Ο τρίκλιτος καμαροσκέπαστος με τρούλο ναός της Παναγίας της Κεράς είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Ο ναός κατασκευάστηκε σταδιακά. Αρχικά κτίστηκε το κεντρικό κλίτος του ναού στον τύπο του μονόχωρου ναού με τρούλο, ενώ μεταγενέστερα προστέθηκαν τα δύο πλευρικά κλίτη που είναι αφιερωμένα στην Αγία Άννα το νότιο, και στον Άγιο Αντώνιο το βόρειο.
Στο εσωτερικό όλες οι επιφάνειες του ναού έχουν διακοσμηθεί με αξιόλογες τοιχογραφίες που ανήκουν σε διαφορετικές εποχές. Στο κεντρικό κλίτος υπάρχουν δύο στρώματα τοιχογραφικού διακόσμου. Το πρώτο σώζεται αποσπασματικά στην κόγχη του ιερού και στα τύμπανα των τόξων που υποβαστάζουν τον τρούλο.
Οι παραστάσεις αυτές χαρακτηρίζονται από την γραμμική απόδοση των μορφών και χρονολογούνται στα μέσα περίπου του 13ου αι. Κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 14ου αι., προφανώς μετά από κάποια σοβαρή καταστροφή του ναού πραγματοποιήθηκε το δεύτερο στρώμα τοιχογραφιών που απλώνεται στις υπόλοιπες επιφάνειες του κεντρικού κλίτους με σκηνές του Ευαγγελικού κύκλου.
Την ίδια περίοδο ανακατασκευάστηκε και ο τρούλος με τα ισχυρά βεργία. Το στρώμα αυτό χαρακτηρίζεται από την συνύπαρξη στοιχείων, τόσο της μεσοβυζαντινής τέχνης, όσο και της πρώιμης παλαιολόγειας.
Τα πλευρικά κλίτη αγιογραφήθηκαν μέσα στο πρώτο μισό του 14ου αι., αφού είχε ολοκληρωθεί ο διάκοσμος του κεντρικού κλίτους. Εδώ ακολουθούνται διαφορετικές αισθητικές αρχές. Οι σκηνές από το βίο της Παναγίας και οι μορφές των Αγίων στο νότιο κλίτος της Αγίας Άννας αποδίδονται με τρόπο ρεαλιστικό και εκφραστικό. Στο βόρειο κλίτος του Αγίου Αντωνίου, που αγιογραφείται με το θέμα της Δευτέρας Παρουσίας, ακολουθούνται οι ίδιες αισθητικές αρχές αλλά από τεχνίτες λιγότερο ικανούς.
Κτητορικές επιγραφές εντοπίζονται στη δυτική πλευρά του νότιου κλίτους και στη βόρεια πλευρά του βόρειου κλίτους, όπου και απεικονίζεται ο κτήτορας Γεώργιος Μαζηζάνης με τη γυναίκα του και το παιδί του. Πρόσφατες ανασκαφικές έρευνες στο εσωτερικό και τον περιβάλλοντα χώρο του ναού αποκάλυψαν μεγάλο αριθμό κιβωτιόσχημων τάφων.
Πηγή: www.incrediblecrete.gr
Στις βορειοδυτικές υπώρειες του Ψηλορείτη, σε υψόμετρο σχεδόν 500 μέτρων και σε απόσταση περίπου 23 χιλιομέτρων από την πόλη του Ρεθύμνου, βρίσκεται η Ιερά Μονή Αρκαδίου. Για να φθάσει κανείς ως εκεί μπορεί ν΄ ακολουθήσει διάφορες διαδρομές, καθεμιά από τις οποίες παρουσιάζει ξεχωριστό φυσιολατρικό και ιστορικό ενδιαφέρον.
Σύμφωνα με την παράδοση την Ι.Μ. Αρκαδίου θεμελίωσε ο Αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ηράκλειος ενώ η ανοικοδόμησή της έγινε από τον αυτοκράτορα Αρκάδιο τον 5ο αι. μ.Χ. από τον οποίο πήρε και τον όνομά του το μοναστήρι. Η επιστημονική ωστόσο άποψη υποστηρίζει ότι τόσο ή ίδρυση όσο και η ονοματοθεσία του μοναστηριού θα πρέπει να οφείλονται σε κάποιον μοναχό Αρκάδιο.
