Η μονή Αγκαράθου είναι αφιερωμένη στην Παναγία και βρίσκεται σε ένα μάλλον πετρώδες ύψωμα ανάμεσα στα χωριά Σγουροκεφάλι και Σαμπάς σε απόσταση 23 χλμ. από το Ηράκλειο.
Παρότι ο χρόνος ίδρυσής της δεν είναι εξακριβωμένος, θεωρείται ως ένα από τα πιο παλιά μοναστήρια της Κρήτης και δεν αποκλείεται να ιδρύθηκε στα χρόνια της Β΄ Βυζαντινής περιόδου. Από μικρό μοναστήρι που ήταν αρχικά, στα μέσα του 16ου αι. αρχίζει να οχυρώνεται και να αποκτά φρουριακή μορφή, από την οποία σήμερα σώζονται οι δύο πύλες και τα θολοσκεπή κτίρια των παλιών Βορδοναρείων.
Κατά την ενετοκρατία υπήρξε φυτώριο παιδείας πολύ σπουδαίων εκκλησιαστικών αντρών όπως ο Κύριλλος Λούκαρις, ο Μελέτιος Πηγάς, ο Σιλβέστρος ο Κρης. Σπουδαίο ρόλο έπαιξε και κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας καθώς σχηματίστηκε εδώ επαναστατικό σώμα που αντιστάθηκε γενναία στους κατακτητές. Τα χρόνια εκείνα ήταν λοιπόν λογικό ότι ήταν περίοδος ύφεσης για τη μονή, με αποκορύφωμα την επανάσταση του 1821, όταν οι Τούρκοι έσφαξαν τους μοναχούς και έβαλαν φωτιά στα κτίρια. Σχολείο ιδρύθηκε ξανά μετά το 1860, ενώ κατά την επανάσταση του 1866 έγινε ορμητήριο αγωνιστών.
Ο ναός ανοικοδομήθηκε το 1894 και με το τέλος της Τουρκοκρατίας άρχισε μια νέα περίοδος ακμής. Τα τελευταία χρόνια εγκαταστάθηκαν στη μονή νέοι μορφωμένοι μοναχοί, πτυχιούχοι πανεπιστημιακών σχολών και έτσι ξαναβρήκε την παλιά της αίγλη.
Περιοχή: Θραψανό
Πηγή: www.incrediblecrete.gr
Βρίσκεται σε υψόμετρο 480 μέτρων, σε απόσταση 32 χλμ. από το Ηράκλειο και θεωρείται ως ένα από τα πλουσιότερα και μεγαλύτερα μοναστήρια της Κρήτης. Άκμασε κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και είναι αφιερωμένο στον Αγ. Γεώργιο.
Αιτία ακμής του μοναστηριού στάθηκε μια επιδημία πανούκλας που μάστιζε την περιοχή το 1655. Τότε ο Άγιος Γεώργιος θεωρήθηκε προστάτης άγιος του ντόπιου πληθυσμού και άρχισαν να του αφιερώνουν χρήματα και περιουσίες.
Η δομή της μονής θυμίζει τη λαϊκή κρητική αρχιτεκτονική του 17ου αιώνα, με ανεξάρτητα κελιά χτισμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Το 18ο αιώνα ήταν ένα από τα σπουδαιότερα πνευματικά κέντρα του νησιού. Στην επανάσταση του 1821 πρόσφερε τα πολύτιμα κειμήλια που διέθετε, προκειμένου να αγοραστούν όπλα για τον αγώνα της ανεξαρτησίας. Στην επανάσταση σκοτώθηκαν 18 καλόγεροι και το μοναστήρι ερημώθηκε. Ιερά κειμήλια και χειρόγραφα του 18ου αι. μπορεί να δει ο επισκέπτης στο μικρό μουσείο εκκλησιαστικής τέχνης που βρίσκεται στο χώρο της μονής. Σήμερα κατοικείται από μεγάλο αριθμό μοναχών.
Περιοχή: Τέμενος
Πηγή: www.incrediblecrete.gr
Ένας πολύ σημαντικός αρχαιολογικός χώρος της κεντρικής Κρήτης, κοντά στη Φαιστό, στις όχθες του Γεροπόταμου, με ξεχωριστή φυσική ομορφιά είναι η Αγία Τριάδα. Η βασιλική έπαυλη ή μικρό μινωικό ανάκτορο της Αγίας Τριάδας, όπως το ονόμασαν οι Ιταλοί αρχαιολόγοι που το έφεραν στο φως στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, χτίστηκε γύρω στο 1600 π.Χ. πάνω σε λόφο και αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα μνημεία μινωικής αρχιτεκτονικής με πλούσια ευρήματα.
