Η Σαπιέντζα είναι νησάκι των μεσσηνιακών Οινουσσών, και μάλιστα το δεύτερο μεγαλύτερο, μετά τη Σχίζα. Είναι ένα κατάφυτο νησί, έκτασης 9 τ. χλμ., με σπάνια χλωρίδα, που του προσδίδει ιδιαίτερη ομορφιά. Από το 1986 η Σαπιέντζα έχει ανακηρυχθεί «διατηρητέο μνημείο της φύσης» και έχει ενταχθεί στο Ευρωπαϊκό Οικολογικό Δίκτυο Natura 2000, μαζί με τη γειτονική της Σχίζα και την περιοχή γύρω από το ακρωτήρι Ακρίτας.
Σαπιέντζα στα ιταλικά σημαίνει σοφία, και πράγματι, εδώ η φύση έχει αποκαλύψει τη σοφία της σε όλο της το μεγαλείο: στο κέντρο του νησιού υπάρχει μεγάλη έκταση κατάφυτη με την τυπική μεσογειακή βλάστηση των αείφυλλων πλατύφυλλων, που όμως εδώ δεν έχουν το συνηθισμένο μέγεθος θάμνου, αλλά έχουν τη μορφή δέντρων, που ξεπερνούν τα 10 μ. σε ύψος. Η πανίδα του νησιού είναι επίσης ενδιαφέρουσα, με τα γνωστά κρι κρι να ζουν εδώ σε μεγάλους πληθυσμούς, μαζί με αγριοπρόβατα και αρκετά είδη πτηνών.
Στα ανοιχτά των νοτιοδυτικών ακτών της Μεσσηνίας, απέναντι από τη Μεθώνη, βρίσκεται το νησάκι Σαπιέντζα, ένα από τα επτά νησιά που απαρτίζουν τις μεσσηνιακές Οινούσσες. Ιστορικά, η Σαπιέντζα αποτέλεσε σημείο διεκδίκησης, κυρίως λόγω της στρατηγικής της θέσης –στο σταυροδρόμι μεταξύ Ιταλίας και Μέσης Ανατολής– αλλά και των δυνατoτήτων που παρείχε ως σημείο αγκυροβόλησης. Το 1209 πέρασε στα χέρια των Βενετών, αιώνες αργότερα, με την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Τούρκους, περιήλθε στους Έλληνες, ενώ διεκδικήθηκε από τους Άγγλους ως τμήμα των Ιονίων νήσων κατά την περίοδο 1847-1850, με την περίφημη ««υπόθεση Πατσίφικο», κατά την οποία οι σχέσεις Ελλάδας-Βρετανίας ήταν τεταμένες.
Φτάνοντας στη Σαπιέντζα, μπορεί κανείς να αγκυροβολήσει στο Πόρτο Λόγγο, όπως λέγεται ο κλειστός όρμος που υποδέχεται τον επισκέπτη. Από εκεί ξεκινάει μονοπάτι, που οδηγεί στον περίφημο φάρο του νησιού: είναι μια εντυπωσιακή αγγλική κατασκευή του 1890, η κορυφή της οποίας προσφέρει εκπληκτική θέα. Στο κέντρο του νησιού δεσπόζει το περίφημο δάσος αείφυλλων πλατύφυλλων, 240 στρεμμάτων, μοναδικό στο είδος του στη Μεσόγειο, το οποίο ανέδειξε το νησί σε διατηρητέο μνημείο, εντάσσοντάς το στο Ευρωπαϊκό Οικολογικό Δίκτυο Natura 2000. Η πρωτοτυπία του δάσους έγκειται στο ότι η βλάστηση σε ορισμένα σημεία έχει αναπτυχθεί σε τέτοιο ύψος, ώστε έχει σχηματιστεί πυκνό δάσος, η ηλικία του οποίου υπολογίζεται στα 15.000 χρόνια! Στο κέντρο του νησιού υπάρχει πλάτωμα που καλύπτεται από πορτοκαλοκίτρινο πέτρωμα, το οποίο σχηματίστηκε από την εναπόθεση τεραστίων ποσοτήτων γύρης επί χιλιάδες χρόνια. Το πλάτωμα λέγεται Σπαρτόλακκα και αποτελεί σημαντική πηγή πληροφοριών για τους επιστήμονες, όσον αφορά τη χρονολόγηση του δάσους και της γύρω περιοχής. Νοτιοδυτικά του νησιού υπάρχει επίσης το περίφημο φρέαρ των Οινουσσών, το βαθύτερο σημείο της Μεσογείου (5.121 μ.).
Το νησί διαθέτει μία όμορφη, απάνεμη παραλία, την Άμμο, η οποία βρίσκεται στη βόρεια πλευρά και έχει εύκολη πρόσβαση. Στο βόρειο άκρο, επίσης, σε μικρό βάθος έχουν εντοπιστεί ευρήματα από ναυάγια, το σημαντικότερο περιλαμβάνει τις κολόνες του Μεγάλου Περιστυλίου από την Καισάρεια της Παλαιστίνης, του 1ου αιώνα μ.Χ. Η θέση αυτή, που ονομάζεται ακρωτήριο Καρσή, είναι ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για τους δεινούς δύτες.
Πηγή: www.mythicalpeloponnese.gr
Στο τέλος της Μάνης και της ηπειρωτικής Ευρώπης ξεκινούσε για τους αρχαίους η το πέρασμα στον κάτω κόσμο. Κατάσπαρτο από αρχαιότητες το ακρωταίναρο προσεγγίζεις από το μονοπάτι που ξεκινά από το εκκλησάκι των Αγίων Ασωμάτων που χτίστηκε με τις πέτρες του ιερού του Ταινάριου Ποσειδώνα. Περπατώντας ανατολικά βρίσκεις λαξευμένο στο βράχο το Ψυχοπομπείο απ’ όπου παραλάμβανε ο περαματάρης τις ψυχές και τις συνόδευε στην πύλη του Άδη, μια θαλασσινή σπηλιά απ’ όπου πέρασε ο Ηρακλής προκειμένου να αντιμετωπίσει τον Κέρβερο. Περπατώντας δυτικά συναντάς ίχνη από τον αρχαίο και ρωμαϊκό οικισμό όπως το περίφημο ψηφιδωτό του 1ου μ.Χ αιώνα. Μετά από 45 λεπτά διαδρομή οδηγείσαι στο φάρο του Ακροταίναρου, κτίριο του 1822, που σηματοδοτεί το τέλος της Μάνης και του ακρωτηρίου. Στην αρχή του ακρωτηρίου το Μαρμάρι και το Πόρτο Κάγιο προσφέρονται για κολύμπι σε πεντακάθαρες αμμουδιές. Αξίζει να επισκεφθείτε τους παραδοσιακούς οικισμούς Πάλιρο και Βάθεια, το Αχίλλειο και τον Πύργο Γρηγορακάκη στους Χάρακες.