Σύμφωνα με τις επιγραφικές μαρτυρίες ο δίκλιτος ναός στο κέντρο της μονής ανηγέρθη το 1587 και αφιερώθηκε στον Άγιο Κωνσταντίνο και τη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Ο ναός αυτός δεν ήταν ο πρώτος αλλά αποτελεί ανακαίνιση ενός προηγούμενου που σύμφωνα με επιγραφή κτίστηκε το 14ο αιώνα. Το καθολικό είναι τοποθετημένο στο κέντρο της τετραγωνικής κάτοψης του συγκροτήματος περιμετρικά του οποίου αναπτύσσονται τα κελιά και οι βοηθητικοί χώροι του Μοναστηριού.
Το γεγονός που χωρίς αμφιβολία έγινε η αιτία να καθιερωθεί η Μονή Αρκαδίου ως ιστορικό σύμβολο εθελοθυσίας και ελευθερίας, ήταν η επανάσταση του 1866-1869 και πιο συγκεκριμένα η εθελοθυσία των πολιορκημένων που προτίμησαν να πεθάνουν παρά να παραδοθούν στους Τούρκους. Το γενναίο χέρι του Κωστή Γιαμπουδάκη από το χωριό Άδελε δε δίστασε να βάλει φωτιά στην πυριτιδαποθήκη όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι πολιορκημένοι και να ανατινάξει ολόκληρο το Μοναστήρι μετατρέποντάς το σε αιώνιο σύμβολο ανδρείας και ελευθερίας.
Το Ιερό λάβαρο της επανάστασης καθώς και άλλα κειμήλια της μονής, όπως εκκλησιαστικά σκεύη, χρυσοκέντητα άμφια και όπλα φυλάσσονται στο μουσείο του μοναστηριού.
Σύμφωνα με επιγραφή που σώζεται στη βάση του κωδωνοστασίου στην πρόσοψη, ο ναός οικοδομήθηκε το 1587, αποτελεί δηλαδή έργο της εποχής της ενετικής κυριαρχίας στην Κρήτη. Το γεγονός αυτό δικαιολογεί την πληθώρα στοιχείων της αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής τα οποία με την πρώτη ματιά μπορεί να διαπιστώσει ο επισκέπτης.
Η εντυπωσιακή πρόσοψη του ναού είναι διηρημένη σε δύο ζώνες. Στην κάτω ζώνη υπάρχουν τέσσερα ζεύγη ημικιόνων γοτθικού χαρακτήρα με ρωμαϊκές επιδράσεις. Πάνω από τα κορινθιακά επίκρανα των ημικιόνων αναπτύσσεται κορινθιακός θριγκός και ανάμεσά τους τρία ημικυκλικά τόξα στηριζόμενα σε παραστάδες. Τα δύο ακριανά τόξα περιλαμβάνουν στο εσωτερικό τους κυκλικό άνοιγμα με ανθεμωτό διάκοσμο περιμετρικά.
Η δεύτερη ζώνη της πρόσοψης, αυτή που αναπτύσσεται πάνω από τον κορινθιακό θριγκό, περιλαμβάνει σειρά κυματίων και ελλειψοειδή ανοίγματα, ακριβώς πάνω από τα κυκλικά ανοίγματα της κάτω ζώνης. Στο κέντρο του ανώτερου τμήματος της πρόσοψης ορθώνεται το κωδονοστάσιο, ενώ στα άκρα δύο διακοσμητικοί οβελίσκοι γοτθικής έμπνευσης.
Το εντυπωσιακό στην πρόσοψη αυτή είναι ο αρμονικός συνδυασμός αρχιτεκτονικών στοιχείων όπως γοτθικά τόξα και οβελίσκοι, αναγεννησιακά ανθέμια, κορινθιακά κυμάτια της όψιμης αναγέννησης και μπαρόκ σπείρες που μαρτυρούν τη σχέση του αρχιτέκτονα του Αρκαδιού με τους αρχιτέκτονες της αναγέννησης και μάλιστα με το έργο των Sebastiano Serlio και Andrea Palladio.
Τηλέφωνο: +3028310 83076, +3028310 83126, +3028310 83129
Πηγή: www.incrediblecrete.gr
Βρίσκεται κοντά στον ομώνυμο οικισμό, σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων νότια της πόλης του Ρεθύμνου, στο δρόμο προς Ρουσσοσπίτι. Πρόκειται για πολύ παλαιό μοναστήρι, που θα πρέπει να υπήρχε από τον 14ο αι.
