αντίθετα, πλούσια μυκηναϊκά ευρήματα τόσο στο ανάκτορο όσο και στη νεκρόπολη του Φουρνιού φανερώνουν μια συνεχή ανάπτυξη.
Κατά τους ιστορικούς χρόνους διάφορα ευρήματα από τις Αρχάνες και την ευρύτερη περιοχή επιβεβαιώνουν την ύπαρξη συνεχούς κατοίκησης. Όστρακα διάφορων περιόδων, ανάγλυφες στήλες, ειδώλια και αγάλματα αποτελούν δείγματα σημαντικής τέχνης που αναπτύχτηκε στην περιοχή. Σε σημαντική θέση παραμένει το ιερό στο Γιούχτα, όπου εξακολουθεί η λατρεία. Στην κλασική περίοδο γίνεται για πρώτη φορά αναφορά στο όνομα Αρχάνες. Το 67 π.Χ. η Κρήτη γίνεται ρωμαϊκή επαρχία από το Μέτελλο. Οι Αρχάνες ανήκουν πλέον στην περιοχή της Κνωσού. Αρχιτεκτονικά λείψανα σπιτιών και τάφων επιβεβαιώνουν την ύπαρξη κάποιου οικισμού.
Κατά τη βυζαντινή περίοδο τα λείψανα στις Αρχάνες είναι λιγοστά. Στην ευρύτερη περιοχή κατασκευάζεται το φρούριο Ρόκκα (10 αι. μ.Χ.). Κάποια μνημεία από την περίοδο της Ενετοκρατίας έχουν διασωθεί στις Αρχάνες, όπως ηκρήνη Μοροζίνι. Οι επόμενοι κατακτητές της Κρήτης, οι Τούρκοι (1669-1898), αφήνουν και αυτοί τα ίχνη τους στις Αρχάνες, καθώς ο οικισμός γίνεται μία από τις έδρες τούρκων αξιωματούχων.
Η ανασκαφική έρευνα ξεκίνησε στην περιοχή των Αρχανών στις αρχές του 20ού αι., όταν πρώτος ο Ξανθουδίδης επισήμανε την ύπαρξη αρχαιοτήτων. Αυτός όμως που ξεκίνησε τις ανασκαφές ήταν ο Evans, που διέκρινε τον ανακτορικό χαρακτήρα του μινωικού συγκροτήματος. Τις έρευνες του Evans στο ανακτορικό συγκρότημα συνέχισε το 1964 ο Γ. Σακελλαράκης. Το 1965 ανακαλύφτηκε και η νεκρόπολη του Φουρνιού, που έδωσε νέα ώθηση στην έρευνα, ενώ το 1966 η ανασκαφή των Αρχανών εντάχτηκε σε αυτές της Αρχαιολογικής Εταιρείας και συνεχίζεται από τους Γ. Σακελλαράκη και την Ε. Σαπουνά-Σακελλαράκη.
Προσβάσιμο από Α.Μ.Ε.Α: ΌΧΙ
Fax: +302810 241515
Email: protocol@kgepka.culture.gr
Περιοχή: Άνω Αρχάνες, Τουρκογειτονιά, Τ.Κ. 70100
Τηλέφωνο: +302810 226470,+30 2810 226092, +302810 224630
Πηγή: www.incrediblecrete.gr
Στο λόφο Φουρνί, ανάμεσα στις Άνω και Κάτω Αρχάνες και κοντά στο μινωικό οικισμό των Αρχανών, μέσα σε ένα δάσος από ελιές και αμπέλια ανακαλύφθηκε ένα πλούσιο νεκροταφείο, το οποίο αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Κρήτης.
Ο λόφος Φουρνί περιορίζει τη μικρή πεδιάδα των Αρχανών στα βορειοδυτικά, αλλά δεν αποτελεί τμήμα του Γιούχτα, καθώς χωρίζονται από μια βαθιά χαράδρα. Το δυτικό τμήμα του λόφου είναι απόκρημνο, ενώ η κορυφή του είναι άγονη. H μεγάλη διάρκεια χρήσης των τάφων (2400-1200 π.X) και το πλήθος των κτερισμάτων καθιστούν το Φουρνί ένα από τα σημαντικότερα νεκροταφεία στον αιγαιακό χώρο. Oι παλαιότερες ταφές ξεκινούν την 3η χιλιετία π.X., ενώ κάποιοι τάφοι χρησιμοποιήθηκαν για μακρότατο χρονικό διάστημα (2000 π.X.-1350 π.X.). Από τα οικοδομήματα που έχουν αποκαλυφθεί μέχρι τώρα τα περισσότερα είναι ταφικά, ενώ κάποια από αυτά έχουν χαρακτήρα λατρευτικό και κοσμικό.
