Βρίσκεται στη θέση Χυλόφτες – Θεριό, 40 λεπτά ΒΔ του χωριού Καβούσι Ιεράπετρας με ύψος 50 μέτρα κατωφέρεια. Κάτω από το σπήλαιο υπάρχει απότομη ακτή.
Προς τα ΒΑ είναι η απότομη ακτή Σπαθί του Χωματά όπου φαίνονται γραφικές στρώσεις από φυλλίτες και πλακώδεις κρυσταλλικούς ασβεστόλιθους και δολομίτες. Το πέτρωμα της περιοχής του σπηλαίου είναι δολομίτες του τριαδικού. Πάνω από το σπήλαιο βρίσκεται μικρή εμφάνιση αργίλου που οι ντόπιοι την ονομάζουν λεπίδα ή αγολίφα.
Μετά την είσοδο του σπηλαίου διανοίγεται χαμηλός προθάλαμος με διαστάσεις 7*8. Ακολουθεί μεγάλη και θεαματική αίθουσα μήκους 37μ πλάτους 25μ και ύψους 1,6 – 7μ με δάπεδο ελαφρά και έπειτα απότομα κατηφορικό. Είναι πλούσια διακοσμημένη και προκαλεί στον επισκέπτη εξαιρετική εντύπωση.
Μικρές και μεγάλες στήλες είναι διάσπαρτες παντού. Συγκροτήματα από σταλαγμίτες αποτελούν εξαίσια σύνολα. Λευκός υψηλός σταλαγμίτης είναι μεγαλοπρεπής. Δυο σταλαγμίτες έχουν σπάσει προ πολλού και βρίσκονται στο δάπεδο ο ένας οριζόντια και ο άλλος με κλίση.
Το φαινόμενο όπως παρουσιάζεται, είναι σπανιότατο και προκαλεί πάντα το ενδιαφέρον των σπηλαιολόγων. Στο βάθος αριστερά της μεγάλης αίθουσας βρίσκεται καταβόθρα φραγμένη από τη οποία έφευγαν τα νερά όταν το σπήλαιο ήταν κοίτη υπογείου ποταμού.
Κοντά στο σπήλαιο είναι το χρυσοκάμινο σε μικρό έπαρμα του εδάφους από φυλλίτες, χαλαζίτες και δολομίτες, διαστάσεων 40*13μ. Κατά το P. Faure είναι τα λείψανα μεταλλευτικού καμινιού εποχής μεταγενέστερης του μεσαίωνα και σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις χρησιμοποιήθηκε από ατσίγγανους χαλκωματάδες.
Το σπήλαιο χαρτογραφήθηκε και μελετήθηκε στις 27 Ιουλίου 1971 από τον Ελ. Πλατάκη και παρουσιάζει πολύ ενδιαφέρον. Έχει συνολικό μήκος 44μ, μέγιστο πλάτος 25μ και ύψος 0,5 – 7μ. Πολλές νυχτερίδες ξαφνιάζουν τον επισκέπτη.
Πηγή: www.incrediblecrete.gr
Βρίσκεται Β, ΒΑ του οικισμού της Κάτω Ζάκρου. Στο σπήλαιο φθάνουμε ή μετά από πορεία μιας ώρας από την Κάτω Ζάκρο ή από την παραλία του ιδίου οικισμού με μηχανοκίνητο πλοιάριο (20-25λ) και μετά με ανοδική κοπιώδη πορεία (15λ). Το υψόμετρο στην είσοδο είναι 105 μ. Το πέτρωμα είναι ασβεστόλιθος του ανώτερου Κρητιδικού και δολομίτες του τριαδικού. Δυτικότερα του σπηλαίου βρίσκεται το ύψωμα Τραόσταλος (υψόμετρο 515μ).
Η ονομασία Πελεκητά με την οποία είναι γνωστή και όλη η περιοχή, οφείλεται στο λατομείο, που είναι κάτω από το σπήλαιο, κοντά στη θάλασσα, απ’ όπου έβγαζαν πέτρες πελεκητές από τον εκεί μειοκαινικό, μαργαικό ασβεστόλιθο. Η άλλη ονομασία Συκιάς Σπήλιος δόθηκε στο σπήλαιο από την ύπαρξη μεγάλης συκιάς, που βρίσκεται στο δεξιό τμήμα της εισόδου κάτω από το σπήλαιο από όπου η θάλασσα φαίνεται σαν από αεροπλάνο. Το σπήλαιο Πελεκητά είναι από τα μεγαλύτερα της Κρήτης. Το συνολικό μήκος του είναι 310μ.
Έχει μεγάλες αίθουσες πλάτους μέχρι και 45 μέτρα αρκετά υψηλές. Μπορούν να αξιοποιηθούν διάδρομοι μήκους γύρω στα 700μ. Καταλαμβάνει έκταση γύρω στα 500τμ και αν ληφθούν υπόψη οι κλίσεις του δαπέδου, η έκταση γίνεται πολύ μεγαλύτερη. Για πρώτη φορά χαρτογραφήθηκε (σε γενικές γραμμές) και μελετήθηκε από τον Ελ. Πλατάκη στις 11 Αυγούστου 1963.