Βρίσκεται 64 χλμ. νοτιοδυτικά του Ηρακλείου, στη διαδρομή Ηράκλειο – Αγία Βαρβάρα – Άγιοι Δέκα – Μοίρες – Φαιστός – Αγία Τριάδα, και 3 χλμ. νοτιότερα της Φαιστού. Πιστεύεται ότι χρησίμευε σαν θερινή κατοικία του βασιλιά της Φαιστού, ενώ από άλλους ερευνητές θεωρείται ότι χρησιμοποιήθηκε από τον άνακτα της Φαιστού μετά την καταστροφή του ανακτόρου, αλλά ίσως να χρησιμοποιόταν παράλληλα με το ανάκτορο της Φαιστού.
Η Bασιλική Έπαυλη κτίστηκε γύρω στον 16ο αιώνα π.X. (Υστερομινωική ΙΑ). Μετά την καταστροφή των ανακτόρων (1450 π.X.) στη βόρεια πλευρά της έπαυλης kατασκευάστηκε ένα μέγαρο “μυκηναϊκού τύπου”. Στη Γεωμετρική περίοδο (8ος αι. π.X.) η Έπαυλη ήταν τόπος λατρείας. Ιερό αφιερωμένο στο Δία Bελχανό κτίστηκε κατά την Eλληνιστική εποχή (4ος-1ος αιώνας π.X.). Την περίοδο της Bενετοκρατίας στο χώρο της αυλής της Έπαυλης κτίστηκε ο ναός του Aγίου Γεωργίου του Γαλατά (14ος αιώνας μ.X.).
Το κτηριακό συγκρότημα της Αγίας Τριάδας θεωρείται έπαυλη ή μικρό ανάκτορο, όπως και το μικρό ανάκτορο της Κνωσού. Αποτελείται από δύο πτέρυγες που σχηματίζουν ένα ακανόνιστο σχήμα L και, ενώ δε διαθέτει τις διαστάσεις των ανακτόρων της Φαιστού και της Kνωσού, έχει όλα τα χαρακτηριστικά της ανακτορικής αρχιτεκτονικής.Διαθέτει ”πολύθυρα” , διαμερίσματα με φωταγωγούς, δωμάτια ιερών, συστήματα αποθηκών, θησαυροφυλάκια, εργαστήρια, κλιμακοστάσια, στοές, αυλές, άνδηρα και εξώστες, δρόμους και αυλές πλακόστρωτες. Το συγκρότημα χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη χάρη και εντυπωσιακή διακόσμηση. Οι τοίχοι ήταν επενδυμένοι με γυψολιθικές πλάκες και διακοσμημένοι με τοιχογραφίες, που ξεπερνούν σε αριθμό τις τοιχογραφίες όλης της μινωικής Κρήτης. Μία σειρά από κλιμακοστάσια οδηγούσαν στον επάνω όροφο.
Στο νότιο τμήμα, που ήταν πολύ απλά κατασκευασμένο, μια σειρά από δωμάτια έβλεπαν σε έναν μακρόστενο διάδρομο, όπου βρίσκονταν μάλλον οι βοηθητικοί χώροι. Σε έναν από αυτούς βρέθηκε το περίφημο λίθινο κύπελλο της αναφοράς. Στο βορειοδυτικό τμήμα βρίσκονταν οι χώροι διαμονής του άνακτα. Τα δάπεδα καλύπτονταν από κόκκινο κονίαμα. Η κεντρική αίθουσα συνδέεται, μέσω δύο πολυθύρων, με μία περίστυλη αυλή και ένα φωταγωγό στα βόρεια. Στη συνέχεια υπάρχει δωμάτιο με θρανία και άλλο μικρότερο με αλαβάστρινο πόδιο που ίσως χρησίμευε ως κλίνη. Στο χώρο βορειοανατολικά του πολύθυρου βρέθηκε το αρχείο με πολλά πήλινα σφραγισμάτα, ενώ ακολουθεί δωμάτιο τοιχογραφημένο με παραστάσεις κρίνων και αγριόγατων. Σε παραπλήσιο χώρο βρέθηκαν 9 χάλκινα τάλαντα, στοιχείο που έδωσε την ονομασία στο δωμάτιο αυτό ως θησαυροφυλάκιο.
Στη δυτική πρόσοψη έχουν διατηρηθεί τα υπολείμματα ενός κλιμακωτού δρόμου που ονομάστηκε από τους ανασκαφείς ράμπα της θάλασσας. Στη βόρεια πτέρυγα βρίσκεται μία σειρά αποθηκών με τεράστια πιθάρια. Μια αποθήκη διαθέτει
κεντρικό πεσσό και στα ανατολικά ανοίγει μια μακρόστενη αίθουσα επισήμων με πολύθυρο και φωταγωγό. Ανατολικότερα βρίσκεται ένα κλιμακοστάσιο. Πίσω από αυτό υπάρχει στοά με πέντε πεσσούς και στα βορειοανατολικά της εκτείνεται η επιμήκης αγορά της Αρχαϊκής περιόδου. Στην ανατολική πλευρά της υπήρχε σειρά με πεσσούς και κίονες και μπροστά απ’ αυτούς οκτώ δωμάτια με μεγάλα πήλινα πιθάρια. Ανατολικά των αποθηκών υπήρχαν πολυτελή διαμερίσματα με πολύθυρα και φωταγωγούς καθώς ιεροί χώροι λατρείας με θρανίο. Μετά την καταστροφή της έπαυλης, τα ιερά επεκτάθηκαν και πάνω από τα ερείπια των υπολοίπων χώρων. Ανάμεσα στα κτήρια της εποχής της μυκηναϊκής κυριαρχίας ξεχωρίζει το μυκηναϊκό τριμερές μέγαρο.