Η νεκρόπολη του Φουρνιού χαρακτηρίζεται από το πλήθος και την ποικιλία των ταφικών οικοδομημάτων πολλών αρχιτεκτονικών τύπων, τα οποία βρίσκονται μέσα σε έναν ενιαίο χώρο, από τις εκατοντάδες ταφές, ανάμεσα τους και ορισμένες επιφανών βασιλικών προσώπων, και από τον πλούτο των κτερισμάτων. Επιπλέον, προσφέρει σημαντικές πληροφορίες και στοιχεία για τα έθιμα ταφής των Μινωιτών και για την ταφική λατρεία. Ακόμη γίνεται φανερός ο τρόπος οργάνωσης και συγκρότησης ενός μεγάλου νεκροταφείου στη Μέση και Ύστερη Μινωική περίοδο με την κατασκευή βοηθητικών κτηρίων, πλακόστρωων δρόμων, καθώς και συστημάτων για την απαγωγή των νερών της βροχής. Πολλά από τα κτερίσματα είναι εισηγμένα και παρέχουν στοιχεία για τις επαφές των κατοίκων των Αρχανών με τις Κυκλάδες, την Αίγυπτο και την Ανατολή.
Η πρόσβαση προς τη νεκρόπολη γινόταν από το νότο. Ένα πλατύ μονοπάτι, πλακόκωστρο σε μερικά μέρη ακόμη, οδηγεί από τις Κάτω Αρχάνες στο Φουρνί. Ανάλογης κατασκευής ανηφορικό μονοπότι υπαρχεί και μέσα στο νεκροταφείο. Είναι πιθανό το μονοπάτι να κατασκευάστηκε στη μινωική εποχή, όπου οι κάτοικοι των Αρχανών μετέφεραν τους νεκρούς τους, τις σαρκοφάγους και διάφορα άλλα αντικείμενα.
Μέχρι το 1964 η νεκρόπολη του Φουρνιού ήταν άγνωστη. Εκείνο το χρόνο έγινε η πρώτη ανασκαφική έρευνα από τον Γ. Σακελλαράκη στους ανατολικούς πρόποδες του λόφου, ο οποίος ανακάλυψε έναν θαλαμωτό τάφο. Τον επόμενο χρόνο επισημάνθηκαν κάποιοι θολωτοί τάφοι και από τότε συνέχιζεται αδιάλειπτα η ανασκαφική έρευνα. Παράλληλα με τις ανασκαφές έχουν γίνει εργασίες στερέωσης σε όλα τα ταφικά κτήρια.
Προσβάσιμο απο Α.Μ.Ε.Α: ΟΧΙ
Fax: +302810 241515
Email: protocol@kgepka.culture.gr
Περιοχή: Άνω Αρχάνες, λόφος Φουρνί, Τ.Κ. 70100
Τηλέφωνο: +302810 226470, +302810 226092, +302810 224630
Πηγή: www.incrediblecrete.gr
Σε έναν επίπεδο χώρο κοντά στο σημερινό οικισμό Ελληνικά, ανάμεσα στον Άγιο Νικόλαο και την Ελούντα, στη συνοριακή περιοχή των αρχαίων πόλεων-κρατών Λατούς και Ολούντος, βρισκόταν ένα ιδιαίτερα παλιό ιερό αφιερωμένο στην Αφροδίτη, το «αρχαίον Αφροδίσιον» των επιγραφών του τέλους του 2ου αι. π.Χ.