Στην αρχή το ακρωτήριο σχηματίζει μια στενή λωρίδα γης που συμπιέζεται από δύο όρμους στα δυτικά και τα ανατολικά. Δυτικά συναντάμε τον όρμο Πόρτο Μαρινάρι με τον οικισμό Μαρμάρι και ανατολικά το Πόρτο Κάγιο. Στη συνέχεια το ακρωτήρι πλαταίνει. Μετά τον οικισμό Κοκκινόγεια, στο ναό των Αγίων Ασωμάτων όπου τοποθετείται το Ιερό του Ταινάριου Ποσειδώνα, θεού του Κάτω Κόσμου για τους αρχαίους Λακεδαίμονες, ο δρόμος σταματά. Περπατώντας λίγα μέτρα προς τα ανατολικά, ανακαλύπτεις δίπλα σε μια μικρή ακτή το κανάλι του Ψυχοπομπείου απ’ όπου ο περαματάρης παραλάμβανε τις ψυχές και τις συνόδευε ως την Πύλη του Άδη, μια θαλασσινή σπηλιά που μέχρι σήμερα δεν έχει προσδιοριστεί η ακριβή της θέση. Στη σπηλιά αναφέρεται και η ύπαρξη νεκρομαντείου του Ποσειδώνα. Στο τέλος της Μάνης και της Ηπειρωτικής Ελλάδας το ακρωτήρι Ταίναρο αποτελεί το νοτιότερο άκρο της Ευρώπης και της Βαλκανικής χερσονήσου ενώ για τους αρχαίους Έλληνες σηματοδοτούσε το πέρασμα στον Κάτω Κόσμο. Το όνομά του οφείλεται στον μυθικό ήρωα και οικιστή Ταίναρο, γιο του Δία που έχτισε την ομώνυμη πόλη στον ισθμό της Ακρωταινάριας χερσονήσου. Το ακρωτήριο κατά την αρχαιότητα λεγόταν και “Ποσείδιον” ενώ αργότερα στα χρόνια της Φραγκοκρατίας μετονομάστηκε σε Κάβο Ματαπάς, ονομασία που μένει ακόμα σε πολλούς ναυτικούς χάρτες. Εδώ τοποθετούνταν κατά τη μυθολογία μια από τις πύλες του Άδη απ’ όπου πέρασε ο Ηρακλής προκειμένου να αντιμετωπίσει τον Κέρβερο. Από την ίδια πύλη κατέβηκε και ο Ορφέας για να πάρει την Ευρυδίκη, ενώ εκεί κρύφτηκε και ο Σπαρτιάτης Άρπαλος που έκλεψε τους θησαυρούς του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Στη νεότερη ιστορία η θαλάσσια περιοχή γύρω από το ακρωτήρι σηματοδοτήθηκε από τη ναυμαχία του Ταινάρου το 1942. Κατάσπαρτο από αρχαία απομεινάρια χαρακτηρίζεται από τη σπάνια μανιάτικη γοητεία ενώ περιβάλλεται από μια ιδιαίτερη ενέργεια.
Παίρνοντας το μονοπάτι από τα δεξιά του ναού οδηγούμαστε σε 45 λεπτά στον εντυπωσιακό Φάρο του 1882, ένα ορθογώνιο λιθόκτιστο κτήριο ύψους 16 μέτρων που είναι χτισμένο στα 20 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας. Ο Φάρος του Ακρωταίναρου κατασκευάστηκε από Γάλλους και ξεκίνησε να λειτουργεί το 1887. Μέχρι το 1984 φιλοξενούσε τρεις φαροφύλακες. Από τότε φύλαξή και η λειτουργία του αντικαταστάθηκε με αυτόματο φωτιστικό μηχανισμό που λειτουργεί με ηλιακή ενέργεια. Στη διαδρομή συναντάμε ίχνη του αρχαίου και του ρωμαϊκού οικισμού με εντυπωσιακότερο το «Άστρο της Αριάς» ένα αρχαίο ψηφιδωτό δάπεδο του 1ου μ.Χ αιώνα. Συνεχίζοντας με κατεύθυνση βόρεια από το φάρο περνάμε στις ακτές τις Μεσσηνιακής Μάνης.
Οι τρεις αμμουδιές στο Μαρμάρι και η παραλία στο Πόρτο Κάγιο στην αρχή του ακρωτηρίου προσφέρονται για κολύμπι. Στην γύρω περιοχή αξίζει επίσης να επισκεφθείτε το μικρό οικισμό Αχίλλειο με τα πυργόσπιτά του πάνω από το Πόρτο Κάγιο, τον επιβλητικό Πύργο Γρηγορακάκη στην τοποθεσία Χάρακες καθώς και τους παραδοσιακούς οικισμούς Πάλιρο και Βάθεια.
Πηγή: www.mythicalpeloponnese.gr
Το φαράγγι της Λεπίδας είναι ένα από τα πολλά, εντυπωσιακά φαράγγια του Πάρνωνα, του όρους που αποτελεί το φυσικό χώρισμα μεταξύ Αρκαδίας και Λακωνίας. Το μήκος του είναι 500 μ. και είναι ένα σχετικά ομαλό φαράγγι. Για τη διάσχισή του απαιτούνται περίπου δύο ώρες, στη διάρκεια των οποίων οι επισκέπτες έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν τις μοναδικές ομορφιές του φυσικού τοπίου: πλούσια χλωρίδα και πανίδα, καθώς και δύο υπέροχοι, μεγάλοι καταρράχτες (τους οποίους οι ειδικοί ονομάζουν «ραπέλ»), 45 και 70 μέτρων, συμπληρώνουν το εντυπωσιακό αυτό τοπίο.