Στην έπαυλη της Αγίας Τριάδας βρέθηκαν, εκτός από πολλά εξαιρετικά δείγματα της κεραμικής τέχνης, ένα σημαντικό αρχείο από πινακίδες Γραμμικής Β΄, δείγματα λιθοτεχνίας, τρία λίθινα αγγεία με ανάγλυφες παραστάσεις, το κύπελλο της αναφοράς, το ρυτό των πυγμάχων και το αγγείο των θεριστών.
Από τα πιο ιδιόμορφα ευρήματα που βρέθηκαν στην Αγία Τριάδα, είναι ένα πήλινο ομοίωμα της μινωικής θεάς σε κούνια. Σε μια αποθήκη επίσης βρέθηκαν εννέα χάλκινα τάλαντα και ένας θησαυρός σφραγισμάτων. Το πιο σημαντικό, όμως, και από πολλές απόψεις ενδιαφέρον εύρημα είναι η σαρκοφάγος της Αγίας Τριάδας. Η Iταλική Aρχαιολογική Σχολή εντόπισε και ανέσκαψε το χώρο της Aγίας Tριάδας κατά τα έτη 1902, 1903, 1904-1905 και 1910-1914.
Προσβάσιμο από Α.Μ.Ε.Α: ΟΧΙ
Πηγή: www.incrediblecrete.gr
Ο ναός του Αγίου Νικολάου βρίσκεται κοντά στο μικρό οικισμό Κυριακοσέλια, στους πρόποδες ενός λόφου, πάνω στον οποίο είναι κτισμένο το ομώνυμο πρωτοβυζαντινό φρούριο, που ελέγχει τον κύριο οδικό άξονα προς τα δυτικά και την είσοδο στον κόλπο της Σούδας.
Κατά το διάστημα 1230-36 οι ντόπιοι επαναστάτες υπό την ηγεσία ντόπιων “αρχοντορωμαίων” με τη συνεπικουρία των στρατευμάτων της αυτοκρατορίας της Νίκαιας Ιωάννη Βατάτζη, εγκαταστάθηκαν στο φρούριο. Αναχώρησαν μετά από συνθήκη από το λιμάνι της Σούδας. Την εποχή εκείνη έγιναν εκτεταμένες επεμβάσεις στο ναό και η τοιχογράφησή του, σύμφωνα με το μελετητή του Μ. Μπορμπουδάκη.
Ο ναός χτίστηκε περί τον 11ο αιώνα ως μονόχωρος, καμαροσκέπαστος, πιθανώς με τρουλοκαμάρα, όπως προκύπτει από τα αρχικά παράθυρα στα πλευρικά τυφλά αψιδώματα. Αρχαϊκά στοιχεία όπως η μεγάλη ημικυλινδρική αψία με το ισοϋψές τρίλοβο παράθυρο, η χρήση ζωνών από πλίνθο, σε συνδυασμό με κοινή τοιχοποιία, συνυπάρχουν με σύγχρονα, όπως η πλαστική διαμόρφωση των όψεων με τυφλά αψιδώματα, που φτάνουν από την πρωτεύουσα μετά την απελευθέρωση της Κρήτης από τους άραβες.
Κατά τον 13ο αιώνα ο ναός υπέστη εκτεταμένες μετατροπές, όπως η υπερύψωση των πλαγίων κεραιών, η απόδοση στη στέγαση σταυροειδούς μορφής και η προσθήκη ενός εξαιρετικά ραδινού τρούλου. Στις αρχές του 20ού αιώνα κατεδαφίστηκε ο δυτικός τοίχος και προστέθηκε μονόχωρη επέκταση.Την ίδια εποχή ο ναός διακοσμήθηκε με λαμπρό διάκοσμο, που σώζεται σε μεγάλη έκταση. Στο τεταρτοσφαίριο της κόγχης του ιερού εικονίζεται η Παναγία ένθρονη ανάμεσα σε δυο σεβίζοντες αγγέλους, η κοινωνία των Αποστόλων σε δυο σκηνές και χαμηλά συλλειτουργούντες ιεράρχες και ο Μελισμός. Τον τρούλο καταλαμβάνει ο Χριστός Αντιφωνητής με τους τέσσερις σεβίζοντες αρχαγγέλους, προφήτες στο τύμπανο και ευαγγελιστές στα σφαιρικά τρίγωνα.