Ο χώρος έλαβε νέα σημασία, όταν κλιμακώθηκαν οι διενέξεις των δύο πόλεων για συνοριακές διαφορές και στη θέση περίπου του ερειπωμένου μονόχωρου γεωμετρικού ιερού χτίστηκε το 2ο αι. π.Χ ο ναός δύο σύνναων θεοτήτων, του Άρη και της Αφροδίτης. Ο ορθογώνιος γεωμετρικός ναός, διαστάσεων 4 x 9 μ. είχε προσανατολισμό προς τα δυτικά.Μπροστά από την πρόσοψή του υπήρχε τραπεζοειδής βωμός, που πιθανώς βρισκόταν στο κέντρο ενός προθαλάμου με πέντε κίονες. Το κτήριο δεν είχε χρησιμοποιηθεί σύμφωνα με τους ανασκαφείς μετά από τους γεωμετρικούς χρόνους και πιθανώς στο τέλος του 2ου αι. π.Χ. είχε ήδη ερειπωθεί.
Στα δυτικά του βωμού των γεωμετρικών χρόνων ιδρύθηκε από τη πόλη της Λατούς ο νεώτερος δίκλιτος ναός με προσανατολισμό προς τα ανατολικά και κοινό για τα δύο κλίτη προθάλαμο, που κατασκευάστηκε αργότερα πάνω στο γεωμετρικό βωμό. Για καθέναν από τους οίκους υπήρχε θύρα εισόδου από τον κοινό προθάλαμο. Σώζεται το λίθινο υπέρθυρο της ανατολικής πόρτας του νότιου κλίτους, αφιερωμένου στον Άρη, όπως συνάγεται από την εύρεση μιας επιγραφής που αναφέρεται σε οικοδομικές εργασίες στο ναό του Άρη, ενώ υπήρχε μια ακόμη πρόσβαση σε αυτό από το νότιο τοίχο του κτηρίου.
Από τις επιγραφές γίνεται φανερή η πορεία των έργων κατασκευής και μεταγενέστερων προσθηκών και επισκευών του νεότερου ναού καθώς και η εξέλιξη των συνοριακών διαφορών που επιλύθηκαν, αφού απαιτήθηκε η συνδρομή, μέσω διαιτησιών και οροθεσιών, Κνωσίων, Ρωμαίων και Μιλησίων. Οι διαιτησίες και οι σχετικές συνθήκες θα έπρεπε να τοποθετηθούν και στο «ιερό Δέρα» ή το ιερό του Άρη στην περιοχή Δέρα -και πράγματι πολλές από αυτές βρέθηκαν στην περιοχή του ιερού των Λενικών. Τελικά το ιερό και η περιοχή του αποδόθηκαν στη Λατώ.
Συντάκτης: Β. Ζωγραφάκη , Αρχαιολόγος
Προσβάσιμο απο Α.Μ.Ε.Α: ΝΑΙ
Fax: +3028410 22462
Email: protocol@kgepka.culture.gr
Τηλέφωνο: +3028410 22462, +3028410 24943, +3028410 22382
Πηγή: www.incrediblecrete.gr
Στη βορειοδυτική πλευρά του λιμανιού της πόλης των Χανίων, οι Βενετοί κατασκεύασαν το Revellino del Porto, ένα οχυρωματικό έργο ικανό να αποτρέψει κάθε εχθρικό κίνδυνο για το λιμάνι.
Η κατασκευή του ξεκίνησε περίπου στα μέσα του 16ου αι. και ολοκληρώθηκε μερικά χρόνια πριν την πτώση της πόλης στους Τούρκους το 1645. Εσωτερικά ο χώρος ήταν διαμορφωμένος με κατάλληλα κτίσματα σε στρατώνες και αποθήκες πολεμικού υλικού. Επίσης ήταν η έδρα του στρατιωτικού διοικητή της πόλης. Στο μέσον περίπου της αυλής υπάρχει μια μεγάλη θολωτή δεξαμενή που συγκέντρωνε τα βρόχινα νερά των στεγών.
Τη βόρεια πλευρά του Revellino καταλαμβάνει το συγκρότημα των έξι συνεχόμενων θόλων στους οποίους υπήρχαν οι μεγάλες κανονιοθυρίδες (casematte) μία σε κάθε θόλο, σχεδιασμένες έτσι ώστε τα πυρά των πυροβόλων να καλύπτουν την είσοδο του λιμανιού.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας το Revellino χρησιμοποιήθηκε κυρίως σαν στρατώνας (Firka = στρατώνας), ονομασία που διατηρεί μέχρι σήμερα. Οι θολωτοί χώροι βολής χρησιμοποιήθηκαν ως φυλακές από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας μέχρι τα χρόνια του εμφυλίου πολέμου. Στο γωνιακό πυργίσκο του φρουρίου υψώθηκε συμβολικά την 1 Δεκεμβρίου 1913 η σημαία της Ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα.