Πλήρης χαρτογράφηση έγινε τέλος Νοέμβρη του 1969 από μέλη της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας με επικεφαλή τον Ι. Ιωάννου. Η είσοδος του σπηλαίου είναι μεγάλη (πλάτος 11,5μ, ύψος 6μ). Μετά από αυτήν διανοίγεται η πρώτη αίθουσα (μήκους 22μ, πλάτους 20μ, ύψους 7μ) με δάπεδο κατηφορικό και με πολλούς βράχους και χαμηλούς τεχνητούς τοίχους. Προς τα αριστερά υπάρχει επέκταση που καταλήγει σε στενό πέρασμα (0,2μ) με συνέχεια γύρω στα 6μ. όπου εδώ συναντούμε τεχνητούς τοίχους.
Μετά την πρώτη αίθουσα μία δίοδος (πλάτους 14,5μ και ύψους 2,30μ – 7μ) οδηγεί στη δεύτερη αίθουσα, μεγάλη και πολύ θεαματική (μήκος 65μ, πλάτος 45μ, ύψος. 15μ) με κατηφορικό επίσης δάπεδο και μεγάλους βράχους που έπεσαν από την οροφή. Επάνω στους βράχους “φύονται” μικροί σταλαγμίτες.
Στην αρχή και προς τα δεξιά της αίθουσας υπάρχουν μεγαλοπρεπείς στήλες και θεαματικοί σταλαγμίτες, ένας από τους οποίους έγειρε και ακουμπά με την κορυφή του στο βράχο. Πιο πέρα από το μέσο της αίθουσας βρίσκεται ωραία εξέδρα με σταλαγμίτες, από την οποία η θέα προς όλες τις κατευθύνσεις εντυπωσιάζει πολύ. Επάνω η οροφή ομοιάζει με ωραιότατο θόλο. Δεξιά από την εξέδρα κοντά στο τοίχωμα της αίθουσας βρίσκεται καταβόθρα βάθους 15μ. Αριστερά από την εξέδρα η κατάβαση είναι πολύ απότομη.
Εκεί, επάνω σε συμπαγή βράχο ο λιθοματικός διάκοσμος είναι ωραιότατος σε μορφή καταρρακτών. Το δάπεδο εξακολουθεί να έχει απότομη κλίση. Στο βάθος της αίθουσας υπάρχει πέρασμα πλάτους 6μ. Από εκεί αρχίζει θεαματικός διάδρομος μήκους 10μ και πλάτους 4μ που οδηγεί σε θάλαμο μήκους 20μ, πλάτους 17μ και ύψους 8μ με σταλαγμίτες. Εδώ βρισκόμαστε σε βάθος 43μ από την είσοδο του σπηλαίου.
Στο τέλος του θαλάμου συναντούμε πέρασμα πλάτους 7,5 και ύψους 5μ. Κατεβαίνοντας από το πέρασμα μπαίνουμε στην 3η αίθουσα, με δάπεδο κατηφορικό μέχρι τα 35μ και μετά ανηφορικό επί 65μ. Ο επισκέπτης, μόλις μπει στην αίθουσα αυτή, εντυπωσιάζεται έντονα από το μέγεθός της, από τη μεγαλοπρέπεια του φυσικού διακόσμου και από την απόλυτη ηρεμία, που προκαλεί βαθιά συγκίνηση. Έχει μήκος 100μ, πλάτος 40μ και ύψος πάνω από 15μ. Τεράστιες στήλες και ογκώδεις σταλαγμίτες υψώνονται από το δάπεδο σε ύψος πάνω από 10μ. Στη βάση η διάμετρός τους φθάνει τα 3μ.
Παρουσιάζουν ένα εξαίσιο σύνολο σε ομορφιά και μεγαλοπρέπεια. Και στην αίθουσα αυτή υπάρχει μεγάλος εξώστης από τον οποίο ο επισκέπτης έχει γύρω του ένα λαμπρό θέαμα. Το ανηφορικό τμήμα του δαπέδου παρουσιάζει πολλές δυσκολίες στο βάδισμα, είναι όλο σχεδόν σκεπασμένο από μεγάλους βράχους, είναι πολύ ολισθηρό και σε πολλά μέρη χρειάζεται να κάνουμε αναρρίχηση. Η αίθουσα καταλήγει σε πέρασμα πλάτους 9,5μ και ύψους γύρω στα 5μ με πολλούς βράχους στο δάπεδο. Το δάπεδο αμέσως κατηφορίζει προς την τέταρτη αίθουσα που έχει μήκος 60μ, πλάτος 10-22μ και ύψος 5μ. Το τελευταίο τμήμα της αίθουσας αυτής έχει πλούσιο φυσικό διάκοσμο από λευκές στήλες και ωραίους σταλαγμίτες.
Στο άκρο της αίθουσας υπάρχει συγκρότημα από μικρές στήλες και ανάμεσα στενό πέρασμα πλάτους 1,2μ. Περνάμε από αυτό στον τελευταίο θάλαμο του σπηλαίου (μήκος 33μ, πλάτος 6μ, ύψος 0,5-2μ). Προς τα δεξιά του ανοίγεται μικρός διάδρομος, που έπειτα από 8 μέτρα διακλαδίζεται σε δυο άλλους πολύ στενούς. Κοντά στο τέρμα του θαλάμου υπάρχει μικρή λίμνη (5,5*1,2μ) με νερό που φθάνει σε βάθος 1μ.