Ωστόσο κάποια στιγμή καταστράφηκε και στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε ολοσχερώς και ερημώθηκε. Η αναστήλωσή του ξεκίνησε το 1989 και από τότε οι μοναχές με την έντονη δραστηριότητά τους του έχουν ξαναδώσει ζωή.
Το μοναστήρι λειτουργεί σήμερα και ως πυρήνας προστασίας και διαφύλαξης της λαϊκής μας παράδοσης στον τομέα της χειροτεχνίας και ιδιαίτερα της υφαντικής και της κεντητικής, μια και μέσα σ΄ αυτό λειτουργεί έκθεση εργοχείρων που παράγουν οι ίδιες οι μοναχές.
Πηγή: www.incrediblecrete.gr
Η μονή Τοπλού, όπως επικράτησε να λέγεται ή Μονή Παναγίας της Ακρωτηριανής, αποτελεί το σημαντικότερο φρουριακό μοναστηριακό συγκρότημα της βορειοανατολικής Κρήτης, με ένα επιβλητικό καμπαναριό με διακόσμηση αναγεννησιακού τύπου, που υψώνεται στη δυτική πλευρά, πάνω από την κεντρική πύλη.
Το εντυπωσιακό μοναστηριακό συγκρότημα διαμορφώθηκε σταδιακά από τον 14ο αιώνα και, όπως επιβεβαιώνουν οι αρχειακές πηγές από τον 15ο αιώνα και εξής, εξελίχθηκε σταδιακά σε μία εύρωστη μονή με μεγάλη πνευματική ακτινοβολία. Το Μοναστήρι αναπτύσσεται γύρω από την εσωτερική αυλή σε τρεις ορόφους με επάλξεις, καλύπτοντας έκταση 800 περίπου τετραγωνικών μέτρων.
Η οικοδόμησή του έγινε στα τελευταία χρόνια της Ενετοκρατίας, όπου ήταν φανερή η επερχόμενη τουρκική απειλή. Η πρόσοψη έχει μορφή αετωματική αναγεννησιακού τύπου, και φέρει εντοιχισμένη εγχάρακτη κτητορική επιγραφή του Ηγουμένου Γαβριήλ Παντόγαλου σε ελεγειακά δίστιχα. Σημαντικό είναι επίσης και το τέμπλο του καθολικού, όπου υπάρχουν αξιόλογες βυζαντινές εικόνες. Η Μονή είχε δύο επάλληλες εισόδους. Περνώντας δηλαδή τη μεγάλη εξωτερική πύλη βρισκόταν στην εξωτερική αυλή. Εκεί υπήρχαν οι χώροι για τις πιο οχυρές δραστηριότητες. Η εξωτερική πύλη ήταν στο βάθος μιας θολωτής στοάς. Η δεύτερη πόρτα βρίσκεται στο κυρίως μοναστηριακό κτήριο και ονομάζεται «πόρτα του τροχού», που ήταν πολύ βαριά και δεν άνοιγε εύκολα. Πήρε την ονομασία της από ένα τροχό που διευκόλυνε τον καλόγηρο που ήταν επιφορτισμένος με το άνοιγμα ή το κλείσιμό της. Πάνω ακριβώς από την πύλη υπάρχει η «καταχύτρα» η «τρύπα του φονιά», με την οποία έριχναν στους πειρατές και τους εισβολείς που προσπαθούσαν να σπάσουν την πόρτα καυτό λάδι η μολύβι. Η ανοικοδόμηση της Μονής σε φρουριακή μορφή συνδέθηκε με τις βενετοκρητικές οικογένειες των Κορνάρων και των Μέτζων της Σητείας, γι’αυτό ακόμα και σήμερα η νότια πτέρυγα φέρει το όνομα των Κορνάρων και η βόρεια των Μέτζων, ονομασίες που μαρτυρούν τους χορηγούς της Μονής.