Το ανατολικό τμήμα της ημικυλινδρικής καμάρας καταλαμβάνει μνημειακή παράσταση της Ανάληψης και το δυτικό η Πεντηκοστή. Στους ανατολικούς πεσούς, που φαίνεται ότι έπαιζαν το ρόλο τέμπλου εικονίζονται ο Χριστός Αντιφωνητής, η Παναγία Βλαχερνίτισσα, ο Άγιος Νικόλαος επίσκοπος Μύρων ο Άγιος Νικόλαος ο Ομολογητής από την Κυδωνία, στον οποίο φαίνεται ότι ήταν αφιερωμένος ο ναός. Χαμηλά εικονίζονται ολόσωμοι άγιοι με έμφαση στους ιεράρχες ανατολικά και οσίους και ομολογητές δυτικά. Τις υπόλοιπες επιφάνειες καταλαμβάνουν παραστάσεις από τρεις εικονογραφικούς κύκλους, το θεομητορικό με έμφαση στη νεότητα της Θεοτόκου, τον εξαιρετικά αναπτυγμένο ευαγγελικό και το βίο του Αγίου Νικολάου Μύρων, δεδομένου ότι δε φαίνεται να υπήρχε εικονογραφικός κύκλος του Νικολάου του Ομολογητή.
Στις τοιχογραφίες του ναού των Κυριακοσελίων έχει χρησιμοποιηθεί η τεχνική της νωπογραφίας και πολυτελή χρώματα, όπως το “μπλε της Αιγύπτου”. Σε πολλά σημεία, ιδίως σε πρόσωπα, όπου έχει χρησιμοποιηθεί και η ξηρο-γραφία, διακρίνονται οι γρήγορες γραμμές του προσχεδίου. Εικονογραφικά ακολουθείται η παράδοση του 12ου αιώνα και διακρίνονται σχέσεις με άλλα κρητικά μνημεία, όπως ο κοντινός ναός του Αγίου Γεωργίου στον Κουρνά. Τεχνοτροπικά αναγνωρίζονται περισσότεροι από ένας ζωγράφοι.
Σε γενικές γραμμές στο πλάσιμο των όγκων ακολουθούνται διαδικασίες της κομνήνειας παράδοσης με υποχώρηση της γραμμικότητας και της τυποποίησης σε μια πρώιμη εμφάνιση των τάσεων, που θα επικρατήσουν στην περίοδο των Παλαιολόγων. Εξαιρετική ποιότητα διακρίνεται και στην απόδοση των μορφών, έργων ενός εξαιρετικής ικανότητας ζωγράφου. Έχουν χρονολογηθεί στην τέταρτη δεκαετία του 13ου αιώνα.
Πηγή: www.incrediblecrete.gr
Ο επιβλητικός ναός του Αγίου Μηνά, ένας από τους μεγαλύτερους στην Ελλάδα, θεμελιώθηκε στις 25 Μαρτίου 1862 ως εκδήλωση ευγνωμοσύνης των Ηρακλειωτών για την προστασία που πρόσφερε ο Αγιος στην πόλη. Η θέση στην οποία χτίστηκε, λέγεται ότι υποδείχθηκε από έναν καλόγερο, στον οποίο παρουσιάστηκε ο Άγιος Μηνάς σε όραμα.
Αρχιτέκτονας του ναού ήταν ο ηπειρώτης Αθανάσιος Μούσης, ο οποίος είχε αναλάβει επίσης τον Αγιο Τίτο και τους στρατώνες στην Πλατεία Ελευθερίας, το κτίριο που στεγάζει σήμερα την Νομαρχία Ηρακλείου και τα Δικαστήρια.
Η ανοικοδόμησή του ναού σταμάτησε στη διάρκεια της επανάστασης του 1866 και συνεχίστηκε το 1883. Η προσπάθεια για την ανέγερση του ναού σε τόσο δύσκολους καιρούς υποστηρίχτηκε από όλους τους Ηρακλειώτες με ενθουσιασμό. Αναφέρεται στην εφημερίδα “Ηράκλειο” της εποχής εκείνης, ότι στο λιμάνι του Ηρακλείου έφτασε ιστιοφόρο που μετέφερε οικοδομικά υλικά για το κτίσιμο του ναού.
Ωστόσο η επιτροπή που είχε αναλάβει την ανέγερση του ναού, δεν είχε τα χρήματα για να πληρώσει εργάτες να μεταφέρουν τα υλικά από το καράβι στον τόπο της οικοδομής. Το γεγονός αυτό πληροφορήθηκαν οι μαθητές του Ηρακλείου, που με ενθουσιασμό προσφέρθηκαν να ξεφορτώσουν το καράβι και να μεταφέρουν τα υλικά. Στήθηκε έτσι μια ανθρώπινη αλυσίδα από το λιμάνι μέχρι τον Αγιο Μηνά, που με τραγούδια ολοκλήρωσε την κοπιαστική εργασία.