Μετά από τη λίμνη το δάπεδο είναι ανηφορικό και καταλήγει σε πολύ στενό πέρασμα (πλάτους 0,30μ). Ίσως υπάρχει συνέχεια αλλά το πέρασμα είναι αδύνατο. Εδώ βρισκόμαστε σε βάθος (κατακόρυφα) από την είσοδο του σπηλαίου 51μ. όπου και είναι το βαθύτερο τμήμα του δαπέδου. Οι επισκέπτες δεν πρέπει να προχωρούν μετά τη λίμνη ούτε να μπαίνουν στο διάδρομο με τις διακλαδώσεις. Είναι πολύ επικίνδυνο για την ασφάλειά τους και το δάπεδο (ακόμα και κοντά στη λίμνη) υποχωρεί στο πέρασμα και από την οροφή πέφτουν λάσπες και αλλά υλικά που μπορεί εύκολα να φράξουν την έξοδο.
Το σπήλαιο είναι κοίτη παλαιού υπογείου ποταμού, ξηρού τώρα εκτός από την περιοχή της λίμνης. Από όλα τα τμήματα της οροφής έχουν καταπέσει βράχοι μικροί και πολύ μεγάλοι.Το σπήλαιο Πελεκητά έχει κριθεί σαν σπήλαιο διεθνώς τουριστικού ενδιαφέροντος. Η όλη περιοχή με το θαυμάσιο σπήλαιο, το μινωικό ανάκτορο Ζάκρου, το ιερό κορυφής του Τραόσταλου, το Φαράγγι των Νεκρών και την εξαιρετική παραλία αποτελούν ένα σύνολο τεράστιας τουριστικής σημασίας.
Πηγή: www.incrediblecrete.gr
Το σπήλαιο διανοίγεται στη βάση πελώριου μεμονωμένου ασβεστολιθικού βράχου, 10 λεπτά ΝΑ του χωριού Αδριανός Μεραμπέλλου στην τοποθεσία Νοτικό Χλαμπούτι της ευρύτερης περιοχής Κουκίστρες.
Το πέτρωμα είναι τριαδικός ασβεστόλιθος ανάμεσα σε σχιστόλιθους, φυλλίτες και κρυσταλλικούς ασβεστόλιθους. Κοντά είναι βαθιά χαράδρα από ασβεστόλιθο, κοίτη χειμάρρου. Αποτελείται από τέσσερις αίθουσες (Α,Β,Γ,Δ) και πέντε θαλάμους (α,β,γ,δ,ε). Μετά την είσοδο διανοίγεται η αίθουσα Α, μεγαλύτερη από τις άλλες.
Στο ανατολικό της τοίχωμα έχει μικρή έξοδο (θ), στο δε βάθος αριστερά μικρό θάλαμο (α) με καλό λιθοματικό διάκοσμο, οπή στο δάπεδο από την οποία βγαίνει ασθενές ρεύμα αέρα και πάνω από αυτή κλειστή ανηφόρα ύψους 10μ με δυο στενές κα χαμηλές διόδους (στις οποίες παρατηρείται ισχυρό ανοδικό ρεύμα αέρα, που μπαίνει στο σπήλαιο από στενές ρωγμές στη βάση του βράχου) κατεβαίνουμε στην αίθουσα Β με αρκετούς σταλαγμίτες και ξηρή λεκάνη νερού στο μέσο περίπου. Στο δυτικό τοίχωμά της διανοίγεται ο θάλαμος (β) με χαρακτηριστικές στήλες και στενή σχισμή (σ) στο βάθος του.
Στο ΝΔ τοίχωμα βρίσκεται διάδρομος που οδηγεί στους θαλάμους (γ, δ). Στον γ υπάρχει κλειστή ανηφόρα ύψους γύρω στα 8μ και στο βάθος του απότομη κάθοδος (κ) γύρω στα 8-10μ που πιθανός οδηγεί σε άλλο θάλαμο. Η αίθουσα Γ βρίσκεται χαμηλότερα από τη Β. και έχει ενδιαφέροντα φυσικό διάκοσμο. Στη θέση (κ) υπάρχει απότομη κατάβαση 10μ περίπου.
Στον μικρό θάλαμο βρίσκονται πολλά όστρακα αγγείων και ανθρώπινα οστά. Στην τελευταία αίθουσα Δ εισχωρούμε πολύ δύσκολα γιατί το δάπεδο είναι ανώμαλο και πολύ κατηφορικό. Έχει πλουσιότατο λιθοματικό διάκοσμο. Είναι το ωραιότερο τμήμα του σπηλαίου. Στο βάθος ανοίγεται στενό βάραθρο βάθους 3μ με πιθανή συνεχεία πλαγίως. Το συνολικό μήκος του σπηλαίου είναι 48 μέτρα, η διαδρομή όμως πλησιάζει τα 100μ. Χαρτογραφήθηκε (όχι λεπτομερώς) και μελετήθηκε από τον Ελ. Πλατάκη στις 24 Αυγούστου 1962. Πολλές νυχτερίδες ζούνε στο σπήλαιο. Σε ορισμένες περιοχές υπάρχει σταγονορροή.
Δυστυχώς τα τελευταία 10 χρόνια έγιναν σημαντικές φθορές και αποσπάσεις μεγάλων ποσοτήτων στηλών, σταλαγμιτών κλπ. Απέναντι από το σπήλαιο βρίσκεται άλλο μικρότερο και λέγεται Σπήλιος των Μαριδών, μήκους 31μ, πλάτους 3-7μ, ύψους 7-9μ. Μια θεαματική συστοιχία στηλών βρίσκεται στο βάθος δεξιά και αριστερά σταλαγμίτης, που μοιάζει με άνθρωπο. Στην περιοχή του σπηλαίου βρίσκεται το ύψωμα Φορτέτσα στο οποίο διακρίνονται υπολείμματα τοίχων, ερειπωμένες οικίες και άφθονα υπομινωικά και γεωμετρικά όστρακα (τέτοια όστρακα βρίσκονται και στον Ατζιγγανόσπηλιο). Φαίνεται ότι ήταν νεκρόπολη με θολωτούς τάφους.