Η Μονή άκμασε τον 14ο και 15ο αιώνα, αν κρίνει κανείς από τον μεγάλο αριθμό σημαντικών βυζαντινών εικόνων εκείνης της περιόδου, που απηχούν πιστά την εξέλιξη της κωνσταντινουπολίτικης ζωγραφικής που σταδιακά εισέδυσε στην Κρήτη από την πτώση της Πόλης και μετά. Η υψηλή εικαστική αξία των εικόνων είναι επίσης ενδεικτική του υψηλού επιπέδου της παιδείας της μοναχικής κοινότητας της Μονής, που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην άνοδο του πολιτιστικού επιπέδου της αναγεννησιακής Κρήτης. Αυτή η περίοδος ακμής συνεχίστηκε αδιατάραχτα μέχρι και το 1612, οπότε και ανακόπηκε από τον καταστρεπτικό σεισμό που έπληξε την Ανατολική Κρήτη. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας η Μονή υπήρξε πολλάκις αντικείμενο λεηλασίας και σφαγής από τους Τούρκους, αλλά κατάφερε να διατηρηθεί και να βοηθήσει τους υπόδουλους Έλληνες. Μάλιστα, από το 1856 λειτούργησε στους χώρους της οργανωμένο σχολείο, που δίδασκε τα εκκλησιαστικά γράμματα με την ευθύνη της δημογεροντίας. Εκεί φοιτούσαν τα καλογεροπαίδια αλλά και τα παιδιά των λαϊκών της περιοχής.
Το καθολικό της Μονής που τιμάται στο Γενέσιο της Θεοτόκου αρχικά ήταν μικρός καμαροσκεπής μονόχωρος ναός στον οποίο προστέθηκε δυτικά ένας δεύτερος ευμεγέθης καμαροσκεπής χώρος. Ο αρχικός ναΐσκος σήμερα επέχει θέση ιερού Βήματος, ενώ στην οξυκόρυφη καμάρα της προέκτασής του που διαιρείται από εγκάρσιο ενισχυτικό τόξο, σώζονται σε κακή κατάσταση τοιχογραφίες υψηλής ποιότητας που έχουν χρονολογηθεί στο δεύτερο μισό του 14ου αι. (Μπορμπουδάκης 2004). Όλες οι παραστάσεις που αναγνωρίζονται προέρχονται από έναν διευρυμένο χριστολογικό κύκλο τουλάχιστον δεκαέξι παραστάσεων. Σε τρίτη οικοδομική φάση διαμορφώθηκε σε επαφή με τη νότια πλευρά του καθολικού ο επίσης μονόχωρος καμαροσκεπής ναός του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Μία πολύ σημαντική συλλογή εικόνων, χειρογράφων, παλαιτύπων, χαρακτικών και εκκλησιαστικών κειμηλίων φυλάσσεται στη μονή και εκτίθεται, αποτελώντας έναν σημαντικό πολιτιστικό προορισμό της ανατολικής Κρήτης. Το μοναστήρι σήμερα είναι ενεργό ως ανδρική Μονή.
Website: www.imis.gr
Τηλέφωνο: +3028430 61226, +306932259412
Πηγή: www.incrediblecrete.gr
Διώροφη πολυτελής κατοικία του τύπου των μινωικών επαύλεων κτισμένη από πωρολιθικούς ορθοστάτες στην θέση “Παλιόχωρα” (Aμνισός).
Διαθέτει αίθουσα με “πολύθυρα”, λουτρό, σκάλες και στεγασμένους πλακόστρωτους χώρους. Tο όνομά της πήρε από τις ωραίες τοιχογραφίες με φυτικά κοσμήματα και κρίνους που διακοσμούσαν τους τοίχους του κτηρίου.
Η έπαυλις κτίστηκε πιθανότατα στην Mεσομινωική IIIA περίοδο, δηλ. στον 17ο αιώνα π.X. και καταστράφηκε κατά τον ανασκαφέα γύρω στο 1500 π.X. από σεισμό ή από παλιρροϊκό κύμα. Tο μνημείο υπέστη φθορές από Γερμανούς στρατιώτες κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Tο κτήριο ανασκάφηκε το 1932 από τον καθηγητή Σπυρίδωνα Mαρινάτο.
Προσβάσιμο από Α.Μ.Ε.Α: ΌΧΙ
Πηγή: www.incrediblecrete.gr
Η μονή τιμά την Κοίμηση της Θεοτόκου. Είναι χτισμένη παραλιακά και μέχρι πρόσφατα η πρόσβαση γινόταν μόνο με τα πόδια. Τόσο ο ναός όσο και τα κελιά των μοναχών χτίστηκαν μέσα σε σπηλαιώδεις κοιλότητες. Το 1900 πρωτοαναφέρεται σε απογραφή, οπότε είχε 29 μοναχούς διαμένοντες, ωστόσο λειτουργούσε αρκετά χρόνια πριν, καθώς γνωρίζουμε ότι ανοικοδομήθηκε από τις καταστροφές που υπέστη από τους πειρατές το 1872.