Τα εγκαίνια του ναού έγιναν με μεγαλοπρέπεια το 1895 επί μητροπολίτη Τιμόθεου Καστρινογιαννάκη. Αν και η Κρήτη βρίσκονταν ακόμα υπό τουρκική κατοχή, οι γιορτές για τα εγκαίνια του Αγίου Μηνά κράτησαν 3 μέρες και ολόκληρο το Ηράκλειο είχε γίνει αγνώριστο από τους στολισμούς και τον λαμπρό φωτισμό.
Περιοχή: Αγίου Μηνά
Πηγή: www.incrediblecrete.gr
Η Μονή Φανερωμένης, αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα προσκυνήματα της Ανατολικής Κρήτης, σε ιδιαίτερης φυσικής ομορφιάς τοποθεσία.
Η ακριβής χρονολογία ίδρυσής της Μονής είναι άγνωστη, όμως σύμφωνα με την παράδοση το μοναστήρι υπήρχε ήδη το 1282, καθώς εκείνη τη χρονιά συγκεντρώθηκαν στη Μονή οι αρχηγοί της Κρήτης για να αποφασίσουν για το μέλλον του αγώνα εναντίον των Ενετών κατακτητών. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας λειτουργούσε στη μονή και κρυφό σχολειό, το οποίο σώζεται ως τις μέρες μας. Το παρόν οικοδομικό συγκρότημα φαίνεται ότι χρονολογείται στο 19ο και στον 20ο αιώνα. Είναι χτισμένο πάνω σε ιδιαίτερα επικλινές, βραχώδες έδαφος, εμπρός από ένα κατακόρυφο βράχο σε ένα σπήλαιο του οποίου είναι κτισμένο το καθολικό του μοναστηριού. Το συγκρότημα αποτελείται από τέσσερις ενότητες κτισμάτων διατεταγμένες γύρω από μια στενή αυλή. Παρά τις επεμβάσεις που έχει δεχθεί τα τελευταία χρόνια και οι οποίες του έχουν επιφέρει κατά τόπους αλλοιώσεις, το φρουριακού χαρακτήρα κτηριακό συγκρότημα της Μονής Φανερωμένης αποτελεί αναμφίβολα ένα σημαντικό δείγμα της κρητικής μοναστηριακής αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα. Το καθολικό είναι ναός με διπλή αφιέρωση στην Παναγία (Ζωοδόχος Πηγή και Κοίμηση), και φράσσει σπήλαιο με λατρευτικό χαρακτήρα, το οποίο αποτέλεσε και τον πυρήνα της ανάπτυξης της μονής.
Η Μονή Φανερωμένης πανηγυρίζει την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στις 15 Αυγούστου. Πλήθος πιστών κατακλύζει κατ’ έτος την Μονή κυρίως την ημέρα της εορτής. Η Παναγία η Φανερωμένη είναι θαυματουργός, γι’ αυτό και είναι πασίγνωστη σ’ ολόκληρη την Κρήτη και ιδιαίτερα στο Νομό Λασιθίου και στις επαρχίες Πεδιάδος και Βιάννου του Ν. Ηρακλείου.
Έτσι, τον Αύγουστο, που είναι ο μήνας της Παναγίας, το Μοναστήρι αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα προσκηνύματα της Ανατολικής Κρήτης. Η εορτή της Παναγίας στη Μονή έχει κάτι το μοναδικό. Καθημερινά συρρέει πλήθος πιστών, ενώ πολλοί ανεβαίνουν με τα πόδια, προκειμένου να εκπληρώσουν κάποιο τάμα τους, Οι πιστοί, συνεχίζοντας την παράδοση πολλών γενεών, ανεβαίνουν με ευλάβεια και ταπείνωση, με πνευματικότητα και πίστη για να προσευχηθούν στην Κυρία Φανερωμένη και να επικοινωνήσουν με τον Θεό αληθινά. Το μοναστήρι σήμερα είναι ενεργό ως ανδρική Μονή.
Περιοχή: Γουρνιά
Πηγή: www.incrediblecrete.gr
Το βενετσιάνικο φρούριο της Σητείας κατασκευάστηκε κατά το 13ο αιώνα στην θέση της βυζαντινής πόλης, που ήταν έδρα επισκοπής, πιθανόν στην ίδια θέση και της αρχαίας πόλης Ητείας ή Σηταίας. Όπως φαίνεται στα Ενετικά σχέδια, το ανατολικό τμήμα της σημερινής πόλης της Σητείας ήταν οχυρωμένο και αποτελούσε το “Castello”.
Είχε τριγωνική μορφή και περιέκλειε τον καθεδρικό και την κατοικία του ρέκτορα. Στην κορυφή του τριγώνου βρισκόταν ο πύργος με τον περίβολό του. Οι εκτός τειχών συνοικίες (borghi) αναπτύχθηκαν προς δυσμάς του οχυρού περιβόλου και παρέμειναν μέχρι τέλους ανοχύρωτες. Προς ανατολάς του περιβόλου βρισκόταν η γυναικεία μονή της Santa Maria, περίπου στη θέση του σημερινού νεκροταφείου.