Πηγή: www.incrediblecrete.gr
Βρίσκεται 2,3 χλμ ανατολικά του χωριού Καρύδι Σητείας και γύρω στα 300μ βόρεια του αμαξωτού δρόμου στη θέση κάτω πλατύβολο ή Περιστέρας. Το υψόμετρο στην είσοδο ανέρχεται στα 540μ, στο χείλος της δολίνης 565μ.
Το χωριό Καρύδι είναι χτισμένο σε σύστημα φυλλιτών του περμιοτριαδικού, που εισχωρεί από Δ προς Α μέσα σε Ιουρασικό ασβεστόλιθο στο οποίο διανοίγεται το σπήλαιο. Έχει μορφή αρκετά μεγάλου σπηλαιοβαράθρου. Μετά τη διάνοιξη του σπηλαίου από τη διαβρωτική ενεργεία του νερού κατέπεσε τμήμα της οροφής και σχηματίστηκε η μπροστά από τη είσοδο δολίνη διαστάσεων 48*26 μέτρα και βάθους 17-25μ.
Πολλοί βράχοι κατέπεσαν στο δάπεδο από πολλά μέρη της οροφής. Στο βάθος του σπηλαίου βρίσκονται καταβόθρες από τις οποίες περνούσε το νερό που κυκλοφορούσε άλλοτε στις υπόγειες κοίτες. Στο χαμηλότερο τμήμα η υψομετρική διαφορά από την είσοδο είναι 63μ. Το σπήλαιο χαρτογράφησε και μελέτησε στις 10 Αυγούστου 1963 ο Ε. Πλατάκης. Λεπτομερέστερη χαρτογράφηση έγινε το Νοέμβριο του 1969 από την Άννα Πετροχείλου.
Μπαίνουμε σε πολύ μεγάλη αίθουσα μήκους 80μ, μέγιστου πλάτους 35μ και ύψους 2-12μ. Στο δάπεδο παρατηρούνται πολλοί βράχοι και ιδιαιτέρα στο βάθος. Στο μέσον περίπου βρίσκεται μεγάλος βράχος και γύρω του απότομοι κάθοδοι. Στη θέση (σ) υπάρχει σχισμή και στη (β) βάραθρο 0,80*0.70μ και βάθους γύρω στα 12μ με πιθανή συνέχεια προς Δ. Σχεδόν ολόκληρη η αίθουσα φωτίζεται από το φως της ημέρας. Πιθανώς η αίθουσα έχει συνέχεια προς Δ, αλλά οι εκεί βράχοι δεν επιτρέπουν περαιτέρω εξερεύνηση. Στενή δίοδος στο βάθος αριστερά οδηγεί (έπειτα από κάθοδο απότομη 4μ) σε σειρά θαλαμών τοξοειδή, που καταλήγει στο αριστερό τμήμα της μεγάλης αίθουσας.
Ο θάλαμος Α (διαστάσεων 12*9*1.5μ) έχει πλούσιο λιθοματικό διάκοσμο από σταλαγμίτες και στήλες. Προχωράμε αριστερά σε πολύ ανηφορικό δάπεδο και φτάνουμε σε στενή δίοδο μετά την οποία διανοίγεται ο θάλαμος Β διαστάσεων 18*11*1.5-6μ. Στο 1/3 της διαδρομής συναντάμε προς τα δεξιά απότομη κάθοδο 6μ. Προχωράμε σε πολύ στενό πατάρι πάνω από την κάθοδο έχοντας αριστερά μας θεαματική σειρά ωραίων σταλαγμιτών και στην οροφή εντυπωσιακούς σταλακτίτες. Στα προς τα δεξιά τοιχώματα του θαλάμου διακρίνεται πλουσιότατος λιθοματικός διάκοσμος.
Πολλοί βράχοι προεξέχουν στο δάπεδο, όπου ανακαλύφθηκαν ίχνη παλιάς στάχτης και ανθρώπινος σκελετός (άλλος κοντά στη δίοδο στο τέλος του Α θαλάμου). Mεγαλοπρεπής πόρτα (πλάτους 2μ, ύψους. 3μ) οδηγεί στο θάλαμο Γ, συνολικού μήκους 36μ, πλάτους 12μ, ύψους 0.5-4μ, που καταλήγει στην πρώτη μεγάλη αίθουσα. Για να τον περάσουμε συναντάμε πολλές δυσκολίες και έρπουμε στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής. Το δάπεδο είναι γεμάτο από βράχους.
Το δεξιό του τοίχωμα καλύπτεται από ωραίο διάκοσμο και κάτω διανοίγεται βάραθρο βάθους 5μ. Στο θάλαμο Δ (8*4*0.3-3μ) βρίσκονται ανθρώπινα οστά συγκολλημένα με λιθοματικό υλικό. Η συνολική διαδρομή μέσα στο σπήλαιο είναι γύρω στα 170μ. Φαίνεται ότι το σπήλαιο χρησιμοποιήθηκε κατά την Υπονεολιθική εποχή, την ΠΜ1 και την πρώτη Βυζαντινή περίοδο. Επί τουρκοκρατίας ήταν καταφύγιο των περιοίκων. Σταγονορροή παρατηρείται σε πολλά σημεία, ενώ η σχετική υγρασία του αέρα κυμαίνεται από 85% έως 99%.