Περιοχή: Κόφινα
Πηγή: www.incrediblecrete.gr
Το πλέον αξιόλογο συγκρότημα ανεμόμυλων που σώζεται στην Κρήτη βρίσκεται στο Σελί Αμπέλου στο Οροπέδιο Λασιθίου. Χτισμένο στην προς βορράν είσοδο του οροπεδίου Λασιθίου χαρακτηρίζει όλη την περιοχή.
Πρόκειται για τους 24 σωζόμενους σήμερα (από τους 26 αρχικούς) ανεμόμυλους από τους οποίους οι 7 εκτείνονται νότια του δρόμου εισόδου προς το οροπέδιο και οι υπόλοιποι στην βόρεια πλευρά του.
Όλοι οι μύλοι έχουν κατασκευασθεί στον τύπο του “μονόπαντου” ή “αξετροχάρη” ανεμόμυλου. Οι ανεμόμυλοι αυτοί χρησίμευαν για να αλέθουν οι Λασιθιώτες και οι άλλοι κάτοικοι της περιοχής. Η ύπαρξή τους αναφέρεται από την εποχή της ενετοκρατίας. Ειδικότερα οι μύλοι της Αμπέλου μεταφέρθηκαν στην τοποθεσία αυτή από το τέλος του 19ου αι. από τη θέση Ζάρωμα που βρίσκεται κοντά στο χωρίο Ποτάμοι.
Ο τύπος των μονόπαντων ανεμόμυλων που αλέθουν σε μία σταθερή θέση, δηλαδή σε μια κατεύθυνση του αέρα απαντάται σήμερα στην Κρήτη και στην Κάρπαθο με ειδικό χαρακτηριστικό ότι οι κρητικοί είναι πιο επιμελημένοι και κομψοί.
Συντάκτης: Χρυσούλα Τζομπανάκη, αρχιτέκτων – αρχαιολόγος
Προσβάσιμο από Α.Μ.Ε.Α: ΝΑΙ
Πηγή: www.incrediblecrete.gr
Η μινωική έπαυλη του Βαθυπέτρου, βρίσκεται στη θέση Πίσω Λιβάδια, 4 χλμ. νότια από τις Αρχάνες και στη νοτιοανατολική πλευρά του Γιούχτα. Πρόκειται για μεγάλο κτήριο, σε μερικά του τμήματα διώροφο, με τοίχους διακοσμημένους με πολύχρωμο κονίαμα, χωρίς τοιχογραφίες.
Η έπαυλη ήταν πιθανόν η οικία κάποιου τοπάρχη και έχει τα χαρακτηριστικά ενός ”μικρού ανακτόρου” με κεντρική και δυτική αυλή, μικρό τριμερές ιερό, τρικιόνια στοά, υπόστυλη αίθουσα με τέσσερις τετράγωνους πεσσούς, αποθήκη με 16 πιθάρια και εργαστήρια. Φαίνεται ότι το κτήριο δεν τελείωσε ποτέ. Σημαντική είναι η εγκατάσταση σταφυλοπιεστηρίου στη νότια πτέρυγα, ενώ ελαιοπιεστήριο βρέθηκε στην αυλή. Ένα από τα πιο σπουδαία κινητά ευρήματα είναι μεγάλος ψευδόστομος αμφορέας με διακόσμηση για τη μεταφορά λαδιού.
Παράλληλα με τα νέα ανάκτορα κατασκευάστηκαν στη μινωική Κρήτη αρκετές επαύλεις. Είχαν τη μορφή μικρών ανακτόρων με πολλούς ορόφους, εντυπωσιακή εσωτερική διακόσμηση, τοιχογραφίες, πολλά δωμάτια διαφορετικών χρήσεων, αποθηκευτικούς χώρους γεμάτους με πιθάρια, αύλειους χώρους και διαδρόμους. Κάποιες από τις επαύλεις, όπως της Τυλίσου και του Βαθυπέτρου, διέθεταν διαστάσεις ίσες με αυτές ενός μυκηναϊκού ανακτόρου. Η έπαυλη άρχισε να χτίζεται περίπου το 1580 π.X. H οικοδόμηση της κράτησε γύρω στα 30 χρόνια, αλλά τελείωσε μόνο η δυτική πτέρυγα. Από την ανατολική πτέρυγα άρχισε να χτίζεται ο εσωτερικός τοίχος. Tο κτήριο καταστράφηκε, ίσως από σεισμό και εγκαταλείφθηκε στα 1550 π.X.