Η πρόσβαση στο φαράγγι γίνεται από τα Κάτω Δολιανά και τα Καστριτοχώρια. Όσοι επιθυμούν να το επισκεφτούν καλό να γνωρίζουν ότι στη διάρκεια των θερινών μηνών το νερό στο φαράγγι είναι λιγοστό, κάτι που κάνει την κατάβαση πιο ασφαλή. Η διάσχιση του φαραγγιού της Λεπίδας μπορεί να συνδυαστεί και με επίσκεψη σε αξιόλογους προορισμούς, όπως είναι η Τίρυνθα, η Ακροναυπλία και οι Μυκήνες, ενώ σε κοντινή απόσταση βρίσκονται αρκετές αξιόλογες παραλίες.
Πηγή: www.mythicalpeloponnese.gr
Σε ό,τι αφορά την οινοπαραγωγή, η Πελοπόννησος αναμφισβήτητα καταλαμβάνει από τις πρώτες θέσεις στην Ελλάδα. Με παραγωγή περίπου 1.208 κωδικών κρασιού και με έκταση αμπελιών που φτάνει το 29,1% του συνολικού οινικού χάρτη της Ελλάδας, δεν είναι τυχαίο το ότι πολλές από τις αγαπημένες ποικιλίες του ελληνικού και του ξένου κοινού έχουν την προέλευσή τους εδώ, στη νήσο του Πέλοπα, την αμπελόεσσα, κατά τον Όμηρο. Η Ένωση Οινοπαραγωγών της Πελοποννήσου, η οποία εδρεύει στην Τρίπολη, είχε την ιδέα να δημιουργήσει τους Δρόμους του Κρασιού, με σκοπό να προαγάγει τον οινοτουρισμό, έναν τομέα αρκετού ενδιαφέροντος στην Ελλάδα.
Ακόμα και στις μέρες μας, όμως, η Αρκαδία εξακολουθεί να είναι σημαντικό οινοπαραγωγικό κέντρο. Ένας από τους πιο φημισμένους αμπελότοπους της χώρας εκτείνεται στο Μαντινειακό οροπέδιο, όπου σε μία έκταση 7.000 στρεμμάτων καλλιεργείται η ιδιαίτερα αγαπητή ποικιλία του μοσχοφίλερου, ενός από τα πιο αρωματικά ελληνικά κρασιά. Η περιοχή αυτή έχει θεσπιστεί από το 1971 ως η ζώνη του ΠΟΠ Μαντίνεια, περιοχή που παράγει κρασί ονομασίας προέλευσης ανωτέρας ποιότητας. Στη διάρκεια της περιήγησής μας στους Δρόμους του Κρασιού στην Αρκαδία θα περάσουμε από αρκετές περιοχές, στις οποίες θα έχουμε την ευκαιρία όχι μόνο να δοκιμάσουμε τις εκλεκτές ποικιλίες, αλλά και θαυμάσουμε την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική των κτιρίων όπου παράγεται το κρασί. Η Αρκαδία ήταν ξακουστή για την ποιότητα του κρασιού της ήδη από την αρχαιότητα. Σύμφωνα με τον Θεόφραστο, «όταν το έπιναν οι άνδρες έχαναν τα μυαλά τους, οι δε γυναίκες τεκνοποιούσαν». Τόσο μεθυστικό λοιπόν ήταν αυτό το κρασί, ώστε ήταν αγαπητό και στους θεούς: ο Πάνας, λόγου χάρη, ο θεός της βλάστησης και της γονιμότητας, ο οποίος ήταν γνωστός για τις «σκανταλιές» του και για τα ατέρμονα πειράγματα προς το άλλο φύλο, αλλά και ο Διόνυσος, ο κατεξοχήν θεός του κρασιού, που λατρευόταν μέσα από τελετές και γιορτές εκστατικής μέθης, είχαν το αρκαδικό κρασί στην κορυφή των προτιμήσεών τους.
Πρώτος σταθμός είναι τα χωριά του Δήμου Κορυθίου, ο οποίος καλύπτεται από 5.000 στρέμματα αμπελώνων. Από την παλιά εθνική οδό Τρίπολης – Άργους οδηγούμαστε στο Στενό, χωριό με ενδιαφέροντα ιστορικά αξιοθέατα. Στο κέντρο του στέκει η εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου, χτισμένη το 1847, ενώ σε παρακείμενο λόφο στέκει ο ανεμόμυλος του Μπακόπουλου, χτισμένος στα 1850. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 η ομάδα του Εφόρου Αρχαιοτήτων Δρ. Θ. Σπυρόπουλου έφερε στο φως έξι θερμομεταλλουργικούς κλιβάνους των προϊστορικών και υστερορωμαϊκών χρόνων (2500 π.Χ. – 500 μ.Χ.). Φεύγοντας από το Στενό, φτάνουμε στα Αγιωργίτικα, όπου επίσης ήλθε στο φως κλίβανος των προϊστορικών χρόνων, και μάλιστα ο μεγαλύτερος που έχει ανασκαφεί ποτέ. Αφήνοντας πίσω τα Αγιωργίτικα, φτάνουμε στο ιστορικό Μουχλί, όπου κατά τη βυζαντινή περίοδο δέσποζε μία από τις σημαντικότερες καστροπολιτείες εκείνης της εποχής. Το φρούριο του Μουχλίου ιδρύθηκε το 1296 από το στρατηγό Ανδρόνικο Ασάν. Περιβαλλόταν από τριπλό τείχος, ενώ μέσα στα τείχη δέσποζε η Παναγία η Μουχλιώτισσα ή αλλιώς Παναγία του Μουχλίου, από την οποία σήμερα μπορούμε να δούμε κάποια ερείπια. Το 1460 το φρούριο καταστράφηκε από τους Τούρκους και οι κάτοικοί του μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Επί ενάμιση αιώνα όμως, αποτελούσε ένα από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα φρούρια της Πελοποννήσου. Συνεχίζοντας την περιήγησή μας, κατευθυνόμαστε προς το Παρθένι. Λίγο πριν την είσοδο του χωριού θα δούμε τους τρεις ανεμόμυλους, του Παντελή, του Ράσιαρμου και του Γυφτόγιαννη, ενώ μπαίνοντας στο χωριό μάς υποδέχεται επιβλητική η εκκλησία του Αγιώργη. Στη συνέχεια συναντάμε ένα όμορφο, κατάφυτο άλσος, μέσα στο οποίο κρύβεται το εκκλησάκι της Αγίας Κυριακής, χτισμένο στα 1891. Στο Παρθένι θα έχουμε επίσης την ευκαιρία να επισκεφτούμε το Λαογραφικό Μουσείο, με εκθέματα από τη γύρω περιοχή, το οποίο στεγάζεται στο παλιό δημοτικό σχολείο. Επόμενη στάση μας είναι το Νεοχώρι, με μία όμορφη, κεντρική πλατεία και τον εύφορο κάμπο που απλώνεται μπροστά του, όπου καλλιεργείται κατ’ εξοχήν η πατάτα. Στα βόρεια του χωριού θα συναντήσουμε την εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου, η οποία σύμφωνα με επιγραφή ανεγέρθηκε το 1696. Σε μικρή απόσταση από το Νεοχώρι βρίσκεται η Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Βαρσών, σε υψόμετρο 1.100 μ., η οποία χτίστηκε περί τον 11ο αιώνα και διένυσε μία λαμπρή πορεία, μέχρι περίπου το 1460, οπότε είχε πια παρακμάσει. Σήμερα στη Μονή φυλάσσονται σημαντικά κειμήλια, καθώς και το ιερό σκήνωμα του νεομάρτυρα Δημητρίου και τμήμα του λειψάνου του νεομάρτυρα Παύλου.
Στη συνέχεια περνάμε στο μεγαλύτερο αμπελότοπο της Μαντινείας, τόπο παραγωγής εξαιρετικών, εύγευστων κρασιών, που απλώνεται μπροστά μας μετά το Ζευγολατιό. Πρώτος σταθμός εδώ η Μηλιά, με σημαντικά αρχαιολογικά κατάλοιπα. Εδώ θα συναντήσουμε τα απομεινάρια ενός ιερού αφιερωμένου στον Ίππιο Ποσειδώνα, το οποίο χτίστηκε από τον Τροφώνιο και τον Αγαμήδη, ξακουστούς αρχιτέκτονες από τη Βοιωτία. Σε παρακείμενη θέση ο Θ. Σπυρόπουλος έφερε στο φως ένα εντυπωσιακό κτίσμα, το οποίο ταύτισε με τον τάφο του Επαμεινώνδα, του μεγάλου Θηβαίου στρατηγού και πολιτικού. Λίγο πιο πέρα υψώνεται ο λόφος Γκορτσούλι, γύρω από τον οποίο υπάρχουν αρκετά αρχαιολογικά κατάλοιπα από την πρωτοελλαδική και την ελληνιστική εποχή. Στη συνέχεια οδηγούμαστε στο Αρτεμίσιο, όμορφο χωριό με εντυπωσιακά, πετρόχτιστα σπίτια και με ένα όμορφο γεφύρι προς την έξοδό του, που χρονολογείται στα 1890. Επόμενη στάση το Πικέρνι, με την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, γύρω από την οποία χτίστηκε μοναστήρι το 1822 από τον Κλήμη Γκονόπουλο, και τα ερείπια αρχαίου πύργου. Το χωριό Σάγκα προσφέρει υπέροχη θέα προς το Μαίναλο και το Λύρκειο όρος∙ εδώ θα θαυμάσει κανείς την εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων, με το εκπληκτικό καμπαναριό της, καμωμένο το 1892 από Τηνιακούς μάστορες, καθώς και το δίτοξο γεφύρι της Μπουσέλιτζας. Η Νεστάνη είναι η έδρα του Δήμου Μαντινείας, όπου θα δούμε τα απομεινάρια των τειχών της αρχαίας ακρόπολης, την εκκλησία του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, καθώς επίσης πολλά αρχοντικά και νερόμυλους. Σε κοντινή απόσταση βρίσκεται η Ιερά Μονή της Παναγίας Γοργοεπηκόου, η οποία κτίστηκε περί το 1080 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό. Εδώ φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, η οποία εικάζεται ότι είναι έργο του Ευαγγελιστή Λουκά. Περνώντας το χωριό Κάψια, όπου υπάρχει ένα από τα αξιολογότερα σπήλαια της Ελλάδας, τελευταία μας στάση είναι το χωριό Σιμιάδες, όμορφο και γραφικό, με το ξωκλήσι του Αγίου Προκοπίου και ελάχιστα αρχαιολογικά κατάλοιπα, που μαρτυρούν δραστηριότητα στην περιοχή σε παλαιότερους χρόνους.
Κάποια κτήματα – οινοποιεία που μπορείτε να επισκεφτείτε: Οινοποιία Μαντίνειας, στο Ζευγολατιό, Οινοποιείο Π. Καλογερόπουλος & ΣΙΑ, επίσης στο Ζευγολατιό, Κτήμα Σπυρόπουλου, στη Μαντινεία, Κτήμα Καλόγρη, στο Κάψια, Οινοποιία Μποσινάκη, στο Στενό, Οινοποιείο Μπουτάρη, λίγο έξω από την Τρίπολη, Οινοποιείο Τρουπή, στην περιοχή Φτέρη, στη Μηλιά, Μπουτάρης Οινοποιητική, στη Μηλιά, Οινοποιείο Παπαγεωργίου, στο Αρτεμίσιο και πολλά άλλα.
