Μόστρα Μυκόνου
Η Μόστρα Μυκόνου είναι ο χαρακτηριστικός μεζές του νησιού γιατί δημιουργείται από δυό προϊόντα που είναι τυπικοί γαστρονομικοί πρεσβευτές της Μυκόνου, από την κοπανιστή και τα παξιμάδια.
Και τη μεν κοπανιστή, ενώ μέχρι λίγα χρόνια τη γνώριζαν μόνον οι ντόπιοι και την τιμούσαν ελάχιστοι -όσοι ψάχναν γιά κρυφούς γαστρονομικούς θησαυρούς- προσφάτως τυποποιήθηκε και παράχθηκε με σύγχρονες πιστοποιημένες διαδικασίες στο Τυροκομείο Μυκόνου, παίρνοντας έτσι το διαβατήριο για να ταξιδέψει στις απαιτητικές αγορές της Αθήνας, αλλά τα παξιμάδια εξακολουθούν να διατηρούν την ταπεινότητα τους. Ταπεινότητα που δεν δικαιολογείται γιατί είναι αυτά, “οι διπυρήτες άρτοι” που επί αιώνες χόρταιναν όχι μόνον τους κατοίκους του νησιού, αλλά και τους στόλους που ταξίδευαν στο Αιγαίο πέλαγος που στη Μύκονο βρίσκαν τον καλύτερο προμηθευτή της γαλέτας. Χρησιμοποιώντας έτσι οι Μυκονιάτες τα δυό μοναδικά αγαθά που είχαν εν αφθονία, τον αέρα και τα φρύγανα, μετέτρεπαν το στάρι σε αλεύρι με τους ανεμόμυλους και το αλεύρι σε διπυρήτη άρτο (παξιμάδια) στους ξυλόφουρνους του νησιού.
Μυκονιάτικα Ραφιόλια
Τα ραφιόλια είναι ένα γλυκό που συνηθίζεται στις Κυκλάδες και ειδικά στη Μύκονο. Τη μυκονιάτικη παραλλαγή εκτέλεσε η ταλαντούχα μυκονιάτισσα σεφ Ειρήνη Ζουγανέλη – η οποία μάς παραχώρησε ευγενικά και την συνταγή – κατά την διάρκεια της παρουσίασης του Ελληνικού Πρωινού της Μυκόνου, όπου τα ραφιόλια επελέγησαν ως ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα γλυκά του νησιού.
Περισσότερα στο Greek Gastronomy Guide…
Πηγή: www.greekgastronomyguide.gr
Η κοπανιστή Μυκόνου φτιάχνεται με τον παραδοσιακό τρόπο από πολλούς αγρότες, οι οποίοι πολλές φορές την πωλούν είτε σε ιδιώτες είτε σε μπακάλικα. Πιστοποιημένο όμως τυροκομείο κοπανιστής είναι της οικογένειας Κουκά, που έχει δημιουργήσει μια υπερσύγχρονη μονάδα στο Παλαιόκαστρο στην Άνω Μερά, και αξιοποιεί το γάλα των αγελάδων της, καθώς διαθέτει το μεγαλύτερο αριθμό βοοειδών (130 ζώα) στις Κυκλάδες. Μέχρι το 2014 σημαντική ποσότητα του γελαδινού γάλατος πήγαινε στην Τήνο για την παραγωγή της γραβιέρας Τήνου, ενώ από το το 2015 οι αποστολές περιορίστηκαν, γιατί η ζήτηση της κοπανιστής αυξήθηκε κατά πολύ.
Όταν επισκεφτεί κανείς το Τυροκομείο Μυκόνου της οικογενείας Κουκά στο Παλαιόκαστρο θα γνωρίσει την ψυχή του τυροκομείου τον Θοδωρή, ένα νέο Μυκονιάτη, ένα σεμνό παιδί, με πτυχίο τυροκόμου από την Σχολή των Ιωαννίνων και τους γονείς του Μάρκο και η Ειρήνη Κουκά, που είναι οι στυλοβάτες του εγχειρήματος. Στο καινούργιο πιστοποιημένο τυροκομείο – όπου παράγεται μεταξύ άλλων η ΠΟΠ κοπανιστή Μυκόνου – θα συναντήσαμε το “νέο” που πατώντας στην παράδοση ταξιδεύει στην σύγχρονη εποχή.
Περισσότερα στο Greek Gastronomy Guide…
Πηγή: www.greekgastronomyguide.gr
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ελληνικά αλλαντικά είναι η μοσχομυριστή λούζα Μυκόνου και οι κυκλαδίτικες παραλλαγές της.