H ανασκαφή άρχισε το 1949 από τον Σπυρίδωνα Μαρινάτο και διήρκεσε μέχρι και το 1956. Παράλληλα με τις ανασκαφικές εργασίες έγιναν στερεωτικές και αναστηλωτικές εργασίες, οι οποίες συνεχίστηκαν έως το 1973. Σε ένα από τα αναστηλωμένα δωμάτια λειτουργεί μικρός εκθεσιακός χώρος με την κεραμική από την έπαυλη του Βαθύπετρου.
Προσβάσιμο από Α.Μ.Ε.Α: ΝΑΙ
Πηγή: www.incrediblecrete.gr
Το ανάκτορο της Ζάκρου είναι το τέταρτο σε μέγεθος της Μινωικής Κρήτης. Βρισκόταν σε σημαντικό στρατηγικό σημείο, σε ασφαλισμένο κολπίσκο, και ήταν κέντρο εμπορικών ανταλλαγών με τις χώρες της Ανατολής, όπως φαίνεται από τα ευρήματα (χαυλιόδοντες ελέφαντα, φαγεντιανή, χαλκός κλπ).
Το ανάκτορο αποτέλεσε το κέντρο διοίκησης, θρησκείας και εμπορίου. Το περιστοίχιζε η πόλη. Στο χώρο δεν έγινε νέα οικοδόμηση, εκτός από κάποιες καλλιέργειες. Στο “Φαράγγι των Νεκρών”, όπως λέγεται το Φαράγγι που φθάνει από την Πάνω Ζάκρο στην Κάτω, αποκαλύφθηκαν ταφές σε σπήλαια στις πλαγιές του. Τα ευρήματα της Ζάκρου εκτίθενται στο Μουσείο Ηρακλείου ενώ μερικά υπάρχουν στο Μουσείο Σητείας και Αγίου Νικολάου.
Το ανάκτορο της Ζάκρου έχει δύο κύριες οικοδομικές φάσεις: το παλαιότερο κτίσθηκε το 1900 π.Χ. περίπου, ενώ το νεώτερο γύρω στο 1600 π.Χ. και καταστράφηκε όπως και τα άλλα κέντρα της Μινωικής Κρήτης, στα 1450 π.Χ.
Η συνολική έκταση του ανακτόρου της Ζάκρου και των παραρτημάτων του ξεπερνά τα 8.000 τ.μ. και υπολογίζεται ότι στο χώρο αυτό υπήρχαν περίπου 300 διαμερίσματα – μαζί με τους ορόφους- διαφόρων χρήσεων. Το ανάκτορο ακολουθεί το βασικό σχέδιο των άλλων μινωικών ανακτόρων, με κύρια είσοδο στην ανατολική πλευρά του, ενώ δεύτερη κεντρική πύλη βρισκόταν στη ΒΑ πλευρά, όπου κατέληγε πλακόστρωτος δρόμος, προερχόμενος από το λιμάνι.
΄Ενας κλιμακωτός διάδρομος κατηφορίζει προς τη ΒΑ πύλη και προχωρεί ως την κεντρική αυλή, διαστάσεων 30Χ12 μ. Η αυλή συνιστά τον πυρήνα του όλου οικοδομήματος και τον χώρο όπου λάμβαναν χώρα θρησκευτικές τελετές. Η κεντρική αυλή περιβαλλόταν από μεγαλοπρεπείς προσόψεις και στοές με κίονες-πεσσούς που στήριζαν βεράντες και στη ΒΔ γωνία της υπήρχε κτιστός βωμός.
Η δυτική πτέρυγα, ο κατ’ εξοχήν χώρος λατρείας στον οποίο υπήρχε είσοδος πλαισιωμένη από δύο μικρότερες, ήταν απέναντι από το βωμό. Υπήρχε προθάλαμος, αίθουσα και μία μεγάλη υπόστυλη αίθουσα “τελετουργιών” (12 Χ 10 μ.) με περίστυλο φωταγωγό και πολύθυρα, το ένα από τα οποία οδηγούσε σε “αίθουσα συμποσίων”, όπως ονομάσθηκε εξαιτίας της εύρεσης αμφορέων και οινοχοών. Το δυτικό τμήμα της πτέρυγας καταλαμβάνεται από το Ιερό που αποτελείται από 11 δωμάτια, μερικά από τα οποία είχαν θήκες ή κόγχες. Το κυρίως ιερό ήταν ένα μικρό δωμάτιο- που δεν ήταν προσιτό στο κοινό- με ψηλό πεζούλι για την απόθεση αντικειμένων. Δίπλα σε αυτό υπήρχε υπόγεια δεξαμενή καθαρμών, ενώ νότια υπάρχουν τρία βοηθητικά δωμάτια: ένα εργαστήριο λιθοξόου, μια αποθήκη και το θησαυροφυλάκιο -το μοναδικό του μινωικού κόσμου που βρέθηκε ασύλητο και έδωσε μια μεγάλη σειρά από αριστουργηματικά τελετουργικά σκεύη.