Συντάκτης: 28η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων
Προσβάσιμο από Α.Μ.Ε.Α: ΌXΙ
Τηλέφωνο: +3028210 91875
Πηγή: www.incrediblecrete.gr
Η σύγχρονη πόλη των Χανίων έχει ιδρυθεί στη θέση μίας σημαντικής αρχαίας κρητικής πόλης, της Κυδωνίας ή ku-do-ni-ja των πινακίδων της Γραμμικής Β΄ γραφής. Η παράδοση αναφέρει ότι ήταν μία από τρεις πόλεις που ίδρυσε ο βασιλιάς Μίνως στην Κρήτη.
Ο Όμηρος αναφέρει τους Κύδωνες μία από τις πέντε κρητικές φυλές (Οδύσσεια 3,292 και 19,176). Αλλά και ο Στράβωνας αναφέρεται στην πόλη της Κυδωνίας, την οποία θεωρεί ως την τρίτη μεγαλύτερη στην Κρήτη (10,4,7). Τα αρχαιολογικά ευρήματα που ήρθαν στο φως κατά τις ανασκαφές στον παραλιακό λόφο “Καστέλι” και τη γειτονική συνοικία “Σπλάντζια”, στην Παλιά Πόλη Χανίων, αντιπροσωπεύουν όλες τις χρονολογικές φάσεις του μινωικού πολιτισμού, ξεκινώντας από την Πρωτομινωική Ι (περίπου 3650 – 3000 π.Χ.) και καταλήγοντας στην Υστερομινωική ΙΙΙ Γ (περίπου 1190 – 1070 π.Χ.) περίοδο.
Παραλιακός είναι ο σημαντικότερος πρωτομινωικός οικισμός που βρίσκεται μέσα στην πόλη των Χανίων, με κέντρο του το λόφο Καστέλλι. Μεγάλα σπίτια με καλοχτισμένα δωμάτια, φροντισμένα δάπεδα με κυκλικά κοιλώματα-εστίες, τοίχοι επιχρισμένοι με βαθύ κόκκινο κονίαμα, κανονικά θυρώματα και κεραμικά προϊόντα εξαιρετικής ποιότητας δείχνουν ότι πρόκειται για ένα σπουδαίο πρωτομινωικό κέντρο. Ο οικισμός αυτός είναι ο σημαντικότερος της Δυτικής Κρήτης. Η θέση του είναι ιδανική, γιατί όχι μόνο γειτονεύει με τη θάλασσα, αλλά περιβάλλεται και από τον πλούσιο χανιώτικο κάμπο, πληρώντας έτσι όλες τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη τόσο της γεωργίας όσο και της αλιείας και του θαλάσσιου εμπορίου.
Κατά την επόμενη μεσομινωική περίοδο (α΄ μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ.), ο οικισμός των Χανίων αναπτύσσεται σεδυναμικό κέντρο. Ενώ η οικονομία παραμένει γεωργική, παράλληλα αναπτύσσεται το εμπόριο και η ναυτιλία. Το χανιώτικο κεραμικό εργαστήριο παράγει προϊόντα που ακολουθούν τους ρυθμούς της κεντρικής Κρήτης (σκοτεινόν επί ανοικτού, ανοικτόν επί σκοτεινού, τραχωτό ρυθμό, καμαραϊκό ρυθμό), ενώ δεν λείπουν και οι εισαγωγές κεραμικών από την υπόλοιπη Κρήτη. Δυστυχώς, οι μεσομινωικές οικοδομικές φάσεις του οικισμού του Καστελλιού έχουν αφανιστεί από την εκτεταμένη οικοδομική δραστηριότητα στις αμέσως επόμενες περιόδους και είναι πολύ λίγα τα λείψανα που σώζονται. Κτιριακά λείψανα τόσο των πρωτομινωικών όσο και των μεσομινωικών χρόνων που έχουν εντοπιστεί σε διάφορα σημεία ίσως υποδηλώνουν μια σπονδυλωτή διάρθρωση του προϊστορικού οικισμού, ενώ κέντρο του παραμένει πάντα ο λόφος στο Παλιό Λιμάνι.