Στη Μύκονο, η λούζα αρτύζεται μόνο με μπαχάρι και θρούμπι και γι’ αυτό η γεύση της είναι πιο στιβαρή. Στην Τήνο χρησιμοποιούν, μαζί με το πιπέρι, άφθονους σπόρους μάραθου, ενώ στη Σύρο για τη συριανή λούζα φτιάχνουν ένα χαρμάνι από κρασί, πιπέρι, μπαχάρι, κανέλα και γαρύφαλο.
Η παρασκευή της λούζας Μυκόνου, παραδοσιακά, ερχόταν στο τέλος μιας ολόκληρης ιεροτελεστίας, που ήταν τα χοιροσφάγια, η αγαπημένη γιορτή των Μυκονιατών. Κάθε φθινόπωρο έσφαζαν το χοίρο, που κάθε σπιτικό έτρεφε όλο το χρόνο. Τότε οι έμπειροι τεχνίτες παραλάμβαναν τα φιλέτα και τα ψαρονέφρια του χοίρου και τ’ αλάτιζαν με μείγμα θαλασσινού χοντρού και ψιλού αλατιού. Μετά το ξέπλυμα, τα στέγνωναν και τ’ αρωμάτιζαν με άφθονο θρούμπι και πιπέρι. Κατόπιν περνούσαν το κρέας στις «ματίες», ένα αρκετά φαρδύ κομμάτι χοιρινού εντέρου. Ραβόταν στην κάτω και στην πάνω μεριά και βαπτιζόταν για μια ακόμα φορά σε θαλασσινή άρμη. Αμέσως μετά αναλάμβανε ο αέρας της Μυκόνου να τις στεγνώσει.
Περισσότερα στο Greek Gastronomy Guide…
Πηγή: www.greekgastronomyguide.gr
«Κι όποιος βρει τον καιρό να μείνει και να ζήσει μερικές μέρες στο νησί θα γευθεί και άλλες χαρές και άλλες νοστιμάδες και άλλες λιχουδιές. Το καλό χοιρινό κρέας, τα μοναδικά λουκάνικα και τα “σύγκλινα” και τις “λούζες” και το νόστιμο τυρί, την “κοπανιστή”, και το κρίθινο παξιμάδι, μαζί με κάποιο καλό κρασί, σε συντροφιές με ντόπιους, που ξέρουνε από φαγοπότι και από γλέντια, και κεράσματα και τραγούδια, ίσως γιατί από τα πιο αρχαία χρόνια ο θεός που λατρευόταν “κατεξοχήν” στη Μύκονο ήταν ο Διόνυσος, που και σήμερα τον βρίσκεις παντού, στη χώρα, στο λιμάνι, στην ύπαιθρο».
Έτσι περιγράφει ο σπουδαίος αρχιτέκτων Άρης Κωνσταντινίδης, μετά την ποιητική προσέγγιση της αρχιτεκτονικής της Μυκόνου, το γαστρονομικό της πλούτο. Κι αν έχουν περάσει από τότε πενήντα χρόνια και ο τουρισμός και η οικοδομική ανάπτυξη θέριεψαν και κατακυρίεψαν το νησί, οι Μυκονιάτες συνεχίζουν να είναι φιλόξενοι, εγκάρδιοι και άκρως ανεκτικοί με τους επισκέπτες του νησιού τους, να συντηρούν τα έθιμά τους, να γλεντοκοπούν και να διατηρούν τις διατροφικές τους παραδόσεις.
Έτσι, εκτός των γαστρονομικών πρεσβευτών του νησιού που είναι η ήπια τυροβολιά, η πιπεράτη κοπανιστή και το ξινοτύρι από τα τυροκομικά, η ευωδιαστή λούζα, το νούμπουλο και τα λαχταριστά λουκάνικα από τα αλλαντικά, ο χαρακτηριστικός μυκονιάτικος μεζές, η περίφημη μόστρα (με τα κρίθινα παξιμάδια, τη λιωμένη ντομάτα και την κοπανιστή), υπάρχουν ένα σωρό άλλες τυπικές γεύσεις που εκπροσωπούν το νησί.
Περισσότερα στο Greek Gastronomy Guide…
Πηγή: www.greekgastronomyguide.gr
H κοπανιστή, το πικάντικο και πιπεράτο τυρί της ζύμωσης, έγινε ο πιο χαρακτηριστικός μεζές της Μυκόνου.
Μαλακό λευκό τυρί της άλμης, με έντονη πικάντικη και πιπεράτη γεύση και χρώμα κρεμώδες, λευκό έως ανοικτό κεραμιδί, παράγεται στις Κυκλάδες (Τήνο, Σύρο, Μύκονο) από γάλα αγελαδινό, πρόβειο, κατσικίσιο ή μείγματά τους και έχει χαρακτηριστεί προϊόν ΠΟΠ Κυκλάδων.