Πηγή: www.incrediblecrete.gr
Σήμα κατατεθέν της Δράμας, οι πηγές της Αγίας Βαρβάρας φιγουράρουν τα τελευταία χρόνια ανάμεσα στα 60 καλύτερα πάρκα της Ευρώπης.
Πρόκειται για ένα μαγικό υδροβιότοπο, έναν πανέμορφο χώρο αναψυχής περίπου 60 στρεμμάτων στην καρδιά της πόλης, όπου συχνά οι Δραμινοί απολαμβάνουν τον περίπατο τους στα εξαίσια διαμορφωμένα μονοπάτια, που περνάνε από ξύλινα γεφυράκια.
Πηγή: Περιφέρεια Αν. Μακεδονίας, Θράκης
Η Παλιά Πόλη της Ξάνθης βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της Ξάνθης αποτελώντας τον ιστορικό της πυρήνα και καλύπτει έκταση 380.000m2. Η πόλη είναι χτισμένη μετά το 1829. Είναι η χρονιά που μεγάλοι σεισμοί καταστρέφουν πλήρως τον προηγούμενο οικισμό. Η πόλη οικοδομείται πάνω στα ερείπια και με πυρήνα τις εκκλησίες, που υπήρχαν μάλλον από την εποχή της βυζαντινής Ξάνθειας, όπως ονομαζόταν από την αρχαιότητα η πόλη της Ξάνθης.
Κατά τον 19ο αιώνα, η Ξάνθη αναφέρεται ως μια κωμόπολη των 8.000 κατοίκων, ήταν όμως οικονομικά ανθηρή και αυτό οφείλεται στον πλούτο από την καλλιέργεια, επεξεργασία, μεταποίηση και διακίνηση του καπνού και των προϊόντων του, αλλά και στην προνομιακή της θέση σε σημαντικούς εμπορικούς δρόμους.
Η πόλη είναι χτισμένη από Ηπειρώτες και Μακεδόνες μαστόρους, χαρακτηρίζεται από την δαιδαλώδη μορφή των λιθόστρωτων σοκακιών της και είναι γεμάτη λαϊκότροπες βαλκανικές κατοικίες, χάνια, μαγαζιά, τυπικές εκκλησίες της τελευταίας Οθωμανικής περιόδου αλλά ταυτόχρονα και δυτικότροπα νεοκλασικά μέγαρα των οποίων οι ιδιοκτήτες ήταν κυρίως έμποροι καπνού.
Πηγή: Περιφέρεια Αν. Μακεδονίας, Θράκης
Η παλαιά αγορά της Κομοτηνής παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον. Περικλείεται από τις οδούς Ορφέως, Συντάγματος Κρητών. Βας. Παύλου, Πλ. Ηφαίστου, οδών Κανάρη, Κιλκίς Οδ. Ανδρούτσου, Γραβιάς, Ξενοφώντος και Βενιζέλου.
Η αγορά χρονολογείται από την εποχή των Οθωμανών και είναι ενταγμένη σε ένα Ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα με μικρούς δρόμους και πανέμορφες πέργκολες που κατασκεύασε ο Δήμος Κομοτηνής από τη δεκαετία του 1990. Χαρακτηριστικό το μικρό εμβαδόν των καταστημάτων που αγγίζουν ακραίες καταστάσεις.
Εδώ θα βρείτε κάθε είδους κατάστημα από παλαιοπωλεία, καταστήματα τοπικών προϊόντων, Ρούχα, παπούτσια και γραφικά ταβερνάκια και αναψυκτήρια.
Πηγή: Περιφέρεια Αν. Μακεδονίας, Θράκης
Στο τέλος της Μάνης και της ηπειρωτικής Ευρώπης ξεκινούσε για τους αρχαίους η το πέρασμα στον κάτω κόσμο. Κατάσπαρτο από αρχαιότητες το ακρωταίναρο προσεγγίζεις από το μονοπάτι που ξεκινά από το εκκλησάκι των Αγίων Ασωμάτων που χτίστηκε με τις πέτρες του ιερού του Ταινάριου Ποσειδώνα. Περπατώντας ανατολικά βρίσκεις λαξευμένο στο βράχο το Ψυχοπομπείο απ’ όπου παραλάμβανε ο περαματάρης τις ψυχές και τις συνόδευε στην πύλη του Άδη, μια θαλασσινή σπηλιά απ’ όπου πέρασε ο Ηρακλής προκειμένου να αντιμετωπίσει τον Κέρβερο. Περπατώντας δυτικά συναντάς ίχνη από τον αρχαίο και ρωμαϊκό οικισμό όπως το περίφημο ψηφιδωτό του 1ου μ.Χ αιώνα. Μετά από 45 λεπτά διαδρομή οδηγείσαι στο φάρο του Ακροταίναρου, κτίριο του 1822, που σηματοδοτεί το τέλος της Μάνης και του ακρωτηρίου. Στην αρχή του ακρωτηρίου το Μαρμάρι και το Πόρτο Κάγιο προσφέρονται για κολύμπι σε πεντακάθαρες αμμουδιές. Αξίζει να επισκεφθείτε τους παραδοσιακούς οικισμούς Πάλιρο και Βάθεια, το Αχίλλειο και τον Πύργο Γρηγορακάκη στους Χάρακες.