Με το σεισμό του 1303, το φρούριο και ο πύργος του υπέστησαν σοβαρές καταστροφές και οι μετέπειτα επισκευές του δεν μπόρεσαν να το ισχυροποιήσουν. Ένα νέο καταστροφικό πλήγμα μεγάλης έκτασης επήλθε με το σεισμό του 1508, ενώ το 1538, η επιδρομή των πειρατών του Barbarossa, επέφερε ακόμη περισσότερες καταστροφές.
Στα μέσα του 16ου αι., όταν η Βενετία προχωρούσε σε μεγάλης κλίμακας οχυρωματικά έργα με το νέο προμαχωνικό σύστημα στις κτήσεις της, η Σητεία ήταν ουσιαστικά ανοχύρωτη. Η βενετική διοίκηση το 1554 έστειλε χρήματα για την επισκευή του φρουρίου. Στα επόμενα χρόνια, παρά την πρόταση κατεδάφισης που είχαν καταθέσει οι Sforza Pallavicini και Giulio Savorgnan το 1571 στη Σύγκλητο, οι Βενετοί προσπάθησαν να το αποκαταστήσουν με κάποιες εργασίες που ωστόσο δεν απέτρεψαν την ετοιμορροπία του.
Μετά την τουρκική απόβαση του 1645 και την προέλαση προς ανατολάς, ο στρατηγός Mocenigo διαπιστώνει ότι το φρούριο ήταν αδύνατον να αντέξει την παραμικρή πολιορκία και το 1651 αποφάσισε να το κατεδαφίσει και να μεταφέρει τα κανόνια και τον εξοπλισμό στο Χάνδακα.
Μετά την κατάληψή του το φρούριο χρησιμοποιήθηκε από τους Τούρκους ως οχυρό, με σοβαρές επεμβάσεις στο ερειπωμένο ενετικό συγκρότημα. Το τούρκικο οχυρό κατασκευάστηκε πάνω στη βάση του ανώτερου βενετσιάνικου πύργου, και συνδέεται με το μικρό τμήμα του περιβόλου που έχει απομείνει. Το τείχος στις πλευρές του τριγώνου, του οποίου μεγάλα τμήματα σώζονταν στις αρχές του αιώνα, έχει σχεδόν εξαφανιστεί σήμερα πλην του επιθαλασσίου τείχους.
Το φρούριο στη σημερινή του μορφή αποτελείται από το βορειοανατολικό τμήμα του αρχικού οχυρωματικού περιβόλου, τον πύργο που κλείνει την κορυφή του και δωμάτια στον αύλειο χώρο. Ο πύργος, χωρίς στέγη σήμερα, έχει τη μορφή που απέκτησε επί τουρκοκρατίας. Υπάρχουν ίχνη από εσωτερικό περιμετρικό διάδρομο και από κεντρικό διόροφο τμήμα. Ο ακριβής τρόπος στέγασης παραμένει ασαφής.
Ο χώρος του φρουρίου εχρησιμοποιείτο επί σειρά ετών από την Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας, μέχρι το 1966. Στο εσωτερικό του υπήρχαν παραπήγματα και προσκτίσματα.
Το 1963 κηρύχθηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Από το 1966 άρχισαν προσπάθειες για την αποκατάστασή του, με των πρώτων στερεωτικών εργασιών. Μετά το 1970 έγινε η απομάκρυνση των παραπηγμάτων. Σήμερα είναι επισκέψιμο μνημείο με φύλαξη, και τους θερινούς μήνες χρησιμοποιείται ως χώρος εκδηλώσεων.
Συντάκτης: Δάφνη Χρονάκη, αρχιτέκτων
Προσβάσιμο από Α.Μ.Ε.Α: ΝΑΙ
Πηγή: www.incrediblecrete.gr
Το ιερό προσκύνημα του αγίου Νικήτα στον Αχεντριά αποτελούσε παλαιό ερημητήριο στην περιφέρεια του εν λόγω χωριού, κοντά σε φοινικόδασος. Πρόκειται για σπηλαιώδη ναό, ο οποίος, κατά τον Paul Faure, χρονολογείται από το 17ο αιώνα (≈ 1640 μ.Χ.).
Από τον εικονογραφικό διάκοσμο του ναού σώζονται μονάχα μερικές τοιχογραφίες ενώ αριστερά του ιερού Βήματος, σε μικρότερο σπήλαιο που λειτουργεί ως Διακονικό, εκχέεται αγίασμα από σταλακτίτες.