Πηγή: www.mythicalpeloponnese.gr
Η Φόνισσα είναι ένας χείμαρρος που στην πορεία του σχηματίζει βαθύ σχίσμα, από το χωριό Βρυσούλες έως το Λουτρό, του Δήμου Ξυλοκάστρου-Ευρωστίνης. Στην αρχαιότητα αυτός ο χείμαρρος αποτελούσε το σύνορο της αρχαίας Πελλήνης και ονομαζόταν «Κριός». Όνομα ταιριαστό, λόγω της ορμητικότητας του. Εξίσου ταιριαστή η σημερινή ονομασία, «Φόνισσα», καθώς είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνο να βρεθεί κάποιος στο στενό άνοιγμα του, όταν κατεβάζει νερό.Για να μπούμε στη Φόνισσα, ακολουθούμε το δρόμο από Κάτω Λουτρό προς Κορφιώτισσα. Λίγο πριν τη Κορφιώτισσα στρίβουμε αριστερά στο χωματόδρομο που κατηφορίζει προς το ρέμα. Σε όλες τις διασταυρώσεις στρίβουμε με κατεύθυνση προς τη κεραία του απέναντι λόφου. Ο χωματόδρομος σταματάει στο ρέμα μπροστά στην είσοδο. Ενώ από το φράγμα που βρίσκεται λίγο μετά την έξοδο για να επιστρέψουμε, ακολουθούμε το χωματόδρομο που μας οδηγεί στο Κάτω Λουτρό.
Το φαράγγι της Φόνισσας ασφαλίστηκε για πρώτη φορά το 1984 από τους Σπύρο Αποστολόπου και Άρη Θεοδωρόπουλο ενώ έχει ανανεωθεί πολλές φορές, από διάφορες ομάδες και έτσι δέχεται συχνά επισκέψεις. Κατά τη διάρκεια της άνοιξης έχει νερό ενώ λίγο μετά την είσοδος συναντάμε το πρώτο σκοτεινό στένωμα. Για σχεδόν ένα χιλιόμετρο (800 μέτρα) το φώς για τον επισκέπτη είναι λιγοστό και τα ανοιχτά σημεία λίγα. Στο φαράγγι βρίσκουμε 5 τεχνικές καταβάσεις με τη μεγαλύτερη στα 18 μέτρα, ενώ λίγο πριν την έξοδο συναντάμε και πάλι το φως. Αν και απαιτείται εξοπλισμός για όλη τη διαδρομή, μπορούμε να το περπατήσουμε σε όλο του το μήκος. Αν και πρόκειται για ένα μικρό φαράγγι αναπληρώνει η ιδιαιτερότητα και η επιβλητικότητα του. Κρυμμένο και απροσδόκητα όμορφο, ξετυλίγεται μπροστά μας σε μια διαδρομή περίπου 10 χιλιομέτρων. Σχηματίζεται όταν το ποτάμι που ξεκινάει από τη Κορφιώτισσα διακόπτεται από ένα μεγάλο ασβεστολιθικό λόφο για περίπου 1,5 χιλιόμετρο, πριν καταλήξει στον Κορινθιακό κόλπο. Κατά τη διάσχιση τα τοιχώματα γίνονται πολύ στενά, δημιουργώντας χαρακτηριστικά σπηλαίου, προσδίδοντας ιδιαιτερότητα και χαρακτήρα στο τοπίο. Το σύνηθες πλάτος είναι 2-3 μέτρα και τα τοιχώματα από συμπαγή ασβεστόλιθο.
Η Φόνισσα έχει 5 τεχνικές καταβάσεις, υψομετρική διαφορά 250 μέτρα και μήκος 1,5 χιλιόμετρα και ο χρόνος διάσχισης για 4μελή ομάδα, περίπου 3 ώρες.
Πηγή: www.mythicalpeloponnese.gr
Στα όρια του Δήμου Σικυωνίων, λίγο ψηλότερα από το οροπέδιο του Φενεού βρίσκεται η λίμνη Δόξα. Τεχνητή λίμνη σε υψόμετρο 900 μέτρων ολοκληρώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ΄90 με την κατασκευή του ομώνυμου φράγματος. Μέσα στη λίμνη, πάνω σε μια στενή λωρίδα γης, ξεπροβάλλει το εκκλησάκι του Αγίου Φανουρίου η Παλαιομονάστηρο, ενώ στο δασωμένο βουνό που περιβάλλει τη λίμνη, δεσπόζει το μοναστήρι του Αη Γιώργη, Φενεού. Αν και πολλοί πιστεύουν ότι η λίμνη Δόξα είναι κρυμμένη στα «βουνά της Κορινθίας», η πρόσβαση είναι εύκολη και δεν απαιτεί ειδικό όχημα. Φτάνουμε στη Μοσιά, στρίβουμε αριστερά στο χωριό Μεσινό, προσπερνάμε την Αρχαία Φενεό, οι ντόπιοι θα σας πουν «τα Καλύβια», περίπου χίλια μέτρα μετά, απλώνεται μπροστά μας η μικρή «Ελβετία» της Κορινθίας.
«Κυκλωμένη» από τρία βουνά, την Κυλλήνη (υψόμετρο 2.374 μέτρα), τα Αροάνια ή αν θέλετε Χελμό (υψόμετρο 2.355 μέτρα) και την Ντουρντουβάνα (υψόμετρο 2.109 μέτρα) η μικρή λίμνη, είναι το ιδανικό τοπίο για τις χειμωνιάτικες εξορμήσεις σας. Ο Άγιος Φανούριος στο κέντρο σχεδόν της λίμνης, στέκει εδώ και πολλά χρόνια, μικρός, απέριττος και πανέμορφος. Το καμπαναριό, μάρτυρας του σκληρού χειμώνα που επικρατεί στην περιοχή. Η ιστορία της λίμνης Φενεού φαίνεται ότι είναι πολύ παλιά και ακολουθεί την ιστορία της περιοχής. Βέβαια πρέπει να διευκρινίσουμε ότι οι δύο λίμνες, Δόξα και Φενεού, η οποία και αναφέρεται στις πηγές, δεν συμπίπτουν. Οι μαρτυρίες που αναφέρονται στον 4ο αιώνα π.Χ. και λένε ότι η λίμνη άλλοτε κατέκλυζε τον κάμπο και έκανε καταστροφές κι άλλοτε άδειαζε, αφορούν στη λίμνη που σχηματιζόταν στην λεκάνη του Φενεού.