Τα περισσότερα μινωικά ευρήματα χρονολογούνται στην υστερομινωική περίοδο (β΄ μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ.). Την ακμή των χρόνων αυτών μπορεί κανείς να παρακολουθήσει στον οικισμό του Καστελλιού Χανίων, που ίσως αυτή την περίοδο έχει το χαρακτήρα ανακτορικής εγκατάστασης. Η πόλη των Χανίων παρουσιάζει οργανωμένο πολεοδομικό σχέδιο κατά τετράγωνα, με επιμελημένες κατασκευές και πλούσιες κατοικίες με “ανακτορικά” αρχιτεκτονικά στοιχεία: πολύθυρα, φωταγωγοί, ιδιαίτερα φροντισμένες προσόψεις, αποχετευτικό σύστημα. Η εγκατάσταση καταστράφηκε ξαφνικά το 1450 π.Χ. από μεγάλη πυρκαγιά, σφραγίζοντας έτσι τα πιο εντυπωσιακά αρχιτεκτονικά λείψανα στο Καστέλλι.
Κατά την υστερομινωική ΙΙΙ περίοδο (1400-1100 π.Χ.) η πόλη των Χανίων παρουσίαζει εντυπωσιακή ευημερία, αν και έχει διαπιστωθεί μείωση του αριθμού των οικισμών στην περιοχή των Χανίων. Τα Χανιά εξελίσσονται σε ένα πολύ σημαντικό κέντρο με μυκηναϊκές, κυπριακές, συροφοινικικές, ιταλικές και αιγυπτιακές εισαγωγές. Η έντονη μυκηναϊκή παρουσία στην Κρήτη των χρόνων αυτών εκδηλώνεται στην αρχιτεκτονική, την κεραμική και τη μικροτεχνία. Το τοπικό κεραμικό εργαστήριο των Χανίων, γνωστό ως εργαστήριο της Κυδωνίας, αναδεικνύεται ως ένα από τα σπουδαιότερα στο νησί. Η περιοχή των Χανίων φαίνεται ότι υπήρξε το κέντρο ενός σημαντικού υπερπόντιου εμπορικού δικτύου στην Υστερομινωική ΙΙΙ περίοδο, όπως συμπεραίνεται από τη μελέτη ενός ειδικού τύπου αγγείου, του ενεπίγραφου ψευδόστομου αμφορέα, που χρησίμευε για τη μεταφορά υγρών.
Στη θέση της σύγχρονης πόλης των Χανίων ήταν ιδρυμένη και η Κυδωνία των ιστορικών χρόνων, παρόλο που τα λείψανα του ίδιου του οικισμού στο λόφο Καστέλι και στο κέντρο της σημερινής πόλης έχουν στο μεγαλύτερο μέρος τους εξαφανιστεί από την αλλεπάλληλη οικοδόμηση. Η ίδρυση της κλασικής Κυδωνίας αποδίδεται σε Σάμιους αποίκους, οι οποίοι εγκατέλειψαν το νησί τους το 524 π.Χ., όταν ο Πολυκράτης έγινε τύραννος εκεί. Μετά από πέντε χρόνια οι Σάμιοι της Κυδωνίας υποτάχθηκαν στους Αιγινήτες που έτρεξαν σε βοήθεια των ντόπιων. Η επικράτεια της πόλης εκτεινόταν έως το ακρωτήριο Σπάθα στα δυτικά, το Μελέχα στα ανατολικά και τους πρόποδες των Λευκών Ορέων και την Απτέρα στα νότια. Το 429 π.Χ. η πόλη λεηλατήθηκε από τους γείτονές της Πολιχνίτες με τη σύμπραξη των Αθηναίων (Θουκυδίδης ΙΙ, 85). Το 74 π.Χ. οι κάτοικοι αντιστάθηκαν με επιτυχία στην πολιορκία των Ρωμαίων υπό το Μάρκο Αντώνιο. Τελικά, η πόλη λεηλατήθηκε από τον Κόιντο Καικίλιο Μέτελλο το 69 π.Χ., μετά από αντίσταση των στρατηγών Λασθένη και Πανάρη. Στη διάρκεια της Ρωμαϊκής εποχής αναπτύχθηκε σε ένα από τα σημαντικά κέντρα της Κρήτης, που άκμασε μέχρι την ύστερη αρχαιότητα.