Ο ιερός αυτός τόπος ήταν ερημητήριο και σκήτη πνευματικής άσκησης κυρίως από τους μοναχούς της Μονής Κουδουμά, οι οποίοι διέμειναν στο ερημητήριο του Αγίου Νικήτα μόνιμα ή κατά περιόδους. Το χρονικό διάστημα μεταξύ 1948 και 1959 ο άγιος Νικήτας λειτούργησε ως Μονή της επισκοπής Αρκαδίας, όπου υπαγόταν εκκλησιαστικά, με ηγούμενο τον Ιερόθεο Κωστομανωλάκη και μικρή αδελφότητα, κατόπιν αποφάσεως του αειμνήστου Επισκόπου Αρκαδίας, -μετέπειτα Μητροπολίτη Κρήτης-, κυρού Ευγενίου Ψαλιδάκη. Στη συνέχεια λειτουργεί ως μονύδριο με ιερομονάχους που διορίζει ο εκάστοτε αρχιερεύς. Με την από 27-3-97 απόφαση της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας της Κρήτης (ΦΕΚ, τ. Β΄, 977/5- 11- 1997) κατόπιν προτάσεως του αειμνήστου Μητροπολίτη Γορτύνης και Αρκαδίας κυρού Κυρίλλου Κυπριωτάκη-, το μονύδριο του αγίου Νικήτα χαρακτηρίστηκε ως Προσκύνημα, λαμβάνοντας νομική υπόσταση και διοικούμενο από Επιτροπή.
Από το 2001, οπότε συστάθηκε η Ιερά Μητρόπολη Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου, το Προσκύνημα του αγίου Νικήτα διατήρησε τη νομική υπόστασή του και υπάγεται διοικητικά στη νεοσυσταθείσα Μητρόπολη, υπό τον μητροπολίτη κ. Ανδρέα Νανάκη. Η λειτουργία του καθορίζεται σήμερα βάσει Καταστατικού που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ, τ. Β΄, 938/ 23- 6- 2004).
Με τον άγιο Νικήτα Αχεντριά συνδέονται τα ακόλουθα ονόματα, οι οποίοι ασκήτευσαν, ηγουμένευσαν ή άσκησαν εποπτεία στο χώρο, κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα:
– Γρηγόριος Καραγιαννάκης (1904-1905)
– Παρθένιος Λυκάκης (1910)
– Ευστάθιος-Ευμένιος Φιλιππάκης (≈ 1940)
– Γεδεών Γοραντωνάκης (≈ 1940)
– Παρθένιος (≈ 1940)
– Νεόφυτος (≈ 1940)
– Αρχιμ. Ιερόθεος Κωστομανωλάκης (1948-1959) [Ηγούμενος]
– Ιερομ. Σωφρόνιος-Ευμένιος Σαριδάκης (1948)
– Ιερομ. Ευμένιος Λυκάκης (1948)
– Ιερομ. Τιμόθεος Καρπουζάκης (1948)
– Ιερομ. Νεόφυτος Μαρκάκης (1960)
– Ιερομ. Αναστάσιος Λεονταρίδης (1992) [Τέλεση Ι. Ακολουθιών]
– π. Στυλιανός Συμιανάκης (1994) [Τέλεση Ι. Ακολουθιών]
Από το 1980, περίπου, και εξής, το ιερό Προσκύνημα του αγίου Νικήτα Αχεντριά υπηρετεί με ευσέβεια και αφοσίωση ο λαϊκός Χατζή-Γιάννης Καπελλάκης.
Περιοχή: Αχεντριάς
Πηγή: www.incrediblecrete.gr
Οι οικίες της Τυλίσου χτίστηκαν κατά την YM I περίοδο (16ος-15ος αιώνας π.X.), ενώ προσθήκες έγιναν στην οικία A την YM II (15ος-14ος αιώνας π.X.) και στην οικία Γ κατά την YM III (14ος αιώνας π.X.).
O χώρος καταστράφηκε από πυρκαγιά τον 14ο αιώνα π.X. Eπάνω από τα μινωικά κτίσματα βρέθηκαν άλλα ιστορικών χρόνων. Τις οικίες ανέσκαψε ο Iωσήφ Xατζηδάκης κατά τα έτη 1902-1913, ενώ κατά τη διάρκεια αναστηλωτικών εργασιών το 1954 αποκαλύφθηκαν τμήματα πλακόστρωτης πλατείας δυτικά και μικρής στοάς με 5 κίονες στα βόρεια της πλατείας του Bωμού.
H Aρχαιολογική Yπηρεσία (με τον Νικόλαο Πλάτωνα) άρχισε εργασίες στερέωσης και αναστήλωσης του χώρου το 1954, οι οποίες συνεχίστηκαν έως και το 1962. Επαναλήφθησαν οι στερεωτικές εργασίες και στις τρεις οικίες κατά τα έτη 1990-1994.
Προσβάσιμο από Α.Μ.Ε.Α: ΝΑΙ
Email: protocol@kgepka.culture.gr
Τηλέφωνο: +302810 226470, +302810 226092, +302810 224630
Πηγή: www.incrediblecrete.gr
Ο πρώτος ναός του Αποστόλου Τίτου στον Χάνδακα ήταν μονόχωρος δρομικός. Όταν, κατά την έναρξη της ενετικής κυριαρχίας στο νησί το 1210 εγκαταστάθηκε στον ναό o Λατίνος Αρχιεπίσκοπος, φαίνεται ότι στο κτίσμα έγιναν ορισμένες τροποποιήσεις.