Οι ποταμοί Δόξας και Όλβιος μετέφεραν εκεί τα νερά τους, μετατρέποντας την κάθε χειμώνα σε λίμνη. Κατά τη μυθολογία η συγκεκριμένη περιοχή ήταν κατοικητήριο του Ποσειδώνα, ο οποίος όταν θύμωνε προκαλούσε την πλημμύρα. Αν φτάσετε εδώ την κατάλληλη μέρα, στα νερά της λίμνης καθρεφτίζεται όλη η ομορφιά της φύσης. Μπορείτε να κάνετε ποδηλασία ή πεζοπορία αλλά και να βρείτε κάποιους τολμηρούς που κολυμπούν ή κάνουν καταδύσεις, ψάχνοντας στο βυθισμένο τοπίο το παλιό εικονοστάσι του Αγίου Γεωργίου. Η Δόξα είναι άμεσα συνδεδεμένη με το Φεστιβάλ Λίμνης, το οποίο γίνεται κάθε καλοκαίρι και συνήθως περιλαμβάνει μια μεγάλη συναυλία αλλά και πολιτιστικά δρώμενα και αθλητικές δραστηριότητες.
Πηγή: www.mythicalpeloponnese.gr
Το όρος Πάρνωνας, που είναι γνωστό και ως Μαλεβός, καταλαμβάνει μια έκταση 2 εκ. στρεμμάτων στα ανατολικά της Πελοποννήσου. Ήδη από την αρχαιότητα θεωρούνταν θαυμαστό βουνό: το όνομά του σημαίνει κορυφή που λάμπει. Πράγματι, η περιοχή του Πάρνωνα έχει ιδιαίτερη ιστορική, πολιτιστική και οικολογική αξία. Η κατοίκησή του ξεκίνησε ήδη από την παλαιολιθική εποχή και συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας, όπως μαρτυρούν οι ενδείξεις που είναι διάσπαρτες στην περιοχή: αρχαιολογικά λείψανα, κάστρα, παρατηρητήρια, λατομεία και μνημεία της βυζαντινής περιόδου μαρτυρούν την ανθρώπινη παρουσία σε όλη την έκτασή του. Στην περιοχή του Πάρνωνα αναπτύχθηκε επίσης ιδιαίτερα ο μοναστικός βίος. Το βουνό βρίθει από μοναστήρια, και για το λόγο αυτό έχει χαρακτηριστεί το «Άγιο Όρος της Πελοποννήσου».
Ο Πάρνωνας, βέβαια, φημίζεται ιδιαίτερα για το μοναδικό φυσικό περιβάλλον του, που τον καθιστά μία από τις σημαντικότερες οικολογικές ζώνες στην Ελλάδα. Καλύπτεται σε σημαντικό ποσοστό από δάση, που αποτελούνται κυρίως από πλατάνια, καστανιές, μαυρόπευκα, έλατα Κεφαλληνίας, μηλόκεδρους, δρύες και χαρουπιές. Ιδιαίτερη σημασία έχει το δάσος από δενδρόκεδρους, στην περιοχή της Μονής Μαλεβής, που είναι το μοναδικό που απαντάται στην Ευρώπη και έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο μνημείο της φύσης. Η χλωρίδα του Πάρνωνα περιλαμβάνει πλήθος ειδών, ανάμεσά τους αρκετά με θεραπευτικές ιδιότητες. Πάνω από 80 είδη σπανίων φυτών έχουν καταγραφεί εδώ, ανάμεσά τους και 12 ενδημικά.
Η περιοχή του Πάρνωνα περιλαμβάνει πάνω από 15 τύπους οικότοπων· ως οικότοπος ορίζεται ένα μέρος που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα βιολογικά και γεωγραφικά χαρακτηριστικά. Αρκετοί από τους οικότοπους παρουσιάζουν αυξημένη ανάγκη για προστασία, εξαιτίας σπανίων ειδών που περικλείουν. Η οικολογική ζώνη του Πάρνωνα είναι μία από αυτές τις περιπτώσεις, και έχει αναδειχθεί σε Προστατευόμενη Περιοχή: τέσσερις επιμέρους ζώνες της έχουν επίσημα ενταχθεί στο Ευρωπαϊκό Οικολογικό Δίκτυο Natura 2000: η Μονή Ελώνης με τη χαράδρα Λεωνιδίου, με κωδικό GR2520005, η περιοχή του Παράλιου Άστρους με τη λίμνη Μουστού, με κωδικό GR2520003, οι κορυφές του Πάρνωνα με την περιοχή Μονής Μαλεβής, με κωδικό GR2520006 και τα όρη Γιδοβούνι, Χιονοβούνι, Γαϊδουροβούνι, Κορακιά, Καλογεροβούνι, Κουλοχέρα, με την περιοχή της Μονεμβάσιας, με κωδικό GR2540001.
Στη φυσική ομορφιά του Πάρνωνα συμβάλλουν επίσης τα επιβλητικά τοπία του, με τις βαθιές χαραδρώσεις, τις όμορφες κοιλάδες, τις αμέτρητες βουνοκορφές, τις σπηλιές, τους καταρράκτες, τις πηγές και τους ποταμούς, τα περισσότερα από τα οποία αποκαλύπτονται μέσα από πλήθος πεζοπορικών διαδρομών. Οι οικισμοί που δημιουργήθηκαν εδώ χαίρονται προνομιακά το υπέροχο τοπίο του Πάρνωνα: Λεωνίδιο, Πραστός, Τυρός, Καστάνιτσα, Σίταινα, Άγιος Πέτρος, Καρυές, Βρέσθενα και πλήθος άλλων, περιμένουν τον επισκέπτη για να του αποκαλύψουν τους θησαυρούς του μαγικού αυτού βουνού.
Πηγή: www.mythicalpeloponnese.gr
Ο Αμβρακικός Κόλπος είναι ένας πολύ μεγάλος κλειστός κόλπος στη Δυτική Ελλάδα, που ενώνεται με τη θάλασσα – το Ιόνιο Πέλαγος – μέσω ενός στενού διαύλου. Έχει έκταση πάνω από 400 τ.χλμ και εκτείνεται σε τρεις νομούς (περιφερειακές ενότητες), Άρτας, Πρέβεζας και Αιτωλοακαρνανίας.