Πιο δυτικά ακόμη υπάρχει το αρχειοφυλάκιο, όπου πάνω σε πήλινα ράφια ήταν τοποθετημένα κιβωτίδια με τις πήλινες πινακίδες των αρχείων, με σημεία της Γραμμικής Α γραφής. Νότια, στους αποθέτες του Ιερού, σε λίθινα διαχωρίσματα φυλάσσονταν λατρευτικά αντικείμενα. Εξω από τη δυτική όψη, σε μεταγενέστερη οικοδομική φάση προστέθηκαν εργαστηριακοί χώροι.
Στην ανατολική πτέρυγα βρίσκονταν τα βασιλικά διαμερίσματα και το διοικητικό κέντρο: Το “διαμέρισμα της βασίλισσας” με πολύθυρα, το “διαμέρισμα του βασιλιά” – η μεγαλύτερη αίθουσα του ανακτόρου- ενώ από την κεντρική αυλή ένα πολύθυρο οδηγούσε στην “αίθουσα της δεξαμενής”, στο κέντρο της οποίας υπήρχε δεξαμενή διαμέτρου 7 μ., όπου ένα θωράκιο στήριζε μια σειρά από τουλάχιστον πέντε κίονες. Άλλες δύο εγκαταστάσεις ενός φρέατος-κρήνης βρίσκονταν στην πτέρυγα αυτή.
Στη νότια πτέρυγα υπάρχει μικρό συγκρότημα εργαστηρίων όπου παρασκευάζονταν αρώματα και μικροαντικείμενα από φαγεντιανή, ορεία κρύσταλλο κλπ. Στη βόρεια πτέρυγα υπάρχει μεγάλο κλιμακοστάσιο που οδηγεί στον πάνω όροφο, οι “αποθήκες των βασιλικών διαμερισμάτων”, λουτρική εγκατάσταση και ένα μεγάλο δωμάτιο, προσιτό από διάδρομο, που ερμηνεύεται ως μαγειρείο και το οποίο εξυπηρετούσε αίθουσα συμποσίων στον πάνω όροφο.
Προσβάσιμο από Α.Μ.Ε.Α: ΝΑΙ
Περιοχή: Ζάκρος, Τ.Κ. 72300
Fax: +3028410 22462
Email: kdepka@culture.gr
Τηλέφωνο: +3028410 22462, +3028410 24943, +3028410 22382
Πηγή: www.incrediblecrete.gr
Στη βόρεια είσοδο του κόλπου της Ελούντας, σε θέση κλειδί για τον έλεγχο του φυσικού λιμανιού της, βρίσκεται η νησίδα της Σπιναλόγκας, με έκταση 85 στρέμματα και 53 μ. υψόμετρο. Το νησί οχυρώθηκε κατά την αρχαιότητα, το πιθανότερο κατά την ελληνιστική περίοδο, με μεγάλο οχυρωματικό περίβολο. Πάνω στα ερείπια αρχαίου κάστρου οι Βενετοί οικοδόμησαν ισχυρό φρούριο, που σχεδιάστηκε σύμφωνα με την οχυρωματική πρακτική του προμαχωνικού συστήματος από τον Genese Bressani και τον Latino Orsini.
H πρώτη φάση οικοδόμησης του φρουρίου διήρκεσε από το 1579 και έως το 1586. Για την κατασκευή του φρουρίου χρησιμοποιήθηκε η ντόπια σκληρή ασβεστολιθική πέτρα και ο μαλακός ψαμμίτης, που εξορύχτηκε από την ανατολική πλευρά της νησίδας και από την παρακείμενη χερσόνησο “Νησί” ή “Κολοκύθα”. Επισκευές και μετατροπές στο φρούριο έγιναν πριν και κατά τη διάρκεια του Κρητικού πολέμου (1645-1669).