Στην αρχή το ακρωτήριο σχηματίζει μια στενή λωρίδα γης που συμπιέζεται από δύο όρμους στα δυτικά και τα ανατολικά. Δυτικά συναντάμε τον όρμο Πόρτο Μαρινάρι με τον οικισμό Μαρμάρι και ανατολικά το Πόρτο Κάγιο. Στη συνέχεια το ακρωτήρι πλαταίνει. Μετά τον οικισμό Κοκκινόγεια, στο ναό των Αγίων Ασωμάτων όπου τοποθετείται το Ιερό του Ταινάριου Ποσειδώνα, θεού του Κάτω Κόσμου για τους αρχαίους Λακεδαίμονες, ο δρόμος σταματά. Περπατώντας λίγα μέτρα προς τα ανατολικά, ανακαλύπτεις δίπλα σε μια μικρή ακτή το κανάλι του Ψυχοπομπείου απ’ όπου ο περαματάρης παραλάμβανε τις ψυχές και τις συνόδευε ως την Πύλη του Άδη, μια θαλασσινή σπηλιά που μέχρι σήμερα δεν έχει προσδιοριστεί η ακριβή της θέση. Στη σπηλιά αναφέρεται και η ύπαρξη νεκρομαντείου του Ποσειδώνα. Στο τέλος της Μάνης και της Ηπειρωτικής Ελλάδας το ακρωτήρι Ταίναρο αποτελεί το νοτιότερο άκρο της Ευρώπης και της Βαλκανικής χερσονήσου ενώ για τους αρχαίους Έλληνες σηματοδοτούσε το πέρασμα στον Κάτω Κόσμο. Το όνομά του οφείλεται στον μυθικό ήρωα και οικιστή Ταίναρο, γιο του Δία που έχτισε την ομώνυμη πόλη στον ισθμό της Ακρωταινάριας χερσονήσου. Το ακρωτήριο κατά την αρχαιότητα λεγόταν και “Ποσείδιον” ενώ αργότερα στα χρόνια της Φραγκοκρατίας μετονομάστηκε σε Κάβο Ματαπάς, ονομασία που μένει ακόμα σε πολλούς ναυτικούς χάρτες. Εδώ τοποθετούνταν κατά τη μυθολογία μια από τις πύλες του Άδη απ’ όπου πέρασε ο Ηρακλής προκειμένου να αντιμετωπίσει τον Κέρβερο. Από την ίδια πύλη κατέβηκε και ο Ορφέας για να πάρει την Ευρυδίκη, ενώ εκεί κρύφτηκε και ο Σπαρτιάτης Άρπαλος που έκλεψε τους θησαυρούς του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Στη νεότερη ιστορία η θαλάσσια περιοχή γύρω από το ακρωτήρι σηματοδοτήθηκε από τη ναυμαχία του Ταινάρου το 1942. Κατάσπαρτο από αρχαία απομεινάρια χαρακτηρίζεται από τη σπάνια μανιάτικη γοητεία ενώ περιβάλλεται από μια ιδιαίτερη ενέργεια.
Παίρνοντας το μονοπάτι από τα δεξιά του ναού οδηγούμαστε σε 45 λεπτά στον εντυπωσιακό Φάρο του 1882, ένα ορθογώνιο λιθόκτιστο κτήριο ύψους 16 μέτρων που είναι χτισμένο στα 20 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας. Ο Φάρος του Ακρωταίναρου κατασκευάστηκε από Γάλλους και ξεκίνησε να λειτουργεί το 1887. Μέχρι το 1984 φιλοξενούσε τρεις φαροφύλακες. Από τότε φύλαξή και η λειτουργία του αντικαταστάθηκε με αυτόματο φωτιστικό μηχανισμό που λειτουργεί με ηλιακή ενέργεια. Στη διαδρομή συναντάμε ίχνη του αρχαίου και του ρωμαϊκού οικισμού με εντυπωσιακότερο το «Άστρο της Αριάς» ένα αρχαίο ψηφιδωτό δάπεδο του 1ου μ.Χ αιώνα. Συνεχίζοντας με κατεύθυνση βόρεια από το φάρο περνάμε στις ακτές τις Μεσσηνιακής Μάνης.
Οι τρεις αμμουδιές στο Μαρμάρι και η παραλία στο Πόρτο Κάγιο στην αρχή του ακρωτηρίου προσφέρονται για κολύμπι. Στην γύρω περιοχή αξίζει επίσης να επισκεφθείτε το μικρό οικισμό Αχίλλειο με τα πυργόσπιτά του πάνω από το Πόρτο Κάγιο, τον επιβλητικό Πύργο Γρηγορακάκη στην τοποθεσία Χάρακες καθώς και τους παραδοσιακούς οικισμούς Πάλιρο και Βάθεια.
Πηγή: www.mythicalpeloponnese.gr
Το 1889 αποφάσισε ο Χαρίλαος Τρικούπης την κατασκευή του οδοντωτού σιδηροδρόμου. Ειδικοί τεχνίτες από τη Γαλλία και την Ιταλία για επτά χρόνια ανέλαβαν και εκτέλεσαν την κατασκευή του. Το πρώτο δρομολόγιο πραγματοποιήθηκε στις 10 Μαρτίου του 1896 με πρώτο επιβάτη τον Βασιλιά Γεώργιο τον Α’. ο σκοπός του ήταν να συνδέσει την περιοχή των Καλαβρύτων με την Αθήνα και την Πάτρα μιας και δεν υπήρχε άλλη εύκολη πρόσβαση.