Στο βόρειο μέρος του κόλπου εκβάλλουν ο Λούρος και ο Άραχθος, μεγάλα ποτάμια που με τις προσχώσεις τους δημιουργούν ένα σύνθετο σύστημα υγροτόπων με τεράστιο ενδιαφέρον για την ορνιθοπανίδα. Το τοπίο έχει συνεχείς εναλλαγές: ποτάμια, υπολείμματα παραποτάμιων δασών, βάλτοι, λιμνοθάλασσες, «λουρονησίδες» (δηλαδή λωρίδες άμμου που χωρίζουν τις λιμνοθάλασσες από την ανοιχτή θάλασσα), αλλά και πετρώδεις λόφοι και καλλιέργειες.
Στον Αμβρακικό προσεγγίζουμε από Πάτρα μέσω Αμφιλοχίας και από Ήπειρο μέσω Άρτας ή Πρέβεζας.
Ο Αμβρακικός με την εκπληκτική ορνιθοπανίδα είναι πολύ καλός για επίσκεψη και παρατήρηση πουλιών όλες τις εποχές τους έτους. Προτιμότερες εποχές όμως είναι μάλλον ο χειμώνας όταν υπάρχει τεράστιος αριθμός από διαχειμάζοντα πουλιά, αλλά και η άνοιξη (Απρίλιος-αρχές Ιουνίου) για φωλιάζοντα και μεταναστευτικά είδη.
Η φύση στον Αμβρακικό
Υγρότοποι
Εκτός από τα δύο μεγάλα ποτάμια της περιοχής, Λούρο και Άραχθο, συναντούμε τουλάχιστον 20 λιμνοθάλασσες και άλλους υγρότοπους, με συνολική έκταση 7.000 εκτάρια. Σημαντικότεροι είναι:
- Ο βάλτος της Ροδιάς, που τροφοδοτείται με γλυκό νερό από το Λούρο και καλύπτεται από εκτεταμένο καλαμιώνα.
- Οι λιμνοθάλασσες Τσουκαλιό και Λογαρού, οι δύο μεγαλύτερες λιμνοθάλασσες της περιοχής που διαχωρίζονται από τη θάλασσα με λουρονησίδες.
- Η υγροτοπική περιοχή στο βόρειο τμήμα του Αμβρακικού, γύρω από τις εκβολές του Λούρου και του Αράχθου, με τις λιμνοθάλασσες Τσοπέλι, Κόφτρα, Παλιομπούκα, και Αγρίλος.
- Στο νότιο τμήμα του Αμβρακικού κόλπου, οι λιμνοθάλασσες Κατάφουρκο, Μυρτάρι, Σαλτίνη, Μάζωμα, Βαθύ και η λίμνη Βουλκαριά.
Χλωρίδα
Η χλωρίδα της περιοχής περιλαμβάνει τα συνηθισμένα φυτά των παράκτιων υγροτόπων: χαρακτηριστικά είδη των αλμυρόβαλτων και αλίπεδων είναι η αρμύρα Salicornia και το βούρλο Juncus, ενώ προχωρώντας προς τα γλυκά νερά βλέπουμε καλαμιές, αρμυρίκια, νούφαρα και άλλα υδρόβια φυτά. Τα παραποτάμια δάση αποτελούνται από νερόφραξους, ιτιές, κλήθρα, λεύκες, φτελιές και πλάτανους. Σε υγρά λιβάδια μπορούμε να βρούμε ίριδες Iris pseudacorus και νάρκισσους Narcissus tazetta.
Πανίδα
Στον Αμβρακικό συναντούμε τα χαρακτηριστικά είδη θηλαστικών της μεσογειακής Ελλάδας, όπως η Αλεπού, το Κουνάβι, ο Σκαντζόχοιρος, αλλά και σπανιότερα και πιο ενδιαφέροντα όπως το Τσακάλι Canis aureus και η Βίδρα Lutra lutra. Υπάρχει πλήθος αμφίβιων (6 είδη βάτραχων και φρύνων καθώς και ο Κοινός Τρίτωνας) και ερπετών (4 είδη χελώνας, 7 είδη φιδιών και 11 είδη σαυρών) χάρη στη μεγάλη ποικιλία χερσαίων οικοσυστημάτων.
Στη θάλασσα θα συναντήσουμε Ρινοδέλφινα Tursiops truncatus – τα γνωστά δελφίνια του Αμβρακικού, ενώ υπάρχουν εμφανίσεις της μεσογειακής φώκιας Monachus monachus. Απαντάται επίσης η θαλάσσια χελώνα Caretta caretta. Η ιχθυοπανίδα της περιοχής είναι ιδιαίτερα πλούσια σε είδη γλυκού νερού αλλά και θαλάσσια. Οι υγρότοποι της περιοχής άλλωστε είναι ονομαστοί «χελότοποι», ενώ στα θαλάσσια αλιεύματα εκτός από ψάρια περιλαμβάνεται και η διάσημη γαρίδα (γάμπαρη) του Αμβρακικού.
Ορνιθοπανίδα
Ο Αμβρακικός έχει τεράστια σημασία για την ορνιθοπανίδα, και λόγω των βιοτόπων που φιλοξενεί, αλλά κι επειδή βρίσκεται πάνω σε μεταναστευτική διαδρομή. Τα τελευταία χρόνια έχουν καταγραφεί στην περιοχή περίπου 290 είδη πουλιών, εκ των οποίων τα 230 απαντώνται τακτικά. Θεωρείται ότι ο Αμβρακικός συγκεντρώνει τους μεγαλύτερους αριθμούς υδρόβιων πουλιών σε όλη την Ελλάδα, και είναι ένας από τους σημαντικότερους υγρότοπους της Νότιας Ευρώπης.
Ένα από τα εμβληματικά είδη που συναντάμε στον Αμβρακικό είναι ο Αργυροπελεκάνος Pelecanus crispus, ο οποίος και αναπαράγεται εδώ με πάνω από 80 αναπαραγωγικά ζευγάρια. Για πολλά χρόνια η αποικία του Αμβρακικού ήταν μαζί με αυτήν της Μικρής Πρέσπας η μόνη αποικία αναπαραγωγής του είδους στην Ελλάδα – αν και τα τελευταία έτη ο Αργυροπελεκάνος ξεκίνησε να αναπαράγεται και σε άλλους υγροτόπους της χώρας μας.