Η οχύρωση της νησίδας αποτελείται από δύο ζώνες. Η πρώτη ακολουθεί το περίγραμμα των ακτών ενώ η δεύτερη είναι θεμελιωμένη πάνω στους βράχους της κορυφογραμμής. Δύο εγκάρσια τμήματα τείχους, το ένα στα ΝΔ και το άλλο στα ΒΑ της νησίδας, συνδέουν τις παραπάνω ζώνες. Σε στρατηγικά σημεία της οχύρωσης βρίσκονται η ημισέληνος Μichel και η ημισέληνος Moceniga ή Barbariga που αποτελούν σπουδαία έργα οχυρωματικής αρχιτεκτονικής.
Κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας το φρούριο χρησιμοποιήθηκε για στρατιωτικούς σκοπούς. Τα κτίσματα που υπήρχαν στο εσωτερικό του κάλυπταν τις ανάγκες εγκατάστασης της φρουράς.Την περίοδο του κρητικού πολέμου (1645-1669) κατέφυγαν στη Σπιναλόγκα πρόσφυγες και επαναστάτες (χαΐνηδες), που έχοντας σαν βάση τη νησίδα παρενοχλούν τους Τούρκους. Η δράση τους διήρκεσε όσο οι Ενετοί κατείχαν το φρούριο αφού με την συνθήκη παράδοσης του Χάνδακα το 1669 η Σπιναλόγκα παρέμεινε στην κυριότητα της Βενετίας. Από την περίοδο της Ενετοκρατίας σώζονται οι θολωτές δεξαμενές το κτήριο της φρουράς , το τρίδυμο κτήριο και η πυριτιδαποθήκη δίπλα στο ναό του Αγίου Νικολάου , που προϋπήρχε του φρουρίου. Την περίοδο του κρητικού πολέμου (1645-1669) οι οχυρώσεις ανακαινίστηκαν και συμπληρώθηκαν. Τότε κατασκευάστηκαν οι ναοί του Αγίου Παντελεήμονα και του Αγίου Γεωργίου.
Μετά την κατάληψη του νησιού από τους Τούρκους το 1715 στη Σπιναλόγκα διαμορφώνεται σταδιακά ένας οικισμός αμιγώς οθωμανικός. Κατά τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας το φρούριο περιθωριοποιείται και χρησιμοποιείται ως τόπος εξορίας και απομόνωσης. Όμως κατά το τέλος του 19ου αι. τα δεδομένα αλλάζουν. Ο ρόλος του λιμανιού της Σπιναλόγκας αναβαθμίζεται καθώς αποκτά άδεια εξαγωγικού εμπορίου. Κατά τα μέσα του 19ου αι. στη νησίδα συγκεντρώνεται μεγάλος αριθμός κατοίκων, στην πλειονότητά τους έμποροι και ναυτικοί, που επωφελούμενοι από την ασφάλεια του οχυρωμένου οικισμού εκμεταλλεύονται τους εμπορικούς δρόμους της Ανατολικής Μεσογείου.
Η ζωή αυτού του οικισμού διακόπηκε απότομα λόγω των πολιτικών εξελίξεων που διαδραματίστηκαν στην Κρήτη κατά τα τελευταία έτη του 19ου αι. Η ανασφάλεια που επικράτησε ανάμεσα στους Οθωμανούς της Κρήτης λόγω της επαναστατικής δράσης των χριστιανών ανάγκασε την πλειονότητα των κατοίκων της Σπιναλόγκας σε μετανάστευση. Από το 1897 στο νησί και για ένα έτος περίπου στη Σπιναλόγκα εγκαταστάθηκαν γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις.
Η Κρητική Πολιτεία το 1903 θέσπισε την απομόνωση των λεπρών και αποφάσισε τη δημιουργία Λεπροκομείου στη Σπιναλόγκα προκειμένου να υπάρχει η δυνατότητα μίας συντονισμένης βοήθειας στους πάσχοντες από τη νόσο του Χάνσεν. Η δύσκολη ζωή των αρρώστων, που διέμειναν στο νησί έως το 1957, σηματοδότησε τον χώρο και τον φόρτισε συναισθηματικά καθιστώντας το τόπο μαρτυρίου και ιστορικής μνήμης.
Προσβάσιμο από Α.Μ.Ε.Α: ΝΑΙ
Περιοχή: Σπιναλόγκα
Τηλέφωνο: +302810 288394
Πηγή: www.incrediblecrete.gr