Παραγωγικά η κοπανιστή γίνεται ως εξής: Στην αρχή ανακατεύεται καλά το χλιαρό γάλα σ’ ένα καζάνι με την ανάλογη πυτιά. Μετά από 24 ώρες ανάπαυσης έχουμε το ξινόγαλο, μια υδαρή μάζα, σαν νερουλό γιαούρτι, αλλά με πιο ξινή γεύση. Στη δεύτερη φάση τοποθετείται το ξινόγαλο σ’ ένα τουλπάνι για να στραγγίσει. Το στράγγισμα δεν βαστά πάνω από 24 ώρες κι έτσι παράγεται η τυροβολιά.
Η τυροβολιά μπαίνει στις σαλάτες, στις πίτες, σε γλυκά και θυμίζει λίγο τη γεύση και τη μορφή της φρέσκιας μυζήθρας. Όταν η τυροβολιά αλατιστεί και ζυμωθεί –ξανά και ξανά– με την προσθήκη λίγης παλιάς κοπανιστής, τότε μετατρέπεται στην κοπανιστή.
Περισσότερα στο Greek Gastronomy Guide…
Πηγή: www.greekgastronomyguide.gr
Η Κωμιακή Νάξου είναι ένα χωριό χτισμένο αμφιθεατρικά σε υψόμετρο 550 μέτρων με ανοιχτό ορίζοντα προς το Ικάριο Πέλαγος. Χωμένο μέσα στα καταπράσινα πλατάνια, με πολλές πηγές και περικυκλωμένο από μικρά περιβολάκια και αμπελάκια σε πεζούλες. Παλιά είχε δύο χιλιάδες κατοίκους, ενώ τώρα περίπου πεντακόσιους.
Το πανηγυράκι γίνεται σε δυο εκκλησάκια μονόκλιτα θολωτά, το ένα πλάι στο άλλο, το βορινό αφιερωμένο στη Ζωοδόχο Πηγή και το νότιο στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη χτισμένα πλάι στη δημοσιά, δύο χιλιόμετρα από το χωριό, πάνω σε ένα πλάτωμα σαν πλατεία χωριού, που σκεπάζεται από τις φυλλωσιές τεσσάρων τεράστιων πλάτανων.
Περισσότερα στο Greek Gastronomy Guide…
Πηγή: www.greekgastronomyguide.gr
Ο ξυλόφουρνος του Βελώνη στη Νάξο
Ο φούρνος του Βελώνη στη Χώρα της Νάξου είναι ένας από τους λίγους που αντιστέκεται σθεναρά και χαρίζει καθημερινά τη χαρά στους ντόπιους και τους περαστικούς αφού μοσχοβολά τη γειτονιά!
Όλο και λιγοστεύουν οι ξυλόφουρνοι στα Κυκλαδονήσια.
Χάνεται το νόστιμο καρβέλι.
Χάνονται κι οι φουρνάρηδες, άνθρωποι ενός άλλου φυράματος.
Οι καθημερινές συναναστροφές τούς είχαν κάνει πιο ανθρώπινους και πιο σοφούς.
«Το μαγαζί που δούλευε σαν φούρνος από το 1922, το αγόρασε ο πατέρας μου το 1950 έναντι 15.000 δραχμών. Τότε δούλευε με φρύγανα όπως όλοι οι παλιοί, που η φωτιά έμπαινε μέσα στο φούρνο για να πυρώνουν οι πέτρες. Το 1955 τον μετέτρεψε να δουλεύει με ξύλα. Η δουλειά του φούρναρη είναι δύσκολη, κάνει τη νύχτα μέρα, και μην κοιτάς τώρα το καλοκαίρι που δουλεύουν τα εστιατόρια με τους τουρίστες, το χειμώνα δύσκολα τα φέρνουμε βόλτα», μας αφηγείται ο κυρ-Νίκος Βελώνης.
Περισσότερα στο Greek Gastronomy Guide…
Πηγή: www.greekgastronomyguide.gr
Στην Νάξο – όπως και στην Κρήτη, καθώς είναι γνωστές οι σχέσεις των δυο νησιών – τα γαρδούμια είναι ένας ξεχωριστός μεζές που φτιάχνεται από τα έντερα του αρνιού.
Συνηθίζονται στις ορεινές και κτηνοτροφικές-ποιμενικές κοινωνίες, όπου επικρατεί η κρεατοφαγία. Και αν εκεί, το ψητό κρέας είναι ο «βασιλιάς» της διατροφής και σερβίρεται σε χαρές και λύπες, στις γιορτές και στα πανηγύρια, στους γάμους και στα βαφτίσια, τα εντόσθια και οι συκωταριές είναι οι “αρχόντοι” που είναι εξ ίσου περιζήτητοι.