Το μήκος του φτάνει τα 22 χλμ και ενώνει τα Καλάβρυτα με το Διακοπτό. Έχει πλάτος γραμμής 75 εκατοστά που είναι το μικρότερο σε όλη την Ευρώπη.
Η διαδρομή διαρκεί περίπου μια ώρα και η ταχύτητα κυμαίνεται από 30-40 χλμ την ώρα. Λόγω της μεγαλύτερης από το επιτρεπτό όριο υψομετρικής κλίσης της γραμμής, σε κάποια σημεία υπάρχουν οδοντωτές ράγες.
Στο ενδιάμεσο της διαδρομής Διακοπτό-Καλάβρυτα υπάρχει οι σταθμοί Νιάματα, Τρικλιά, Ζαχλωρού, Κερπινή. Η διαδρομή μέσα από το Βουραϊκό είναι μαγευτική και πολλές φορές οργανώνονται εκδρομές με ενδιάμεσες στάσεις, όπως για παράδειγμα ο επιβάτης μπορεί να επισκεφθεί τη Μονή Μεγάλου Σπηλαίου, με τα πόδια από το σταθμό της Ζαχλωρούς.
Πηγή: www.mythicalpeloponnese.gr
Ο Αμβρακικός Κόλπος είναι ένας πολύ μεγάλος κλειστός κόλπος στη Δυτική Ελλάδα, που ενώνεται με τη θάλασσα – το Ιόνιο Πέλαγος – μέσω ενός στενού διαύλου. Έχει έκταση πάνω από 400 τ.χλμ και εκτείνεται σε τρεις νομούς (περιφερειακές ενότητες), Άρτας, Πρέβεζας και Αιτωλοακαρνανίας.
Στο βόρειο μέρος του κόλπου εκβάλλουν ο Λούρος και ο Άραχθος, μεγάλα ποτάμια που με τις προσχώσεις τους δημιουργούν ένα σύνθετο σύστημα υγροτόπων με τεράστιο ενδιαφέρον για την ορνιθοπανίδα. Το τοπίο έχει συνεχείς εναλλαγές: ποτάμια, υπολείμματα παραποτάμιων δασών, βάλτοι, λιμνοθάλασσες, «λουρονησίδες» (δηλαδή λωρίδες άμμου που χωρίζουν τις λιμνοθάλασσες από την ανοιχτή θάλασσα), αλλά και πετρώδεις λόφοι και καλλιέργειες.
Στον Αμβρακικό προσεγγίζουμε από Πάτρα μέσω Αμφιλοχίας και από Ήπειρο μέσω Άρτας ή Πρέβεζας.
Ο Αμβρακικός με την εκπληκτική ορνιθοπανίδα είναι πολύ καλός για επίσκεψη και παρατήρηση πουλιών όλες τις εποχές τους έτους. Προτιμότερες εποχές όμως είναι μάλλον ο χειμώνας όταν υπάρχει τεράστιος αριθμός από διαχειμάζοντα πουλιά, αλλά και η άνοιξη (Απρίλιος-αρχές Ιουνίου) για φωλιάζοντα και μεταναστευτικά είδη.
Η φύση στον Αμβρακικό
Υγρότοποι
Εκτός από τα δύο μεγάλα ποτάμια της περιοχής, Λούρο και Άραχθο, συναντούμε τουλάχιστον 20 λιμνοθάλασσες και άλλους υγρότοπους, με συνολική έκταση 7.000 εκτάρια. Σημαντικότεροι είναι:
- Ο βάλτος της Ροδιάς, που τροφοδοτείται με γλυκό νερό από το Λούρο και καλύπτεται από εκτεταμένο καλαμιώνα.
- Οι λιμνοθάλασσες Τσουκαλιό και Λογαρού, οι δύο μεγαλύτερες λιμνοθάλασσες της περιοχής που διαχωρίζονται από τη θάλασσα με λουρονησίδες.
- Η υγροτοπική περιοχή στο βόρειο τμήμα του Αμβρακικού, γύρω από τις εκβολές του Λούρου και του Αράχθου, με τις λιμνοθάλασσες Τσοπέλι, Κόφτρα, Παλιομπούκα, και Αγρίλος.
- Στο νότιο τμήμα του Αμβρακικού κόλπου, οι λιμνοθάλασσες Κατάφουρκο, Μυρτάρι, Σαλτίνη, Μάζωμα, Βαθύ και η λίμνη Βουλκαριά.
Χλωρίδα
Η χλωρίδα της περιοχής περιλαμβάνει τα συνηθισμένα φυτά των παράκτιων υγροτόπων: χαρακτηριστικά είδη των αλμυρόβαλτων και αλίπεδων είναι η αρμύρα Salicornia και το βούρλο Juncus, ενώ προχωρώντας προς τα γλυκά νερά βλέπουμε καλαμιές, αρμυρίκια, νούφαρα και άλλα υδρόβια φυτά. Τα παραποτάμια δάση αποτελούνται από νερόφραξους, ιτιές, κλήθρα, λεύκες, φτελιές και πλάτανους. Σε υγρά λιβάδια μπορούμε να βρούμε ίριδες Iris pseudacorus και νάρκισσους Narcissus tazetta.