Στην περιοχή φωλιάζουν 6 είδη ερωδιών. Από αυτά, ο Ήταυρος Botaurus stellaris είναι το πιο ιδιαίτερο: ένα σχετικά σπάνιο για την Ελλάδα πουλί που αναπαράγεται στους απέραντους καλαμιώνες του Αμβρακικού – δύσκολα το βλέπουμε, αν όμως είμαστε τυχεροί ίσως ακούσουμε την παράξενη φωνή του αρσενικού Ήταυρου που θυμίζει μουγκάνισμα ταύρου. Άλλα ενδιαφέροντα είδη που αναπαράγονται στους βάλτους είναι η Χαλκόκοτα, η Χουλιαρομύτα και η σπάνια και προστατευόμενη Βαλτόπαπια Aythya nyroca.
Στην Φιλιππιάδα, μια κωμόπολη κοντά στους υγροτόπους, φωλιάζει πολύ μεγάλος αριθμός πελαργών – δίκαια κάποιοι ονομάζουν την Φιλιππιάδα «πρωτεύουσα των πελαργών».
Κατά μήκος των αμμοθινών και λουρονησίδων μπορούμε να δούμε πολύ μεγάλους αριθμούς από χαραδριόμορφα – σφυριχτές, γλαρόνια, Αβοκέτες, Καλαμοκανάδες, γλάρους και άλλα υδρόβια, ανάλογα με την εποχή του έτους.
Ο Αμβρακικός φιλοξενεί τεράστιους αριθμούς από διαχειμάζοντα είδη πουλιών – με περίπου 100.000 πουλιά κατά τους χειμερινούς μήνες είναι ένας από τους σημαντικότερους υγροτόπους της Ελλάδας. Βουτηχτάρια, πάπιες, πρίστες, χήνες, παρυδάτια, αλλά και αρπακτικά πουλιά όπως ο μεγαλόπρεπος Στικταετός (Aquila clanga), είναι μεταξύ των χειμερινών επισκεπτών.
Ακόμα, οι λόφοι με τα θαμνοτόπια, και οι καλλιέργειες, χαρακτηρίζονται από διαφορετική οριθοπανίδα: φιλοξενούν μεγάλη ποικιλία στρουθιόμορφων, αρπακτικών και νυκτόβιων πουλιών. Οι παρατηρητές πουλιών σίγουρα δεν θα βαρεθούν.
Πηγή: www.eepf.gr
διαβάστε περισσότεραΗ Νέδα, το μοναδικό «θηλυκό» ποτάμι της Ελλάδας, πηγάζει από τους πρόποδες του Λυκαίου όρους και εκβάλλει στο Ιόνιο πέλαγος, συγκεκριμένα στον Κυπαρισσιακό κόλπο. Έχει μήκος 32 χλμ. περίπου, και στο διάβα της συναντά υπέροχα φυσικά τοπία που μοιάζουν λες και βγήκαν από παραμύθι. Η κοιλάδα της Νέδας υπήρξε περιοχή ιδιαίτερης σημασίας για τους αρχαίους Έλληνες, με αποτέλεσμα να περιβάλλεται από συναρπαστικούς μύθους, αλλά και αρχαιολογικά κατάλοιπα.
Εδώ βρίσκεται ο μοναδικός ναός αφιερωμένος στο θεό Πάνα, ενώ στις Βάσσες δεσπόζει ο μεγαλοπρεπέστατος ναός του Επικούριου Απόλλωνα, έργο του Ικτίνου. Το φαράγγι του ποταμού είναι εξίσου συναρπαστικό, με την άγρια φύση να δεσπόζει σε όλη σχεδόν τη διαδρομή.
Η καλύτερη εποχή για να επιχειρήσει κανείς τη διάσχισή του είναι από τον Μάιο ως τον Σεπτέμβριο, με την προϋπόθεση ότι δεν θα βρέχει. Η είσοδος στο φαράγγι γίνεται από πολλά σημεία, ανάλογα με το μήκος της διαδρομής που θέλει κανείς να διασχίσει. Ολόκληρη η διαδρομή πάντως είναι περίπου 20 χλμ., απαιτεί δύο μέρες και χρειάζεται σωστή οργάνωση διότι, πέρα από τις ομορφιές της, που αποζημιώνουν και με το παραπάνω, έχει αρκετά σημεία που χρειάζονται προσοχή.
Πηγή: www.mythicalpeloponnese.gr
Η λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας βρίσκεται στη Μεσσηνία και είναι ένας από τους σημαντικότερους υγρότοπους όχι μόνο της χώρας μας, αλλά και της Ευρώπης. Η δημιουργία της τοποθετείται στους προϊστορικούς χρόνους και οφείλεται τόσο στην τεκτονική δράση όσο και στην ανύψωση της στάθμης της θάλασσας, φαινόμενα που δημιούργησαν αυτήν την μοναδικής σημασίας οικολογική ζώνη.
Η λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας είναι ο πρώτος σταθμός που συναντούν στα Βαλκάνια τα αποδημητικά πουλιά που έρχονται από την Αφρική, που, σύμφωνα με τους υπολογισμούς, αγγίζουν τα 2 δις σε αριθμό. Από τα 442 είδη πουλιών που έχουν καταγραφεί στον ελληνικό χώρο, περισσότερα από 270 έχουν εντοπιστεί στη Γιάλοβα. Εκτός από πουλιά, η περιοχή φιλοξενεί και έναν εντυπωσιακό αριθμό θηλαστικών, ερπετών, αμφίβιων και ψαριών. Δίκαια λοιπόν έχει ενταχθεί επίσημα στο ευρωπαϊκό Δίκτυο Natura 2000 ως Ζώνη Ειδικής προστασίας (ΖΕΠ), ενώ έχει επίσης αναγνωριστεί ως Καταφύγιο Άγριας Ζωής και Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά (ΣΠΠ).
Πηγή: www.mythicalpeloponnese.gr