Μ’ αυτά φτιάχνονται εκλεκτοί μεζέδες (κοκορέτσια, φρυγαδέλια, γαρδούμπες) όπως γίνονταν στον ευρύτερο ελληνικό χώρο από την κλασσική αρχαιότητα. Ο Αριστοφάνης έγραψε στους Ιππείς :«Τα έντερα των τετραπόδων χορδάς καλούσι, χορδή γαρ εστί το λεπτόν έντερον, ό ειώθασι πλέκειν οι μάγειροι».
Τα γαρδούμια παρασκευάζονται με τρεις τρόπους: μαγειρεμένα στην κατσαρόλα (τσιγάρισμα και βράσιμο), στα κάρβουνα και στον φούρνο.
Περισσότερα στο Greek Gastronomy Guide…
Πηγή: www.greekgastronomyguide.gr
Το τυροκομείο του Κουφόπουλου στη Νάξο
Ο τυροκόμος Μανώλης Β. Κουφόπουλος, εκμεταλλευόμενος τις τυροκομικές παραδόσεις του νησιού αλλά και τη βοήθεια που του πρόσφερε η σύγχρονη τεχνολογία, ίδρυσε, το 1990, το τυροκομείο του στον Άγιο Ισίδωρο Γαλανάδου Νάξου. Το τυροκομείο του Κουφόπουλου, αν και παράγει μικρότερες ποσότητες από το Συνεταιρισμό Νάξου, είναι γνωστό όχι μόνο για τις περίφημες γραβιέρες του -φρέσκες αλλά και δύο, τριών και πέντε χρόνων παλαίωσης, που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τις ιταλικές παρμεζάνες- αλλά και για τους συνεχείς πειραματισμούς του σε παραδοσιακά και νέα τυριά, με συνέπεια να έχουν αποσπάσει πολλές διακρίσεις και βραβεία.
Η γκάμα των τυροκομικών του εκτός της γραβιέρας, του αρσενικού, της ξινομυζηθρας, του ξινοτυριού, της μυζήθρας και του ανθότυρου που είναι τα βασικά τυριά της Νάξου, περιλαμβάνει την κατσικίσια γραβιέρα, το λαδοτύρι, το σταχτοτύρι, ένα καπνιστό που μοιάζει πολύ με το Ηπειρώτικο μετσοβόνε, το μελανοτύρι και το περίφημο κρασοτύρι. Άλλα τυριά της Τυροκομικής Νάξου είναι ο κομμός (φρέσκο τυρί που παράγεται με την προσθήκη τοπικών βοτάνων ή μπούκοβου ή σκόρδου), το βραβευμένο τυρί Αγίου Ισίδωρου (από αιγοπρόβειο γάλα), το σκορδοτύρι, το ξινοτύρι με μαυροσούσαμο, το τυρί με τους ξερούς καρπούς και το θηλυκοτύρι με την απαλή γεύση και λίγα λιπαρά.
Περισσότερα στο Greek Gastronomy Guide…
Πηγή: www.greekgastronomyguide.gr
Το κίτρο Νάξου είναι ένα απόσταγμα που προέρχεται από την απόσταξη καθαρού οινοπνεύματος σε παραδοσιακούς χάλκινους άμβυκες. Η πρώτη ύλη του είναι τα φύλλα του δέντρου της κιτριάς (citrus medica) τα οποία περιέχουν ισχυρά αρωματικά αιθέρια έλαια και αρχικά τα χρησιμοποιούσαν οι αμπελοκαλλιεργητές κατά την απόσταξη ρακής. Η καλλιέργεια των εσπεριδοειδών στη Νάξο χρονολογείται από τον 17ο αι. Το 1896 ο Μάρκος Βαλληνδράς ίδρυσε στο Χαλκί το ομώνυμο ποτοποιείο-αποστακτήριο «Ποτοποιείο Βαλληνδρά». Η εξαγωγή ξεκίνησε το 1928. Η συλλογή των φυτών της κιτριάς γίνεται από τον Οκτώβριο μέχρι το Φεβρουάριο και ακολουθεί η απόσταξη. Το κίτρο στη Νάξο υπάρχει και σε μορφή γλυκού, συσκευασμένο σε βαζάκια.
Το λικέρ βγαίνει σε τρία είδη: το κίτρινο (στους 36 βαθμούς αλκοόλ, χωρίς ζάχαρη), το άσπρο (στους 33 βαθμούς, με λίγη ζάχαρη που προτιμάται από τους Ναξιώτες) και το πράσινο (στους 30 βαθμούς, με περισσότερη ζάχαρη). Το απόσταγμα κίτρου θεωρείτα ιδιαίτερα χωνευτικό.
Περισσότερα στο Greek Gastronomy Guide…
Πηγή: www.greekgastronomyguide.gr