Πανίδα
Στον Αμβρακικό συναντούμε τα χαρακτηριστικά είδη θηλαστικών της μεσογειακής Ελλάδας, όπως η Αλεπού, το Κουνάβι, ο Σκαντζόχοιρος, αλλά και σπανιότερα και πιο ενδιαφέροντα όπως το Τσακάλι Canis aureus και η Βίδρα Lutra lutra. Υπάρχει πλήθος αμφίβιων (6 είδη βάτραχων και φρύνων καθώς και ο Κοινός Τρίτωνας) και ερπετών (4 είδη χελώνας, 7 είδη φιδιών και 11 είδη σαυρών) χάρη στη μεγάλη ποικιλία χερσαίων οικοσυστημάτων.
Στη θάλασσα θα συναντήσουμε Ρινοδέλφινα Tursiops truncatus – τα γνωστά δελφίνια του Αμβρακικού, ενώ υπάρχουν εμφανίσεις της μεσογειακής φώκιας Monachus monachus. Απαντάται επίσης η θαλάσσια χελώνα Caretta caretta. Η ιχθυοπανίδα της περιοχής είναι ιδιαίτερα πλούσια σε είδη γλυκού νερού αλλά και θαλάσσια. Οι υγρότοποι της περιοχής άλλωστε είναι ονομαστοί «χελότοποι», ενώ στα θαλάσσια αλιεύματα εκτός από ψάρια περιλαμβάνεται και η διάσημη γαρίδα (γάμπαρη) του Αμβρακικού.
Ορνιθοπανίδα
Ο Αμβρακικός έχει τεράστια σημασία για την ορνιθοπανίδα, και λόγω των βιοτόπων που φιλοξενεί, αλλά κι επειδή βρίσκεται πάνω σε μεταναστευτική διαδρομή. Τα τελευταία χρόνια έχουν καταγραφεί στην περιοχή περίπου 290 είδη πουλιών, εκ των οποίων τα 230 απαντώνται τακτικά. Θεωρείται ότι ο Αμβρακικός συγκεντρώνει τους μεγαλύτερους αριθμούς υδρόβιων πουλιών σε όλη την Ελλάδα, και είναι ένας από τους σημαντικότερους υγρότοπους της Νότιας Ευρώπης.
Ένα από τα εμβληματικά είδη που συναντάμε στον Αμβρακικό είναι ο Αργυροπελεκάνος Pelecanus crispus, ο οποίος και αναπαράγεται εδώ με πάνω από 80 αναπαραγωγικά ζευγάρια. Για πολλά χρόνια η αποικία του Αμβρακικού ήταν μαζί με αυτήν της Μικρής Πρέσπας η μόνη αποικία αναπαραγωγής του είδους στην Ελλάδα – αν και τα τελευταία έτη ο Αργυροπελεκάνος ξεκίνησε να αναπαράγεται και σε άλλους υγροτόπους της χώρας μας.
Στην περιοχή φωλιάζουν 6 είδη ερωδιών. Από αυτά, ο Ήταυρος Botaurus stellaris είναι το πιο ιδιαίτερο: ένα σχετικά σπάνιο για την Ελλάδα πουλί που αναπαράγεται στους απέραντους καλαμιώνες του Αμβρακικού – δύσκολα το βλέπουμε, αν όμως είμαστε τυχεροί ίσως ακούσουμε την παράξενη φωνή του αρσενικού Ήταυρου που θυμίζει μουγκάνισμα ταύρου. Άλλα ενδιαφέροντα είδη που αναπαράγονται στους βάλτους είναι η Χαλκόκοτα, η Χουλιαρομύτα και η σπάνια και προστατευόμενη Βαλτόπαπια Aythya nyroca.
Στην Φιλιππιάδα, μια κωμόπολη κοντά στους υγροτόπους, φωλιάζει πολύ μεγάλος αριθμός πελαργών – δίκαια κάποιοι ονομάζουν την Φιλιππιάδα «πρωτεύουσα των πελαργών».
Κατά μήκος των αμμοθινών και λουρονησίδων μπορούμε να δούμε πολύ μεγάλους αριθμούς από χαραδριόμορφα – σφυριχτές, γλαρόνια, Αβοκέτες, Καλαμοκανάδες, γλάρους και άλλα υδρόβια, ανάλογα με την εποχή του έτους.
Ο Αμβρακικός φιλοξενεί τεράστιους αριθμούς από διαχειμάζοντα είδη πουλιών – με περίπου 100.000 πουλιά κατά τους χειμερινούς μήνες είναι ένας από τους σημαντικότερους υγροτόπους της Ελλάδας. Βουτηχτάρια, πάπιες, πρίστες, χήνες, παρυδάτια, αλλά και αρπακτικά πουλιά όπως ο μεγαλόπρεπος Στικταετός (Aquila clanga), είναι μεταξύ των χειμερινών επισκεπτών.
Ακόμα, οι λόφοι με τα θαμνοτόπια, και οι καλλιέργειες, χαρακτηρίζονται από διαφορετική οριθοπανίδα: φιλοξενούν μεγάλη ποικιλία στρουθιόμορφων, αρπακτικών και νυκτόβιων πουλιών. Οι παρατηρητές πουλιών σίγουρα δεν θα βαρεθούν.
Πηγή: www.eepf.gr
διαβάστε περισσότερα