Από το 1966 μέχρι σήμερα γίνονται σωστικές και συστηματικές ανασκαφές από την ΚΕ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Σημαντικό τμήμα της πόλης ανασκάπτεται σε συνεργασία με το Σουηδικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο. Μερικά από τα σημαντικότερα ευρήματα της ανασκαφής εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Χανίων.
Συντάκτες: Βάννα Νινιού – Κινδελή, Αγγελική Τσίγκου, αρχαιολόγοι
Προσβάσιμο από Α.Μ.Ε.Α: ΌΧΙ
Περιοχή: Λόφος «Καστέλι» και συνοικία «Σπλάντζια»
Πηγή: www.incrediblecrete.gr
Η Τάρρα ήταν μικρή αλλά ανεξάρτητη πόλη – λιμάνι, όπου κατά την παράδοση κατέφυγαν για εξιλασμό ο Απόλλων και η Άρτεμις, μετά το φόνο του Πύθωνα στους Δελφούς. Εδώ ο Απόλλων ερωτεύτηκε τη νύμφη Ακακκαλίδα στο σπίτι του ποιητή Καρμάνορα και από την ένωσή τους προήλθαν οι ιδρυτές της πόλης Ελύρου, ο Φύλακις και ο Φίλανδρος.
Η Τάρρα ήταν πόλη της δυτικής Κρήτης, κοντά στο στόμιο του φαραγγιού της Σαμαριάς, στη θέση του σημερινού οικισμού της Αγίας Ρούμελης, σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα, πάνω σε λόφο στην αριστερή (ανατολική) όχθη του χειμάρρου που κατεβαίνει το Φαράγγι της Σαμαριάς.
Ιδρύθηκε πιθανότατα στους κλασικούς χρόνους και υπήρξε σημαντικό θρησκευτικό κέντρο των Δωριέων, με πολλούς ναούς, πλούσια αναθήματα και με κύρια λατρεία του Απόλλωνα Ταρραίου. Άκμασε κυρίως κατά την Ελληνορωμαϊκή περίοδο. Από το ναό του Απόλλωνα Ταρραίου προέρχονται πιθανώς τα διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη που βρέθηκαν. Ίδρυσε ομώνυμη αποικία στον Καύκασο.
Σύμφωνα με τις φιλολογικές πηγές και κυρίως τις επιγραφικές μαρτυρίες και τη μελέτη της νομισματικής, μέσα από την Ομοσπονδία των Ορείων, η Έλυρος, η Υρτακίνα, η Λισός και η Ποικιλασσός αντιμετώπισαν από κοινού την εσωτερική και εξωτερική πολιτική του νησιού για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, διατηρώντας συγχρόνως και την αυτονομία τους.
Η πόλη κατοικήθηκε συνεχώς από τους πρώιμους αρχαϊκούς χρόνους έως και τη ρωμαϊκή περίοδο. Αν και μικρή ήταν πόλη ανεξάρτητη, αφου είχε δικά της νομίσματα, που είχαν από τη μια πλευρά κεφαλή κρητικού αίγαγρου και βέλος και από την άλλη μέλισσα, πιθανόν ενδείξεις για τις απασχολήσεις των κατοίκων της. Στην Τάρρα υπήρχαν εργαστήρια υαλουργίας.
Από την Τάρρα καταγόταν ο Λούκιλλος που άκμασε τον 2ο π.Χ. αιώνα, και έγραψε σχόλια στα Αργοναυτικά του Ροδίου Απολλωνίου και ο κιθαρωδός Χρυσόθεμις, γιός του Καρμάνορος, που νίκησε στα Πύθια. Η Τάρρα αναφέρεται μεταξύ των πόλεων που υπόγραψαν τη συνθήκη το 170 π.Χ. με τον Ευμενή Β’ της Περγάμου.
Εγκαταλείφθηκε μετά την παλαιοχριστιανική περίοδο, γεγονός που οφείλεται περισσότερο στην αλλαγή του εμπορικού δρόμου του Νότου παρά σε κάποια καταστροφή.
Προσβάσιμο απο Α.Μ.Ε.Α: ΌXI
Περιοχή: Aγία Ρουμέλη
Πηγή: www.incrediblecrete.gr