Διανοίχθηκε κυκλικός φεγγίτης στην πρόσοψη και προστέθηκε πύργος κωδωνοστασίου στη ΝΑ του γωνία. Ο ναός αυτός καταστράφηκε πριν από τα μέσα του l5ου αιώνα και επανακατασκευάσθηκε. Το δεύτερο κτίσμα που εγκαινιάσθηκε από τον Λατίνο Αρχιεπίσκοπο της Κρήτης Fantino Dandolo στις 3 Ιανουαρίου του 1446, ήταν μία τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική, στολισμένη με σπάνια μάρμαρα, άγιες Τράπεζες και παρεκκλήσια.
Το κτίσμα αυτό, που κατά τον σεισμό του 1508 υπέστη ελαφρές ζημιές χωρίς να χάσει την μεγαλοπρέπειά του, καταστράφηκε από πυρκαγιά στις 3 Απριλίου του 1544. Από την πυρκαγιά διασώθηκαν τα ιερά λείψανα και κειμήλια του ναού, μεταξύ των οποίων η Κάρα του Aγίου Τίτου και η εικόνα της Παναγίας της Μεσοπαντίτισσας.
Το 1557 ξανακτίσθηκε άλλος ναός, του ιδίου ρυθμού με τον προηγούμενο και εξ ίσου μεγαλοπρεπής. Ο περιηγητής Kootwyck το 1598 τον ονομάζει “pulcherrima et vetustis operis basilica”. Με την πτώση του Χάνδακα στους Τούρκους το 1669 τα κειμήλια του Ναού φυγαδεύθηκαν στην Βενετία. Ο ναός υπέστη εκτεταμένες μετατροπές για να λειτουργήσει ως μουσουλμανικό τέμενος, γνωστό ως Βεζύρ Τζαμί, στο όνομα του Πορθητή του Χάνδακα Ζαδέ Φαζίλ Αχμέτ Κιοπρουλή.
Ο σεισμός του 1856 μετέτρεψε και εκείνο το κτίσμα σε ερείπια. Το 1869 ο Μεγάλος Βεζύρης Ααλή Πασάς ανέθεσε στον αρχιτέκτονα Αθανάσιο Μούση από τα Ταταύλα της Κωνσταντινουπόλεως, Ηπειρώτη στην καταγωγή, την ανέγερση νέου μεγαλοπρεπούς τεμένους (Γενί τζαμί) διατηρώντας όμως και το παλαιό του όνομα. Το 1922 μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας το κτίσμα αποδόθηκε στην Ορθόδοξη Χριστιανική λατρεία και εγκαινιάσθηκε στις 3 Μαΐου του 1925 επί Μητροπολίτου Κρήτης Τίτου Ζωγραφίδου.
Ο ναός του Αγίου Τίτου είναι ένα εκλεκτικό μνημείο με ποικίλα στοιχεία από τους ρυθμούς των μνημείων της Κωνσταντινουπόλεως. Ο ρυθμός του είναι τετρακιόνιος με τρούλο και νάρθηκα ο οποίος προστίθεται στο τετράγωνο της κάτοψής του. Στην ΝΑ γωνία του νάρθηκα είναι προσαρτημένη η βάση του μιναρέ. Εσωτερικά θυμίζει περίκεντρο κτίσμα, ενώ εξωτερικά τα επί μέρους μορφολογικά του στοιχεία απηχούν ρυθμούς της Οθωμανικής τέχνης, της επηρεασμένης και από την βυζαντινή ναοδομία. Στις αριστοτεχνικά διαρθρωμένες με καθαρές γραμμές πλευρές του κτηρίου, κυριαρχούν τα κατακόρυφα στοιχεία, διασπώντας τον όγκο του σε επίπεδα. Εξωτερικά το κτίσμα είναι κατασκευασμένο με ισόδομη από λαξευτούς πωρολίθους τοιχοποιία και κοσμείται με λιθόγλυπτη επίστεψη.
Στις 15 Μαΐου 1966 έγινε η επανακομιδή της Κάρας του Αγίου Τίτου από τον Άγιο Μάρκο της Βενετίας, ενώ στον ναό της S.M. Della Salute της ίδιας πόλης φυλάσσεται ακόμη η εικόνα της Παναγίας της Μεσοπαντήτισσας. Από το 1974 μέχρι το 1988 πραγματοποιήθηκαν στο Ναό εκτεταμένες εργασίες για τη στερέωση και αποκατάστασή του. (Πηγή: Ενημερωτικό έντυπο Ι. Ναού Αγίου Τίτου Ηρακλείου.)
Πηγή: www.incrediblecrete.gr